Το φαινόμενο του χρόνου υπάρχει στη φύση, η σκέψη του όμως αποτελεί καθαρά ανθρώπινη σύλληψη. Η υπόλοιπη ζωική φύση μετρά το χρόνο, αλλά δεν τον σπάει σε κομμάτια. Αφήστε δε την άψυχη…
Κάθε ξεχωριστό λυκόφως (… πείτε το και φωτόνιο), είτε βρίσκεται στον ήλιο είτε σε ένα μακρινό γαλαξία, είτε διπλά μου, είναι αδύνατο να το προλάβω, όσο αστραπιαία κίνηση και αν κάνω προς αυτό. Μοιάζει να είναι ενωμένο με κάτι από μένα, σαν προέκτασή μου, ώστε μόλις κινούμαι, να κινείται και αυτό.
Αν με χτυπήσει θα με χτυπήσει ακαριαία, αν με αποφεύγει θα με αποφεύγει για πάντα. Μόλις ξεκινάω να κινούμαι, ένας αθέατος συμπαντικός κυλιόμενος τάπητας παίρνει μπροστά κάτω από τα πόδια μου και κινείται όχι αντίθετα, αλλά μαζί με μένα, καθώς εγώ προχωράω, τόσο πιο πολύ όσο πιο γρήγορα πάω, ώστε να το κάνει να απομακρύνεται 300.000 χιλιόμετρα κάθε δευτερόλεπτο από μένα, όσο γρήγορα και αν τρέχω!
Για το φωτόνιο δεν έχει περάσει ποτέ το πρώτο δευτερόλεπτο.
Διανύει άπειρο διάστημα σε μηδενικό χρόνο και δεν ξέρει τι θα πει αλλαγή, απλώς είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει.
Οι μάζες του σύμπαντος έχουν ιστορία – η ενέργεια δεν έχει, βρίσκεται ακόμη στο πρώτο δευτερόλεπτο της γέννησής της και εκεί θα μείνει, ελεύθερη από το χρόνο και το χώρο. Κι αν λοιπόν, όπως λένε, αν η ψυχή μας υπάρχει, τότε είναι κι αυτή αιώνια, χωρίς συζήτηση.
Ο «πατέρας» Αινστάιν μας είπε -είναι δυνατό να μην τον πιστέψει κανείς;- ότι πάνω από όλα στο σύμπαν, η ταχύτητα του φωτός.
Μα τι είναι, βρε παιδί μου, αυτή η ταχύτητα τελικά; Δηλαδή δεν θα μπορούσε ο κόσμος να υπάρχει χωρίς το φως και το πόσο αυτό τρέχει;
Λοιπόν, σκέφτομαι πως ο κόσμος δεν θα υπήρχε όχι χωρίς το φως, αλλά χωρίς κάτι που αναγκαστικά παράγει και το φως.
Κι η ταχύτητά του δείχνει τα όρια που θέτει ο δημιουργός του σύμπαντος -όποιος και αν έχουμε πειστεί πως είναι- στο πόσο γρήγορα μπορεί να τρέξει κανείς μέσα σε αυτό.
Και φυλάει αυτή, την ανώτερη δυνατή, την οριακή ταχύτητα, μόνο για όσα δεν είναι (μάζα).
Μα έρχεται η εισαγωγή του παρόντος ως ένα από τα προσανατολιστικά σύμβολα του κοχλάζοντος εγκεφάλου μας και διχοτομεί το χρόνο σε παρελθόν και μέλλον.
Χωρίς τη σύλληψη της έννοιας του παρόντος, δηλαδή χωρίς λατρεία του τώρα-ζώντος εαυτού μας, το παρελθόν δεν μπορεί να ξεχωρίσει από το μέλλον και το αντίστροφο.
Ο ναρκισσισμός αυτός, αντίποδας της ολότητας, είναι μεν αναπόφευκτος για θνητά σκεπτόμενα όντα, αλλά μπορεί να καταλήξει και σε σοβαρές ακρωτηριαστικές συνέπειες.
Εάν φτάσουμε να πιστεύουμε ότι το παρελθόν ανήκει μόνο στο παλιό και το μέλλον μόνο στο καινούριο, αν πιστέψουμε ότι το παρόν δεν περιέχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, τότε σπάμε σε κομμάτια το χρόνο και κατά συνέπεια και τον κόσμο, αρνούμενοι την ολότητά του.
Με την επίγνωση που όλοι αποκτούμε περί ύπαρξης και μη ύπαρξης, περί της γέννησης και του θανάτου, εμφυτεύεται αναπόδραστα στην ανθρώπινη σκέψη η έννοια της αρχής, της μέσης και του τέλους.
Και με τις σκέψεις αυτές, ο χρόνος ανάγεται σε ένα είδος μετρητή κάποιας αυτόνομης ατομικής ανθρώπινης ύπαρξης, παρόλο που τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά αυτής, ανάμεσα στα οποία η συνειδητότητα, ο αυθορμητισμός, η αμεσότητα (για κάποιους «ζωντανή σχέση», για κάποιους «κοινωνία Θεού και ανθρώπων») είναι άχρονα: δεν περιέχουν το χρόνο ως παράγοντα βίωσης και καθορισμού τους, αποκτώντας έτσι αιώνια υφή. Και η επίδρασή τους επάνω μας δεν λήγει.
Μια ιδέα που απορρέει από τα παραπάνω, είναι αυτή ενός «αιώνιου τελευταίου δευτερολέπτου».
Ελπίζω βάσιμα ότι στα τελευταία δευτερόλεπτα αυτής της έγχρονης ζωής μας, η εγκεφαλική λειτουργία που μετρά το χρόνο επιτέλους ησυχάζει, ώστε τα προθανάτια βιώματα να μετατρέπονται σε άχρονα κι επομένως αιώνια: βεβαίως, «παράδεισος» ή «κόλαση», αναλόγως, για τους μεγάλους, ενώ αν είσαι παιδί ή άγιος, η «πτώση» ακόμη δεν έχει επέλθει ή έχει αναστραφεί. Την αποζητώ αυτή την παρήγορη σκέψη, πείτε τη και προσευχή, όποτε η σκέψη του θανάτου με βαραίνει.
Ένα ερώτημα είναι, τι μάς χρειαζόταν άραγε η αιώνια ενέργεια όλους εμάς;
Δεν υπάρχει τίποτα το παράδοξο. Με όλη την εγκλωβισμένη στο χώρο και το χρόνο μάζα μας, τη μισητή για όσους προσπαθούμε να αδυνατίσουμε, την πολύτιμη για όσους χάνουν τα μαλλιά τους, τα δόντια τους ή άλλα όργανα και πάλι εμείς, οι θριαμβευτές επί της ύλης, ενέργεια είμαστε.
Συμπυκνωμένη. Είμαστε μια γενναία κουταλιά μαρμελάδα, ενώ τα φωτόνια μερικοί σκόρπιοι κόκκοι ζάχαρης στο πάτωμα. Η πυκνή ενέργεια είναι μάζα, η ενέργεια απλώς ενδέχεται να χτίζει κατά τόπους μάζα ενώ στη μέση αφήνει κενό.
Το κενό…
Μαθαίνουμε να αισθανόμαστε κοντά με τους άλλους, να μιλάμε, να αγγιζόμαστε, ….να ανταλλάσουμε, … να συνεργαζόμαστε, …αλλά μόνο οι ψυχές μας, όταν ερωτευόμαστε και οι διάνοιες μας, όταν στοχάζονται και δεν καίγονται στις μονοεπίπεδες διυλύσεις του κώνωπος, μπορούν αληθινά να το διανύσουν.
Αλήθεια, πού να πηγαίνουν άραγε τα φωτόνια που δεν μας άγγιξαν;
Κανένας δεν ξέρει, αλλά εγώ θα μείνω σε αυτά που μας άγγιξαν και θα μας αγγίξουν. Έστω και ένα αν υπάρξει, ήδη το κλάσμα μας ως προς το άπειρο διαφέρει πλέον για πάντα από το μηδέν.
Το παρόν κείμενο έγραψα αποκλειστικά για το Αντίφωνο, με αφορμή την έκδοση της συλλογής μου ποιητικού και πεζού λόγου «Χρήζεις προστασίας», εκδόσεις ΑΛΔΕ, Αθήνα, Μάιος 2018.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του, αμερικανού, Ellsworth Kelly
Πηγή : https://antifono.gr/%CF%84
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου