Γεννήθηκε μέσα από τα μάτια των άλλων, των ευρωπαίων ταξιδευτών στην πάμφτωχη μεταπολεμική Ελλάδα, που είχε βέβαια άλλες προτεραιότητες από το να πάει διακοπές. Κρατιέται ακόμη στις παιδικές μας μνήμες, όταν κι εμείς ήμασταν «άλλοι». Aλλά η γοητεία του πλήττεται καθοριστικά από συνδυασμό παραγόντων. Μάλλον γιατί παραέγινε (νεο)ελληνικό
Υπάρχει το «ελληνικό καλοκαίρι»; Για να απαντηθεί το κάπως σουρεαλιστικό ερώτημα θα πρέπει μάλλον να ανατρέξουμε στο πώς γεννήθηκε το «ελληνικό καλοκαίρι». Στο πώς διαμορφώθηκαν δηλαδή τα συμφραζόμενά του.
Αναγκαστικά, όχι στα 3.500 χρόνια που αριθμεί «η καταγεγραμμένη ιστορία της ελληνικής γλώσσας» κατά τον Ρόντρικ Μπίτον, αλλά στα 75 χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου μέχρι σήμερα. Το «ελληνικό καλοκαίρι» ως εμπειρία του επισκέπτη (Ελληνα ή ξένου) απέκτησε σταδιακά τη σημερινή του έννοια τον 20ό αιώνα, ειδικά από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Βεβαίως, αν πάμε πολύ πίσω, για την ακτινοβολία του ελληνικού καλοκαιριού στη Δύση –μέσα από τη σύνδεση του τοπίου της Ελλάδας με την αρχαία κληρονομιά– οφείλουμε πράγματα ακόμη και στους ευρωπαίους περιηγητές του 18ου αιώνα.
Οσους συνέδεσαν τους πάμφτωχους χωρικούς που συναντούσαν στον ελλαδικό χώρο (της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) με τους αρχαίους Ελληνες, βοηθώντας έτσι στη γέννηση του ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821. Remaining Time-0:00 Fullscreen Mute Οι περιηγητές άνοιξαν το μονοπάτι. Στα χνάρια τους ακολούθησαν τον 20ό αιώνα όσοι συνέβαλαν στη γέννηση του «ελληνικού καλοκαιριού» με τη σημερινή του έννοια. Επαιξαν φυσικά ρόλο οι μεταπολεμικές κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα και στη Δύση: αστικοποίηση, αύξηση του βιοτικού επιπέδου, ταξίδια με επιβατικά αεροπλάνα, άνοδος του τουρισμού.
Τα δύο μαζί: οι νέες οικονομικές συνθήκες «παντρεύτηκαν» την κατάλληλη στιγμή με την άυλη ακτινοβολία που άπλωσαν στον κόσμο οι φιλέλληνες και οι ελληνιστές. Το καλοκαίρι στην Ελλάδα έγινε διάσημο μέσα από τα μάτια των άλλων, κυρίως των ευρωπαίων ταξιδευτών. Ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, αρχαιολόγων, αλλά και επαναστατημένων νέων που ανακάλυπταν στα 60s τα νησιά, μικρά και μεγάλα. Ο Ζακ Λακαριέρ στο διάσημο βιβλίο του «Το Ελληνικό Καλοκαίρι» περιγράφει:
—«Εκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947 και το τελευταίο το φθινόπωρο του 1966»
—«Η ουσία των όσων έμαθα στο πρώτο μου ταξίδι είναι πως η Ελλάδα εξακολουθούσε να υπάρχει. Υπήρχαν πράγματι εδώ κι εκεί ερείπια (δύσκολο και συχνά αδύνατο να τα προσεγγίσεις), αλλά κυρίως υπήρχε ένας τόπος που λεγόταν ακόμη Ελλάδα και κατοικούνταν από Ελληνες».
—«Η τελευταία εικόνα μου: ένα νησί του Αιγαίου άδεντρο, μ’ ένα μοναδικό χωριό· τοπίο απογυμνωμένο, με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σαν δυο πλαγιές του ίδιου λόφου»Πάτμος, Αμοργός, Μύκονος, Δήλος. Η Ελλάδα ως σύζευξη των αντιθέτων (της μεταπολεμικής οικονομικής καχεξίας και της φυσικής ομορφιάς) και συνάμα ως σύνδεση με το αρχαίο παρελθόν της.
«Ο πλούτος και η δύναμη των Ελλήνων βρίσκεται εκεί που βρισκόταν και την εποχή του Οδυσσέα» έγραφε ο Λακαριέρ. Το βιβλίο του εκδόθηκε στα Γαλλικά το 1975. Από τότε έχουν περάσει σχεδόν 50 χρόνια στη διάρκεια των οποίων άλλαξαν πολλά. Σήμερα, αυτό το «ελληνικό καλοκαίρι» υπάρχει ως ανάμνηση. Ολο και περισσότεροι άνω των 40 αναπολούν τα παιδικά καλοκαίρια της δεκαετίας του 1980.
Και οι παλαιότεροι τις παραλίες των 60s και των 70s στα νησιά της άγονης γραμμής. Οσα έγιναν μετά, ιδίως από τα μέσα των 90s, μοιάζουν, κατά έναν περίεργο τρόπο, να μη δημιούργησαν για εκείνους αναμνήσεις.
Σαν να ενώθηκαν με τη φάση της καταστροφής του «ελληνικού καλοκαιριού». Ο λόγος που επλήγη καθοριστικά το άυλο κεφάλαιο του «ελληνικού καλοκαιριού» είναι διπλός. Οπως τότε, όταν άρχιζε η άνοδός του, συνέβησαν ξανά και τα δύο μαζί: άλλαξαν οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες και το πνεύμα που το περιβάλλει. Το πρώτο σκέλος είναι χιλιοειπωμένο. Μετά τη δεκαετή κρίση είμαστε ακόμη πιο φτωχοί σε σύγκριση με την Ευρώπη. Το τουριστικό μας προϊόν είναι όμως ακριβό, κι έτσι απευθύνεται στη μεσαία τάξη άλλων χωρών, όχι στη δική μας. Από την άλλη πλευρά, έχουμε ανάγκη ως οικονομία τα χρήματα των τουριστών.
Το δεύτερο κομμάτι, το άυλο, είναι μια μαύρη σελίδα της Μεταπολίτευσης. Η ξαπλώστρα, τα μπετά στις απάτητες παραλίες, η έλλειψη αισθητικής, η βία της αρπαχτής. Τα τελευταία χρόνια η νέα εποχή ολοκληρώνεται με τη στροφή στη χλιδή, στη μετατροπή πολλών νησιών σε χώρους υποδοχής για την ακαλαίσθητη επίδειξη πλούτου.
Από εκείνον που καμάκωσε το ΕΣΠΑ μέχρι τον άραβα μεγιστάνα με τη χρυσή μπριζόλα του. Αυτές έγιναν οι αξίες του νεοελληνικού καλοκαιριού. Αυτό πουλάμε. Γι’ αυτό και πολλοί πια ούτε τα χρήματα διαθέτουν, αλλά ούτε και θέλουν να συναντηθούν μαζί του.
Πηγή: Protagon.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου