Η επιτυχία του τουρισμού συνδέεται με την αναζήτηση της
τοπικής αρχιτεκτονικής, όπως στην περίπτωση της Οίας στη Σαντορίνη, η
οποία σήμερα αποτελεί κορυφαίο τουριστικό προορισμό παγκοσμίως.
«Πρέπει να αναζητήσουμε μια
αρχιτεκτονική του λιγότερου, μια αρχιτεκτονική νηφάλια, που δεν θα
μιλάει για τον ευδαιμονισμό των ’00s, θα είναι θεμελιώδης και ασκητική,
ανατρεπτική και καινούργια», μας λέει ο Γιάννης Αίσωπος. O καθηγητής
αρχιτεκτονικού και αστικού σχεδιασμού, εθνικός επίτροπος της Ελλάδας
στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, που πραγματοποιήθηκε πριν από
λίγο καιρό, παρουσίασε στη Βενετία ένα πρότζεκτ-έκθεση με τίτλο
«Ξαναφτιάχνοντας την Ελλάδα: Τοπία Τουρισμού», μια αφήγηση που ξεκινάει
το 1914, φτάνει στο σήμερα και προτείνει το αύριο της αρχιτεκτονικής του
τουρισμού.
Από το πανεπιστήμιο Columbia, όπου αυτό το διάστημα διδάσκει ως επισκέπτης καθηγητής σ’ ένα εργαστήριο αρχιτεκτονικού σχεδιασμού για μεταπτυχιακούς φοιτητές, ο Γιάννης Αίσωπος μας μίλησε για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του τουρισμού συνδέοντάς τον με την αρχιτεκτονική, κάνοντας μια ανάλυση εξαιρετικά επίκαιρη και σε μια περίοδο που η χώρα έχει βαφτίσει τον τουρισμό ως τη μόνη ίσως πειστική αναπτυξιακή προοπτική.
Η ελληνική παρουσίαση στην Μπιενάλε Aρχιτεκτονικής ξεκίνησε σαν μια απάντηση στο γενικό θέμα της διοργάνωσης, την αφομοίωση της νεωτερικότητας, του μοντέρνου δηλαδή, τα τελευταία εκατό χρόνια. «Η δική μου ουσιαστικά απάντηση είναι να εξετάσουμε τον τουρισμό ως όχημα της νεωτερικότητας στην Ελλάδα», σημειώνει ο Γιάννης Αίσωπος. «Η πρόταση είχε δύο ενότητες: Η πρώτη ήταν το αρχείο, τα εκατό χρόνια 1914-2014 και η δεύτερη τι κάνουμε από δω και πέρα, γιατί θεωρώ ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα σημείο καμπής, βρισκόμαστε στο τέλος της κρίσης ή στη μετά την κρίση εποχή και δεν μπορούμε ουσιαστικά να αναπτύσσουμε τον τουρισμό μας με τον ίδιο τρόπο που το κάναμε μέχρι τώρα».
Και οι υποδομές
Ο τίτλος «τοπία τουρισμού» και όχι αρχιτεκτονική του τουρισμού, δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση στην έννοια της αρχιτεκτονικής:
«Πέρα από τα ξενοδοχεία, συμπεριλαμβάνει τις οργανωμένες ακτές και τις παραλίες, τα τουριστικά περίπτερα, τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους. Ολα αυτά είναι μορφές αρχιτεκτονικής που καθιστούν τον τουρισμό εφικτό. Ακόμη και οι υποδομές είναι πολύ σημαντικές, τα αεροδρόμια, τα λιμάνια, οι αυτοκινητόδρομοι, μέχρι και τα βενζινάδικα για τα οποία υπήρξαν πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις τη δεκαετία του ’60 όταν άρχισαν να εμφανίζονται πιο μαζικά τα αυτοκίνητα στη χώρα μας», λέει ο Γιάννης Αίσωπος.
Νηφάλια, θεμελιώδης, ασκητική
Για τον Γιάννη Αίσωπο δύο είναι τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την έκθεση «Ξαναφτιάχνοντας την Ελλάδα: Τοπία τουρισμού»:
«Το πρώτο που διαπιστώνουμε είναι η διαρκής υποβάθμιση της σημασίας της αρχιτεκτονικής. Ξεκινάει κυρίως από την περίοδο της χούντας, όταν και παρατηρούμε ουσιαστικά τη μαζικοποίηση του τουρισμού και, επίσης, η χούντα τότε, με διάφορα ρουσφέτια και περίεργα δάνεια, σε αναζήτηση λαϊκού ερείσματος, αναπτύσσει μια εκδημοκρατισμένη μορφή τουρισμού, αυτά που όλοι γνωρίζουμε ως rooms to let. Ετσι, αστικοποιείται το ελληνικό τοπίο. Αν δούμε τη Μύκονο για παράδειγμα, όλοι οι μικροοικισμοί έχουν ενωθεί μεταξύ τους. Η ζημιά εκείνης της περιόδου ήταν τεράστια».
»Η δεύτερη παρατήρηση: τώρα βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής. Εχει αρχίσει να αναδεικνύεται η σημασία της σχέσης μας με τη φύση και η σημασία της αειφορίας. Αυτός ο προβληματισμός θα γίνεται όλο και πιο έντονος και θα δημιουργήσει συνειδητοποιημένους αρχιτέκτονες, ξενοδόχους και πελάτες. Πρέπει να αναζητήσουμε μια αρχιτεκτονική του λιγότερου, η οποία δεν έχει να κάνει με την αισθητικοποιημένη εκδοχή του μινιμαλισμού. Θα πρέπει να είναι νηφάλια, δεν θα μιλάει για την υπερβολή και τον ευδαιμονισμό των προηγούμενων χρόνων, θεμελιώδης, ασκητική σε κάποιο βαθμό. Πρέπει να φέρουμε κάτι καινούργιο και ανατρεπτικό σε διεθνές επίπεδο, προβάλλοντας χαρακτηριστικά του πολιτισμού μας που ήταν πάντα εδώ και ξεχάστηκαν την περίοδο της υπερβολής. Ολα αυτά, βέβαια, προϋποθέτουν έναν ουσιαστικό αναστοχασμό».
Tην έκθεση που παρουσιάστηκε στην Μπιενάλε της Βενετίας, συνοδεύει έκδοση-κατάλογος με άρθρα ιστορικών του τουρισμού και της αρχιτεκτονικής, αλλά και αρχαιολόγων και κοινωνιολόγων που επιχειρούν να προσεγγίσουν το θέμα του τουριστικού φαινομένου πιο σφαιρικά, καθώς η αρχιτεκτονική δεν αποτελεί παρά μία μόνο από τις εκφάνσεις του.
Τα πρώτα εκατό χρόνια
Η περίοδος από το 1914 μέχρι τον Πόλεμο χαρακτηρίζεται κυρίως από τον ιαματικό τουρισμό. Εχουμε στην Αιδηψό, στα Καμένα Βούρλα, στο Λουτράκι ανάπτυξη ξενοδοχείων που φιλοξενούν τους τουρίστες που πάνε εκεί για ιαματικά λουτρά. Παράλληλα με τον ιαματικό τουρισμό ξεκινούν και τα γκραντ οτέλ, όπως το Ποσειδώνιο στις Σπέτσες, τα οποία αποτελούν τα θέρετρα της ανώτερης τάξης, η οποία είναι και η μόνη που έχει τη δυνατότητα να κάνει διακοπές εκείνη την εποχή.
Παραθαλάσσιος
Μετά τον Πόλεμο πραγματοποιείται μια δραματική στροφή: «Περνάμε στην περίοδο του παραθαλάσσιου τουρισμού. Τη μεταπολεμική περίοδο πρέπει να τη χωρίσουμε σε τρεις βασικές περιόδους», τονίζει ο Γ. Αίσωπος. «Η πρώτη είναι η περίοδος των Ξενία, του ’50 και του ’60. Εχουμε μια κρατική τουριστική ανάπτυξη. Το κράτος δηλαδή παίζει τον ρόλο του ξενοδόχου, επειδή ο ιδιωτικός τομέας είναι κατεστραμμένος. Οι τουρίστες αυτήν την περίοδο αυξάνονται σε μεγάλο βαθμό. Η περίοδος του ’50 και του ’60 με τα Ξενία, αλλά και άλλα έργα, όπως τα ξενοδοχεία Αμαλία του Νίκου Βαλσαμάκη, χαρακτηρίζεται ουσιαστικά από την εναπόθεση της αρχιτεκτονικής στο τοπίο. Μιλάμε πάντα για μια μικρή προς μεσαία κλίμακα.
»Επίσης, χαρακτηριστικό αυτής της εποχής είναι η υιοθέτηση του μοντέρνου. Ολα αυτά τα κτίρια είναι μοντέρνα. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, γίνεται γιατί υπάρχει μια ευτυχής συγκυρία. Αρχιτέκτονες όπως ο Νίκος Βαλσαμάκης και ο Αρης Κωνσταντινίδης βρίσκονται σε θέσεις-κλειδιά εκείνη την εποχή, αλλά και η ίδια η χώρα θέλει να εμφανιστεί ως προοδευτική και η μοντέρνα αρχιτεκτονική εκφράζει αυτήν τη νέα εποχή. Και έτσι είχαμε ένα ελληνικό μοντέρνο ιδίωμα, πρωτότυπο, το οποίο προκύπτει από τη σύνθεση τοπικής αρχιτεκτονικής και τοπικών υλικών με τις αναφορές του μοντέρνου κινήματος».
Το παράδειγμα της Οίας
Η δεύτερη μεταπολεμική περίοδος, που ξεκινάει το ’70 και φτάνει ώς το ’80, είναι η περίοδος του άλματος στην κλίμακα. Εχουμε τεράστιους αριθμούς τουριστών που έρχονται στην Ελλάδα. Οι δείκτες ανάπτυξης του τουρισμού είναι συνεχώς διψήφιοι, άρα τίθενται ζητήματα κλίμακας, χρειάζονται τεράστιες κατασκευές:
«Υιοθετείται το διεθνές στυλ και παρατηρούμε την κατασκευή μεγάλων κτιρίων, που είναι μεγάλα αντικείμενα αποκομμένα από το τοπίο. Σε μεγάλο βαθμό, ξένα σώματα. Μόνο την τρίτη περίοδο, αυτή που έρχεται από το ’80 και μετά, βλέπουμε μια αντίδραση στην κυριαρχία του προηγούμενου διεθνούς στυλ, αλλά και μια ανάγκη για κοίταγμα προς τα πίσω και αναφορά στην ιστορία. Το μοντέρνο αμφισβητείται και τελικά απορρίπτεται.
»Κύριο παράδειγμα αυτής της περιόδου και τρομερά σημαντικό είναι το πρόγραμμα του ΕΟΤ που έχει να κάνει με την αποκατάσταση και την ανάπτυξη παραδοσιακών οικισμών. Στη Βάθεια της Μάνης, στα Ζαγοροχώρια, στη Μονεμβασιά, στα χωριά του Πηλίου, στην Οία της Σαντορίνης. Η Οία, λ.χ. τότε, ήταν ένας οικισμός σχεδόν εγκαταλελειμμένος και τώρα φανταστείτε ότι είναι κορυφαίος προορισμός παγκοσμίως. Ο Αμερικανός που έρχεται στην Ελλάδα δεν θέλει να δει το ίδιο ξενοδοχείο που βλέπει στη Φλόριντα, θέλει να δει τοπική αρχιτεκτονική. Η επιτυχία του τουρισμού έχει να κάνει με την αναζήτηση του τοπικού.
»Σε αυτά τα χρόνια, λοιπόν, το παραδοσιακό –άλλοτε επιτυχημένο και άλλοτε όχι και τόσο– μοιάζει να κυριαρχεί και φτάνουμε ουσιαστικά σε ένα διαχωρισμό μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού. Και αυτή η εξέλιξη και σημασία του εσωτερικού εντείνεται στα χρόνια που ακολουθούν με την κουλτούρα της ευδαιμονίας και της ευεξίας, τα σπα, τα υδρομασάζ, τους φωτισμούς και τα διάφορα γκάτζετ που ενσωματώνονται στο εσωτερικό και το καθιστούν σε μεγάλο βαθμό κυρίαρχο».
Η εθνική ταυτότητα
Ενα άλλο θέμα που προφανώς αφορά την τουριστική ανάπτυξη είναι το πώς αυτή επηρεάζει τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. «Είναι δύσκολο να το αναπαραστήσεις με απόλυτους αρχιτεκτονικούς όρους», απαντάει ο Γ. Αίσωπος. «Υπάρχουν ερμηνείες, αλλά το πώς η εθνική ταυτότητα διαμορφώνεται είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ντόπιων, των Ελλήνων, και των ξένων επισκεπτών. Αυτός που έρχεται στην Ελλάδα θέλει να δει κάποια πράγματα και γι’ αυτό έρχεται. Εσύ, αντίστοιχα, ως Ελληνας θέλεις να του προσφέρεις αυτά τα πράγματα που αυτός θέλει να δει, αλλά αυτό φυσικά δεν γίνεται σε απόλυτους όρους. Ποτέ, ενδεχομένως, δεν του προσφέρεις απόλυτα αυτό που θέλει να δει, και αντίστοιχα αυτός που έρχεται δεν βλέπει ακριβώς αυτό που έχει προετοιμαστεί να δει. Εχουμε λοιπόν μια συνεχή αναδιαμόρφωση της ταυτότητας».
Έντυπη
Από το πανεπιστήμιο Columbia, όπου αυτό το διάστημα διδάσκει ως επισκέπτης καθηγητής σ’ ένα εργαστήριο αρχιτεκτονικού σχεδιασμού για μεταπτυχιακούς φοιτητές, ο Γιάννης Αίσωπος μας μίλησε για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του τουρισμού συνδέοντάς τον με την αρχιτεκτονική, κάνοντας μια ανάλυση εξαιρετικά επίκαιρη και σε μια περίοδο που η χώρα έχει βαφτίσει τον τουρισμό ως τη μόνη ίσως πειστική αναπτυξιακή προοπτική.
Η ελληνική παρουσίαση στην Μπιενάλε Aρχιτεκτονικής ξεκίνησε σαν μια απάντηση στο γενικό θέμα της διοργάνωσης, την αφομοίωση της νεωτερικότητας, του μοντέρνου δηλαδή, τα τελευταία εκατό χρόνια. «Η δική μου ουσιαστικά απάντηση είναι να εξετάσουμε τον τουρισμό ως όχημα της νεωτερικότητας στην Ελλάδα», σημειώνει ο Γιάννης Αίσωπος. «Η πρόταση είχε δύο ενότητες: Η πρώτη ήταν το αρχείο, τα εκατό χρόνια 1914-2014 και η δεύτερη τι κάνουμε από δω και πέρα, γιατί θεωρώ ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα σημείο καμπής, βρισκόμαστε στο τέλος της κρίσης ή στη μετά την κρίση εποχή και δεν μπορούμε ουσιαστικά να αναπτύσσουμε τον τουρισμό μας με τον ίδιο τρόπο που το κάναμε μέχρι τώρα».
Και οι υποδομές
Ο τίτλος «τοπία τουρισμού» και όχι αρχιτεκτονική του τουρισμού, δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση στην έννοια της αρχιτεκτονικής:
«Πέρα από τα ξενοδοχεία, συμπεριλαμβάνει τις οργανωμένες ακτές και τις παραλίες, τα τουριστικά περίπτερα, τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους. Ολα αυτά είναι μορφές αρχιτεκτονικής που καθιστούν τον τουρισμό εφικτό. Ακόμη και οι υποδομές είναι πολύ σημαντικές, τα αεροδρόμια, τα λιμάνια, οι αυτοκινητόδρομοι, μέχρι και τα βενζινάδικα για τα οποία υπήρξαν πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις τη δεκαετία του ’60 όταν άρχισαν να εμφανίζονται πιο μαζικά τα αυτοκίνητα στη χώρα μας», λέει ο Γιάννης Αίσωπος.
Νηφάλια, θεμελιώδης, ασκητική
Για τον Γιάννη Αίσωπο δύο είναι τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την έκθεση «Ξαναφτιάχνοντας την Ελλάδα: Τοπία τουρισμού»:
«Το πρώτο που διαπιστώνουμε είναι η διαρκής υποβάθμιση της σημασίας της αρχιτεκτονικής. Ξεκινάει κυρίως από την περίοδο της χούντας, όταν και παρατηρούμε ουσιαστικά τη μαζικοποίηση του τουρισμού και, επίσης, η χούντα τότε, με διάφορα ρουσφέτια και περίεργα δάνεια, σε αναζήτηση λαϊκού ερείσματος, αναπτύσσει μια εκδημοκρατισμένη μορφή τουρισμού, αυτά που όλοι γνωρίζουμε ως rooms to let. Ετσι, αστικοποιείται το ελληνικό τοπίο. Αν δούμε τη Μύκονο για παράδειγμα, όλοι οι μικροοικισμοί έχουν ενωθεί μεταξύ τους. Η ζημιά εκείνης της περιόδου ήταν τεράστια».
»Η δεύτερη παρατήρηση: τώρα βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής. Εχει αρχίσει να αναδεικνύεται η σημασία της σχέσης μας με τη φύση και η σημασία της αειφορίας. Αυτός ο προβληματισμός θα γίνεται όλο και πιο έντονος και θα δημιουργήσει συνειδητοποιημένους αρχιτέκτονες, ξενοδόχους και πελάτες. Πρέπει να αναζητήσουμε μια αρχιτεκτονική του λιγότερου, η οποία δεν έχει να κάνει με την αισθητικοποιημένη εκδοχή του μινιμαλισμού. Θα πρέπει να είναι νηφάλια, δεν θα μιλάει για την υπερβολή και τον ευδαιμονισμό των προηγούμενων χρόνων, θεμελιώδης, ασκητική σε κάποιο βαθμό. Πρέπει να φέρουμε κάτι καινούργιο και ανατρεπτικό σε διεθνές επίπεδο, προβάλλοντας χαρακτηριστικά του πολιτισμού μας που ήταν πάντα εδώ και ξεχάστηκαν την περίοδο της υπερβολής. Ολα αυτά, βέβαια, προϋποθέτουν έναν ουσιαστικό αναστοχασμό».
Tην έκθεση που παρουσιάστηκε στην Μπιενάλε της Βενετίας, συνοδεύει έκδοση-κατάλογος με άρθρα ιστορικών του τουρισμού και της αρχιτεκτονικής, αλλά και αρχαιολόγων και κοινωνιολόγων που επιχειρούν να προσεγγίσουν το θέμα του τουριστικού φαινομένου πιο σφαιρικά, καθώς η αρχιτεκτονική δεν αποτελεί παρά μία μόνο από τις εκφάνσεις του.
Τα πρώτα εκατό χρόνια
Η περίοδος από το 1914 μέχρι τον Πόλεμο χαρακτηρίζεται κυρίως από τον ιαματικό τουρισμό. Εχουμε στην Αιδηψό, στα Καμένα Βούρλα, στο Λουτράκι ανάπτυξη ξενοδοχείων που φιλοξενούν τους τουρίστες που πάνε εκεί για ιαματικά λουτρά. Παράλληλα με τον ιαματικό τουρισμό ξεκινούν και τα γκραντ οτέλ, όπως το Ποσειδώνιο στις Σπέτσες, τα οποία αποτελούν τα θέρετρα της ανώτερης τάξης, η οποία είναι και η μόνη που έχει τη δυνατότητα να κάνει διακοπές εκείνη την εποχή.
Παραθαλάσσιος
Μετά τον Πόλεμο πραγματοποιείται μια δραματική στροφή: «Περνάμε στην περίοδο του παραθαλάσσιου τουρισμού. Τη μεταπολεμική περίοδο πρέπει να τη χωρίσουμε σε τρεις βασικές περιόδους», τονίζει ο Γ. Αίσωπος. «Η πρώτη είναι η περίοδος των Ξενία, του ’50 και του ’60. Εχουμε μια κρατική τουριστική ανάπτυξη. Το κράτος δηλαδή παίζει τον ρόλο του ξενοδόχου, επειδή ο ιδιωτικός τομέας είναι κατεστραμμένος. Οι τουρίστες αυτήν την περίοδο αυξάνονται σε μεγάλο βαθμό. Η περίοδος του ’50 και του ’60 με τα Ξενία, αλλά και άλλα έργα, όπως τα ξενοδοχεία Αμαλία του Νίκου Βαλσαμάκη, χαρακτηρίζεται ουσιαστικά από την εναπόθεση της αρχιτεκτονικής στο τοπίο. Μιλάμε πάντα για μια μικρή προς μεσαία κλίμακα.
»Επίσης, χαρακτηριστικό αυτής της εποχής είναι η υιοθέτηση του μοντέρνου. Ολα αυτά τα κτίρια είναι μοντέρνα. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, γίνεται γιατί υπάρχει μια ευτυχής συγκυρία. Αρχιτέκτονες όπως ο Νίκος Βαλσαμάκης και ο Αρης Κωνσταντινίδης βρίσκονται σε θέσεις-κλειδιά εκείνη την εποχή, αλλά και η ίδια η χώρα θέλει να εμφανιστεί ως προοδευτική και η μοντέρνα αρχιτεκτονική εκφράζει αυτήν τη νέα εποχή. Και έτσι είχαμε ένα ελληνικό μοντέρνο ιδίωμα, πρωτότυπο, το οποίο προκύπτει από τη σύνθεση τοπικής αρχιτεκτονικής και τοπικών υλικών με τις αναφορές του μοντέρνου κινήματος».
Το παράδειγμα της Οίας
Η δεύτερη μεταπολεμική περίοδος, που ξεκινάει το ’70 και φτάνει ώς το ’80, είναι η περίοδος του άλματος στην κλίμακα. Εχουμε τεράστιους αριθμούς τουριστών που έρχονται στην Ελλάδα. Οι δείκτες ανάπτυξης του τουρισμού είναι συνεχώς διψήφιοι, άρα τίθενται ζητήματα κλίμακας, χρειάζονται τεράστιες κατασκευές:
«Υιοθετείται το διεθνές στυλ και παρατηρούμε την κατασκευή μεγάλων κτιρίων, που είναι μεγάλα αντικείμενα αποκομμένα από το τοπίο. Σε μεγάλο βαθμό, ξένα σώματα. Μόνο την τρίτη περίοδο, αυτή που έρχεται από το ’80 και μετά, βλέπουμε μια αντίδραση στην κυριαρχία του προηγούμενου διεθνούς στυλ, αλλά και μια ανάγκη για κοίταγμα προς τα πίσω και αναφορά στην ιστορία. Το μοντέρνο αμφισβητείται και τελικά απορρίπτεται.
»Κύριο παράδειγμα αυτής της περιόδου και τρομερά σημαντικό είναι το πρόγραμμα του ΕΟΤ που έχει να κάνει με την αποκατάσταση και την ανάπτυξη παραδοσιακών οικισμών. Στη Βάθεια της Μάνης, στα Ζαγοροχώρια, στη Μονεμβασιά, στα χωριά του Πηλίου, στην Οία της Σαντορίνης. Η Οία, λ.χ. τότε, ήταν ένας οικισμός σχεδόν εγκαταλελειμμένος και τώρα φανταστείτε ότι είναι κορυφαίος προορισμός παγκοσμίως. Ο Αμερικανός που έρχεται στην Ελλάδα δεν θέλει να δει το ίδιο ξενοδοχείο που βλέπει στη Φλόριντα, θέλει να δει τοπική αρχιτεκτονική. Η επιτυχία του τουρισμού έχει να κάνει με την αναζήτηση του τοπικού.
»Σε αυτά τα χρόνια, λοιπόν, το παραδοσιακό –άλλοτε επιτυχημένο και άλλοτε όχι και τόσο– μοιάζει να κυριαρχεί και φτάνουμε ουσιαστικά σε ένα διαχωρισμό μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού. Και αυτή η εξέλιξη και σημασία του εσωτερικού εντείνεται στα χρόνια που ακολουθούν με την κουλτούρα της ευδαιμονίας και της ευεξίας, τα σπα, τα υδρομασάζ, τους φωτισμούς και τα διάφορα γκάτζετ που ενσωματώνονται στο εσωτερικό και το καθιστούν σε μεγάλο βαθμό κυρίαρχο».
Η εθνική ταυτότητα
Ενα άλλο θέμα που προφανώς αφορά την τουριστική ανάπτυξη είναι το πώς αυτή επηρεάζει τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. «Είναι δύσκολο να το αναπαραστήσεις με απόλυτους αρχιτεκτονικούς όρους», απαντάει ο Γ. Αίσωπος. «Υπάρχουν ερμηνείες, αλλά το πώς η εθνική ταυτότητα διαμορφώνεται είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ντόπιων, των Ελλήνων, και των ξένων επισκεπτών. Αυτός που έρχεται στην Ελλάδα θέλει να δει κάποια πράγματα και γι’ αυτό έρχεται. Εσύ, αντίστοιχα, ως Ελληνας θέλεις να του προσφέρεις αυτά τα πράγματα που αυτός θέλει να δει, αλλά αυτό φυσικά δεν γίνεται σε απόλυτους όρους. Ποτέ, ενδεχομένως, δεν του προσφέρεις απόλυτα αυτό που θέλει να δει, και αντίστοιχα αυτός που έρχεται δεν βλέπει ακριβώς αυτό που έχει προετοιμαστεί να δει. Εχουμε λοιπόν μια συνεχή αναδιαμόρφωση της ταυτότητας».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου