Οι πρόσφατοι σεισμοί της Λέσβου και της Κω, ανέδειξαν για μια ακόμη φορά τα δομικά προβλήματα των σύγχρονων ελληνικών πόλεων σε σχέση με την αντισεισμική πολιτική της χώρας και την ετοιμότητά της, αν και η ανταπόκριση των εντεταλμένων οργάνων της στους προσφάτους σεισμούς κρίνεται ικανοποιητική.
Οφείλουν, όμως, να προετοιμάζονται, όπως όλοι μας, και να βελτιώνουν συνεχώς την επιχειρησιακή τους ετοιμότητα, λαμβάνοντας διαρκώς υπόψη τη συνεχιζόμενη αστικοποίηση, τις τεχνολογικές εξελίξεις, τις επεκτάσεις των υποδομών και γενικά την αύξηση του βαθμού πολυπλοκότητας της κοινωνίας.
Οι σεισμοί όμως της Ιταλίας πριν ένα χρόνο, με την ιδιαιτερότητά τους ως φυσικό φαινόμενο, τους αδικαιολόγητα πολλούς νεκρούς (297) και τις καταρρεύσεις και οι ισχυρότατοι σεισμοί στο Μεξικό (7 και 19/9/2017) αναδεικνύουν μια άλλη πολύ σημαντική διάσταση του προβλήματος.
Τις απρόβλεπτες ακραίες επιπτώσεις του φαινόμενου. Σύμφωνα με το μοντέλο υπολογισμού αναμενόμενων σεισμών της Αμερικανικής Γεωλογικής Υπηρεσίας (USGS) στην περιοχή έξω από την ακτή του Μεξικού, το πιθανό μέγιστο αναμενόμενο μέγεθος υπολογιζόταν σε 7,2 και συνέβη σεισμός μεγέθους 8,1.
Οι υπολογισμοί προβλέπουν ότι οι οικονομικές απώλειες είναι πιθανόν να ανέλθουν σε περισσότερα από 1 δισ. δολάρια και οι ανθρώπινες απώλειες σε εκατοντάδες. Η περίπτωση αυτή υπογραμμίζει τον απρόβλεπτο χαρακτήρα των σεισμών και ότι σε σεισμογενείς περιοχές με μεγάλους σεισμούς, όπως και η χώρα μας, οι κάτοικοι πρέπει να γνωρίζουν τους κινδύνους και ο σχεδιασμός αντισεισμικής προστασίας να είναι διαφορετικός από το συνηθισμένο.
Δυστυχώς, στις περισσότερες περιπτώσεις η χειρότερη εκδοχή (ακραίο σενάριο) είτε δεν γίνεται κατανοητή ή αγνοείται ή δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Και όμως συμβαίνει!Πολλές οι πτυχές που πρέπει να επανεξεταστούν και πρώτα η έρευνα, η οποία από ατομική ή μικρών ανταγωνιστικών ομάδων θα πρέπει να γίνει στοχευμένη, εφαρμοσμένη, από μεγαλύτερες ομάδες, δηλαδή ένωση Εργαστηρίων και Ινστιτούτων της χώρας, αλλά και της αλλοδαπής, με άμεσα πρακτικά αποτελέσματα. Απαιτείται ριζική αλλαγή ερευνητικής νοοτροπίας, προκαθορισμένων στόχων, διεπιστημονική, ευρεία και καλά χρηματοδοτούμενη έρευνα, που θα λύνει αυστηρά καθορισμένα και συγκεκριμένα προβλήματα για τις ανάγκες της κοινωνίας.
Η ανάπτυξη της έρευνας, ποσοτικά και ποιοτικά με αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού και εξοπλισμού, ο συντονισμός και η ισόρροπη ανάπτυξη ερευνητικών προσπαθειών σε ένα σύνολο επιστημονικών αντικειμένων, όπως η σεισμοτεκτονική, η αντισεισμική τεχνολογία, η χωροταξία, οι κοινωνικές επιστήμες, η σύνταξη μικροζωνικών μελετών και γεωλογικής καταλληλότητας, που θα λαμβάνονται υπόψη στον πολεοδομικό σχεδιασμό, ο καθορισμός όρων δόμησης, τα έργα υποδομής είναι απαραίτητοι παράμετροι για να σχεδιάζεται σιγά-σιγά και ορθολογικά το μέλλον.
Η σωστή ενημέρωση και εκπαίδευση της κοινωνίας, με έμφαση στην εκπαίδευση των νέων, αλλά και όσων επηρεάζουν δημόσια την κοινή γνώμη, κυρίως των δημοσιογράφων, αποτελούν επίσης άμεσες προτεραιότητες.
Δυστυχώς, η αντισεισμική πολιτική στη χώρα μας έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Παρότι έχουμε εξαιρετικούς επιστήμονες, ο προγραμματισμός και η ευθύνη της πολιτείας δεν παύουν να είναι μεγάλης σημασίας. Είναι πια κοινή η άποψη ότι απαιτούνται ριζικές παρεμβάσεις και αλλαγές στον αντισεισμικό σχεδιασμό της χώρας. Ο σεισμός και οι επιπτώσεις του δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται μόνο σαν ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά σαν ένα πολυσύνθετο κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό φαινόμενο.
Η αντισεισμική προστασία και θωράκιση της χώρας είναι ένα τεράστιο έργο υποδομής.
* Ο κ. Σπύρος Παυλίδης είναι Καθηγητής Γεωλογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Πρόεδρος της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας
Σημείωση: Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε την 1/10/2017 στην Εφημερίδα των Συντακτών με τον τίτλο “Καιρός για αλλαγές”
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου