30 Οκτ 2017

οι εκδόσεις Δώμα και η Ελευθερία του Επίκτητου video

Ο Θάνος Σαμαρτζής, απ’ τις νεοσύστατες εκδόσεις Δώμα, μιλάει για την απόσταση που υπάρχει μεταξύ των σύγχρονων Ελλήνων και των αρχαίων κειμένων, για τον σκοπό των εκδόσεων αλλά και την επιλογή για το πρώτο βιβλίο του Δώματος, την Ελευθερία του Επίκτητου, που εκδόθηκε τον Ιούνιο.

Ποιος άνθρωπος είναι ελεύθερος και ποιος δούλος; 
Πώς μπορούμε να ζήσουμε μια καλή ζωή; 
Πότε τα πράγματα κι οι καταστάσεις γίνονται αφέντες του εαυτού μας; 

Το σώμα μας, η υγεία μας, το σπίτι κι η περιουσία μας δεν είναι δικά μας, υποστηρίζει ο Επίκτητος. Δεν βρίσκονται κάτω απ’ τον δικό μας έλεγχο και, επομένως, όταν επιθυμούμε κάποιο απ’ αυτά τα πράγματα, επιθυμούμε κάτι που δεν εξαρτάται από εμάς.

 Κι ο άνθρωπος που επιθυμεί πράγματα που δεν εξαρτώνται από τον ίδιο δεν μπορεί παρά να είναι ένας δούλος. 

«Καθάρισε τις ιδέες σου, ώστε να μη δεθεί πάνω σου κάτι που δεν είναι δικό σου, να μην αναπτυχθεί μαζί σου κάτι ξένο, και να μη λυπηθείς αν φύγει από σένα. 

Και λέγε εξασκούμενος καθημερινά, όπως εξασκείσαι στο γυμναστήριο, όχι ότι κάνεις φιλοσοφία, αλλά ότι προσπαθείς να κερδίσεις την ελευθερία σου. Γιατί αυτή είναι η πραγματική ελευθερία». 

ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ 

Να μερικοί αφορισμοί. Απ’ όλους τους λαούς της Ευρώπης κανένας δεν έχει τόσο φτωχή σχέση με την ελληνική αρχαιότητα όσο οι σύγχρονοι Έλληνες. Δεν αγαπάνε οι Έλληνες την αρχαιότητα. Δεν την αγαπάνε με την ψυχή τους. Δεν την αγαπάνε, γιατί δεν τη χαίρονται. Τη σέβονται, πειθήνια, αλλά δεν τη χαίρονται. 

Δεν τη χαίρονται, γιατί δεν την ξέρουν. Και δεν την ξέρουν, επειδή ανάμεσα σ’ αυτούς και στην αρχαιότητα μπαίνει ένα αδιαπέραστο φίλτρο που φράζει την επαφή. Οι Έλληνες μοιάζει νά ’ναι καταδικασμένοι να μη γνωρίσουν την Ελλάδα, επειδή είναι Έλληνες. 

Το φίλτρο αυτό είναι η νεοελληνική παιδεία. Και δεν εννοούμε απλά τη σχολική εκπαίδευση, αλλά το συλλογικό πνεύμα της σύγχρονης Ελλάδας. Τη νεοελληνική παιδεία οι κάπως μορφωμένοι Έλληνες συνηθίζουν να την ελεεινολογούν, διεκδικώντας έτσι τη δική τους ανωτερότητα από τον μέσο όρο. Και θεωρούν πως, επειδή είναι κακή κι ανεπαρκής, είναι κι ανύπαρκτη. Αλλά δεν είναι. 

Υπάρχει, και ασκεί αποτελέσματα πάνω μας, μας καθορίζει, μας κάνει σε μεγάλο βαθμό αυτούς που είμαστε. Ο Έλληνας δεν πλησιάζει τα αρχαία κείμενα μ’ ελεύθερη και χαρούμενη καρδιά. Περιμένει απ’ αυτά μια δική του δικαίωση. Κι είτε τα πλησιάζει αλαζονικά, πιστεύοντας πως έχει μια ειδική σχέση μαζί τους που του επιτρέπει τάχα αυτός να τα καταλαβαίνει πιο βαθιά και πιο αληθινά από έναν ξένο. 

Είτε τα πλησιάζει με το κεφάλι σκυμμένο, υποταγμένος, με τον τρόπο που ο πιστός προσέρχεται στον ναό για να προσκυνήσει. Ένας Έλληνας δεν γνωρίζει την αρχαιότητα σαν Γιάννης, σαν Μανώλης, σαν Μαρία, δηλαδή σαν πρόσωπο, αλλά σαν Έλληνας, δηλαδή σαν μέλος μιας ομάδας, μιας παράταξης, μιας φάρας.

 Γι’ αυτό κι η σχέση του με την αρχαιότητα είναι κάλπικη και νόθα, όπως νόθο είναι πάντοτε ό,τι λέμε για κάτι που δεν το νιώσαμε με την ψυχή μας, αλλά το επαναλάβαμε τυφλά σαν συλλογική ιαχή. Τα πάντα σχεδόν μοιάζει να συντηρούν αυτή την κατάσταση.

Απ’ τη ματαιόσπουδη τελετουργία της σχολικής αρχαιομάθειας, μέχρι τα βιβλία της λεγόμενης «αρχαίας γραμματείας», που δεν θυμίζουν κανένα κανονικό βιβλίο, αλλά μοιάζουν φτιαγμένα για αλλήθωρους, με το αρχαίο αριστερά και τη μετάφραση δεξιά, σαν να δίνεται παράλογο διαγώνισμα με τον αναγνώστη στο ρόλο του εξεταστή μαζί και του εξεταζόμενου. Στα βιβλιοπωλεία, πάλι, τα αρχαία κείμενα είναι τοποθετημένα όλα μαζί. Δεν είναι ποίηση, δεν είναι ιστορία, δεν είναι φιλοσοφία.

 Είναι α ρ χ α ί α. 

Και δεν μας φαίνεται παράδοξο να στέκονται ο Αριστοτέλης κι ο Αριστοφάνης πλάι-πλάι, επειδή είναι κι οι δυο αρχαίοι, ενώ σίγουρα θα μας ξάφνιαζε αν βλέπαμε τον Ντεκάρτ μαζί με τον Μολιέρο, πού ’ναι κι οι δύο Γάλλοι του 17ου αιώνα, κι όχι μαζί με τον Ολλανδό Σπινόζα ή τον Γερμανό Λάιμπνιτς. 

Ίσως κάτι σήμερα να μπορεί ν’ αλλάξει. Ίσως η σημερινή γενιά να είναι η πρώτη νεοελληνική γενιά που θα θελήσει να γνωρίσει κάποιες όψεις της αρχαιότητας με τη δική της ατομική ψυχή, και όχι σαν ποίμνιο ή σαν λόχος. 

Που θα θελήσει να διαβάσει τον Πλάτωνα επειδή γράφει καλή, πολύ καλή, φιλοσοφία, κι όχι επειδή είναι Έλληνας αρχαίος. 

Με τον ίδιο δηλαδή τρόπο που θα διαβάσει τον Ντοστογιέφσκι επειδή γραφεί ωραία μυθιστορήματα, κι όχι επειδή είναι Ρώσος, ή που θα δει τον Μπουνιουέλ, επειδή κάνει ωραίες ταινίες, κι όχι επειδή είναι Ισπανός. 

Για ν’ αγαπήσεις πρέπει πρώτα να γνωρίσεις. Πρέπει να έχεις προσωπική, αυτόνομη, ελεύθερη εμπειρία. 

Το Δώμα θέλει πολλά. Αλλά θέλει και να δώσει μια τέτοια εμπειρία της αρχαιότητας, ενήλικη και νηφάλια, χαρούμενη και παιχνιδιάρα.

 Πηγή : http://thecricket.gr

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...