του Μάκη Ανδρονόπουλου –
Η συμπλήρωση του επταμελούς Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (ΕΚΚ) από την υπουργό Πολιτισμού Λύδια Κονιόρδου νομιμοποιεί τυπικά την λειτουργία του Κέντρου, αλλά δεν λύνει το πρόβλημά του.
Το πρόβλημα είναι παλιό και βαθύ. Αποτελεί μνημείο που συνδυάζει συναλλαγές παρασκηνίου, κακοδιαχείριση του δημοσίου χρήματος και αναποτελεσματικότητα.
Την λύση θα μπορούσε να την δώσει η συμπλήρωση της διοίκησης του ΕΚΚ με ένα νέο γενικό διευθυντή, θέση που χηρεύει μετά την παύση της τελευταίας γενικής διευθύντριας από την υπουργό από τον Οκτώβριο του 2017.
Σημειωτέον ότι η θέση του γενικού διευθυντή έχει ταλαιπωρήσει συστηματικά τόσο την κινηματογραφική κοινότητα, όσο και το υπουργείο που υποχρεώνεται συχνά, λόγω κακών επιλογών, να ανακαλεί τα πρόσωπα.
Τρανταχτή ήταν και η περίπτωση διορισμού γενικού διευθυντή επί υπουργίας Τασούλα. Τότε ο υπουργός αναγκάστηκε να αναιρέσει την υπογραφή του λίγο πριν τυπωθεί το σχετικό ΦΕΚ διορισμού, καθώς το τότε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Γιάννης Γλέζος αποκάλυψε ότι το πρόσωπο που προοριζόταν για τη θέση είχε προσκομίσει πλαστά δικαιολογητικά.
Έγινε Ένορκη Διοικητική Εξέταση και το πόρισμά της βρήκε ο Νίκος Ξυδάκης μόλις ανέλαβε αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού.
Ο Ξυδάκης επαναπροκήρυξε τον διαγωνισμό και τοποθέτησε δύο πρόσωπα, τα οποία μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, οπότε έγινε υπουργός Πολιτισμού ο Μπαλτάς, τα απέπεμψε. Γενικά, δύο Γενικοί Διευθυντές που υπηρέτησαν επί ισχύος του Νόμου Γερουλάνου (Ν. 3905/2010) για την κινηματογραφία στην Ελλάδα (2010-2017) καθαιρέθηκαν για παρανομίες, σκάνδαλα και ανεπάρκεια!
Διευθυντές σαν τα πουκάμισα
Το ερώτημα είναι αν μπορεί να γίνει πράγματι μια καθαρή και νόμιμη επιλογή με αξιοκρατικά κριτήρια ενός γενικού διευθυντή που θα έχει όραμα, διεθνή εμπειρία και στομάχι να αντιμετωπίσει ένα Διοικητικό Συμβούλιο αμφιλεγόμενης γνώσης του κινηματογραφικού αντικειμένου. Ας σημειωθεί ότι ο πρόεδρος είναι οικονομολόγος, ενώ δύο ακόμη μέλη είναι άσχετα με τον κινηματογράφο. Κυρίως είναι ένα Διοικητικό Συμβούλιο εκτεθειμένο στις αμαρτίες του Κέντρου.
Μία έκθεση ορκωτών λογιστών (Ιούλιος 2015 που ανασκευάστηκε τον Αύγουστο του 2015) για την περίοδο 2011-2014 και ένα πόρισμα της Οικονομικής Επιθεωρήτριας του υπουργείου Οικονομικών (2017) αποκαλύπτουν σωρεία διοικητικών και οικονομικών σκανδάλων εντός του ΕΚΚ, αλλά και με τους συναλλασσόμενους παραγωγούς.
Οι Νομικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού πρέπει να ενσκήψουν πάνω σε αυτά τα πορίσματα.
Μετά από εφτά χρόνια με πολλές οργανωτικές δυσλειτουργίες, σωρεία διοικητικών και οικονομικών ατασθαλιών κάποιες νέες τροπολογίες είναι σίγουρα απαραίτητες. Ας σημειωθεί ότι ο Πρόεδρος του Κέντρου, παρότι τριετούς θητείας, έχει αλλάξει πέντε φορές (Παπαλιός, Λυκουρέσης, Μάρκαρης, Γρίβας, Λεοντάρης) και το Διοικητικό Συμβούλιο, επίσης τριετούς θητείας, έχει αλλάξει περί τις επτά φορές από την ψήφιση του νόμου τον Δεκέμβριο του 2010.
Αυτά και μόνο σημαίνουν πολλά!
Είναι σαφές πως το Κέντρο χρειάζεται ένα στιβαρό και διαφανή κανονισμό. Το ερώτημα είναι ποιος θα τον φτιάξει και με τι κριτήρια. Μέχρι τώρα το σύστημα βολεύτηκε με την απουσία κανόνων που έδιναν χώρο στην αυθαιρεσία, αν όχι στην σκανδαλώδη εύνοια.
Εν πολλαίς αμαρτίαις…
Από τα βασικά ευρήματα της πρώτης έκθεσης του ορκωτού λογιστή διαπιστώθηκε έλλειψη Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας, Οργανογράμματος και Καθηκοντολογίου, όπως προβλέπει ο Νόμος 3905/2010. Κυρίως όμως, διαπιστώθηκε ότι δεν υφίσταται οποιοδήποτε σύστημα Εσωτερικού Ελέγχου ή των αναγκαίων δικλείδων ασφαλείας για την προάσπιση της εύρυθμης και αποδοτικής λειτουργίας του Κέντρου και της χρηστής διαχείρισης του δημοσίου χρήματος.
Τα ευρήματα παραπέμπουν αναμφίβολα στην ανάγκη όχι μόνο ριζικής αναδιάρθρωσης του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, αλλά και στην επαναξιολόγηση του Νόμου Γερουλάνου για την κινηματογραφία γενικά. Ειδικά τώρα που φαίνεται πως κάτι πάει να αλλάξει σχετικά με το άνοιγμα της χώρας σε διεθνείς παραγωγές, μετά την γκάφα του Mama Mia No2, που αντί να γυριστεί στην Ελλάδα γυρίστηκε στην Κροατία.
Η συνάντηση του πρωθυπουργού με κινηματογραφικούς παράγοντες στο Σικάγο ήταν ένα βήμα.
Η έκθεση επισημαίνει ότι νομοθετικά έχουν δοθεί στον Γενικό Διευθυντή του Κέντρου πολλαπλές αρμοδιότητες, χωρίς να είναι δεσμευτικός ή τακτικός ο έλεγχος των ενεργειών του από το Διοικητικό Συμβούλιο, ή από άλλον τρίτον, ή από το εποπτεύον Υπουργείο.
Ένα κρίσιμο εύρημα είναι πως δεν υφίσταται κανένας μηχανισμός διεκδίκησης των νόμιμων και συμβατικά προβλεπόμενων εσόδων του Κέντρου από τους παραγωγούς και τους σκηνοθέτες, με συνέπεια την διαρκή απώλεια σχεδόν του συνόλου αυτών, καθόλη τη διάρκεια της επισκοπούμενης περιόδου.
Σημειωτέον ότι οι εισηγητικές προτάσεις από την Διεύθυνση Παραγωγής γίνονται από ένα και μόνο άτομο!
Αλυσίδα αυθαιρεσιών
Διαπιστώθηκαν τακτικές μεταβολές των προϋπολογισμών των έργων, χωρίς μάλιστα την απαραίτητη τεκμηρίωση από την Διεύθυνση Παραγωγής.
Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ακόμα και μήνες μετά την ολοκλήρωση και παράδοση του έργου. Οι διαδικασίες ελέγχου από τις αρμόδιες Διευθύνσεις του τελικού κόστους των χρηματοδοτούμενων έργων είναι οριακά νομότυπες.
Ουσιαστικά, όπως διαπιστώνει η έκθεση, δεν υπάρχει στενή παρακολούθηση της ορθότητας ούτε του κόστους διανομής, ούτε των εσόδων των συμβεβλημένων εσόδων των εταιρειών διανομής.
Υπάρχουν κι άλλες γαργαλιστικές λεπτομέρειες στην έκθεση, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει μπούσουλα για το πώς πρέπει να εξυγιανθεί ο ευρύτερος δημόσιος τομέας (το Κέντρο είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου) και να απαλλαγεί από τις δυνατότητες αυθαιρεσίας που οδηγούν σε σκάνδαλα.
Σύντομα θα επανέλθουμε και στα ειδικά θέματα των διαγωνισμών και άλλων κρίσιμων λειτουργιών του Κέντρου.
Το τι έγινε στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου τα τελευταία εφτά χρόνια αξίζει να μελετηθεί όχι μόνο για το μέλλον της ελληνικής κινηματογραφίας, αλλά για το μέλλον του θεσμού. Όπως, επίσης, και για την απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων του τόπου από τα συστήματα.
Πηγή : https://slpress.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου