Σημείο Α
Άπειρο
Ήτανε ένα αόριστο φθινοπωριάτικο σούρουπο που έφυγα για το ταξίδι στο Νέο Κόσμο.
Κάθε στιγμή απειλούταν ότι θα ήταν η τελευταία μου, από τις μαύρες τρύπες και με την ακατανίκητη δύναμη με τραβούσε προς το χείλος της Αβύσσου.
Δεν έφυγα από κανένα γνωστό λιμάνι. Ακόμα και σήμερα αγνοούμε ποιο λιμάνι μπορεί να ήταν. Μπορεί και γω να μη το γνώριζα, γιατί ποτέ να μην είχα πάει. Το μόνο σίγουρο ήτανε, ότι ο σκοπός του ταξιδιού ήτανε η αναζήτηση.
Φαντάζομαι ότι όποιος διαβάζει αυτές τις γραμμές, θα κρίνει αναμφίβολα, ότι είναι εντελώς παράλογες. Γιατί κανένας ποτέ δεν ταξίδεψε όπως έκανα εγώ, θαρρώ.
Το καράβι το έλεγαν « Κάποιος ».
Το πλήθος γελάει.
Ποιος μας λέει, όμως, ότι δεν γράφω σύμβολα φτιαγμένα
για να γίνονται κατανοητά από
τους θεούς;
Έφυγα το σούρουπο.
Επισκέφτηκα Ευρώπες νέες και Κων/πολές.
Υποδέκτηκαν την ιστιοφόρο είσοδο μου σε βόσπορους ψεύτικους.
Ναι, είναι αλήθεια!
Έφυγα μ’ ένα ατμόπλοιο που στο λιμάνι έφθασε ιστιοφόρο, όπως σας το λέω.
Αυτό είναι αδύνατον! Φωνάζει το πλήθος, που μαζεύτηκε στο λιμάνι.
τόσες φορές αδιαφιλονίκητα παράσιτο,
ασυγχώρητα βρόμικος,
εγώ που τόσες φορές δεν είχα την υπομονή να κάνω μπάνιο,
εγώ που τόσες φορές υπήρξα γελοίος, παράλογος,
που πεδικλώθηκα δημοσίως στα χάλια των καλών τρόπων,
που υπήρξα γελοίος, τσιγκούνης, υποταγμένος κι υπερόπτης,
που υπέφερα ταπεινώσεις σιωπηλά,
που όταν δεν σιώπησα ήμουν ακόμη πιο γελοίος,
εγώ που υπήρξα κωμικός για τις καμαριέρες,
εγώ που αισθάνθηκα το κλείσιμο του ματιού των κλητήρων,
εγώ που διέπραξα αίσχη οικονομικά, ζητώντας δανεικά
χωρίς να τα ξεπληρώσω,
εγώ, που σαν ήρθε η ώρα της τιμωρίας, κρύφτηκα
πέρα από τη δυνατότητα της τιμωρίας,
εγώ που υπέφερα την αγωνία των μικρών ασήμαντων
πραγμάτων,
διαπιστώνω πώς δεν υπάρχει όμοιος μου στον κόσμο.
Όλος ο κόσμος που γνωρίζω και μιλάει μαζί μου
ποτέ δεν διέπραξε μια γελοία πράξη, ποτέ δεν ταπεινώθηκε,
δεν υπήρξαν παρά πρίγκιπες-όλοι τους πρίγκιπες-στη
ζωή...
Και τι δεν θα' δινα για ν' ακούσω την ανθρώπινη φωνή
κάποιου
να εξομολογείται όχι μια αμαρτία αλλά μια παλιανθρωπιά,
να διηγείται όχι μια βιαιότητα αλλά μια δειλία!
Όχι, όλοι τους είναι το Ιδανικό αν ακούσω τι μου λένε.
Ποιος σ' αυτό τον απέραντο κόσμο θα μου εξομολογηθεί
ότι μια φορά υπήρξε ελεεινός;
Ω πρίγκιπες, αδέλφια μου,
Άει στο καλό, βαρέθηκα τους ημίθεους!
Που υπάρχουν άνθρωποι σ' αυτό τον κόσμο;
Λοιπόν μονάχα εγώ είμαι ο ελεεινός κι ο λάθος σ' αυτή τη
γη;
Μπορεί οι γυναίκες να μην τους αγάπησαν,
μπορεί να τους πρόδωσαν-αλλά ποτέ τους δεν υπήρξαν
γελοίοι!
Κι εγώ, που υπήρξα γελοίος χωρίς να με προδώσουν, χωρίς να μ’ αγαπήσουν,
πώς μπορώ να μιλώ με τους ανωτέρους μου χωρίς να
τρέμω;
Εγώ, που υπήρξα ελεεινός, στην κυριολεξία ελεεινός,
ελεεινός με την ταπεινή και ποταπή έννοια της
ελεεινότητας.
« Ναυάγια, είχατε καπετάνιε; », ακούστηκε μια φωνή μέσα στο πλήθος.
Όταν τέλειωσαν τα τσιγάρα.
Γεννήθηκα σε μια Ελληνική μεγαλούπολη, στα μέσα του Νοέμβρη κάποτε στα 1900 κάτι
Και οι Έλληνες που συναναστρέφομαι
Λένε ότι κατέχω την τελειότητα
Νομίζω ότι ήταν ανώφελο
Να πάω στην Ανατολή, να δω την Ινδία και την Κίνα
Γι’ αυτό και καπνίζω… .
Και γιατί πήγα; Όταν γεννήθηκα, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα "γραμμή της ζωής" στην παλάμη μου και αποφάσισα να χαράξω τη δική μου με ένα ξυράφι, αποφασίζοντας ότι η μοίρα μου είναι αυτή που ορίζω εγώ, μόνος μου.
Έκανα επίτηδες πως σπούδαζα μηχανικός.
Έζησα στο χθες. Επισκέφτηκα το μέλλον. Έχασα το παρών.
Είμαι Αναρχικός, αλλά όχι ενεργός. Συνήθως προσπαθώ να κρατάω στάση ουδετερότητας, αλλά ενστικτωδώς παίρνω το μέρος των καταπιεσμένων και μειονεκτούντων.
Είμαι αδύναμος.
Αλλά, βλέποντάς με, θα με βρουν το δίχως άλλο
Συνηθισμένο,
Εμένα και τη ζωή μου… Κοίτα! Ένα παιδί!
Τι φταίει τελικά που δεν μ’ αφήνουν
Ν’ ανήκω στο παγκόσμιο γένος που ετοιμάζουν.
Πρωτομπαρκάρεισα, ξεγελασμένος από την ελπίδα, γιος μιας μελλούμενης ομίχλης και μιας επερχόμενης αναποφασιστικότητας.
Είναι σαν το αγαπημένο μου ανάγνωσμα, η Ουτοπία του Τόμας Μορ, που ποτέ δεν κατάφερα να τελειώσω…
Η Λισσαβόνα με την ευρύχωρη ακανόνιστη πολύχρωμη μάζα από τα σπιτάκια που την αποτελούν.
Ντύθηκα όπως πάντα με το τζιν παντελόνι, το ραφ πουλόβερ, από πάνω ένα ναυτικό πανωφόρι και ένα λευκό κασκέτο. Πάντα μόνος μου έβγαινα, δεν είχα ποτέ φίλους. Και η ανάγκη μου αυτή, με έκανε να δημιουργήσω φανταστικά πρόσωπα. Μια ζωή που διαιρείται σε πολλές ζωές. Για την αιωνιότητα.
Πολλές φορές, σε πολλά λιμάνια, πολλές κοπέλες. Αλλά μια φορά αγάπησα αληθινά. Στην Ισπανία μια νύχτα. Μια τσιγγάνα ανδαλουσιανή πόρνη, γνωστή και ως "Το κορίτσι του Γιβραλτάρ". Με γοήτεψε το μελαψό πρόσωπο και κορμί της, λιχνίζοντας στο ρυθμό της τσιγγάνικης μουσικής. Δεν την ξαναείδα όμως από τότε, γιατί την άλλη μέρα ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος. Φύγαμε και μεις γρήγορα χωρίς να χει τελειώσει το φορτίο. Μια παλιά φωτογραφία καρφίτσωσα στο πανωφόρι μου. Δεν την ξαναείδα.
Στο Ρώσο-Γιαπωνέζικο πόλεμο. Στον Α΄ Παγκόσμιο, επιστρατευτήκαμε ως υποστήριξη των πολεμικών. Κουβαλώντας πυρομαχικά. Στο Ρώσικο Εμφύλιο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Στην Ιταλία στα πρώιμα στάδια του Φασισμού.
Παραιτήθηκα στο αιώνιο χάος
Και τα σπιρούνια μου με τον ασήμαντο κουδουνισμό,
Πηγή : ΣΑΡΑΝΤΟς ΧΑΡΕΑς
Ήτανε ένα αόριστο φθινοπωριάτικο σούρουπο που έφυγα για το ταξίδι στο Νέο Κόσμο.
Κάθε στιγμή απειλούταν ότι θα ήταν η τελευταία μου, από τις μαύρες τρύπες και με την ακατανίκητη δύναμη με τραβούσε προς το χείλος της Αβύσσου.
Δεν έφυγα από κανένα γνωστό λιμάνι. Ακόμα και σήμερα αγνοούμε ποιο λιμάνι μπορεί να ήταν. Μπορεί και γω να μη το γνώριζα, γιατί ποτέ να μην είχα πάει. Το μόνο σίγουρο ήτανε, ότι ο σκοπός του ταξιδιού ήτανε η αναζήτηση.
Φαντάζομαι ότι όποιος διαβάζει αυτές τις γραμμές, θα κρίνει αναμφίβολα, ότι είναι εντελώς παράλογες. Γιατί κανένας ποτέ δεν ταξίδεψε όπως έκανα εγώ, θαρρώ.
Το καράβι το έλεγαν « Κάποιος ».
Το πλήθος γελάει.
Ποιος μας λέει, όμως, ότι δεν γράφω σύμβολα
Έφυγα το σούρουπο.
Επισκέφτηκα Ευρώπες νέες και Κων/πολές.
Υποδέκτηκαν την ιστιοφόρο είσοδο μου σε βόσπορους ψεύτικους.
Ναι, είναι αλήθεια!
Έφυγα μ’ ένα ατμόπλοιο που στο λιμάνι έφθασε ιστιοφόρο, όπως σας το λέω.
Αυτό είναι αδύνατον! Φωνάζει το πλήθος, που μαζεύτηκε στο λιμάνι.
Είναι αδύνατον, λέτε;
Δεν γνώρισα ποτέ κανέναν, με ειλικρίνεια, ας πούμε,
που να τον τσάκισαν στο ξύλο.
Όλοι μου οι γνωστοί
υπήρξαν πρωταθλητές σε όλα.
Εγώ, τόσες φορές χυδαίος,
φαύλος κι ελεεινός,τόσες φορές αδιαφιλονίκητα παράσιτο,
ασυγχώρητα βρόμικος,
εγώ που τόσες φορές δεν είχα την υπομονή να κάνω μπάνιο,
εγώ που τόσες φορές υπήρξα γελοίος, παράλογος,
που πεδικλώθηκα δημοσίως στα χάλια των καλών τρόπων,
που υπήρξα γελοίος, τσιγκούνης, υποταγμένος κι υπερόπτης,
που υπέφερα ταπεινώσεις σιωπηλά,
που όταν δεν σιώπησα ήμουν ακόμη πιο γελοίος,
εγώ που υπήρξα κωμικός για τις καμαριέρες,
εγώ που αισθάνθηκα το κλείσιμο του ματιού των κλητήρων,
εγώ που διέπραξα αίσχη οικονομικά, ζητώντας δανεικά
χωρίς να τα ξεπληρώσω,
εγώ, που σαν ήρθε η ώρα της τιμωρίας, κρύφτηκα
πέρα από τη δυνατότητα της τιμωρίας,
εγώ που υπέφερα την αγωνία των μικρών ασήμαντων
πραγμάτων,
διαπιστώνω πώς δεν υπάρχει όμοιος μου στον κόσμο.
Όλος ο κόσμος που γνωρίζω και μιλάει μαζί μου
ποτέ δεν διέπραξε μια γελοία πράξη, ποτέ δεν ταπεινώθηκε,
δεν υπήρξαν παρά πρίγκιπες-όλοι τους πρίγκιπες-στη
ζωή...
Και τι δεν θα' δινα για ν' ακούσω την ανθρώπινη φωνή
κάποιου
να εξομολογείται όχι μια αμαρτία αλλά μια παλιανθρωπιά,
να διηγείται όχι μια βιαιότητα αλλά μια δειλία!
Όχι, όλοι τους είναι το Ιδανικό αν ακούσω τι μου λένε.
Ποιος σ' αυτό τον απέραντο κόσμο θα μου εξομολογηθεί
ότι μια φορά υπήρξε ελεεινός;
Ω πρίγκιπες, αδέλφια μου,
Άει στο καλό, βαρέθηκα τους ημίθεους!
Που υπάρχουν άνθρωποι σ' αυτό τον κόσμο;
Λοιπόν μονάχα εγώ είμαι ο ελεεινός κι ο λάθος σ' αυτή τη
γη;
Μπορεί οι γυναίκες να μην τους αγάπησαν,
μπορεί να τους πρόδωσαν-αλλά ποτέ τους δεν υπήρξαν
γελοίοι!
Κι εγώ, που υπήρξα γελοίος χωρίς να με προδώσουν, χωρίς να μ’ αγαπήσουν,
πώς μπορώ να μιλώ με τους ανωτέρους μου χωρίς να
τρέμω;
Εγώ, που υπήρξα ελεεινός, στην κυριολεξία ελεεινός,
ελεεινός με την ταπεινή και ποταπή έννοια της
ελεεινότητας.
« Ναυάγια, είχατε καπετάνιε; », ακούστηκε μια φωνή μέσα στο πλήθος.
Όχι, δεν γνώρισα ποτέ.
Αλλά έχω την εντύπωση, ότι ναυάγησα
όλα μου τα ταξίδια.
- Πότε και που αποβιβαστήκατε, καπετάνιε;
Όταν τέλειωσαν τα τσιγάρα.
Γεννήθηκα σε μια Ελληνική μεγαλούπολη, στα μέσα του Νοέμβρη κάποτε στα 1900 κάτι
Και οι Έλληνες που συναναστρέφομαι
Λένε ότι κατέχω την τελειότητα
Νομίζω ότι ήταν ανώφελο
Να πάω στην Ανατολή, να δω την Ινδία και την Κίνα
Γι’ αυτό και καπνίζω… .
Και γιατί πήγα; Όταν γεννήθηκα, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα "γραμμή της ζωής" στην παλάμη μου και αποφάσισα να χαράξω τη δική μου με ένα ξυράφι, αποφασίζοντας ότι η μοίρα μου είναι αυτή που ορίζω εγώ, μόνος μου.
Έκανα επίτηδες πως σπούδαζα μηχανικός.
Έζησα στο χθες. Επισκέφτηκα το μέλλον. Έχασα το παρών.
Είμαι Αναρχικός, αλλά όχι ενεργός. Συνήθως προσπαθώ να κρατάω στάση ουδετερότητας, αλλά ενστικτωδώς παίρνω το μέρος των καταπιεσμένων και μειονεκτούντων.
Είμαι αδύναμος.
Αλλά, βλέποντάς με, θα με βρουν το δίχως άλλο
Συνηθισμένο,
Εμένα και τη ζωή μου… Κοίτα! Ένα παιδί!
Τι φταίει τελικά που δεν μ’ αφήνουν
Ν’ ανήκω στο παγκόσμιο γένος που ετοιμάζουν.
- Πως πήρατε την απόφαση να γίνεται ναυτικός;
Πρωτομπαρκάρεισα, ξεγελασμένος από την ελπίδα, γιος μιας μελλούμενης ομίχλης και μιας επερχόμενης αναποφασιστικότητας.
Είναι σαν το αγαπημένο μου ανάγνωσμα, η Ουτοπία του Τόμας Μορ, που ποτέ δεν κατάφερα να τελειώσω…
Χάρτης του κόσμου
που δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία
δεν αξίζει ούτε να τον κοιτάξεις,
γιατί αφήνει έξω μια χώρα προς
την οποία η ανθρωπότητα πάντοτε
κατευθύνεται. Και όταν η ανθρωπότητα
φτάνει εκεί, κοιτάζει μακριά και, βλέποντας μία καλύτερη χώρα, σαλπάρει.
Η πρόοδος είναι η πραγματοποίηση των
Ουτοπιών.
- Απ’ όλα τα λιμάνια, ποιο σας άρεσε πιο πολύ;
Η Λισσαβόνα με την ευρύχωρη ακανόνιστη πολύχρωμη μάζα από τα σπιτάκια που την αποτελούν.
Ντύθηκα όπως πάντα με το τζιν παντελόνι, το ραφ πουλόβερ, από πάνω ένα ναυτικό πανωφόρι και ένα λευκό κασκέτο. Πάντα μόνος μου έβγαινα, δεν είχα ποτέ φίλους. Και η ανάγκη μου αυτή, με έκανε να δημιουργήσω φανταστικά πρόσωπα. Μια ζωή που διαιρείται σε πολλές ζωές. Για την αιωνιότητα.
- Ερωτευτήκατε ποτέ καπετάνιε;
Πολλές φορές, σε πολλά λιμάνια, πολλές κοπέλες. Αλλά μια φορά αγάπησα αληθινά. Στην Ισπανία μια νύχτα. Μια τσιγγάνα ανδαλουσιανή πόρνη, γνωστή και ως "Το κορίτσι του Γιβραλτάρ". Με γοήτεψε το μελαψό πρόσωπο και κορμί της, λιχνίζοντας στο ρυθμό της τσιγγάνικης μουσικής. Δεν την ξαναείδα όμως από τότε, γιατί την άλλη μέρα ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος. Φύγαμε και μεις γρήγορα χωρίς να χει τελειώσει το φορτίο. Μια παλιά φωτογραφία καρφίτσωσα στο πανωφόρι μου. Δεν την ξαναείδα.
- Είχατε εμπλακεί πάλι σε εμπόλεμες καταστάσεις με το καράβι;
Στο Ρώσο-Γιαπωνέζικο πόλεμο. Στον Α΄ Παγκόσμιο, επιστρατευτήκαμε ως υποστήριξη των πολεμικών. Κουβαλώντας πυρομαχικά. Στο Ρώσικο Εμφύλιο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Στην Ιταλία στα πρώιμα στάδια του Φασισμού.
- Στον ελεύθερο χρόνο με τι ασχολιόσασταν;
Σε θέματα πολιτικής,
θρησκείας και εθνικών διαφορών.
Στα λιμάνια συναναστρεφόμουνα με άτομα από όλα τα
στρώματα, συμπεριλαμβάνοντας τον δολοφόνο
Ρασπούτιν, τον Βρετανό κληρονόμο Τρίσταν
Μπάνταμ, την Βουντού ιέρεια Χρυσόστομη, και τον Τσέχο ακαδημαϊκό
Ιερεμία Στάϊνερ. Επίσης γνώριζα και συνάντησα
διάφορες ιστορικές μορφές όπως ο Τζακ Λόντον, ο Έρνεστ Χέμινγουέη, ο Έρμαν Έσσε, ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο Εσθονός λευκοφρουρός στρατηγός Ρόμαν Ούνγκερν Φον Στερνμπεργκ και ο Εμβέρ Πασάς. Απολάμβανα το σεβασμό όλων των ανθρώπων.
Έζησα διαδοχικά το βίο
του φοιτητή, του τυχοδιώκτη, του
ναυτικού, του αισθησιακού μηχανικού.
Είμαι εγώ αυτοπροσώπως – με τα
πρόσωπά μου.
Υπήρξα όντως ναυτικός. Πέρασα και γω από
πελάγη και ωκεανούς.
- Και πότε είναι καπετάνιε το επόμενο ταξίδι;
Παραιτήθηκα στο αιώνιο χάος
Με τη θέλησή μου εγκατέλειψα
Το θρόνο των κόπων
και των ονείρων.
Το σπαθί μου, βαρύ
για χέρια άτονα
Και την κορόνα και την εξουσία μου τα άφησα
Κομμάτια στον προθάλαμο.
Την πανοπλία μου, την
τόσο άχρηστη,Και τα σπιρούνια μου με τον ασήμαντο κουδουνισμό,
Στην κρύα σκάλα πέταξα.
- Ποιες θα έλεγες, καπετάνιε, ότι είναι οι αρετές και οι αδυναμίες σου;
Αρετή μου είναι ότι
είμαι αυτός που είμαι και έχω ένα μάτσο αδυναμίες,
όπως κάθε άνθρωπος.
- Αγαπάς καπετάνιε τα ζώα;
Τα λατρεύω περισσότερο
από τους ανθρώπους, γιατί δεν
έχουν χάσει ακόμα το ένστικτο
τους.
- Σ’ αρέσει η ταχύτητα;
Πάντοτε τρέχω, σημαδεύοντας
την σύγκλιση στο σημείο μηδέν των παράλληλων της ευθείας
γραμμής.
Δυστυχώς τρέχω και νιώθω
πάντα τι κερδίζω: Τίποτε. Καλό είναι
λοιπόν να εισπράττουμε και το τίποτε.
- Ποιος είναι κατά την γνώμη σου ο σκοπός σου;
Αυτός που είναι και για τους
άλλους ανθρώπους, αφού γεννηθήκαμε, η
επιβίβαση στο Μαύρο Καράβι. Μας περιμένει
όλους, κάποια μέρα.
Πηγή : ΣΑΡΑΝΤΟς ΧΑΡΕΑς
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου