Περικλής Παυλίδης
Ειδοποιό και πλέον σημαντικό στοιχείο του χριστιανισμού αποτελεί το
πρόταγμα θησαυρού – καθολικής αγάπης. Η αγάπη προς τον πλησίον, ως
απόρροια της αγάπης προς το θεό, συνιστά ύψιστη εντολή, η οποία αποκτά
την πιο δραματική εκδοχή της στην απαίτηση της αγάπης προς τον εχθρό. Η
έμφαση στην αγάπη συνδέεται με την προσπάθεια αντιμετώπισης ενός κόσμου
γενικευμένης εχθρότητας.
Ο χριστιανισμός,
ως κληρονόμος της ιουδαϊκής παράδοσης και της μυθολογικής αναφοράς στην
έξοδο των πρωτόπλαστων από τον παράδεισο, διαφυλάσσει τη μακρινή
ανάμνηση της επώδυνης καταστροφής με τη γένεση της ταξικής κοινωνίας των
αρχικά άμεσων – φυσικών δεσμών των ανθρώπων προς αλλήλους και προς τη
φύση εντός της κοινότητας του γένους.
Συνάμα, ο χριστιανισμός αποτέλεσε
ιδιότυπη διαμαρτυρία ενάντια στην κατάσταση αποξένωσης στην οποία
βρίσκονται εγκλωβισμένοι οι εκπεσόντες άνθρωποι, υποσχόμενος τη λύτρωση
από αυτή στο πλαίσιο του θείου σχεδίου μυστηριακής σωτηρίας του κόσμου.
Η μεταφυσική προοπτική της βασιλείας των ουρανών, της ριζικής
ανακαίνισης της ανθρώπινης ύπαρξης, συγκροτεί μιαν ουτοπία απόλυτης
κλίμακας, εντός της οποίας οι άνθρωποι διαμέσου της παρέμβασης θείων
δυνάμεων επιτυγχάνουν όλα αυτά που είναι ανέφικτα βάσει των δικών τους –
αναπόδραστα περιορισμένων φυσικών και κοινωνικών δυνάμεων: οριστική
νίκη επί του θανάτου, της αμαρτίας, της αποξένωσης και της αδικίας.
Όπως
σε κάθε θρησκεία έτσι και στο χριστιανισμό η μορφή του θείου (το οποίο
στη φαντασιακή συγκρότησή του τοποθετείται πάνω από κάθε χωροχρονικό
περιορισμό και αποκτά απόλυτη υπεροχή έναντι του φυσικού κόσμου)
λειτουργεί ως εγγύηση της ικανοποίησης των πλέον σημαντικών-υπαρξιακών
αναγκών των ανθρώπων.
Το στοιχείο αυτό της απόλυτα εγγυημένης και
ολοκληρωτικής λύτρωσης που επαγγέλλεται ο χριστιανισμός προσδίδει ψυχική
δύναμη στον πιστό, ο οποίος θα πρέπει να συνεχίσει να ζει σε ένα κόσμο
αποξένωσης και αδικίας. Γι’ αυτό και, όπως σημειώνει ο Μαρξ, η θρησκεία
ως «αναστεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος» και «καρδιά ενός άκαρδου
κόσμου» λειτουργεί συνάμα και ως«όπιο του λαού». Σε αυτή την ιδιότητα
της απόλυτης ουτοπίας συνίσταται και το ισχυρό αντικομφορμιστικόστοιχείο
του χριστιανισμού.
Ο χριστιανός διακατέχεται από τη βεβαιότητα ότι η αυθεντική ζωή τον
περιμένει σε ένα μεταφυσικό μέλλον και ότι η σωτήρια προοπτική της
υπάρξεώς του βρίσκεται στα χέρια του πανάγαθου θεού. Η πεποίθηση αυτή
του επιτρέπει να αντιμετωπίζει με ψυχικό σθένος και ενίοτε να αμφισβητεί
ενεργά θεσμούς και εξουσίες, οι οποίες, παρά τα μέσα εξαναγκασμού που
διαθέτουν, φαντάζουν ασήμαντες και ανίσχυρες μπροστά στον αρωγό των
ταπεινών και καταφρονεμένων θεό -παντοκράτορα.
Όχι τυχαία, σε
συγκεκριμένες ιστορικές περιπτώσεις, όπως στα κινήματα των αγροτών του
όψιμου Μεσαίωνα, τα προτάγματα των αγώνων για κοινωνική χειραφέτηση
ενδύθηκαν τον ιδεολογικό μανδύα ριζοσπαστικών εσχατολογικών και
εξισωτικών ερμηνειών του χριστιανισμού.
Αν όμως η ριζοσπαστική διάσταση
της χριστιανικής ουτοπίας προκύπτει από τον απόλυτα υπερβατικό χαρακτήρα
της, από το γεγονός ότι ο τελικός σκοπός της βρίσκεται διαρκώς πέραν
των οποιωνδήποτε ιστορικά συγκεκριμένων οικονομικών και
κοινωικο-πολιτικών καταστάσεων, στονίδιο ακριβώς υπερβατικό χαρακτήρα
οφείλεται και ο ισχυρότατος κομφορμισμός που τη διακρίνει.
Η αισιόδοξη προσήλωση του χριστιανού στην επουράνια προοπτική της υπάρξεώς του έχει ως προϋπόθεση την βαθύτατη απαισιοδοξία του αναφορικά με τις προοπτικές της επίγειας ζωής του
.Και δεδομένου ότι η βασιλεία των ουρανών «πραγματώνεται» από μια άχρονη, ανεξάρτητη από τους ανθρώπους και ακατάληπτη θεία πρόνοια, η λύτρωση του πιστού από τα δεινά της επίγειας «κοιλάδας των δακρύων» αποσπάται αποφασιστικά από τη βούληση και δράση του. Μάλιστα αποτελεί μέγιστη αλαζονεία και ύβρη να θεωρήσει ποτέ ο χριστιανός ότι δύναται με τις δικές τους δυνάμεις να επιτύχει αυτή τη λύτρωση, να υπερβεί την κατάσταση της αποξένωσης και του ανταγωνισμού.
Έτσι ο πιστός ωθείται σε μοιρολατρική αποδοχή της κυρίαρχης πραγματικότητας, αποθαρρυνόμενος από προσπάθειες συνολικής και ριζικής κοινωνικής χειραφέτησης.
Υπό το πρίσμα της παραπάνω στάσης, το χριστιανικό πρόταγμα της αγάπης μεταφράζεται σε πράξεις φιλανθρωπίας προς συνανθρώπους που δυστυχούν, ως προσπάθεια να απαλυνθεί ο πόνος από τα κοινωνικά δεινά, χωρίς όμως να αντιμετωπιστούν αποφασιστικά τα αίτια που τον προκαλούν.
Η φιλανθρωπία, κι όταν ακόμα διακρίνεται από τις πλέον ειλικρινείς προθέσεις (εν αντιθέσει προς τις πολυάριθμες περιπτώσεις υπολογιστικών ενεργειών στο πνεύμα του ρωμαϊκού «do ut des») αποδέχεται υπόρρητα τη διατήρηση των όρων κοινωνικής απαξίωσης των ανθρώπων.
Στην κομφορμιστική στάση των χριστιανών απέναντι στην κυρίαρχη πραγματικότητα συνέβαλε και συμβάλει τα μέγιστα το γεγονός ότι οι διάφορες εκκλησίες, ως οργανωτικές –θεσμικές εκφράσεις του χριστιανισμού, βρίσκονται σε εξαιρετικά στενή σχέση με θεσμούς πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, αποτελώντας εν πολλοίς οι ίδιες οργανικό μέρος του βασιλείου του Καίσαρα και του Μαμωνά.
Εδώ όμως θα πρέπει να επισημανθεί εμφατικά ότι ο χριστιανισμός, όπως και η θρησκεία ε νγένει, δεν προέκυψε από συνειδητές ενέργειες εξουσιαστικών δυνάμεων (αν και χρησιμοποιήθηκε από αυτές). Μια τέτοια ερμηνεία του θρησκευτικού φαινομένου συνιστά κατ εξοχήν αστική αντίληψη,προσιδιάζουσα στο κριτικό πάθος του Διαφωτισμού, οι εκπρόσωποι του οποίου δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν τον αντικειμενικό κοινωνικο-ταξικό καθορισμό των μαζικών ψευδαισθήσεων, συμπεριλαμβανομένων και των θρησκευτικών.
Ο Διαφωτισμός αγνόησε τη λειτουργία της θρησκείας ως λαϊκής ουτοπίας, αλλά και την τεράστια συσσωρευμένη εντός αυτής εμπειρική γνώση, η οποία, έστω και κάτω από το στρεβλωτικό κάλυμμα μεταφυσικών κοσμοαντιλήψεων, θεμελίωνε ποικίλες ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις στην ανθρώπινη ζωή.
Ο χριστιανισμός ως λαϊκή ουτοπία, ενσάρκωσε την ανάγκη των ανθρώπων που στενάζουν υπό το καθεστώς της ταξικής καταπίεσης να αναζητήσουν προοπτικές λύτρωσης και δικαιοσύνης, αντλώντας από αυτές κουράγιο, ελπίδα και νόημα ζωής.
Και είναι εξόχως κατανοητό ότι σε εποχές όπου έλειπαν οι υλικές προϋποθέσεις της κοινωνικής χειραφέτησης αυτή η αναζήτηση μπορούσε να καταλήξει μόνο σε φανταστικές λύσεις. Για αιώνες οι άνθρωποι μόνο σε φανταστικούς χωροχρόνους μπορούσαν να τοποθετήσουν τον καθολικό θρίαμβο της δικαιοσύνης, της συναδέλφωσης και της αγάπης.
Μεγάλο μέρος των σύγχρονων χριστιανών εμφορούνται ειλικρινά από την επιθυμία μιας καλύτερης ανθρώπινης κατάστασης.
Χρήζει σεβασμού το γεγονός ότι στη συνείδησή τους το χριστιανικό πρόταγμα της αγάπης συνιστά την υπέρτατη θεμελίωση του ενεργού ενδιαφέροντος γιατον πλησίον, της φροντίδας για την προστασία της ζωής, για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Όμως κάθε χριστιανός, όσο κι αν επιθυμεί να υπάρξει ως πολίτης των ουρανών, είναι υποχρεωμένος καθημερινά να επιβιώνει ως πολίτης της γης, αντιμετωπίζοντας τους φυσικούς καικ οινωνικούς νόμους που ορίζουν το βίο του. Συνακόλουθα, επιδιώκοντας να ζήσει βάσει του προτάγματος της καθολικής αγάπης, να εργαστεί για τη λύτρωση των ταπεινών και καταφρονεμένων,θα πρέπει να κάνει σαφείς πολιτικές επιλογές, να υιοθετήσει συγκεκριμένη στάση απέναντι στις κυρίαρχες σχέσεις ιδιοκτησίας και εξουσίας.
Και σε μια κοινωνία όπως η κεφαλαιοκρατική είναι αδύνατο να σταθεί κανείς πάνω από την σχέση κεφαλαίου –εργασίας, δεδομένου ότι αυτή διαπερνάκαι καθορίζει την υλική ύπαρξη των ανθρώπων και συνακόλουθα όλες τις πλευρές της κοινωνικήςζωής.
Η αντιφατικότητα της ανθρώπινης κατάστασης εντός της ταξικής κοινωνίας συνιστά μείζονα δοκιμασία για το χριστιανικό ιδεώδες της αγάπης: όταν η ευημερία της κυρίαρχης τάξης θεμελιώνεται στο μόχθο και τη δυστυχία της συντριπτικής πλειονότητας του εργαζόμενου λαού, τότε το πρόταγμα μιας αγάπης προς όλους, χωρίς προϋποθέσεις, φαντάζει εξαιρετικά αφηρημένο και πολιτικά αδύναμο, ενώ μπορεί εύκολα να ολισθήσει σε στάση ανοχής προς τους εκμεταλλευτές της εργασίας, τους άρπαγες του φυσικού και κοινωνικού πλούτου.
Απέναντι στον παγκοσμίως κυρίαρχο σύγχρονο καπιταλισμό και στις καταστροφικέςσυνέπειές του στο περιβάλλον και στην κοινωνία (ανεργία, εξαθλίωση, περιθωριοποίηση,αποξένωση, ρατσισμός, μιλιταρισμός, πόλεμος) η φροντίδα για την ανθρωπότητα, η ίδια η διασφάλιση της ύπαρξης των επόμενων γενεών αποτελούν ζήτημα κοινωνικών αγώνων, συνάπτονται αναπόφευκτα με τη χειραφέτηση της εργασίας και συνάμα όλης της κοινωνίας.
Ο χριστιανισμός προτάσσει το ιδεώδες της καθολικής αγάπης και συναδέλφωσης. Όμως ο πλέον συγκεκριμένος και αποτελεσματικός τρόπος για να αγαπά κανείς τους ανθρώπους είναι να αγωνίζεται για την κατάργηση της ταξικής διάσπασης της κοινωνίας και των σχέσεων εκμετάλλευσηςπου τη διακρίνουν. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος που οδηγεί στην αυθεντική συναδέλφωση των ανθρώπων.
Στον αγώνα για τη χειραφέτηση της εργασίας ενσαρκώνονται και συνάμα αναβαθμίζονταιόλες οι ελπίδες και αναζητήσεις των παρελθοντικών γενεών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που εκφράστηκαν από το χριστιανισμό, για ένα κόσμο δικαιοσύνης και συναδέλφωσης.
Από αυτή τη σκοπιά ο χριστιανισμός ως λαϊκή ουτοπία βρίσκει την πλέον συγκεκριμένη και ώριμη έκφραση του δικού του χειραφετικού περιεχομένου στην προοπτική μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας καθολικήςσυντροφικότητας και αλληλεγγύης, θεμελιωμένης στην κοινοκτημοσύνη των μέσων εργασίας και στην αυτοδιεύθυνση των εργαζομένων.
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΠΡΙΝ”, 28/4/13)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου