«Στην αρχή το ΦΩΣ
και η ώρα η πρώτη
που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου.
Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί
Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η
θάλασσα
Γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες
Κάτω από τις χαρουπιές και τους
μεγάλους όρθιους φοίνικες.
Εκεί μόνος αντίκρισα
Τον κόσμο
Κλαίγοντας γοερά
Η ψυχή μου ζητούσε σηματωρό και κήρυκα…»
(Άξιον
Εστί)
Του Γιάννη Γούναρη*
Κάτι
τέτοιες μέρες του Ιούλη περνούν δίχως να φυσά πνοή από πουθενά, και η κάψα του
μεσημεριού τα πλακώνει όλα. Η στεριά, η θάλασσα και ότι ζει πάνω στην πλάση
απομένει λαχανιασμένο και βουβό λες και έπαψε η ζωή. Μα ξαφνικά σηκώνεται
αγέρας από τον βοριά και δροσίζει τον κόσμο, κι η πλάση ζωντανεύει από τις
δροσοσταλιές που φέρνει ο άνεμος και οι καρδιές ανασταίνονται. Μια τέτοια
δροσιά με αύρα από το Αιγαίο έφερε ο Ελύτης
στην νεοελληνική ποίηση.
Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης-αυτό είναι το πραγματικό του όνομα-γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1912 και σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Από ένα, τεράστιας έκτασης, βιογραφικό που περιλαμβάνει πλήθος ποιητικών εκδόσεων, μεταφράσεων, πεζογραφήματα στοχασμών, αλλά και ημερομηνίες σημαδιακές για την αναγνώριση της ποίησής του σε παγκόσμια κλίμακα, ξεχωρίζει αυτή της απονομής του NOBEL ποίησης από την σουηδική Ακαδημία, για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Ο δεύτερος μετά τον Γιώργο Σεφέρη έλληνας που απόσπασε μια τόσο μεγάλη διάκριση.
Πρωτοπαρουσιάστηκε
στα «ΝΕΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» το 1935, συνεργάστηκε επίσης στις «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΕΣ ΗΜΕΡΕΣ» στα ‘ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΓΡΑΜΜΑΤΑ» στην «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» κ.α. Η παρουσία του Ελύτη στην νεοελληνική ποίηση
φρεσκάρισε τον στίχο, έδωσε βάθος στην φαντασία, νέες προοπτικές στην ποιητική
σύλληψη, νέες αποχρώσεις στην σημασία των λέξεων…Υπήρξε γλωσσοπλάστης και
δημιουργός μιας ιδιαίτερης προσωπικής ποιητικής γλώσσας.
Η ποίησή του αγαπά την φύση και την αισιοδοξία. Φωνάζει τον έρωτα, παρασιωπά κάποιο ενδόμυχο άλγος και προσέχει την έκταση του θαλασσινού αιγιακού στοιχείου. Παρόλο τον λυρισμό του ο Ελύτης στηρίζεται στην λογική, ή μάλλον δεν την απορρίπτει εντελώς και ζητάει την βοήθειά της για την οργάνωση της γλώσσας.
«Και είδα και εθαύμασα.
Και στην μέση της έσπειρε κόσμους
μικρούς κατ' εικόνα
Και ομοίωσή μου:
…Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα.
ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
Και γαλήνιοι αμφορείς
Και λοξές δελφινιών ράχες.
Η Ιος, η Σίκινος, η Σέριφος, η Μήλος.
Κάθε λέξη κι από ένα χελιδόνι
Για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο
θέρος είπε.
Και πολλά τα λιόδεντρα
Που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
Κι ελαφρό να απλώνεται στον ύπνο σου
Και πολλά τα τζιτζίκια
Που να μην τα νιώθεις
Όπως δεν νιώθεις τον σφυγμό στο χέρι
σου,
Αλλά λίγο το νερό
Για να το έχεις θεό και να κατέχεις τι
σημαίνει ο λόγος του,
Και το δέντρο μοναχό του
Χωρίς κοπάδι
Για να το κάνεις φίλο σου
Και να γνωρίζεις το ακριβό του το
όνομα.
Φτενό στα πόδια σου το χώμα
Για να μην έχεις που να απλώσεις ρίζα
Και να τραβάς του βάθους ολοένα
Και πλατύς επάνου ο ουρανός
Για να διαβάζεις μόνος σου την
απεραντοσύνη
ΑΥΤΟΣ ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας».
(Άξιον
Εστί)
Θάλασσα…στοιχείο γεμάτο μυστήριο! Φοβερό μαζί και αγαπημένο τραβάει τον άνθρωπο σαν να είναι μαγνήτης. Ο βαθύς και αιώνιος βόγκος της νανουρίζει την ψυχή μας, γεμάτος μυστηριώδεις και ανεξιχνίαστες φωνές. Η θάλασσα είναι η αιώνια πατρίδα της ελευθερίας και των ανοιγμένων πανιών, για αυτό και όταν τη βλέπει ο άνθρωπος νιώθει να φτερουγίζει μέσα του τούτη η θεϊκή πνοή.
Το απομεσήμερο του καλοκαιριού, την ώρα που βράζει ο κόσμος κρατά μια βουβή ησυχία σαν να είναι νύχτα βαθιά. Ο ήλιος γίνεται φωτιά που μου θαμπώνει τα μάτια και δεν μπορώ να κοιτάξω. Τα κλείνω που και που, καθώς ο ιδρώτας τα τσούζει. Οι κάβοι ξεπροβάλουν σαν στοιχειωμένοι μέσα από το νερό, πέτρες, αγκάθια, αμμουδιές, όλα μοιάζουν στοιχειωμένα μέσα σε ένα σιωπηλό φως. Η βουή της ερημιάς γίνεται όλο και πιο δυνατή, ένα βαθύ μυστήριο απλώνεται παντού.
«Αλλά πρώτα θα δεις την ερημιά και θα της
δώσεις
το δικό σου νόημα είπε:
Πριν από την καρδιά σου θα είναι αυτή
Και μετά πάλι αυτή θα ακολουθήσει
Τούτο μόνο να ξέρεις,
Ότι σώζεις μεσ' την αστραπή
Καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει…»
Όπως
αιώνια διαρκούν τα αληθινά οράματα της ψυχής και οι ήσυχες της καρδιάς
αναπολήσεις μέσα στην οργασμική δόνηση του κόσμου.
«Και τον ήλιο κεφάλι κερασφόρο
ν' ανεβαίνει Αβάδιστος είδα ο Μέγας
Κριός
και αυτός αλήθεια που ήμουνα ο πολλούς
αιώνες πριν.
Ο ακόμη χλωρός μεσ' την φωτιά ο άκοπος
απ' τον ουρανό
Ψιθύρισε όταν ρώτησα:
Τι το καλό; Τι το κακό;
- Ένα σημείο. Ένα σημείο
και σ' αυτό πάνω ισορροπείς και
υπάρχεις
κι απ' αυτό πιο πέρα ταραχή και σκότος
κι απ' αυτό πιο πίσω βρυγμός των
αγγέλων
- Ένα σημείο. Ένα σημείο
και σε αυτό μπορείς απέραντα να
προχωρήσεις
ή αλλιώς τίποτε άλλο δεν υπάρχει πια.
Κι ο Ζυγός που ανοίγοντας τα χέρια μου,
έμοιαζε
Να ζυγιάζει το φως και το ένστικτο
ήτανε.
ΑΥΤΟΣ ο κόσμος ο μικρός ο Μέγας!»
ο Οδυσσέας Ελύτης παραλαμβάνει το βραβείο Νόμπελ |
Πόσο όμορφο είναι το πέλαγος αυτήν την ώρα. Όλο το πέλαγος. Γίνεται δροσερό και γαλανό. Αν βρίσκεσαι επάνω σε καμιά ράχη κοντά στη θάλασσα, ακούς να' ρχεται από την βορινή πλευρά μια μακρινή βουή που όλο και δυναμώνει υπόκωφα και νιώθεις τη γλυκιά δροσιά πάνω στο δέρμα σου, το χάδι στις ρίζες των μαλλιών.
Αυτό το θαλασσινό αγέρι και πεθαμένο ανασταίνει. Ο κυρ-Βοριάς σαλαγά σαν βοσκός τα άσπρα του πρόβατα που γεμίζουν το πέλαγος, καράβια και καΐκια αρμενίζουνε ανάμεσά τους και τα κριάρια δροσολογημένα από το μελτέμι του δεκαπενταύγουστου, κτυπούν με δύναμη τις κεφαλές τους στα βράχια.
Ήρεμος
καιρός, ΠΡΟΣΩ ΗΡΕΜΑ, ψυχή μου μονολογώ και μπαίνω στο εκκλησάκι του Αη Νικόλα,
στο χωριό του Πύργου, που χρόνια τώρα είναι εγκαταλελειμμένο στην πλαγιά του
ανεμοδαρμένου λόφου. Κάθομαι σ' ένα στασίδι και ακούω για κάμποση ώρα τον αγέρα
που σφυρίζει και κρατάει το ίσο, χωρίς να ψέλνει κανείς. Κάνω τον σταυρό μου
και κοιτάζω την παλιά εικόνα του Χριστού, όπου είναι ζωγραφισμένος τριάντα
χρονών, με πρόσωπο σπλαχνικό, με λίγα γένια και μικρό μουστάκι, σαν θαλασσινός
κι εκείνος απλός και βαστά το ευαγγέλιο που γράφει, «Εγώ ειμί η ανάσταση και η ζωή», σαν σύνεργο ψαρικής που «αλιεύει ανθρώπους» στο πέλαγος της
ζωής.
«Πνεύμα που για να το εισδεχθείς πρέπει να κάνεις άλμα πάνω από την συγκίνηση. Και να 'χεις την ψυχή σου στα δάκτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη. Από κει μιλάει ο κόσμος. Πιο καλά θάλλουν τα λουλούδια στον επιτάφιο. Μυρίζει έρωτα η εκκλησία. Η ζωή μένει δεν τελειώνει εδώ».
(Ιδιωτική
οδός)
«ΠΡΟΣΩ ΗΡΕΜΑ ΨΥΧΗ ΜΟΥ, μονολογώ…»
«Μπροστά στην ράχη της Σέριφος, όταν
ανεβαίνει ο ήλιος τα πυροβόλα όλων των μεγάλων κοσμοθεωριών παθαίνουν
αφλογιστία. Ο νους ξεπερνιέται από μερικά κύματα και λίγες πέτρες, κάτι
παράλογο ίσως, παρόλα αυτά ικανό να φέρνει τον άνθρωπο στις πραγματικές του διαστάσεις
…Ερήμην του το ΑΙΓΑΙΟ λέει και ξαναλέει εδώ και χιλιάδες χρόνια με το στόμα του
Φλοίσβου σε ένα μήκος ακτών απέραντο…ΑΥΤΟΣ ΕΙΣΑΙ».
Πηγή : http://peritexnisologos.blogspot.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου