Κατερίνα Ηλιοπούλου
Πριν από κάποιους μήνες η εφημερίδα Ελευθεροτυπία πρόσφερε στους
αναγνώστες της, μία ειδική έκδοση και ένα ντοκιμαντέρ με αφορμή τα
σαρανταπέντε χρόνια από την απονομή του βραβείου Νόμπελ στον ποιητή
Γιώργο Σεφέρη. Ετοιμαστήκαμε να παρακολουθήσουμε το ντοκιμαντέρ με
μεγάλο ενδιαφέρον αλλά πολύ σύντομα μας κυρίευσε η απογοήτευση. Ο σκηνοθέτης προσπάθησε να συσχετίσει τη βιογραφία ενός σημαντικού καλλιτέχνη με το έργο του. Δηλαδή να αναζητήσει από τη μια μεριά κάποιο ίχνος του προσώπου, μια αλήθεια για το αποτύπωμα της προσώπικότητάς του στους τόπους που έζησε, στους δεσμούς που δημιούργησε με τους ανθρώπους του καιρού του και από την άλλη να φωτίσει τη διαδρομή του μέσα από το έργο του. Παρόλη την πρόθεσή του, που αποτυπώνεται στο κείμενο του οπισθόφυλλου για τις «....περιπλανήσεις ενός ακάματου ταξιδιώτη σε τόπους, κείμενα, μουσικές, ταινίες, ανθρώπους, διαδοχικές επιστρώσεις εμπειρίας που σωρεύονται σ'ένα πλούσιο υπέδαφος από σημαντικά και ασήμαντα πριν μεταγραφούν σ'αυτή την άλλη γλώσσα, την Ποίηση», εμείς είδαμε ένα ισχνό, άκαμπτο περίγραμμα κενό από ζωή και ουσία.
Τι έμεινε από έναν άνθρωπο που με το σώμα και το πνεύμα διέσχισε την εποχή του και έγινε ενεργά κομμάτι της ιστορίας της; Που μόχθησε όσο λίγοι μέσα στη γλώσσα (τη δική του) αλλά και το ποιητικό γίγνεσθαι της εποχής του για να διαμορφώσει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του έργου του; Σχεδόν τίποτα, εκτός από σκόρπια κομμάτια βιογραφίας, μερικές φωτογραφίες και ενσταντανέ από τις πόλεις που έζησε. Τίποτα ζωντανό από την προσωπικότητα, τις φιλίες , το χιούμορ, το ρίγος του έρωτα, το πλέγμα των σχέσεων μέσα στο οποίο κινήθηκε με τέτοια ένταση. Τίποτα σχεδόν από τον πνευματικό διάλογο που ανέπτυξε με τους συγκαιρινούς του. Παρόλο που το υλικό είναι έτοιμο. Ο Σεφέρης έχει αφήσει εκτενή ημερολόγια, πλήθος από αλληλογραφία, δοκίμια καθώς και λεπτομερή πολιτικά ημερολόγια. Ίσως το υλικό είναι υπερβολικά πλούσιο για να οργανωθεί σε μία αφήγηση. Γι'αυτό και ο δημιουργός του ντοκιμαντέρ προτίμησε να το αγνοήσει.
Δυστυχώς πίσω από τον "σεβασμό", την ανενεργή νοσταλγία, την κοινοτοπία και τη σοβαροφάνεια που διαπνέει το φιλμ και βυθίζει σε βαθιά χασμουρητά όποιους δεν εκνευρίζει, κυλάει το περιρρέον πνεύμα ενός ορισμένου τύπου δημοσιογραφίας και του λόγου των εφημερίδων που υποτιμούν και μειώνουν εκείνο που τους υπερβαίνει. Οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ ανθολογούν μονομερώς το έργο του Σεφέρη παράγοντας ένα ποτ πουρί στίχων για να επενδύσουν αφόρητα κλισέ εικόνες, την Ακρόπολη, την παραλία της Σμύρνης, το ναό στο Σούνιο, τους Δελφούς, τους αγνοούμενους της Κύπρου και τα Δεκεμβριανά. Με αυτόν τον τρόπο ζητούν να υποστηρίξουν μία και μοναδική σχέση. Την υποτιθέμενη παράλληλη πορεία του έργου του Σεφέρη με τον «ελληνισμό». Έναν ελληνισμό που ο ίδιος αναζήτησε με αγωνία (κάνοντας και τις δικές του ίσως αυθαίρετες αναγωγές) έχοντας τον χαρακτηρίσει επανηλειμένα περισσότερο μία ιδέα σε κίνηση, την διασπορά μιας ιδιαίτερης έντασης του πνεύματος στον κόσμο πέρα από σύνορα.
Οι σχέσεις του έργου με την ιστορία, την ελληνική ιστορία εν προκειμένω, υπάρχουν όμως πρέπει να αναζητηθούν, να φωτιστούν με το φως της εποχής μας, να καταστούν ενεργές και κατανοητές πέρα από τα σχήματα αυτά που έχουν γίνει κίβδηλα εξαιτίας της εξαντλητικής καπήλευσης που έχουν υποστεί. Η αφέλεια εδώ δεν συγχωρείται γιατί απλουστεύει και συρρικνώνει ένα πολυδιάστατο έργο για να εξυπηρετήσει μια τόσο συγκεκριμένη και στενή άποψη.
Σήμερα φαίνεται πως διψάμε ακόμα -όπως και πριν από εξήντα χρόνια- για λίγο φρέσκο αέρα, να απαλλαγούμε επιτέλους από τη μούχλα της εντοπιότητας και της ψεύτικης ελληνικότητας που έχει στοιχειώσει κυριολεκτικά ότι πιο ενεργό καλλιτεχνικά έχει παράξει αυτός ο τόπος. Ολόκληρη εκείνη η γενιά (Κ. Καρυωτάκης, Τέλλος Άγρας, Απ. Μελαχροινός, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Κλ. Παράσχος κ.ά ) αμφισβήτησαν «την προγονόπληκτη, φουστανελοφόρα ελληνικότητα» διαβάζουμε στο έντυπο αφιέρωμα. Ο Σεφέρης αφοσιώθηκε στη γλώσσα του γιατί ήταν το υλικό της τέχνης του όχι γιατί ήταν τα ελληνικά. Όποιος έχει διαβάσει τα ημερολόγιά του ξέρει πολύ καλά πόσο ελεύθερα και ερευνητικά κινήθηκε μέσα στην παγκόσμια λογοτεχνία, πόσο γόνιμα αφέθηκε να μπολιαστεί από αυτήν. Όπως κάθε πραγματικός καλλιτέχνης αναζήτησε και βρήκε προγόνους και συγχρόνους για να πορευτεί μαζί τους. (τον Βαλερύ, τον Έλλιοτ, τον Ανρί Μισώ, τον Μακρυγιάννη, το Σολωμό και πολλούς άλλους).
Ο ίδιος στον «Διάλογο για την ποίηση» με τον Κ. Τσάτσο διατυπώνει την αντίρρησή του για την έννοια της ελληνικότητας όπως την θεωρεί ο Τσάτσος. Για τον Σεφέρη η ελληνικότητα δεν είναι έννοια νομοθετημένη αλλά ανοιχτή, δεν είναι κριτήριο αισθητικό ούτε αξιολογικό, ενώ ελληνική τέχνη είναι η τέχνη που παράγεται από Έλληνες. [Παρόλα αυτά έψαχνε για μία αυθεντική έννοια, την ελληνικότητα ως ουσία που διατρέχει όλες τις γενιές ανεξαρτήτως μόρφωσης (Βλ. ανάδειξη Μακρυγιάννη, Θεόφιλου]. Συνειδητοποίησε μέσα από το προσωπικό του βάσανο κάτι που ψάχνουμε και ποθούμε ακόμα. Την ανάγκη συγκρότησης μιας φυσιογνωμίας για την πνευματική Ελλάδα, όχι με όρους εθνικούς, αλλά για να καταστεί έτσι δυνατόν να αναδειχθούν και να αξιολογηθούν τα πνευματικά έργα των δημιουργών της.
Είναι προδοσία στο πρόσωπό του σήμερα σαράντα χρόνια μετά το θάνατό του να βλέπουμε ένα βραβευμένο ντοκιμαντέρ (πρώτο κρατικό βραβείο) που διανέμεται με εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας, στο οποίο δεν ακούγονται παρά μόνο στίχοι ξεγυμνωμένοι από το υπόλοιπο ποίημα, με φόντο φουστανέλες που παρουσιάζουν όπλα στην Ακρόπολη, με τη υπόκρουση του εθνικού ύμνου. Στίχοι κατάλληλα επιλεγμένοι ώστε να αποτελούν επικεφαλίδες πάνω σε εύγλωττες εικόνες που αναπαράγουν την ίδια ψύχωση για το τουριστικό κάλλος των αρχαίων από τη μια και το βαθύτατα αντιδραστικό επιχείρημα της συνέχειας και του συμπαγούς προσώπου του ελληνισμού από την άλλη.
Βουλιάζει η ψυχή σου όταν επί μία ώρα ακούς το έργο ενός αγαπημένου ποιητή να εξευτελίζεται, καθώς απαγγέλεται σε τρεμάμενο μελοδραματικό τόνο, με πένθιμη φωνή (από κάποιον γνωστό ηθοποιό), με πένθιμη μουσική υπόκρουση, με εικόνες αρχαίων και πολεμάρχων, θαρρείς και βρίσκεσαι σε μια σκοτεινή σχολική αίθουσα γεμάτη γέρους, που η ηλικία δεν τους χάρισε καμμιά σοφία και καμμιά γενναιοδωρία.
Ανάγκη να δούμε επιτέλους τα έργα των «προγόνων μας» στο φως της δικής μας εποχής χωρίς προκαταλήψεις, να τα λεηλατήσουμε χωρίς καθόλου σεβασμό να πάρουμε από αυτά «ότι μας κάνει» και να πετάξουμε τα υπόλοιπα. Έτσι τουλάχιστον κρατάμε ζωντανή την ελπίδα της συνέχειας μέσα στην γλώσσα μας.
Κάθε άνθρωπος που έχει μια φορά συγκλονιστεί από ένα ποίημα ξέρει πως η ποίηση είναι ορμή του σώματος και του πνεύματος αξεχώριστα, ότι η σχέση της με την ιστορία είναι ζωντανή και πάντα ανοιχτή και ανανεώσιμη. Τα κείμενα είναι άγρια ζώα που αναζητούν τις ερμηνείες τους αλλά δεν φυλακίζονται από αυτές. Η δυνατότητα της συνομιλίας με το κείμενο δεν παγιώνεται γιατί το ποίημα είναι ένα αίτημα ανοιχτό. «Τα αγάλματα υπάρχουν», απάντησε ο Σεφέρης στον ελληνιστή Εντμουντ Κήλι, που του ζητούσε απεγνωσμένα ερμηνείες, υπάρχουν στη ζωντανή ζωή του ποιητή δεν συμβολίζουν απλά κάτι.
Η ύλη μολύνει την ποίηση αλλά και η ποίηση μολύνει τη γλώσσα. Δεν γίνεται αλλιώς. Η τέχνη ανοίγει χώρο μέσα στην πραγματικότητα, συγχρονίζει το παρελθόν με το παρόν. Είναι τόπος κινδύνου με την έννοια του μη οριστικού, του ολοένα μετακινούμενου. Την κίνηση του σώματος και του μυαλού ονομάζουμε συγκίνηση από την αισθητική (αισθησιακή) εμπειρία του ποίηματος. Κάθε ποιητής αλλά και αναγνώστης της ποίησης ξέρει ότι η αμφιβολία είναι το στοίχημα που βάζει το έργο, η άρση κάθε βεβαιότητας είναι η αφετηρία για τη σκέψη και ο όρος για τη δημιουργία, αλλά και για τη συμμετοχή σε αυτήν. Η καλύτερη υπεράσπιση για τα έργα είναι ή απροκατάληπτη ανάγνωση που βάζει τα ίδια αλλά και τους αναγνώστες σε δοκιμασία.
Κατερίνα Ηλιοπούλου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου