Εδώ και
δεκαετίες, αλλά πολύ πιο καθαρά σήμερα λόγω της οξυμένης κρίσης, το
μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα κι ο λόγος που η κοινωνία μας φαίνεται να
οδηγείται από αδιέξοδο σε αδιέξοδο, είναι η αδυναμία να διατυπωθεί
απέναντι στα πράγματα ένας πολιτικός λόγος, που θα είναι και λογικά
πειστικός αλλά και συγκινησιακά παρακινητικός.
Ένας λόγος που θα απευθύνεται τόσο στο θυμικό, όσο και στο λογικό,
καταφέρνοντας έτσι να συμπαρασύρει το βουλητικό των ανθρώπων προς μια έλλογη διέξοδο.
Μια σημαντική αιτία που ένας τέτοιος λόγος απουσιάζει, είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι οι προσπάθειες αντιπολίτευσης στο κυρίαρχο αδιέξοδο διακατέχονται από τα φαντάσματα προηγούμενων, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένων, απελευθερωτικών στιγμών. Κάποιοι θέλουν να βλέπουν το σήμερα με όρους 1789, άλλοι με όρους 1821, άλλοι σαν 1917, ή 1940, ή 1968, ή 1973. Έτσι, ανάλογα με την οπτική καθενός, καλούν σε μια αποτίναξη π.χ. μιας «τυραννίας» από ένα «πεινασμένο λαό», ή σε μια επανάσταση εναντίον μιας «απολυταρχίας» που «ποδοπατάει αλύπητα τα ανθρώπινα δικαιώματα», σε ένα «ταξικό αγώνα» εναντίον της «πλουτοκρατίας», ή σε μια «πάλη της εργατικής τάξης» ενάντια στην επιβολή «μεσαιωνικών συνθηκών» από τους καπιταλιστές, σ’ ένα εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα εναντίον «δυνάμεων κατοχής και δοσίλογων κυβερνήσεων», ή σε μια «εξέγερση με μπροστάρη τη νεολαία ενάντια σε μια χουντική κυβέρνηση».
Παρ’ όλο που όψεις πραγματικότητας υπάρχουν σε όλες αυτές τις οπτικές, η καθεμιά από μόνη της και όλες μαζί ή σε οποιοδήποτε μεταξύ τους συνδυασμό, είναι λαθεμένες∙ δηλαδή δεν καταφέρνουν να καταδείξουν αυτό που προσδιορίζει τη σημερινή κοινωνία και το οποίο διαφέρει από εκείνο που την προσδιόριζε σε όλες αυτές τις ένδοξες ιστορικές στιγμές. Την ίδια στιγμή, και για τον ίδιο λόγο, αποτυχαίνουν να αναδείξουν την ιστορική ιδιαιτερότητα ενός σημερινού υποκειμένου της αλλαγής, ή της ανατροπής, σε σχέση με τα προηγούμενα.
Σήμερα δεν βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με μια απολυταρχία ή μια τυραννία, εδραιωμένη πάνω σε «μεσαιωνικές», δηλαδή κάθετα και απολυτοκρατικά ιεραρχημένες, συνθήκες δουλειάς και ζωής∙ ούτε με ένα πλουτοκρατικό καπιταλισμό θεμελιωμένο πάνω σε μια βιομηχανική, δηλαδή συγκεντρωτική και συντηρητική, οργάνωση της εργασίας και της κοινωνίας. Ούτε καν με μια κλασική αστική δημοκρατία, στην οποία δεν εκπροσωπούνται τα λαϊκά κι εργατικά στρώματα. Σήμερα έχουμε να κάνουμε με μια ολιγαρχική δημοκρατία εδραιωμένη πάνω σε μια άκρως εκτεχνικευμένη − δηλαδή νεωτεριστική, εξατομικευμένη και εκλαϊκευμένη/μαζική συνάμα − κοινωνία, η οποία διυλίζεται και διαμορφώνεται ολοένα και περισσότερο από ένα τεχνικό Σύστημα.
Παρά τις πάμπολλες αυταρχικές όψεις και τυραννικές συμπεριφορές της, λοιπόν, πρέπει να γνωρίζουμε, πως η σημερινή ολιγαρχική δημοκρατία διαφέρει από την τυραννία, την απολυταρχία ή τη χούντα, σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο: στο ότι κάνει το λαό διαρκώς συμμέτοχο, και έτσι «συνένοχο», στις καίριες πολιτικές επιλογές και πρακτικές της, πράγμα που τη βοηθάει να διασπείρει την «συνενοχή» και για τις επιμέρους πράξεις της.
Επιπλέον, παρά τους συντηρητισμούς και τους ανορθολογισμούς της, την ίδια στιγμή η ακραία εκτεχνίκευση της τριλεκτικής «παραγωγή-κατανάλωση-διοίκηση», και η καλπάζουσα − χάρη στην Πληροφορική ως πράξη και ως ιδεολογία − καρκινογένεση ενός τεχνικού Συστήματος εντός της σημερινής κοινωνίας, κάνουν το λαό διαρκώς συμμέτοχο, και έτσι «συνένοχο», όχι μόνο στις πολιτικές επιλογές και πρακτικές της ολιγαρχικής τάξης αλλά, επίσης, στην κυρίαρχη οπτική των πραγμάτων και στα κυρίαρχα ήθη, που έχουν πάψει να είναι αστικά και συντηρητικά. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τα ήθη αξίζει να προσεχτεί, πως οι κυρίαρχες τάξεις ασπάζονται ανοιχτά και με ολοένα και μεγαλύτερη άνεση μια σειρά από «στιλ» που έως πριν δυο δεκαετίες προσδιόριζαν το περιθώριο, ακόμα και τον λεγόμενο υπόκοσμο, δηλαδή στιλ απενοχοποιημένου μηδενισμού... ενώ την ίδια στιγμή τα λαϊκά στρώματα θεωρούν τίτλο τιμής το ότι κατορθώνουν ν’ αποτινάξουν τις παραδόσεις τους και να εκμοντερνιστούν κατά το πρότυπο των κυρίαρχων τάξεων, καταλήγοντας έτσι να ασπάζονται, και αυτά, «στιλ» απενοχοποιημένου μηδενισμού. Και σε ό,τι αφορά την οπτική των πραγμάτων, θα έλεγα πως δεν είναι τυχαίο λ.χ. ότι σε μεγάλο βαθμό ακόμα και οι αμεσοδημοκρατικές ριζοσπαστικές επικλήσεις εμπνέονται κατά βάθος από έναν ευφρόσυνο τεχνικό ουτοπισμό, στο βαθμό που στη θέση του συμβολικού πεδίου γράφουν «μηδέν» και υπολογίζουν ότι το κοινό δεν (θα) είναι συμβολικός Κοινός Λόγος αλλά αμοιβαίος συντονισμός δράσεων μέσω του διαδικτύου.
Κατόπιν όλων αυτών, εκείνο που εδώ θέλω να τονίσω, είναι ότι η σημερινή εδραίωση μιας ολιγαρχικής δημοκρατίας πάνω σε μια άκρως εκτεχνικευμένη/εκλαϊκευμένη κοινωνία που διυλίζεται και διαμορφώνεται ολοένα και περισσότερο από ένα τεχνικό Σύστημα, συνεπάγεται και μια ριζική αλλαγή σε ό,τι αφορά το υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής. Πρόκειται για μια αλλαγή, την οποία διαισθάνονται όλοι όσοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βεβαιώνουν πως είναι πλέον δύσκολο «να διακρίνει κανείς με σαφήνεια τον εχθρό» − και αυτή τη δυσκολία νομίζω ότι προσπαθούν να υπερφαλαγγίσουν, αλλά λιγάκι κλείνοντας τα μάτια και χωρίς να ζοριστούν, όσοι προτιμούν να βλέπουν το σήμερα σαν ένα είδος αναβίωσης παλιότερων ένδοξων στιγμών υψώνοντας, έτσι, παλιές σημαίες κι ανασκάβοντας παλιά χαρακώματα.
Η αλλαγή του υποκειμένου της αλλαγής για την οποία μιλώ, προσδιορίζεται από το γεγονός ότι, εκείνο που συντηρεί την αδικία και την ανελευθερία των σύγχρονων κοινωνιών, δεν είναι πια μια τάξη συγκροτημένη έξω από το λαό (όπως ήταν η αριστοκρατία, ή η αστική τάξη των πρώτων αιώνων της κυριαρχίας της), ώστε να μιλάμε για «ταξικό εχθρό» και «ταξικό αγώνα» ακριβώς όπως έως τα μέσα με τέλη του 20ού αιώνα. Ούτε βεβαίως μια εξωτερική δύναμη κατοχής (όπως η οθωμανική αυτοκρατορία, ή οι φασιτικές και ναζιστικές δυνάμεις κατοχής του Β΄ ΠΠ), για να μιλάμε για «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα». Ούτε και έχουμε να κάνουμε με κυρίαρχα ήθη βιομηχανικού τύπου, ώστε να μιλάμε για απελευθέρωση της φαντασίας και ριζοσπαστικοποίηση των επιθυμιών ως όπλα ανατροπής του κατεστημένου.
Το σημερινό υποκείμενο της αλλαγής προσδιορίζεται από το γεγονός της σημερινής συμμετοχής/«συνενοχής» του λαού στις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές, στην κυρίαρχη οπτική του κόσμου και στα κυρίαρχα ήθη της εκτεχνικευμένης και νεωτεριστικής ολιγαρχικής δημοκρατίας και, επομένως, έχει να συγκροτηθεί από τη σύγκλιση δυο δεδομένων:
1. από το ότι οφείλει να είναι σε θέση και διάθεση να αλλάζει όχι μόνο τον κόσμο αλλά και τον εαυτό του∙ και
2. από το ότι ο άνθρωπος αυτών των κοινωνιών έχει μπουκώσει πια από την «απενοχοποιημένη» υπερτροφία της εξατομίκευσης χωρίς ωστόσο να επιθυμεί, ακόμα, μια επιστροφή/υποστροφή σε κάποιον προ-εξατομικευτικό κολλεκτιβισμό.
Για να είμαι πιο ακριβής, γνώμη μου είναι ότι το υποκείμενο της αλλαγής δεν είναι απλώς θέμα ότι «οφείλει», «να είναι σε θέση», «να έχει διάθεση» να συγκροτηθεί κάτω από αυτούς τους δύο όρους: δεν μπορεί να υπάρξει, σήμερα, άλλου τύπου υποκείμενο της αλλαγής!
Πάνω σε αυτές τις γραμμές σκέψης θα προσπαθήσω να ακολουθήσουν οι επόμενες αναρτήσεις μου στον καλοτάξιδό μας Πύραυλο. Δεν κρύβω ότι έχω την αίσθηση, πως η κρίση που περνάει σήμερα η ελληνική κοινωνία έχει να κάνει, σε σημαντικό ίσως βαθμό, με την ολοκλήρωση της ένταξής της στις σύγχρονες εκτεχνικευμένες ολιγαρχικές δημοκρατίες και με τις καθυστερήσεις που είχε μέχρι σήμερα επιδείξει προς αυτή την κατεύθυνση - πράγμα που κάνει ακόμα πιο κρίσιμα τα παραπάνω ζητήματα.
Μια σημαντική αιτία που ένας τέτοιος λόγος απουσιάζει, είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι οι προσπάθειες αντιπολίτευσης στο κυρίαρχο αδιέξοδο διακατέχονται από τα φαντάσματα προηγούμενων, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένων, απελευθερωτικών στιγμών. Κάποιοι θέλουν να βλέπουν το σήμερα με όρους 1789, άλλοι με όρους 1821, άλλοι σαν 1917, ή 1940, ή 1968, ή 1973. Έτσι, ανάλογα με την οπτική καθενός, καλούν σε μια αποτίναξη π.χ. μιας «τυραννίας» από ένα «πεινασμένο λαό», ή σε μια επανάσταση εναντίον μιας «απολυταρχίας» που «ποδοπατάει αλύπητα τα ανθρώπινα δικαιώματα», σε ένα «ταξικό αγώνα» εναντίον της «πλουτοκρατίας», ή σε μια «πάλη της εργατικής τάξης» ενάντια στην επιβολή «μεσαιωνικών συνθηκών» από τους καπιταλιστές, σ’ ένα εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα εναντίον «δυνάμεων κατοχής και δοσίλογων κυβερνήσεων», ή σε μια «εξέγερση με μπροστάρη τη νεολαία ενάντια σε μια χουντική κυβέρνηση».
Παρ’ όλο που όψεις πραγματικότητας υπάρχουν σε όλες αυτές τις οπτικές, η καθεμιά από μόνη της και όλες μαζί ή σε οποιοδήποτε μεταξύ τους συνδυασμό, είναι λαθεμένες∙ δηλαδή δεν καταφέρνουν να καταδείξουν αυτό που προσδιορίζει τη σημερινή κοινωνία και το οποίο διαφέρει από εκείνο που την προσδιόριζε σε όλες αυτές τις ένδοξες ιστορικές στιγμές. Την ίδια στιγμή, και για τον ίδιο λόγο, αποτυχαίνουν να αναδείξουν την ιστορική ιδιαιτερότητα ενός σημερινού υποκειμένου της αλλαγής, ή της ανατροπής, σε σχέση με τα προηγούμενα.
Σήμερα δεν βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με μια απολυταρχία ή μια τυραννία, εδραιωμένη πάνω σε «μεσαιωνικές», δηλαδή κάθετα και απολυτοκρατικά ιεραρχημένες, συνθήκες δουλειάς και ζωής∙ ούτε με ένα πλουτοκρατικό καπιταλισμό θεμελιωμένο πάνω σε μια βιομηχανική, δηλαδή συγκεντρωτική και συντηρητική, οργάνωση της εργασίας και της κοινωνίας. Ούτε καν με μια κλασική αστική δημοκρατία, στην οποία δεν εκπροσωπούνται τα λαϊκά κι εργατικά στρώματα. Σήμερα έχουμε να κάνουμε με μια ολιγαρχική δημοκρατία εδραιωμένη πάνω σε μια άκρως εκτεχνικευμένη − δηλαδή νεωτεριστική, εξατομικευμένη και εκλαϊκευμένη/μαζική συνάμα − κοινωνία, η οποία διυλίζεται και διαμορφώνεται ολοένα και περισσότερο από ένα τεχνικό Σύστημα.
Παρά τις πάμπολλες αυταρχικές όψεις και τυραννικές συμπεριφορές της, λοιπόν, πρέπει να γνωρίζουμε, πως η σημερινή ολιγαρχική δημοκρατία διαφέρει από την τυραννία, την απολυταρχία ή τη χούντα, σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο: στο ότι κάνει το λαό διαρκώς συμμέτοχο, και έτσι «συνένοχο», στις καίριες πολιτικές επιλογές και πρακτικές της, πράγμα που τη βοηθάει να διασπείρει την «συνενοχή» και για τις επιμέρους πράξεις της.
Επιπλέον, παρά τους συντηρητισμούς και τους ανορθολογισμούς της, την ίδια στιγμή η ακραία εκτεχνίκευση της τριλεκτικής «παραγωγή-κατανάλωση-διοίκηση», και η καλπάζουσα − χάρη στην Πληροφορική ως πράξη και ως ιδεολογία − καρκινογένεση ενός τεχνικού Συστήματος εντός της σημερινής κοινωνίας, κάνουν το λαό διαρκώς συμμέτοχο, και έτσι «συνένοχο», όχι μόνο στις πολιτικές επιλογές και πρακτικές της ολιγαρχικής τάξης αλλά, επίσης, στην κυρίαρχη οπτική των πραγμάτων και στα κυρίαρχα ήθη, που έχουν πάψει να είναι αστικά και συντηρητικά. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τα ήθη αξίζει να προσεχτεί, πως οι κυρίαρχες τάξεις ασπάζονται ανοιχτά και με ολοένα και μεγαλύτερη άνεση μια σειρά από «στιλ» που έως πριν δυο δεκαετίες προσδιόριζαν το περιθώριο, ακόμα και τον λεγόμενο υπόκοσμο, δηλαδή στιλ απενοχοποιημένου μηδενισμού... ενώ την ίδια στιγμή τα λαϊκά στρώματα θεωρούν τίτλο τιμής το ότι κατορθώνουν ν’ αποτινάξουν τις παραδόσεις τους και να εκμοντερνιστούν κατά το πρότυπο των κυρίαρχων τάξεων, καταλήγοντας έτσι να ασπάζονται, και αυτά, «στιλ» απενοχοποιημένου μηδενισμού. Και σε ό,τι αφορά την οπτική των πραγμάτων, θα έλεγα πως δεν είναι τυχαίο λ.χ. ότι σε μεγάλο βαθμό ακόμα και οι αμεσοδημοκρατικές ριζοσπαστικές επικλήσεις εμπνέονται κατά βάθος από έναν ευφρόσυνο τεχνικό ουτοπισμό, στο βαθμό που στη θέση του συμβολικού πεδίου γράφουν «μηδέν» και υπολογίζουν ότι το κοινό δεν (θα) είναι συμβολικός Κοινός Λόγος αλλά αμοιβαίος συντονισμός δράσεων μέσω του διαδικτύου.
Κατόπιν όλων αυτών, εκείνο που εδώ θέλω να τονίσω, είναι ότι η σημερινή εδραίωση μιας ολιγαρχικής δημοκρατίας πάνω σε μια άκρως εκτεχνικευμένη/εκλαϊκευμένη κοινωνία που διυλίζεται και διαμορφώνεται ολοένα και περισσότερο από ένα τεχνικό Σύστημα, συνεπάγεται και μια ριζική αλλαγή σε ό,τι αφορά το υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής. Πρόκειται για μια αλλαγή, την οποία διαισθάνονται όλοι όσοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βεβαιώνουν πως είναι πλέον δύσκολο «να διακρίνει κανείς με σαφήνεια τον εχθρό» − και αυτή τη δυσκολία νομίζω ότι προσπαθούν να υπερφαλαγγίσουν, αλλά λιγάκι κλείνοντας τα μάτια και χωρίς να ζοριστούν, όσοι προτιμούν να βλέπουν το σήμερα σαν ένα είδος αναβίωσης παλιότερων ένδοξων στιγμών υψώνοντας, έτσι, παλιές σημαίες κι ανασκάβοντας παλιά χαρακώματα.
Η αλλαγή του υποκειμένου της αλλαγής για την οποία μιλώ, προσδιορίζεται από το γεγονός ότι, εκείνο που συντηρεί την αδικία και την ανελευθερία των σύγχρονων κοινωνιών, δεν είναι πια μια τάξη συγκροτημένη έξω από το λαό (όπως ήταν η αριστοκρατία, ή η αστική τάξη των πρώτων αιώνων της κυριαρχίας της), ώστε να μιλάμε για «ταξικό εχθρό» και «ταξικό αγώνα» ακριβώς όπως έως τα μέσα με τέλη του 20ού αιώνα. Ούτε βεβαίως μια εξωτερική δύναμη κατοχής (όπως η οθωμανική αυτοκρατορία, ή οι φασιτικές και ναζιστικές δυνάμεις κατοχής του Β΄ ΠΠ), για να μιλάμε για «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα». Ούτε και έχουμε να κάνουμε με κυρίαρχα ήθη βιομηχανικού τύπου, ώστε να μιλάμε για απελευθέρωση της φαντασίας και ριζοσπαστικοποίηση των επιθυμιών ως όπλα ανατροπής του κατεστημένου.
Το σημερινό υποκείμενο της αλλαγής προσδιορίζεται από το γεγονός της σημερινής συμμετοχής/«συνενοχής» του λαού στις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές, στην κυρίαρχη οπτική του κόσμου και στα κυρίαρχα ήθη της εκτεχνικευμένης και νεωτεριστικής ολιγαρχικής δημοκρατίας και, επομένως, έχει να συγκροτηθεί από τη σύγκλιση δυο δεδομένων:
1. από το ότι οφείλει να είναι σε θέση και διάθεση να αλλάζει όχι μόνο τον κόσμο αλλά και τον εαυτό του∙ και
2. από το ότι ο άνθρωπος αυτών των κοινωνιών έχει μπουκώσει πια από την «απενοχοποιημένη» υπερτροφία της εξατομίκευσης χωρίς ωστόσο να επιθυμεί, ακόμα, μια επιστροφή/υποστροφή σε κάποιον προ-εξατομικευτικό κολλεκτιβισμό.
Για να είμαι πιο ακριβής, γνώμη μου είναι ότι το υποκείμενο της αλλαγής δεν είναι απλώς θέμα ότι «οφείλει», «να είναι σε θέση», «να έχει διάθεση» να συγκροτηθεί κάτω από αυτούς τους δύο όρους: δεν μπορεί να υπάρξει, σήμερα, άλλου τύπου υποκείμενο της αλλαγής!
Πάνω σε αυτές τις γραμμές σκέψης θα προσπαθήσω να ακολουθήσουν οι επόμενες αναρτήσεις μου στον καλοτάξιδό μας Πύραυλο. Δεν κρύβω ότι έχω την αίσθηση, πως η κρίση που περνάει σήμερα η ελληνική κοινωνία έχει να κάνει, σε σημαντικό ίσως βαθμό, με την ολοκλήρωση της ένταξής της στις σύγχρονες εκτεχνικευμένες ολιγαρχικές δημοκρατίες και με τις καθυστερήσεις που είχε μέχρι σήμερα επιδείξει προς αυτή την κατεύθυνση - πράγμα που κάνει ακόμα πιο κρίσιμα τα παραπάνω ζητήματα.
Γιάννης ΙωαννίδηςΠηγή : http://pyravlosypogeiwn.blogspot.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου