Hλιοβασίλεμα στη Λιόμαντρα
Γράφει η Βίκυ Θεοδωροπούλου
Δεκαετίες πριν το σήμερα, κατεβαίνοντας το χωματόδρομο για τον Πλατύ Γυαλό, αγάπησα τη Σέριφο. Κοκκινόχωμα και σχιστόλιθοι ως τη θάλασσα και στη σκιά των αλμυρικιών οι γεύσεις του πολύτεκνου Νικούλια.
Κι ύστερα αγάπησα ένα βράχο στο Ράμμο, τη Μαργαρίτα και τον Γιώργη στην άκρη του Λιβαδιού, τη Παναγιά στο ύψωμα και το μπακάλικο του Βίτου και της Αντωνίας, εκείνη τη γωνιά με τα πράσινα νερά κάτω στη Βαγιά, τον Κουταλά και το μαγέρικο του Μουστάκια, τη παραλία της Λιάς.
Τα μυστικά του τόπου αποκαλύπτονταν σιγά-σιγά όπως γίνεται πάντα. Ένα ηλιοβασίλεμα στη Λιόμαντρα που ωραιότερο δεν έχω δει, ένα πανηγύρι στον Αϊ Γιάννη τον Πρόδρομο καλοκαίρι με τους κτητόρους να σε περιποιούνται σα στο σπίτι τους, ένα άλλο στην Άγια Θέκλα φθινόπωρο με τον ουρανό να τον κάνουν μέρα οι κεραυνοί και, κάθε χρόνο ανελλιπώς, το πανηγύρι του Σωτήρα στο Καλό Αμπέλι με τη νεολαία όλο και αυξανόμενη να χορεύει τους μπάλους, με τον Γλυκό στο βιολί, τον Φουντή και τον Καραμελά στο λαούτο.
Ευτυχίες σ’ έναν τόπο που δεν ευννοήθηκε με δάση και ποτάμια αλλά με μια γη στέρφα –εξ ου και του νησιού το επίσημο όνομα- άγονο δηλαδή, βραχώδες και «σιδερένιο» – εξ ου και του νησιού το άλλο όνομα, σιδερένιο.
Πού να τα ξέρεις αυτά όταν πρωτοφτάνεις, τα σπάνια πετρώματα ή τη παράδοση στη μεταλλουργία ή πως αυτά τα λιλιπούτεια μονόχωρα πέτρινα σπιτάκια που ακόμα βλέπεις σκορπισμένα στις πλαταιές ή βολεμένα στις βραγιές, τα λένε «κελιά» και ήταν τα δωμάτια που περνούσαν τις νύχτες τους οι μεταλλωρύχοι που περνούσαν τις μέρες τους στα Μεταλλεία.
Η περιήγηση σ’ έναν τόπο σαν κι αυτό το υπέροχο νησί που το έκανα τόπο μου, θέλει να είσαι έτοιμος σαν από καιρό και ανοιχτός στις συναντήσεις, ένας flâneur, όπως τον λέει ο Charles Baudelaire, περιηγητής δηλαδή, περιπατητής, ταξιδιώτης.
Και τότε μπορεί να είσαι και ο τυχερός που θα γευτεί τη κάπαρη της γιαγιάς της Σεβαστής, το ντόπιο σπιτικό κρασί ή το τυρί που χώνεται στο χώμα με μυρωδικά ώσπου να φτάσει στον ουρανίσκο σου, μια πανσέληνο αυγουστιάτικη ή μια βραδιά με αστέρια που λες πως έτσι να κάνεις, θα τα αγγίξεις. Δώρα ενός βράχου στο Αιγαίο που θα στα χαρίσει αν όσο μείνεις, βρεις να του χαρίσεις κάτι από σένα.
Βίκυ Θεοδωροπούλου Ιούνιος 2012 @ & * ^ % # @
Decades ago, going down the dirt road to Platis Gialos, I fell in love with Serifos: red soil and schist stones till the sea and in the shadow of the tamarisks, the flavors of Nikoulias’ wife, the mother of many smiling daughters and sons.
That same unforgettable autumn, I fell in love with a boulderstone in Rammos; some time later I loved Margarita, the cook, and her husband Giorgi,s the fisherman, at the edge of Livadi; a winter afternoon I discovered Panagia, the small village up the hill and the grocery store of Vitos and Antonia, who stole another piece of my heart; a hot summer noon found me swimming and enchanted in the nook with the green waters down in Vagia; a windy sunday I found shelder in Moustakias’ cook house, in Koutalas and a hot spring saturday I wished to become a fish in Lia beach.
The secrets of the place got revealed little by little, as is always the case. Secrets like a sunset in Liomantra, a local fair in St. Giannis Prodromos with the “ktitores”* tending you as if at home; another local fair in St. Thekla with the sky being lighted by the lightnings and -every year unfailingly- in the fair of Sotiras at Kalo Ampeli with the youth dancing balos and the elders on the violin and on the lute. Moments of happiness in an island that was not blessed with forests and rivers, but with a barren land -hence the island’s official name Serifos- with rocks and iron -hence the appellation, the iron island.
How could you know these things when you first arrive: the precious clusters of bοulderstones; or the tradition in metallurgy; or the tiny one-room stone houses that you still see scattered in the plateaus or conveniently positioned in the furrows, that are called “cells” and they were the rooms where the miners spent their nights.
A wandering in a place like this wonderful island that I made it my land, needs you to be ready as long prepared and open to encounters, a flâneur, as Charles Baudelaire calls it, a wanderer, a promenader, a traveler. And then you might be the lucky one who will taste grandma Sevasti’s caper, the local homemade wine or the cheese that nestles down in the ground with herbs until it reaches your palate, a full moon in August or a night with stars that you think you can touch them if you just extend your arms.
Gifts of a rock in the Aegean that will offer them to you if as long as you stay there, you find something from yourself to give back. Vici Theodoropoulou June 2012 *”κτήτορες” (ktitores) are civilians who have the responsibility to take care of the maintenance of the church throughout the year. They are also the ones that prepare and serve the delicious local treats that are served to you the day and night of the fair.
Πηγή : http://travelwritinglabserifos.wordpress.com
Γράφει η Βίκυ Θεοδωροπούλου
Δεκαετίες πριν το σήμερα, κατεβαίνοντας το χωματόδρομο για τον Πλατύ Γυαλό, αγάπησα τη Σέριφο. Κοκκινόχωμα και σχιστόλιθοι ως τη θάλασσα και στη σκιά των αλμυρικιών οι γεύσεις του πολύτεκνου Νικούλια.
Κι ύστερα αγάπησα ένα βράχο στο Ράμμο, τη Μαργαρίτα και τον Γιώργη στην άκρη του Λιβαδιού, τη Παναγιά στο ύψωμα και το μπακάλικο του Βίτου και της Αντωνίας, εκείνη τη γωνιά με τα πράσινα νερά κάτω στη Βαγιά, τον Κουταλά και το μαγέρικο του Μουστάκια, τη παραλία της Λιάς.
Τα μυστικά του τόπου αποκαλύπτονταν σιγά-σιγά όπως γίνεται πάντα. Ένα ηλιοβασίλεμα στη Λιόμαντρα που ωραιότερο δεν έχω δει, ένα πανηγύρι στον Αϊ Γιάννη τον Πρόδρομο καλοκαίρι με τους κτητόρους να σε περιποιούνται σα στο σπίτι τους, ένα άλλο στην Άγια Θέκλα φθινόπωρο με τον ουρανό να τον κάνουν μέρα οι κεραυνοί και, κάθε χρόνο ανελλιπώς, το πανηγύρι του Σωτήρα στο Καλό Αμπέλι με τη νεολαία όλο και αυξανόμενη να χορεύει τους μπάλους, με τον Γλυκό στο βιολί, τον Φουντή και τον Καραμελά στο λαούτο.
Ευτυχίες σ’ έναν τόπο που δεν ευννοήθηκε με δάση και ποτάμια αλλά με μια γη στέρφα –εξ ου και του νησιού το επίσημο όνομα- άγονο δηλαδή, βραχώδες και «σιδερένιο» – εξ ου και του νησιού το άλλο όνομα, σιδερένιο.
Πού να τα ξέρεις αυτά όταν πρωτοφτάνεις, τα σπάνια πετρώματα ή τη παράδοση στη μεταλλουργία ή πως αυτά τα λιλιπούτεια μονόχωρα πέτρινα σπιτάκια που ακόμα βλέπεις σκορπισμένα στις πλαταιές ή βολεμένα στις βραγιές, τα λένε «κελιά» και ήταν τα δωμάτια που περνούσαν τις νύχτες τους οι μεταλλωρύχοι που περνούσαν τις μέρες τους στα Μεταλλεία.
Η περιήγηση σ’ έναν τόπο σαν κι αυτό το υπέροχο νησί που το έκανα τόπο μου, θέλει να είσαι έτοιμος σαν από καιρό και ανοιχτός στις συναντήσεις, ένας flâneur, όπως τον λέει ο Charles Baudelaire, περιηγητής δηλαδή, περιπατητής, ταξιδιώτης.
Και τότε μπορεί να είσαι και ο τυχερός που θα γευτεί τη κάπαρη της γιαγιάς της Σεβαστής, το ντόπιο σπιτικό κρασί ή το τυρί που χώνεται στο χώμα με μυρωδικά ώσπου να φτάσει στον ουρανίσκο σου, μια πανσέληνο αυγουστιάτικη ή μια βραδιά με αστέρια που λες πως έτσι να κάνεις, θα τα αγγίξεις. Δώρα ενός βράχου στο Αιγαίο που θα στα χαρίσει αν όσο μείνεις, βρεις να του χαρίσεις κάτι από σένα.
Βίκυ Θεοδωροπούλου Ιούνιος 2012 @ & * ^ % # @
Decades ago, going down the dirt road to Platis Gialos, I fell in love with Serifos: red soil and schist stones till the sea and in the shadow of the tamarisks, the flavors of Nikoulias’ wife, the mother of many smiling daughters and sons.
That same unforgettable autumn, I fell in love with a boulderstone in Rammos; some time later I loved Margarita, the cook, and her husband Giorgi,s the fisherman, at the edge of Livadi; a winter afternoon I discovered Panagia, the small village up the hill and the grocery store of Vitos and Antonia, who stole another piece of my heart; a hot summer noon found me swimming and enchanted in the nook with the green waters down in Vagia; a windy sunday I found shelder in Moustakias’ cook house, in Koutalas and a hot spring saturday I wished to become a fish in Lia beach.
The secrets of the place got revealed little by little, as is always the case. Secrets like a sunset in Liomantra, a local fair in St. Giannis Prodromos with the “ktitores”* tending you as if at home; another local fair in St. Thekla with the sky being lighted by the lightnings and -every year unfailingly- in the fair of Sotiras at Kalo Ampeli with the youth dancing balos and the elders on the violin and on the lute. Moments of happiness in an island that was not blessed with forests and rivers, but with a barren land -hence the island’s official name Serifos- with rocks and iron -hence the appellation, the iron island.
How could you know these things when you first arrive: the precious clusters of bοulderstones; or the tradition in metallurgy; or the tiny one-room stone houses that you still see scattered in the plateaus or conveniently positioned in the furrows, that are called “cells” and they were the rooms where the miners spent their nights.
A wandering in a place like this wonderful island that I made it my land, needs you to be ready as long prepared and open to encounters, a flâneur, as Charles Baudelaire calls it, a wanderer, a promenader, a traveler. And then you might be the lucky one who will taste grandma Sevasti’s caper, the local homemade wine or the cheese that nestles down in the ground with herbs until it reaches your palate, a full moon in August or a night with stars that you think you can touch them if you just extend your arms.
Gifts of a rock in the Aegean that will offer them to you if as long as you stay there, you find something from yourself to give back. Vici Theodoropoulou June 2012 *”κτήτορες” (ktitores) are civilians who have the responsibility to take care of the maintenance of the church throughout the year. They are also the ones that prepare and serve the delicious local treats that are served to you the day and night of the fair.
Πηγή : http://travelwritinglabserifos.wordpress.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου