Δύο χρόνια πριν η χώρα βρεθεί στη δίνη του Μεγάλου Πολέμου, η Σέριφος ήταν για τους κυνηγούς του Πειραιά ο “μυθικός” περδικότοπος που ο καθένας ήθελε να βρεθεί, αψηφώντας τις τρικυμίες και τα μποφόρ...
Το 1938 ένας ανώνυμος Πειραιώτης ταξίδεψε με ένα από τα πλοία της ακτοπλοΐας της εποχής, για να κυνηγήσει πέρδικες στην Σέριφο... Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι η περιγραφή εκείνης της εξόρμησης, γραμμένη από το χέρι του και περικεκομμένη ελάχιστα...
Ξεκίνημα για κυνήγι της πέρδικας με το “Ζάκυνθος” της Ακτοπλοΐας της Ελλάδος...
Αποπλέομεν την 7ην μ.μ. από το λιμάνι του Πειραιώς, παραπλέομεν το Ν.Α. άκρον της Αττικής, αφήνοντας αριστερά Φάληρο, Γλυφάδα, Βουλιαγμένη, Βάρκιζα κ.λπ.
Mάχη με τα κύματα!
Στο κατάστρωμα του πλοίου, οι πιο ρομαντικοί σχηματίζουν συντροφιές και τραγουδούν με κιθάρες και μανδολίνα, ενώ τα σκυλιά είναι δεμένα γύρω στην κουπαστή του καραβιού και... σιγοντάρουν με τα γαυγίσματά τους. Περί την 10ην μ.μ. κάτω από το φως του φθινοπωριάτικου φεγγαριού, αντικρίζουμε τις Κάβο-Κολώνες στο Σούνιο. Ισχυρό μελτεμάκι αρχίζει να φυσά, ενώ αφήνουμε αριστερά την Μακρόνησον, χωρίς την ελαχίστη παρέκκλιση. Η “Ζάκυνθος” κατευθύνεται, αγέρωχη προς τον σκοπόν της, αντιμετωπίζει στήθος προς στήθος τα εξαγριωμένα κύματα, που αρχίζουν τώρα να κατεβαίνουν από τον Κάβο-Ντόρο... Αριστερά μας εξαφανίζονται τα τελευταία παράλια της Αττικής.
Το σκαμπανέβασμα εξακολουθεί εντονότερο όσο βρισκόμεθα ανοικτά, αλλά εξασθενεί προχωρώντας ολοταχώς με κατεύθυνσιν προς την Κέα. Μετά ολιγόλεπτον παραμονή στην Κέα, το “Ζάκυνθος” βάζει πλώρη για την Κύθνο και σε μιάμιση ώρα, περίπου, ευρισκόμεθα στο λιμάνι του Μέριχα...
Προστατευόμεθα από τα υπερκείμενα μαύρα βουνά της Κύθνου και το μελτεμάκι δε μας ενοχλεί, χωρίς να γνωρίζουμε... τι μας αναμένει πιο πέρα! Μόλις, όμως, αφήνουμε τον φάρο δεξιά και μπαίνουμε στο μπουγάζι της Κύθνου - Σερίφου, το μελτέμι αγριεύει δυνατά: πελώρια κύματα μαστιγώνουν αλύπητα το αριστερό πλευρό της “Ζακύνθου, ενώ ο αέρας σφυρίζει στα σχοινιά των καταρτιών. Το κατάστρωμα σαρώνεται και μόνον οι ψυχραιμότεροι παραμένουν, ιδίως μερικοί κυνηγοί, απολαμβάνοντες το θέαμα που παρουσιάζει η αγριεμένη θάλασσα. Στιγμαί δέους και ενδόμυχοι επικλήσεις προς... την Μεγαλόχαρη της Τήνου, που την μαντεύουμε κάπου προς το βάθος νοτιοανατολικά.
Στο λιμάνι...
Οι προνομιούχοι της Α’ θέσεως, που ξαπλωμένοι στις πολυθρόνες τους, ενέμοντο εγωϊστικώς τα ολίγα τετραγωνικά μέτρα της γεφύρας, το... στρίβουν για τις καμπίνες… εγκαταλείποντες αμαχητί το “έδαφος”. Για μία στιγμή η δεξιά κουπαστή γέρνει, σε σημείο που μας αναγκάζει να γύρωμεν έξ ολοκλήρου προς την αντίθετον πλευρά, προσπαθούντες ανοήτως να διατηρήσωμεν με το βάρος μας την επιθυμητήν ισορροπίαν! Μάταιος κόπος.
Το “διπλάρωμα” εξακολουθεί και η αγωνία αυξάνει, την ίδια στιγμή που ένα σκυλί κυνηγού ξεπερνά την κουπαστήν και κρέμεται στο κενό! Λίγο ακόμα και θα το παρέσυρε ή θάλασσα, εάν δεν το πρόφθενε ένας ναύτης του βαποριού μας. Εν τω μεταξύ έχουν παρέλθει δυόμιση ώρες, περίπου, και η πολυπόθητος ακτή της Σερίφου πλησιάζει...
Η κουπαστή βαθμηδόν και κατ’ ολίγον επανακτά την κανονικήν της θέσιν, υπό την προστασίαν των πρώτων υψωμάτων της νήσου, τα οποία ως προφυλακτική ασπίς αποκρούουν την μανίαν του ανέμου. Με μία ελαφρά στροφή προς τα δεξιά, το “Ζάκυνθος” εισέρχεται ήρεμα στο λιμανάκι της Σερίφου, κάνει “κράτει”, φουντάρει, κάνει “ανάποδα” και καρφώνεται επί τόπου.
Σα γάτες έχουν σκαρφαλώσει κιόλας απάνω οι βαρκάρηδες. Γλυκομίλητοι, περιποιητικοί, με το γέλιο στο στόμα, χωρίς βλαστήμιες... Μοιάζουνε ακροβάτες, μαέστροι στη δουλειά τους. Έτσι, προτού φουντάρει το βαπόρι, αυτοί βρίσκονται απάνω στο καράβι, καλουμάρουν μόνοι τους τις σκάλες και οι αποσκευές βρίσκονται κιόλας μέσα στη βάρκα τους, τοποθετημένες προσεκτικά.
Πορεία για τους περδικότοπους
Οι καμαρότοι των βαποριών ξέρουν πως είναι τίμιοι όλοι τους και περιποιητικοί. Και τους παραδίδουν τις βαλίτσες, τα όπλα και τα σκυλιά. Στο αριστερό “μπράτσο” του νησιού, που απλώνεται στενόμακρο για να σχηματίσει το περίφημο στενό του Λιβαδιού, βρίσκονται μία χούφτα, σχεδόν, ομοιόμορφα λευκά σπιτάκια, ζήτημα αν φτάνουν τα 50... Εις την προέκτασή του, ωραιοτάτη αμμώδης παραλία μεγάλης εκτάσεως, καταλήγουσα σε μία θαυμασία έκταση αποτελούμενη από πυκνή πρασινάδα καρποφόρων δένδρων καί περιβολιών, με πανύψηλους γύρω καλαμιώνες.
Σε λίγο, απολαμβάνουμε το θέαμα του ανατέλλοντος ηλίου. Απεβιβάσθημεν, ενώ ένα μυρωμένο αεράκι κατέβαινε από τα βουνά του νησιού, και μας χάιδευε τα πρόσωπα. Ανεβήκαμε σε δυο... τετράποδα ταξί τραβώντας για τη χώρα και έως ότου δε φθάσουμε, ο ήλιος έχει σκάσει πια. Μετά παρέλευση περίπου 20 λεπτών φθάσαμε στη χώρα, στο σπίτι του φίλου μου Αχιλλέα, γνωστού κυνηγού του νησιού. Μας υπεδέχθησαν με εξαιρετική περιποίησιν, σύμφωνα με τούς κανόνας που διατηρούν oι κάτοικοι των αγαπητών νησιών μας προς τους ξένους.
Την ιδίαν στιγμήν ο κυρ Νικολής έδωκε το σήμα της αναχωρήσεως, γιατί είναι ο μοναδικός στο νησί “τρομοκράτης” των περδίκων, μαζί με το ακούραστο και μικρο-σκοπικό… σκυλάκι του, τον “Γιατί” (έτσι τον φωνάζει). Ύστερα από ανάβαση μιάμιση ώρας και πλέον, φθάσαμε στο εκκλησάκι του Αϊ - Παντελεήμονα. Γύρω υψώνουνται οι βράχοι σαν γίγαντες!-“Παιδιά εδώ θα κάτσουμε, και σαν τι ακούσουμε θα αφήσουμε τα σκυλιά να τις ξεπετάξουν”, φώναξε ο κυρ Νικολής. Έτσι κι έγινε.
Έπειτα από 10-15 λεπτά ακούσαμε στην απέναντι ραχούλα να κακαρίζει το πρώτο μπουλουκάκι...
-“Εμπρός τραβάτε”, μας φωνάζει ό κυρ - Νικολής. Δεν πρόφθασε, όμως, να τελειώσει τη φράση του το φτερούγισμα ενός κότσου, έκαμε να πέσει η πρώτη τουφεκιά…
Οι μάντρες και οι σπηλιές
Συνεχίσαμε το κυνήγι, άλλα παρόλη την κοπιώδη και επί ωρών πορεία μας μέσα στις ρεματαριές και τις πλαγιές της Κακιάς Λαγκάδας, μόλις και μετά βίας κατορθώσαμε να έχουμε μερικές πέρδικες στην “τσάντα” μας. Όπως μας είπε ο κυρ - Νικολής, αν δεν βρέξει, οι πέρδικες βραχώνουν και δυσκολοκυνηγιούνται.
Στην Σέριφο είναι κοπιώδες το κυνήγι της πέρδικας, γιατί δεν είναι σαν την Κύθνο όπου κάθε 200-300 ή καμιά φορά 500 βήματα, συναντάς μάνδρες. Εδώ υπάρχουν σε απόσταση, μόλις, 50-70 βημάτων! Και όλες οι πλαγιές του νησιού είναι χωρισμένες από αυτές τις μάνδρες, πίσω από τις οποίες δεν υπάρχει τίποτα άλλο από αμπέλια και αποτόμους βράχους.
Κάθε 150-200 μέτρα υπάρχουν και πολύ απότομοι βράχοι με σπηλιές, όπου οι χωρικοί φυλάνε μέσα χειμωνιάτικους ξηρούς καρπούς .
Κάπου-κάπου υπάρχει και κανένα... βαρελάκι με το σχετικό ρουμπινένιο κρασάκι του. Οι τοίχοι αυτοί συχνά κατρακυλούν πολύ επικίνδυνα, όταν τους πηδούν οι κυνηγοί και χρειάζεται μεγάλη προσοχή.
Επίσης, υπάρχουν και πολύ απότομοι βράχοι, εις τους οποίους καμμιά φορά είναι αδύνατον να προχωρήσει ο κυνηγός, όσο και το σκυλί του... Όμως, όλα αυτά τα εμπόδια φαίνονται μηδέν στα μάτια του κυνηγού, μπρος στο δυνατό φτερούγισμα και τα καμαρωτά πετάματα της πέρδικας...
Πηγή : https://www.kynigesia.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου