Θανάσης Μαυρίδης
Στην συζήτηση που γίνεται ή που δεν γίνεται ξεχνάμε το πώς δημιουργήθηκε το πρόβλημα. Τα κόκκινα δάνεια στην Ελλάδα δεν έχουν σχέση με τα αντίστοιχα κόκκινα δάνεια στην Ιρλανδία, για παράδειγμα. Στην Ελλάδα δεν ήταν οι τράπεζες που βούλιαξαν την Οικονομία, αλλά η κρίση χρέους που γονάτισε και το τραπεζικό σύστημα.
Ούτε και μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα ήταν υπερβολικές, αν τις συγκρίνει με τις αντίστοιχες τιμές σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ακριβές σε ορισμένες περιοχές; Ναι! Δεν ήταν όμως αυτό που θα ονομάζαμε φούσκα. Κατά συνέπεια ήταν απόλυτα φυσικό για τον δανειολήπτη να προσπαθήσει να καλύψει τις στεγαστικές του ανάγκες με ένα τραπεζικό δάνειο και εξίσου λογικό για την τράπεζα να προσπαθήσει να αναπτυχτεί σε μία αγορά που έδειχνε να έχει λιγότερους κινδύνους από άλλες.
Τα πράγματα εξελίχτηκαν με τρόπο ιδιαίτερα άσχημο. Η υψηλή ανεργία και η μείωση των μισθών σε όσους εξακολουθούν και έχουν εργασία ανέτρεψαν πλήρως τον οικογενειακό προϋπολογισμό σχεδόν σε όλους τους Έλληνες. Την ίδια ώρα οι τράπεζες κατέρρευσαν και οι μέτοχοί τους είδαν την περιουσία τους να εκμηδενίζεται. Στις τράπεζες παρέμειναν οι ίδιες διοικήσεις, επιλογή που ήταν αμφισβητούμενη, διότι επέτρεψε σε πολλούς να ταυτίζουν την προηγούμενη περίοδο των τραπεζών με την παρούσα. Κι αυτό το είχα επισημάνει κι όταν ανακοινώθηκε το περίφημο πακέτο Αλογοσκούφη.
Όταν μιλάμε σήμερα για τράπεζες μιλάμε για τα λεφτά των καταθετών. Όταν, λοιπόν, κάποιος διατυπώνει την άποψη ότι τα κόκκινα δάνεια θα πρέπει να τα πληρώσουν οι τράπεζες, στην πραγματικότητα απευθύνεται στους καταθέτες των τραπεζών. Κι αυτό θα πρέπει να είναι πλήρως ξεκαθαρισμένο. Ό,τι δεν πληρωθεί, θα το πληρώσουν, τελικά, οι καταθέτες. Δηλαδή, όλοι μας.
Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να κάνουμε μία διάκριση. Υπάρχουν κόκκινα δάνεια και κόκκινα δάνεια. Υπάρχουν δανειολήπτες που έχουν αποπληρώσει το 50% του δανείου τους, άλλοι που έχουν αποπληρώσει το 80% και άλλοι το 10% ή το 20%. Για όλες τις περιπτώσεις είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει η λύση της διαγραφής των χρεών και της ταυτόχρονης δωρεάς του ακινήτου στους δανειολήπτες. Πρώτον, είναι αντίθετο στα συναλλακτικά ήθη. Δεύτερον, είναι προκλητικό για όσους δεν είχαν την «τύχη» να δανειστούν για να αγοράσουν κατοικία. Τρίτον, δεν υπάρχουν τα χρήματα για να γίνει μία τέτοια «γενναιόδωρη πράξη».
Θα επιστρέψουμε, όμως, στην διάκριση που κάναμε πιο πάνω. Νομίζουμε ότι είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να υπάρξει η ίδια αντιμετώπιση σε έναν δανειολήπτη που βρίσκεται στα μισά της διαδρομής της αποπληρωμής του δανείου του σε σχέση με έναν άλλον που βρίσκεται μόλις στην αρχή. Το βάρος των προσπαθειών της Πολιτείας θα πρέπει να πέσει στις περιπτώσεις εκείνες που αποδεδειγμένα χρήζουν βοήθειας. Δεν μπορείς να απαιτήσεις τα λεφτά εδώ και τώρα από έναν άνθρωπο που έχει πληρώσει το 60% του δανείου του και είναι σήμερα άνεργος. Μπορείς και πρέπει να του δώσεις μία μεγάλη περίοδο χάρητος. Κι από την άλλη δεν έχει νόημα να δαπανήσεις πόρους για περιπτώσεις που ο δανειολήπτης έχει αποπληρώσει μικρό μέρος του δανείου, επειδή η βοήθεια αυτή δεν θα έχει αποτέλεσμα και θα στερηθεί από άλλες κατηγορίες για τις οποίες και θα ήταν σωτήρια.
Ας δούμε και μία άλλη πτυχή αυτής της ιστορίας μέσα από ένα παράδειγμα: Ας πούμε ότι κάποιος πήρε ένα δάνειο ύψους 200.000 ευρώ και αγόρασε ένα διαμέρισμα. Έχει πληρώσει 20.000 ευρώ και οφείλει άλλες 180.000 ευρώ σε κεφάλαιο. Το ακίνητο αυτό αξίζει σήμερα 100.000 ευρώ και τελικά το παίρνει η τράπεζα μέσω ενός πλειστηριασμού. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα. Θα βρεθεί ο δανειολήπτης να οφείλει άλλες 80.000 ευρώ; Δεν θέλουμε να λέμε πράγματα που είναι ευχάριστα στα αφτιά, αλλά κι αυτό θα είναι παράλογο, όσο παράλογο είναι και να χαριστεί το ακίνητο στον δανειολήπτη.
Μπορεί η τράπεζα να μην ευθύνεται για την ελληνική κρίση, αλλά αυτή επέτρεψε στον πελάτη της να αγοράσει το ακίνητο με 100% δανεικά χρήματα. Για να μην μακρηγορούμε: Σε περιπτώσεις που η τράπεζα παίρνει τα ακίνητα, η ευθύνη του δανειολήπτη θα πρέπει να τελειώνει σε εκείνο ακριβώς το σημείο. Διαφορετικά θα δημιουργηθούν μεγάλες αδικίες. Κι επίσης, οι κανόνες για το πότε μία τράπεζα προχωράει σε ρύθμιση και τι είδους ρύθμιση και πότε όχι θα πρέπει να είναι ξεκάθαροι για όλους.
Καταλαβαίνουμε ότι κάποιοι θα ήθελαν να ανοίξουν φάμπρικα με τις «ρυθμίσεις» δανείων. Ότι κάποιοι άλλοι ελπίζουν σε ψήφους, υποσχόμενοι κούρεμα δανείων ή ακόμη και διαγραφή οφειλών. Παίζουν στις πλάτες των δανειοληπτών. Όσοι τους ακολουθήσουν έχουν μόνο να χάσουν.
Όσο για την κυβέρνηση; Ας καταλάβουν κάποια στιγμή ότι ο πολίτης τους χρειάζεται δίπλα του. Μπορεί να υπάρχει μία μικρή μειοψηφία που ελπίζει να κερδίσει μέσα στην αναμπουμπούλα, αλλά αυτό δεν συμβαίνει με τον περισσότερο κόσμο. Ο πολύς ο κόσμος έχει προβλήματα και τα προβλήματα απαιτούν λύσεις.
Θανάσης Μαυρίδης
capital.gr
thanasis.mavridis@capital.gr
l.gr
Πηγή :
Στην συζήτηση που γίνεται ή που δεν γίνεται ξεχνάμε το πώς δημιουργήθηκε το πρόβλημα. Τα κόκκινα δάνεια στην Ελλάδα δεν έχουν σχέση με τα αντίστοιχα κόκκινα δάνεια στην Ιρλανδία, για παράδειγμα. Στην Ελλάδα δεν ήταν οι τράπεζες που βούλιαξαν την Οικονομία, αλλά η κρίση χρέους που γονάτισε και το τραπεζικό σύστημα.
Ούτε και μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα ήταν υπερβολικές, αν τις συγκρίνει με τις αντίστοιχες τιμές σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ακριβές σε ορισμένες περιοχές; Ναι! Δεν ήταν όμως αυτό που θα ονομάζαμε φούσκα. Κατά συνέπεια ήταν απόλυτα φυσικό για τον δανειολήπτη να προσπαθήσει να καλύψει τις στεγαστικές του ανάγκες με ένα τραπεζικό δάνειο και εξίσου λογικό για την τράπεζα να προσπαθήσει να αναπτυχτεί σε μία αγορά που έδειχνε να έχει λιγότερους κινδύνους από άλλες.
Τα πράγματα εξελίχτηκαν με τρόπο ιδιαίτερα άσχημο. Η υψηλή ανεργία και η μείωση των μισθών σε όσους εξακολουθούν και έχουν εργασία ανέτρεψαν πλήρως τον οικογενειακό προϋπολογισμό σχεδόν σε όλους τους Έλληνες. Την ίδια ώρα οι τράπεζες κατέρρευσαν και οι μέτοχοί τους είδαν την περιουσία τους να εκμηδενίζεται. Στις τράπεζες παρέμειναν οι ίδιες διοικήσεις, επιλογή που ήταν αμφισβητούμενη, διότι επέτρεψε σε πολλούς να ταυτίζουν την προηγούμενη περίοδο των τραπεζών με την παρούσα. Κι αυτό το είχα επισημάνει κι όταν ανακοινώθηκε το περίφημο πακέτο Αλογοσκούφη.
Όταν μιλάμε σήμερα για τράπεζες μιλάμε για τα λεφτά των καταθετών. Όταν, λοιπόν, κάποιος διατυπώνει την άποψη ότι τα κόκκινα δάνεια θα πρέπει να τα πληρώσουν οι τράπεζες, στην πραγματικότητα απευθύνεται στους καταθέτες των τραπεζών. Κι αυτό θα πρέπει να είναι πλήρως ξεκαθαρισμένο. Ό,τι δεν πληρωθεί, θα το πληρώσουν, τελικά, οι καταθέτες. Δηλαδή, όλοι μας.
Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να κάνουμε μία διάκριση. Υπάρχουν κόκκινα δάνεια και κόκκινα δάνεια. Υπάρχουν δανειολήπτες που έχουν αποπληρώσει το 50% του δανείου τους, άλλοι που έχουν αποπληρώσει το 80% και άλλοι το 10% ή το 20%. Για όλες τις περιπτώσεις είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει η λύση της διαγραφής των χρεών και της ταυτόχρονης δωρεάς του ακινήτου στους δανειολήπτες. Πρώτον, είναι αντίθετο στα συναλλακτικά ήθη. Δεύτερον, είναι προκλητικό για όσους δεν είχαν την «τύχη» να δανειστούν για να αγοράσουν κατοικία. Τρίτον, δεν υπάρχουν τα χρήματα για να γίνει μία τέτοια «γενναιόδωρη πράξη».
Θα επιστρέψουμε, όμως, στην διάκριση που κάναμε πιο πάνω. Νομίζουμε ότι είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να υπάρξει η ίδια αντιμετώπιση σε έναν δανειολήπτη που βρίσκεται στα μισά της διαδρομής της αποπληρωμής του δανείου του σε σχέση με έναν άλλον που βρίσκεται μόλις στην αρχή. Το βάρος των προσπαθειών της Πολιτείας θα πρέπει να πέσει στις περιπτώσεις εκείνες που αποδεδειγμένα χρήζουν βοήθειας. Δεν μπορείς να απαιτήσεις τα λεφτά εδώ και τώρα από έναν άνθρωπο που έχει πληρώσει το 60% του δανείου του και είναι σήμερα άνεργος. Μπορείς και πρέπει να του δώσεις μία μεγάλη περίοδο χάρητος. Κι από την άλλη δεν έχει νόημα να δαπανήσεις πόρους για περιπτώσεις που ο δανειολήπτης έχει αποπληρώσει μικρό μέρος του δανείου, επειδή η βοήθεια αυτή δεν θα έχει αποτέλεσμα και θα στερηθεί από άλλες κατηγορίες για τις οποίες και θα ήταν σωτήρια.
Ας δούμε και μία άλλη πτυχή αυτής της ιστορίας μέσα από ένα παράδειγμα: Ας πούμε ότι κάποιος πήρε ένα δάνειο ύψους 200.000 ευρώ και αγόρασε ένα διαμέρισμα. Έχει πληρώσει 20.000 ευρώ και οφείλει άλλες 180.000 ευρώ σε κεφάλαιο. Το ακίνητο αυτό αξίζει σήμερα 100.000 ευρώ και τελικά το παίρνει η τράπεζα μέσω ενός πλειστηριασμού. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα. Θα βρεθεί ο δανειολήπτης να οφείλει άλλες 80.000 ευρώ; Δεν θέλουμε να λέμε πράγματα που είναι ευχάριστα στα αφτιά, αλλά κι αυτό θα είναι παράλογο, όσο παράλογο είναι και να χαριστεί το ακίνητο στον δανειολήπτη.
Μπορεί η τράπεζα να μην ευθύνεται για την ελληνική κρίση, αλλά αυτή επέτρεψε στον πελάτη της να αγοράσει το ακίνητο με 100% δανεικά χρήματα. Για να μην μακρηγορούμε: Σε περιπτώσεις που η τράπεζα παίρνει τα ακίνητα, η ευθύνη του δανειολήπτη θα πρέπει να τελειώνει σε εκείνο ακριβώς το σημείο. Διαφορετικά θα δημιουργηθούν μεγάλες αδικίες. Κι επίσης, οι κανόνες για το πότε μία τράπεζα προχωράει σε ρύθμιση και τι είδους ρύθμιση και πότε όχι θα πρέπει να είναι ξεκάθαροι για όλους.
Καταλαβαίνουμε ότι κάποιοι θα ήθελαν να ανοίξουν φάμπρικα με τις «ρυθμίσεις» δανείων. Ότι κάποιοι άλλοι ελπίζουν σε ψήφους, υποσχόμενοι κούρεμα δανείων ή ακόμη και διαγραφή οφειλών. Παίζουν στις πλάτες των δανειοληπτών. Όσοι τους ακολουθήσουν έχουν μόνο να χάσουν.
Όσο για την κυβέρνηση; Ας καταλάβουν κάποια στιγμή ότι ο πολίτης τους χρειάζεται δίπλα του. Μπορεί να υπάρχει μία μικρή μειοψηφία που ελπίζει να κερδίσει μέσα στην αναμπουμπούλα, αλλά αυτό δεν συμβαίνει με τον περισσότερο κόσμο. Ο πολύς ο κόσμος έχει προβλήματα και τα προβλήματα απαιτούν λύσεις.
Θανάσης Μαυρίδης
capital.gr
thanasis.mavridis@capital.gr
l.gr
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου