Η διαχείριση της υπόθεσης «εγκληματική οργάνωση στο ποδόσφαιρο» από τον ειδικό ανακριτή διαφθοράς, Γιώργο Ανδρεάδη, είναι μία όαση στο Ελλαδιστάν του 2015.
Γιώργος Κοσμάς
Σε μία χώρα μαθημένη στο νταραβέρι και στη διαφθορά, ο Έλληνας «Ντι Πιέτρο» στέλνει παντού το μήνυμα ότι υπάρχει, ακόμη, ελπίδα. Ότι εξακολουθούν να υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι που επιμένουν να είναι ταγμένοι στο καθήκον. Και ότι η δημοκρατία και οι θεσμοί σ’ αυτή τη διαλυμένη και χρεοκοπημένη ηθικά χώρα, η οποία έχει παραδοθεί εδώ και δεκαετίες στην ανομία, μπορούν να (επανα)λειτουργήσουν.Αρκεί να παρουσιάζονται και να αναδεικνύονται κι άλλοι «Ανδρεάδηδες» στο προσκήνιο. Και, βεβαίως, να ενθαρρύνονται. Να προστατεύονται, να «εξοπλίζονται», να θωρακίζονται από την πολιτεία. Και να αφήνονται να επιτελούν ανεπηρέαστοι το έργο τους.
Μοναδικό αποκούμπι της πατρίδας είναι, πια, η δικαιοσύνη. Δηλαδή, το δίκαιο. Σε όλα τα επίπεδα. Αν δημιουργηθεί και παγιωθεί στην κοινωνία η ιδέα ότι περιορίζονται ή εκλείπουν ο νόμος του ισχυρού, η ατιμωρησία, το αλισβερίσι και η αδιαφάνεια, τότε -και μόνον τότε- η Ελλάδα θα καταφέρει να σταθεί ξανά στα πόδια της και να ανακτήσει την αξιοπρέπειά της. Γι’ αυτό υποθέσεις όπως αυτή της «εγκληματικής οργάνωσης» έχουν τεράστια σημασία και ξεφεύγουν από τα όρια του αθλητικού ενδιαφέροντος. Διότι ο τρόπος που αντιμετωπίζουν μέχρι στιγμής οι δικαστές το συγκεκριμένο θέμα είναι ουσιαστικά και μία τελεσιγραφική… επιστολή προς κάθε μορφή εξουσίας. Από την πρώτη μέχρι την τρίτη, αλλά και την… τέταρτη (τα ΜΜΕ) και την… πέμπτη (τα οικονομικά συμφέροντα και τα παράκεντρά τους που συγκυβερνούν διαχρονικά τον τόπο). Ναι, αυτές που δεν περιλαμβάνονται στο άρθρο 26 του Συντάγματος, παρότι κυριαρχούν στη ζωή μας όσο οι τρεις θεσμοθετημένες. Κι ακόμη περισσότερο.
Δεν τον ξέρω, φυσικά, τον Ανδρεάδη. Αλλά μαθαίνω πώς λειτουργεί. Πώς παλεύει να «δέσει» και να εξελίξει την υπόθεση που του ανατέθηκε. Πώς προσπαθεί να φτάσει στην άκρη του νήματος σε μία τόσο περίπλοκη και
δύσκολη ιστορία. Πληροφορούμαι πόσο επίμονος και μεθοδικός είναι. Πόσο καταρτισμένος και διεισδυτικός εμφανίζεται. Πόσο άτεγκτος και διαβασμένος παρουσιάζεται απέναντι σε όλους εκείνους που είχαν μάθει να νιώθουν «ανέγγιχτοι» και να απολαμβάνουν το γνωστό, ιδιότυπο και προκλητικό καθεστώς ασυλίας κατά την πολύμορφη δράση τους.
Θα ‘θελα μια μέρα στο απώτερο μέλλον -όταν τα πράγματα θα έχουν καταλαγιάσει και η δικαιοσύνη θα έχει (ελπίζω) αποδοθεί προς πάσα κατεύθυνση- να τον γνωρίσω τον Ανδρεάδη. Να τον ρωτήσω από πού άντλησε αυτή τη δύναμη, αυτό το κουράγιο, αυτό το σθένος, αυτό το πάθος του για τη δικαιοσύνη. Και να του υποβάλλω απλώς τα σέβη μου. Γιατί μπορεί να μην έχουμε δει ούτε φωτογραφία του, ωστόσο έχει προλάβει να εξελιχθεί σε μία προσωπικότητα που εμπνέει όλους όσοι οραματιζόμαστε μία άλλη Ελλάδα. Καθαρή, περήφανη και, πάνω απ’ όλα, δίκαιη. Ο γενναίος Ανδρεάδης εκθέτει πολύ κόσμο αυτόν τον καιρό. Τους διαπλεκόμενους, τους υποτακτικούς, τους μοιραίους, τους άβουλους, τους δειλούς που τόσα χρόνια όχι μόνο δεν είχαν τα κότσια να αγγίξουν τη σαπίλα, αλλά την αποθέωναν και τη… συναναστρέφονταν συστηματικά. Και μόνο γι’ αυτό οι υπηρεσίες που προσφέρει είναι ήδη πολύτιμες.
Διάβαζα πρόσφατα μία παλιά συνέντευξη του αδιάφθορου δικαστή της ιστορικής επιχείρησης «Καθαρά Χέρια» στην Ιταλία, του Αντόνιο Ντι Πιέτρο. Του ανθρώπου που δεν είχε διστάσει να στείλει στη φυλακή πολλούς οικονομικούς και πολιτικούς κολοσσούς της γειτονικής -«ούνα φάτσα ούνα ράτσα»- χώρας.
Ξέρετε τι ήταν; Το παιδί μίας φτωχικής αγροτικής οικογένειας της Νότιας Ιταλίας, που έκανε ένα σωρό δουλειές στα νιάτα του και έφτασε να δουλεύει σε εργοστάσιο στη Γερμανία. Ένα παλικάρι που αργότερα έγινε αστυνομικός και ταυτόχρονα φοιτούσε σε νυχτερινό σχολείο για να περάσει στη Νομική. Τα κατάφερε. Και έγινε ένας εισαγγελέας-σημείο αναφοράς για ολόκληρο τον κόσμο.
Τα λόγια του Ντι Πιέτρο περί αίσθησης καθήκοντος, φόβου και ελευθερίας νιώθω ότι θα μπορούσε να τα πει μια μέρα και ο Ανδρεάδης: «Βρέθηκα μπροστά σε μία πραγματικότητα που ήταν η πραγματικότητα της διαφθοράς. Και δεν έκλεισα τα μάτια. Ένιωσα μόνο ότι ήταν τιμή για εμένα που μου έτυχε και μπόρεσα να διαδραματίσω αυτόν τον ρόλο. Αυτό το συναίσθημα ήταν και είναι ένα ισχυρό συναίσθημα για εμένα. Το συναίσθημα αυτό ήταν το κίνητρό μου. Ορισμένοι άλλοι, σε αντίστοιχες περιπτώσεις, επέλεξαν τη σιωπή, να κάνουν ότι δεν βλέπουν, για να μην εκτεθούν.
Για εμένα, όμως, είναι καλύτερα να εκτίθεται κανείς. Είναι καλύτερα να κάνει κάτι και να μην κλείνει τα μάτια, να μη γυρίζει την πλάτη στην πραγματικότητα, όσο σκληρή και επικίνδυνη κι αν είναι αυτή. Από το να κάθομαι να κοιτάω τι γίνεται στην αρένα προτιμώ να βρίσκομαι μέσα στην αρένα και να παλεύω. Δεν μου αρέσουν οι θεατές. Μου αρέσει να συμμετέχω στο παιχνίδι, όσο επικίνδυνο κι αν είναι. Ναι, το φοβήθηκα αυτό το παιχνίδι. Και τον φόβο μου δεν τον ξεπέρασα. Εξακολουθώ να φοβάμαι. Αλλά εξακολουθώ να κάνω το ίδιο πράγμα. Ο φόβος δεν με βγάζει από το παιχνίδι. Απλώς με έχει σε συνεχή εγρήγορση. Για εμένα το να ζει κανείς με ρίσκο είναι κάτι φυσιολογικό. Όπως είναι εξαιρετικά φυσιολογικό να κάνω αυτό που πρέπει ως δικαστής, αφού είμαι δικαστής, αγνοώντας το κόστος των πράξεών μου. Εγώ δεν προσδέθηκα ποτέ στο άρμα κανενός, είτε κάποιας εξουσίας, είτε κάποιας τακτικής. Γι’ αυτό δεν νιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω κανέναν γι’ αυτό που έγινα. Είμαι ελεύθερος. Και κανένας δεν μπόρεσε να με επηρεάσει, να με χειραγωγήσει ποτέ». Αυτά.
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου