Οικήματα και
μέρος της οχύρωσης οικισμού της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού
(3200 π.Χ.-1600 π.Χ.) βρέθηκαν στη Θηρασιά, το μικρό νησάκι απέναντι από
τη Σαντορίνη.
Θραύσματα μεγάλων, πολύχρωμων, εντυπωσιακών αγγείων, εργαλεία από οψιανό (ηφαιστειακό πέτρωμα, στιλπνού, μαύρου χρώματος), ίχνη υφαντικής και νηματουργίας ανασκάφτηκαν εντός του οικισμού, που βρίσκεται κοντά στο μοναστήρι της Κοίμησης Θεοτόκου και τα σπάνια ευρήματα παρουσιάζονται για πρώτη φορά την Παρασκευή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του συμποσίου «Διαχρονικοί Νησιωτικοί Πολιτισμοί. Η περίπτωση της Θηρασιάς».
«Πρόκειται για ένα πολύ σπουδαίο εύρημα. Ο οικισμός έφερε χοντρούς και προσεγμένους τοίχους, κάποιοι πρέπει να ήταν μέρος της οχύρωσης. Hταν κτισμένος σε πεζούλες, αμφιθεατρικά και το πιο εντυπωσιακό είναι πως στην αρχαιότητα βρισκόταν στη μέση μιας μεγάλης πεδιάδας και σήμερα στην άκρη του γκρεμού. Κατοικούνταν συνεχώς όλη την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και μέχρι τη Μέση Εποχή του Χαλκού, δηλαδή από το 3000 π.Χ. ως το 1800 π.Χ.», λέει στο «Εθνος» η ομότιμη καθηγήτρια Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ιρις Τζαχίλη, που διενήργησε την ανασκαφή μαζί με τους Κώστα Σμπόνια (αναπληρωτή καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου) Μάγια Ευσταθίου (ΚΑ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Κυκλάδων) και Κλαίρη Παλυβού (ομότιμη καθηγήτρια τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ), με τη συμμετοχή και του ηφαιστειολόγου, Γιώργου Βουγιουκαλάκη.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας Έθνος στη θέση Κοίμηση – πήρε το όνομά της από το ιστορικό μοναστήρι – προηγήθηκαν επιφανειακές και γεωφυσικές έρευνες και όπως σημειώνει η κ. Τζαχίλη, σε τέσσερα σκάμματα της ανασκαφής, που έγινε το καλοκαίρι του 2014, ήρθαν στην επιφάνεια τμήματα του πρωτοκυκλαδικού οικισμού, άφθονη κεραμική πρωτοκυκλαδικών και μεσοκυκλαδικών χρόνων, λίθινα εργαλεία και λεπίδες οψιανού. Ο οικισμός είναι κτισμένος σε βαθμιδωτά άνδηρα που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του λόφου στην κορυφή του οποίου βρίσκεται ο ναός της Κοίμησης.
Αγνωστη, υπανάπτυκτη, σχεδόν παραμελημένη αν και βρίσκεται μόλις ένα ναυτικό μίλι από την πολύβουη Σαντορίνη, η Θηρασιά έχει μια μακρά προϊστορία που ανασκάπτεται κομμάτι κομμάτι, τα τελευταία τρία χρόνια, στο πλαίσιο του προγράμματος «Θαλής».
Στα νότια του νησιού, πολύ κοντά στα παλιά μεταλλεία ελαφρόπετρας, που διαχειρίζονταν στα μέσα του 19ου αιώνα η Γαλλική Εταιρεία Σουέζ, υπάρχει το παλαιότερο ευρεθέν κτίσμα στον ελλαδικό χώρο – βρέθηκε πριν από τις ανασκαφές στην Τροία (1870), στις Μυκήνες (1876), στην Κνωσό (1878). Το κτίσμα, που είναι διώροφο, εντοπίστηκε το 1860, χρονολογείται στη Μέση Εποχή του Χαλκού (2000 π.Χ.-1.600 π.Χ.), αλλά σήμερα δεν υπάρχει τίποτα από αυτό και οποιαδήποτε εκτίμηση για τη λειτουργία του είναι αυθαίρετη, λένε οι επιστήμονες.
Προσθέτουν επίσης πως, παρότι υπάρχουν κάποια σχέδια εκείνης της εποχής που αποτυπώνουν στοιχειωδώς το κτίσμα, δεν είναι σε θέση ακόμη να πουν με βεβαιότητα από τι ήταν κατασκευασμένο και ποια η θέση του στον χώρο συνολικά. Οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει τη θεμελίωση και ευελπιστούν κάποια στιγμή να βρουν και τμήματά του, σε μια περιοχή με πυκνή βλάστηση που θυμίζει… ζούγκλα.
Το κτίριο μνημονεύουν γνωστοί Θηραίοι λόγιοι, ο γιατρός και λόγιος Ιωσήφ Δεκιγάλας, ο επιχειρηματίας και μετέπειτα πολιτικός Σιγουράς Αλαφούζος, αλλά και ο Γάλλος γεωλόγος Φερνιντάν Φουκέ και ο Ελληνας συνάδελφός του Αναστάσιος Χριστομάνος. Το κτίριο γκρεμίστηκε, καθώς ήταν πολύ κοντά στα ορυχεία και εμπόδιζε την εξόρυξη της ελαφρόπετρας που στα μέσα του 18ου αιώνα έφευγε με τα καράβια για το Σουέζ, καθώς αποτελούσε δομικό υλικό της υπό κατασκευή διώρυγας του Σουέζ.
«Τα αρχαιολογικά ευρήματα στη Θηρασιά βρίσκονται στο βάθος της στρώσης ηφαιστειακών υλικών και πατούν σε προεκρηξιακά στρώματα. Γι΄ αυτό και συνήθως εμφανίζονταν κατά τις εργασίες εξόρυξης που τον 19ο αιώνα ήταν σε μεγάλη κλίματα στο νησί», αναφέρει η κ. Τζαχίλη, προσθέτοντας ότι αρχικά το κτίσμα θεωρήθηκε νεολιθική θέση, καθώς δεν είχαν βρεθεί μέταλλα, αλλά τρία χρόνια αργότερα η Γαλλική Σχολή το τοποθέτησε στην εποχή του Χαλκού.
«Το προϊστορικό σπίτι γκρεμίστηκε για να μην εμποδίζει την εξόρυξη και το όλο θέμα ξεχάστηκε. Ηταν η εποχή του ένδοξου Ερρίκου Σλήμαν. Νέες θέσεις συγκέντρωναν τον θαυμασμό, οι Μυκήνες, οι Δελφοί, η Δήλος. Ποιος θα ασχολούνταν με τη Θήρα και τη μικρή Θηρασιά και τα σπίτια τους, χωρίς επιγραφές και μυθολογία;», σημειώνει η κ. Τζαχίλη.
Το μικρό και απομονωμένο νησί της Θηρασιάς, μέλος του συμπλέγματος της Σαντορίνης, βρίσκεται στο επίκεντρο έρευνας εδώ και 8 χρόνια από μια πολυεπιστημονική ομάδα του ΑΠΘ, του Πανεπιστημίου Κρήτης, του Ιόνιου Πανεπιστημίου και του Ινστιτούτου Τεχνολογίας και Eρευνας της Κρήτης με συντονίστρια την ομότιμη καθηγήτρια του τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ, Κλαίρη Παλυβού.
Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε το 2007 με μια πρώτη αναγνώριση του χώρου και της ανθρώπινης παρουσίας, από τα πρώτα ίχνη ως την πρόσφατη εποχή και όλα αυτά τα χρόνια είναι ενταγμένο το πρόγραμμα «Θαλής».
«Συμμετέχουμε πάνω από 40 άτομα, γεωλόγοι, αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, πολιτικοί μηχανικοί, τοπογράφοι, κοινωνικοί ανθρωπολόγοι και άλλοι και χαρτογραφούμε το μικρό αυτό, πανέμορφο νησάκι, που βρίσκεται στη σκιά της Σαντορίνης», μας λέει η κ. Παλυβού.
Τα αποτελέσματά της έρευνας θα παρουσιαστούν στο συμπόσιο που θα γίνει την Παρασκευή και το Σάββατο στο Κέντρο Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων του ΑΠΘ, όπου θα λειτουργεί και έκθεση με υλικό από τις έρευνες.
Με μόλις 200 μόνιμους κατοίκους στις αρχές του 1900 είχε πάνω από 1.000- η Θηρασιά «μοιάζει να έχει μείνει λίγο πίσω στον χρόνο και ο επισκέπτης έχει την αίσθηση ότι ταξιδεύει νοερά στη δεκαετία του ΄60», επισημαίνει η αναπληρώτρια καθηγήτρια του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Αλεξάνδρα Μπακαλάκη.
Eχει δύο οικισμούς, τον Μανωλά και τον Ποταμό. Η Θηρασιά ή Θηρασία, όπως είναι στα… χαρτιά, πήρε το όνομά της από την όμορφη κόρη του βασιλιά της Σαντορίνης, Θήρα.
Χωρίς τουριστική ανάπτυξη, με λίγες υποδομές και πολλές εκκλησίες – έχει δύο μεγάλες και περισσότερα από 20 μοναστήρια και ξωκλήσια – το νησάκι που βρίσκεται απέναντι από την Οία δέχεται ξένους και Eλληνες τουρίστες που κάνουν βόλτες στα γραφικά σοκάκια του και μπάνιο στις παραλίες με το μαύρο βότσαλο.
Πηγή ρεπορτάζ: Εφημερίδα Έθνος
Πηγή :
Θραύσματα μεγάλων, πολύχρωμων, εντυπωσιακών αγγείων, εργαλεία από οψιανό (ηφαιστειακό πέτρωμα, στιλπνού, μαύρου χρώματος), ίχνη υφαντικής και νηματουργίας ανασκάφτηκαν εντός του οικισμού, που βρίσκεται κοντά στο μοναστήρι της Κοίμησης Θεοτόκου και τα σπάνια ευρήματα παρουσιάζονται για πρώτη φορά την Παρασκευή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του συμποσίου «Διαχρονικοί Νησιωτικοί Πολιτισμοί. Η περίπτωση της Θηρασιάς».
«Πρόκειται για ένα πολύ σπουδαίο εύρημα. Ο οικισμός έφερε χοντρούς και προσεγμένους τοίχους, κάποιοι πρέπει να ήταν μέρος της οχύρωσης. Hταν κτισμένος σε πεζούλες, αμφιθεατρικά και το πιο εντυπωσιακό είναι πως στην αρχαιότητα βρισκόταν στη μέση μιας μεγάλης πεδιάδας και σήμερα στην άκρη του γκρεμού. Κατοικούνταν συνεχώς όλη την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και μέχρι τη Μέση Εποχή του Χαλκού, δηλαδή από το 3000 π.Χ. ως το 1800 π.Χ.», λέει στο «Εθνος» η ομότιμη καθηγήτρια Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ιρις Τζαχίλη, που διενήργησε την ανασκαφή μαζί με τους Κώστα Σμπόνια (αναπληρωτή καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου) Μάγια Ευσταθίου (ΚΑ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Κυκλάδων) και Κλαίρη Παλυβού (ομότιμη καθηγήτρια τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ), με τη συμμετοχή και του ηφαιστειολόγου, Γιώργου Βουγιουκαλάκη.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας Έθνος στη θέση Κοίμηση – πήρε το όνομά της από το ιστορικό μοναστήρι – προηγήθηκαν επιφανειακές και γεωφυσικές έρευνες και όπως σημειώνει η κ. Τζαχίλη, σε τέσσερα σκάμματα της ανασκαφής, που έγινε το καλοκαίρι του 2014, ήρθαν στην επιφάνεια τμήματα του πρωτοκυκλαδικού οικισμού, άφθονη κεραμική πρωτοκυκλαδικών και μεσοκυκλαδικών χρόνων, λίθινα εργαλεία και λεπίδες οψιανού. Ο οικισμός είναι κτισμένος σε βαθμιδωτά άνδηρα που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του λόφου στην κορυφή του οποίου βρίσκεται ο ναός της Κοίμησης.
Αγνωστη, υπανάπτυκτη, σχεδόν παραμελημένη αν και βρίσκεται μόλις ένα ναυτικό μίλι από την πολύβουη Σαντορίνη, η Θηρασιά έχει μια μακρά προϊστορία που ανασκάπτεται κομμάτι κομμάτι, τα τελευταία τρία χρόνια, στο πλαίσιο του προγράμματος «Θαλής».
Στα νότια του νησιού, πολύ κοντά στα παλιά μεταλλεία ελαφρόπετρας, που διαχειρίζονταν στα μέσα του 19ου αιώνα η Γαλλική Εταιρεία Σουέζ, υπάρχει το παλαιότερο ευρεθέν κτίσμα στον ελλαδικό χώρο – βρέθηκε πριν από τις ανασκαφές στην Τροία (1870), στις Μυκήνες (1876), στην Κνωσό (1878). Το κτίσμα, που είναι διώροφο, εντοπίστηκε το 1860, χρονολογείται στη Μέση Εποχή του Χαλκού (2000 π.Χ.-1.600 π.Χ.), αλλά σήμερα δεν υπάρχει τίποτα από αυτό και οποιαδήποτε εκτίμηση για τη λειτουργία του είναι αυθαίρετη, λένε οι επιστήμονες.
Προσθέτουν επίσης πως, παρότι υπάρχουν κάποια σχέδια εκείνης της εποχής που αποτυπώνουν στοιχειωδώς το κτίσμα, δεν είναι σε θέση ακόμη να πουν με βεβαιότητα από τι ήταν κατασκευασμένο και ποια η θέση του στον χώρο συνολικά. Οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει τη θεμελίωση και ευελπιστούν κάποια στιγμή να βρουν και τμήματά του, σε μια περιοχή με πυκνή βλάστηση που θυμίζει… ζούγκλα.
Το κτίριο μνημονεύουν γνωστοί Θηραίοι λόγιοι, ο γιατρός και λόγιος Ιωσήφ Δεκιγάλας, ο επιχειρηματίας και μετέπειτα πολιτικός Σιγουράς Αλαφούζος, αλλά και ο Γάλλος γεωλόγος Φερνιντάν Φουκέ και ο Ελληνας συνάδελφός του Αναστάσιος Χριστομάνος. Το κτίριο γκρεμίστηκε, καθώς ήταν πολύ κοντά στα ορυχεία και εμπόδιζε την εξόρυξη της ελαφρόπετρας που στα μέσα του 18ου αιώνα έφευγε με τα καράβια για το Σουέζ, καθώς αποτελούσε δομικό υλικό της υπό κατασκευή διώρυγας του Σουέζ.
«Τα αρχαιολογικά ευρήματα στη Θηρασιά βρίσκονται στο βάθος της στρώσης ηφαιστειακών υλικών και πατούν σε προεκρηξιακά στρώματα. Γι΄ αυτό και συνήθως εμφανίζονταν κατά τις εργασίες εξόρυξης που τον 19ο αιώνα ήταν σε μεγάλη κλίματα στο νησί», αναφέρει η κ. Τζαχίλη, προσθέτοντας ότι αρχικά το κτίσμα θεωρήθηκε νεολιθική θέση, καθώς δεν είχαν βρεθεί μέταλλα, αλλά τρία χρόνια αργότερα η Γαλλική Σχολή το τοποθέτησε στην εποχή του Χαλκού.
«Το προϊστορικό σπίτι γκρεμίστηκε για να μην εμποδίζει την εξόρυξη και το όλο θέμα ξεχάστηκε. Ηταν η εποχή του ένδοξου Ερρίκου Σλήμαν. Νέες θέσεις συγκέντρωναν τον θαυμασμό, οι Μυκήνες, οι Δελφοί, η Δήλος. Ποιος θα ασχολούνταν με τη Θήρα και τη μικρή Θηρασιά και τα σπίτια τους, χωρίς επιγραφές και μυθολογία;», σημειώνει η κ. Τζαχίλη.
Το μικρό και απομονωμένο νησί της Θηρασιάς, μέλος του συμπλέγματος της Σαντορίνης, βρίσκεται στο επίκεντρο έρευνας εδώ και 8 χρόνια από μια πολυεπιστημονική ομάδα του ΑΠΘ, του Πανεπιστημίου Κρήτης, του Ιόνιου Πανεπιστημίου και του Ινστιτούτου Τεχνολογίας και Eρευνας της Κρήτης με συντονίστρια την ομότιμη καθηγήτρια του τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ, Κλαίρη Παλυβού.
Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε το 2007 με μια πρώτη αναγνώριση του χώρου και της ανθρώπινης παρουσίας, από τα πρώτα ίχνη ως την πρόσφατη εποχή και όλα αυτά τα χρόνια είναι ενταγμένο το πρόγραμμα «Θαλής».
«Συμμετέχουμε πάνω από 40 άτομα, γεωλόγοι, αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, πολιτικοί μηχανικοί, τοπογράφοι, κοινωνικοί ανθρωπολόγοι και άλλοι και χαρτογραφούμε το μικρό αυτό, πανέμορφο νησάκι, που βρίσκεται στη σκιά της Σαντορίνης», μας λέει η κ. Παλυβού.
Τα αποτελέσματά της έρευνας θα παρουσιαστούν στο συμπόσιο που θα γίνει την Παρασκευή και το Σάββατο στο Κέντρο Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων του ΑΠΘ, όπου θα λειτουργεί και έκθεση με υλικό από τις έρευνες.
Με μόλις 200 μόνιμους κατοίκους στις αρχές του 1900 είχε πάνω από 1.000- η Θηρασιά «μοιάζει να έχει μείνει λίγο πίσω στον χρόνο και ο επισκέπτης έχει την αίσθηση ότι ταξιδεύει νοερά στη δεκαετία του ΄60», επισημαίνει η αναπληρώτρια καθηγήτρια του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Αλεξάνδρα Μπακαλάκη.
Eχει δύο οικισμούς, τον Μανωλά και τον Ποταμό. Η Θηρασιά ή Θηρασία, όπως είναι στα… χαρτιά, πήρε το όνομά της από την όμορφη κόρη του βασιλιά της Σαντορίνης, Θήρα.
Χωρίς τουριστική ανάπτυξη, με λίγες υποδομές και πολλές εκκλησίες – έχει δύο μεγάλες και περισσότερα από 20 μοναστήρια και ξωκλήσια – το νησάκι που βρίσκεται απέναντι από την Οία δέχεται ξένους και Eλληνες τουρίστες που κάνουν βόλτες στα γραφικά σοκάκια του και μπάνιο στις παραλίες με το μαύρο βότσαλο.
Πηγή ρεπορτάζ: Εφημερίδα Έθνος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου