Το ποσοστό που έλαβε η Χρυσή Αυγή στην
τελευταία αναμέτρηση ήταν αναλογικά το υψηλότερο που έλαβε ποτέ σε
βουλευτικές εκλογές. Οριακά ξεπερνά τα εκρηκτικά ποσοστά που έλαβε η
οργάνωση στις διπλές εκλογές του 2012 (6,97% και 6,92%). Σε αντίθεση με
τις εκλογές του 2012 που η Χ.Α. κατετάγη 6η και 5η, αυτή τη φορά, σε
συνέχεια των ευρωεκλογών και των βουλευτικών εκλογών του Γενάρη του
2015, φαίνεται να καπαρώνει την τρίτη θέση που δυνητικά της δίνει τη
δυνατότητα εντολής σχηματισμού κυβέρνησης εφόσον κάτι τέτοιο στο μέλλον
προκύψει.
Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Η εικόνα λοιπόν είναι ανησυχητική: ένα κόμμα που
καταστατικά εχθρεύεται το δημοκρατικό πολίτευμα φαίνεται, μέσα στο
σκηνικό της πολιτικής ρευστότητας της Ελλάδας, να κρατά την εκλογική του
δύναμη στο 7% του ελληνικού λαού, η επιρροή του έχει πλέον γεωγραφικά
επεκταθεί σε όλη τη χώρα, έχει ενισχυθεί στη νησιωτική χώρα λόγω του
προσφυγικού, ενώ τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ψήφου μαρτυρούν πολιτική
εδραίωση.[1] Τίποτε φυσικά δεν είναι μόνιμο -κυρίως στην Ελλάδα το
2015- ωστόσο μπορούμε πλέον να πούμε πως η Χ.Α. έγινε πλέον ένα
«κανονικό» κόμμα. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το ότι αυτή η πορεία
συνεχίζεται τη στιγμή που η Χ.Α. διώκεται ενώπιον της ελληνικής
δικαιοσύνης ως εγκληματική οργάνωση η οποία, κατά την πρόσφατη ομολογία
του αρχηγού της, φέρει την «πολιτική ευθύνη» της δολοφονίας του Παύλου
Φύσσα.
Κοινότοπες μάλλον και βαρετές ακούγονται οι φωνές
που λένε πως «οι ψηφοφόροι της Χ.Α. δεν συγχωρούνται, διότι κανείς
πλέον δεν μπορεί να λέει πως παραπλανήθηκε»: Αυτό, κατά την άποψή μου,
ήταν προφανές για όποιον είχε μάτια και αυτιά ήδη από το 2012 ενώ οι
δικαστικές διώξεις του Σεπτέμβρη του 2013 μάλλον δεν άφησαν περιθώρια
παρεξήγησης ακόμη και στον πιο αφελή «παραπλανημένο» από τους 440
χιλιάδες ψηφοφόρους του 2012 (οι οποίοι, πάντως, τρία χρόνια μετά,
μειώθηκαν κατά 60 χιλιάδες, ενώ το ποσοστό έμεινε στα ίδια λόγω της
γενικευμένης αποχής). Περαιτέρω, οι φωνές αυτές και οι εγκλήσεις, ακόμα
και αν είναι καλής προαίρεσης, πολιτικά και πραγματολογικά δεν λένε
σχεδόν τίποτα, καθώς, μέσα στην ηθικολογία τους δεν αναδεικνύουν τους
μηχανισμούς πολιτικής συμπεριφοράς που οδηγούν κάποιους Έλληνες να
αδιαφορούν ή ακόμη και να ταυτίζονται με ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς
δολοφονιών. Πόσο γόνιμο αναλυτικά θα ήταν, άραγε, να μεμφόμαστε τους
ψηφοφόρους ΠΑΣΟΚ επί Κοσκωτά ως διεφθαρμένους ή όσους θαύμαζαν τη 17Ν ως
εγκληματίες;
Αν θέλουμε λοιπόν να δούμε τα πράγματα
αφτιασίδωτα -ούτε να τα καλλωπίζουμε, ούτε και να κινδυνολογούμε- 7
στους 100 Έλληνες είτε είναι φασίστες, είτε συγχωρούν το φασισμό, είτε
αδιαφορούν απέναντί του, είτε, τέλος, γίνονται φασίστες. Δεν είναι όλοι
ίδιοι, αλλά οι αποχρώσεις τους εκλογικά δεν αποδίδονται. Αυτό είναι πολύ
δυσάρεστο για μια χώρα που κουβαλά, χωρίς ακόμη να μπορεί να ξεχρεώσει,
την ιστορία του 20ού αιώνα.
Είναι όμως η παραπάνω διάγνωση επαρκής σήμερα;
Ποια είναι τα άλλα δεδομένα που δίνουν την πλήρη αποτύπωση της σημασίας
αυτού του σταθεροποιημένου εκλογικά ποσοστού; Δύο είναι τα κρίσιμα
μεγέθη τα οποία έχουν μεσολαβήσει ώστε να αλλάξει πλήρως το πλαίσιο από
τις αρχές του 2015: η ήττα της αντιμνημονιακής στρατηγικής και η
προσφυγική κρίση. Αν η ανάλυση των ποσοστών της Χ.Α. δεν λάβει υπόψη της
αυτά τα δύο κρίσιμα μεγέθη δεν κάνει σπουδαία πράγματα. Και αυτό διότι
τόσο η μνημονιακή στροφή των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. όσο και η ένταση των
προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών ήταν ό,τι ακριβώς περίμενε η Χ.Α.
τόσα χρόνια για να μπορέσει να υλοποιήσει τους πολιτικούς της στόχους. Η
συνθηκολόγηση του Ιουλίου και η συνομολόγηση του Μνημονίου της δίνει τη
δυνατότητα να εμφανιστεί ως το αυθεντικά εθνικά υπερήφανο κόμμα που
μπορεί να μιλάει καθαρά εναντίον της «εθνικής υποτέλειας» και όλων των
μνημονιακών δεινών. Περαιτέρω, η ένταση του προσφυγικού αποτελεί
κατεξοχήν το πιο αφράτο βούτυρο στο ψωμί της ρατσιστικής και ξενόφοβης
ρητορικής όλης της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Αυτό συμβαίνει και σήμερα,
παρά το γεγονός ότι η φιλοπροσφυγική ρητορική μείζονος τμήματος των
ευρωπαϊκών συντηρητικών δυνάμεων, κυρίως της Γερμανίας, έχει
δημιουργήσει ένα νέο τοπίο το οποίο μάλλον στριμώχνει την ευρωπαϊκή Άκρα
Δεξιά, που για πρώτη φορά δεν την αφήνει να βάλει ολοκληρωτικά την
(αντι)μεταναστευτική ατζέντα.
Πάρα ταύτα, η Χ.Α. δεν δείχνει ικανή να
κεφαλαιοποιήσει ούτε το μνημόνιο, ούτε την προσφυγική κρίση. Κρατά μεν
τις δυνάμεις της, αλλά δεν φαίνεται πως μπορεί να κάνει το άλμα που
περίμενε με τόσο ούριο άνεμο στα μαύρα πανιά της. Οι φωνασκίες της για
τον «προδοτικό» ΣΥΡΙΖΑ δεν τραβάνε στη μνημονιακή ανηφόρα. Η απεύθυνσή
της στο ακραίο συντηρητικό ακροατήριο την κάνει να τρέμει το ενδεχόμενο
της καταστροφής που θα επιφέρει στη χώρα η έξοδος από το ευρώ. Εκεί τα
«παλληκάρια» μαζεύονται: πάντα η ακροδεξιά θέλει την πειθαρχία, την τάξη
και φοβάται τις ανοιχτές θάλασσες. Δεν αντέχει μεγάλες φουρτούνες και
δηλώνει την προτίμησή της στο ευρώ, παρά την ρητορική εναντίον της
εθνικής κηδεμονίας. Στα καλοκαιρινά μας ζόρια, η Χ.Α. έδωσε ταπεινά τα
ανεξίτηλα διαπιστευτήρια του καθεστωτισμού της. Ο αρχηγός τον Ιούλιο
ανεπιφύλακτα δήλωνε πως «η Ελλάδα δεν έχει επιλογή… μόνο ευρώ και με
σκληρούς όρους». Επομένως, το σχήμα που άκριτα αναπαρήγαγαν και μερικοί
αξιωματούχοι της προηγούμενης κυβέρνησης πως τάχα «αν αποτύχουμε, μετά
από μας έρχεται η Χρυσή Αυγή» αποδεικνύεται κούφιο, ψευδοεκβιαστικό και
απερίσκεπτο. Ένα πράγμα είναι να λες πως η ταπείνωση της ελληνικής
κυβέρνησης εξ ορισμού βοηθά την Άκρα Δεξιά και άλλο να λες ότι
«προσέξτε, μετά από μας έρχονται αυτοί». Όπως ένα πράγμα είναι να λες
ότι η Ελλάδα δεν μπορεί μόνη της να διαχειριστεί το προσφυγικό κι άλλο
ότι «θα γεμίσουμε την Ευρώπη τζιχαντιστές»…
Το προσφυγικό ήταν μια ακόμη ευκαιρία για τη Χ.Α.
να εκτοξεύσει τα ποσοστά της. Κι όμως, ο κόσμος δεν τσίμπησε. Με την
εξαίρεση την υπολογίσιμη ενίσχυση στα νησιά του Αιγαίου που, κατά την
εκτίμησή μου, αποδίδεται πρωτίστως στην διοικητική αδυναμία διαχείρισης
των ροών παρά στην έντασή τους, ο ελληνικός λαός δεν παγιδεύτηκε στα
δίχτυα της ξενόφοβης ρητορείας περί «εισβολέων» όσο κι αν μερικοί
πολιτευτές της Ν.Δ. προεκλογικά παρείχαν τέτοιες υπηρεσίες. Οι Έλληνες,
μέσα στην οδύνη τους, φάνηκαν ανυπολόγιστα ωριμότεροι και δεν
ανταποκρίθηκαν στο ρατσιστικό κάλεσμα της Χ.Α. Για το λόγο αυτόν
εξάλλου, το προσφυγικό δεν μπήκε στο δημόσιο διάλογο με τους όρους που
θα επιθυμούσε η Άκρα Δεξιά, αλλά τελείως διαφορετικά. Σε αυτό συνέβαλλε
καθοριστικά ότι ο δημόσιος λόγος της προηγούμενης κυβέρνησης, παρά τις
δεδομένες αστοχίες, δεν άφησε μεγάλο περιθώριο σε ακροδεξιά ηγεμονία στο
προσφυγικό, όπως κατεξοχήν συμβαίνει σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη σήμερα.
Είναι γεγονός ότι ενώ τα πράγματα για τη Χ.Α.
ήρθαν όσο καλύτερα μπορούσαν, αυτό δε μεταφράστηκε σε σοβαρή εκλογική
άνοδο. Πιστεύω πως αν η Χ.Α. ήταν ένα «καθώς πρέπει» ακροδεξιό κόμμα θα
μπορούσε να είχε εισπράξει πολλαπλά πολιτικά οφέλη από αυτή την
κατάσταση, όπως άλλα συγγενή κόμματα στην Ευρώπη. Η Χ.Α., όμως, δεν
είναι απλώς ένας εθνολαϊκιστικός -ή όπως αλλιώς τον πούμε- κομματικός
σχηματισμός. Είναι «η σπορά των νικημένων του 1945, οι εθνικιστές, οι
εθνικοσοσιαλιστές, οι φασίστες…» που είπε ο αρχηγός της· και αυτό
τρομάζει τους Έλληνες που κάτι θυμούνται.
Το ότι η Χ.Α. στιγματίστηκε ως ναζιστική οργάνωση
στις συνειδήσεις του λαού δεν ήταν κάποιο δώρο εξ ουρανού. Ήταν το
προϊόν πολιτικής κινητοποίησης δυνάμεων της δημοκρατίας. Το ποσοστό της
Χ.Α. δεν είναι λίγο για ένα τέτοιο κόμμα. Υπό τις συνθήκες που ζούμε
όμως, δεν είναι και πολύ. Ούτε εφησυχασμός, ούτε πανικός λοιπόν: σκέψη
για το τι πρέπει να κάνουμε, και δράση ώστε το 6,99% να γίνει ταβάνι:
ούτε καν 7%.
* Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο
Πανεπιστήμιο και είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης για τα
Δικαιώματα του Ανθρώπου
[1] Πρβλ. σχετικά στην κατατοπιστική συνέντευξη
του Παναγιώτη Κουστένη «Η ακτινογραφία της ψήφου της Χρυσής Αυγής» στα
προηγούμενα «Ενθέματα», 27.9.2015 και την επίσης τεκμηριωμένη και
εύστοχη ανάλυση των αποτελεσμάτων της Χ.Α. στον ιστότοπο Jail Golden
Dawn, 26.9.2015
Πηγή: Ενθέματα
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου