Ο θείος μου ο Κώστας ήταν, ίσως, ο πιο γλυκός άνθρωπος στον κόσμο. Ευγενής, καλόβολος, αγαπησιάρης, τρυφερός, προκομένος.
Πέθανε πριν λίγα χρόνια, ο δόλιος, όταν, σκαρφαλώνοντας στην οροφή του γκαράζ για να ισιώσει την κεραία της τηλεόρασης, έχασε το πάτημά του, γλίστρησε και έπεσε.
Η γιαγιά μου ήταν απαρηγόρητη. Έχασε τον τελευταίο της αδερφό και τι λόγια να βρεις για να μαλακώσεις το πένθος της; «Μα να φύγει τόσο άδικα; Τόσο πρόωρα;»
Ήταν 89.
Γελάς, σε βλέπω!
Σε καταλαβαίνω. Σάμπως κι εγώ δεν προσπαθούσα να πνίξω το γέλιο που αθέλητα μου ανέβαινε σε κύματα στο λαιμό, δε δάγκωνα τα χείλη μου, δεν αγωνιούσα να διατηρήσω τη σοβαρότητά μου και να συνεχίσω να παρηγορώ τη γιαγιά μου που κουβέντα δεν άκουγε;
Γιατί, τι είναι η ηλικία;
Τίποτα δεν είναι· ένας αριθμός είναι, ένα νούμερο, μια απόσταση που διανύθηκε. Δεν έχει αξία αφ’ εαυτού της. Δεν έχει νόημα, βάρος, σημασία. Σημασία έχει μόνον αν ο τρόπος που τη χρησιμοποίησες είναι άξιος λόγου.
Για σένα, για τον τόπο, για τους άλλους, γι’ αυτούς που μένουν και σε αναθυμούνται.
Αυτό το νησί, όμως, έχει γίνει διάσημο ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Τα ασυνήθιστα πολλά χρόνια ζωής των κατοίκων του.
Με αφορμή την ένταξη της Ικαρίας στις πέντε Blue Zones του πλανήτη το 2008, εκατοντάδες χιλιάδες άρθρα έχουν γραφτεί για το νησί (586.000, μόνο στα αγγλικά, για την ακρίβεια), τους κατοίκους, τις συνήθειες τους, τη διατροφή τους και, πάνω απ’ όλα, τη μακροζωία τους.
Η πιο πρόσφατη προσθήκη στη συλλογή αυτή είναι ένα άρθρο του BBC, όπου η δημοσιογράφος επισκέπτεται το νησί και καταγράφει τα στοιχεία εκείνα που πιστεύει ότι το χαρακτηρίζουν, μέσα από συνεντεύξεις και επισκέψεις σε διάφορα χωριά.
Ωστόσο, αυτή η εμμονή με τη μεγάλη, μακριά ζωή, με τους γέρους (λέμε τώρα) ενός απόμακρου νησιού, που ακόμα επιμένουν να γλεντούν και να απολαμβάνουν, με την λιτή και απέριττη ζωή τους, ακούγεται, συχνά πλέον, ειρωνική και, ίσως υποκριτική.
Σε ένα κόσμο που η νεότητα αποθεώνεται και αποτελεί αξία από μόνης της, που οι ρυτίδες σβήνονται με κρέμες, ενέσεις και φίλτρα στο Instagram, που μόλις κλείσουμε τα 35 πέφτουμε σε κατάθλιψη, γιατί αλλάζει το κουτάκι που δηλώνουμε την ηλικία μας στα ερωτηματολόγια, που τρέχουμε σαν παλαβοί να προλάβουμε δουλειές και φίλους και παιδιά και σχολεία και σούπερ μαρκετ και γυμναστήρια… ουφ, νισάφι πια! Ποιόν κοροϊδεύουμε;
Πώς γίνεται να φοβόμαστε να γίνουμε μεσήλικες, αλλά να καλοτυχίζουμε τους αιωνόβιους παππούδες μας; Καλά, θα μου πεις, αλλοπρόσαλλοι είναι οι άνθρωποι, γενικώς, ας ήταν αυτή η μοναδική ασυνέχεια στη ζωή μας. Ναι.
Ίσως, λοιπόν, αυτό που ζηλεύουμε δεν είναι η μεγάλη ζωή, αλλά η ατελείωτη νεότητα. Δεν φοβόμαστε τα χρόνια ακριβώς, τα γεράματα φοβόμαστε. Γιατί, αν το καλοσκεφτείς, κανείς δεν ορέγεται να ζήσει χίλια χρόνια κατάκοιτος, δέσμιος ενός κορμιού που τον προδίδει.
Στο κάτω κάτω, αν αγνοούσαμε τις ηλικίες των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν σχεδόν σε όλα τα ρεπορτάζ, καμία εντύπωση δεν θα μας έκανε πως δουλεύουν και κολυμπάνε και ψαρεύουν και χορεύουν και φυλάνε εγγόνια και τρυγάνε και σαρτεύουν στις οχτές να διώξουν τα κατσίκια.
Όμως, κοίτα.
Οι γέροι της Ικαρίας δεν άρχισαν ξαφνικά στα γεράματα να βρίσκουν το κέφι τους. Έτσι πέρασαν τη ζωή τους όλη. Δούλευαν και γλένταγαν και χαίρονταν και μοιράζονταν από πάντα. Και ποτέ δεν έφτασε μια μέρα να πούν: «Αααα, ως εδώ. Χόρτασα.
Όσο έζησα, έζησα. Ό,τι έκανα, έκανα. Ήρθε η ώρα ν’ αποσυρθώ». Όχι. Πάντα είχαν κάτι ακόμα να κάνουν.
Γιατί το θαύμα της Ικαρίας δεν είναι ότι οι γέροι ζουν πολύ.
Το θαύμα της Ικαρίας είναι ότι οι γέροι είναι χρήσιμοι. Είναι ίσοι. Γιατί αντιμετωπίζονται σαν άνθρωποι.
Και σ’ ένα βαθμό αυτός είναι ο λόγος που βρίσκω κάπως άστοχα (και - τ’ ομολογώ - ελαφρώς νοσηρά) τα επαναλαμβανόμενα αφιερώματα στην μακροζωία.
Η συνήθης προσέγγιση είναι, κυρίως, ιατρική, αποστειρωμένη. Ενώ, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να είναι κοινωνιολογική.
Η κοινωνία είναι αγέραστη, ως επί το πλείστον, όχι τα άτομα. Και όλη αυτή η μανία με τον χρόνο, το πέρασμα, τη διάρκεια, θέτει σε δεύτερη μοίρα και συχνά ολωσδιόλου αγνοεί την ουσία. Γιατί, αυτό που στην πραγματικότητα προκαλεί τόσο μεγάλη έκπληξη και παγκόσμιο ενδιαφέρον δεν είναι ότι ζούνε υπερβολικά πολύ, αλλά ότι τολμούν να ζουν έτσι.
Πού ακούστηκε; Γιατί είναι θράσος αυτό, φίλε μου, και να ζεις 20 χρόνια παραπάνω από το μέσο όρο, μέσα σε μεγαλύτερες αντιξοότητες και να είσαι και πιο ευτυχισμένος; Ε, δε γίνεται!
Επιπλέον, αυτή η εμμονή με τη μακροζωία έχει και μια «ευκολία».
Επικεντρωνόμαστε σε κάτι που είναι πέρα και έξω, πολλές φορές από τον έλεγχο μας – το πότε θ’ αφήσουμε τον μάταιο τούτο κόσμο- για το οποίο εν τέλει δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτα γι’ αυτό, και δεν ασχολούμαστε αρκετά με το πώς ζούμε όσο είμαστε εδώ. Μας τρώει το άγχος του θανάτου, αντί να παρασυρόμαστε από τη χαρά της ζωής.
Γερνάμε πριν της ώρας μας, όχι γιατί μας βαραίνουν οι κακουχίες της ζωής (γιατί, πες μου εσύ, τι πιστεύεις αλήθεια;
Ότι τη βγάζανε εύκολα οι Καριώτες που τώρα σβήνουν 100 κεράκια;), αλλά γιατί μας νικάει η προσωπική μας μιζέρια. Κι αν επιστρέψουμε στο θέμα των Blue Zones θα δείς πως όλες οι κοινωνίες που συγκαταλέγονται σ’ αυτές διατηρούν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων, οι ηλικιωμένοι είναι ενεργά και σημαντικά μέλη τους, οι φίλοι και η οικογένεια είναι στο κέντρο όλων των δραστηριοτήτων.
Καλές είναι, λοιπόν, οι συμβουλές για λιτή διατροφή, κρασί νερωμένο, περπάτημα και ολιγάρκεια, αλλά, τελικά η (καλή) ζωή είναι οι Άλλοι.
Όπως όλα τα ζώα, είμαστε προγραμματισμένοι με αδιαπραγμάτευτη θέληση για ζωή, αποφασισμένοι να διαιωνίσουμε το είδος μας, να επιβιώσουμε.
Αλλά σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα, στον άνθρωπο - ικανό να αντιληφθεί και να εκφράσει το αφηρημένο - αυτό το βασικό ένστικτο επιβίωσης μετεξελίσσεται σε ασίγαστη επιθυμία να ζήσει για πάντα. Αδύνατον.
Θα πεθάνεις.
Όλοι θα πεθάνουμε.
Αν αυτό σε τρομάζει, είναι καιρός να το ξεπεράσεις. Και να ξεκινήσεις τη ζωή σου.
Πηγή : http://www.ikariamag.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου