Του Κυριάκου Παπαγεωργίου
«Στην Ελλάδα, άμα μετακινιέσαι από τη μια μεριά στην άλλη, συνειδητοποιείς το συγκλονιστικό, μοιραίο δράμα της ράτσας, όπως στριφογυρνά από παράδεισο σε παράδεισο…» αντέγραφα πριν εφτά χρόνια από τούτη δω τη στήλη, παραφράζοντας τον Χένρυ Μίλλερ, στον «Κολοσσό του Μαρουσιού» του.
Τότε ασχολήθηκα με το νησί της πέτρας και του σιδήρου, αλλά κυρίως με τη ματωμένη εξέγερση των μεταλλωρύχων το 1916.
Φέτος θα περπατήσουμε παρέα με τον εξοχικό κι ανθρώπινο χαρακτήρα των Σεριφιανών.
Θα διεισδύσουμε στον υπέροχο ψυχικό τους κόσμο και θα βαδίσουμε μαζί τους πάνω σε έναν καμβά μυστηρίου, λεβεντιάς και φιλοφροσύνης του χαρακτήρα τους.
Θα πιάσουμε από το χέρι τυχαίους, δρωτάρηδες ξωμάχους, σαν την Ειρήνη, το Ζαννή, τη Μαρία, τον Κωσταντή, την Ευδοκία, τον Νικόλα, την Αντωνία και τον Γιωργή, στην Παναγιά, τη Γαλανή, τον Κένταρχο και τα Ξεμόνια και με φόντο τα περίτεχνα αλώνια, τις φείδες, τα ξωκλήσια, μα κι όλες τις ψηφίδες που συνθέτουν την ξερολιθιά και το σχίνο, θα περπατήσουμε μ’ αυτό το ψυχολόι ως πέρα από τα έθιμα και τις συνήθειες, ίσαμε την άκρια των θυμόσοφων στοχασμών τους για ν’ αφουγκραστούμε εν τέλει τον ωραίο κι από καρδιάς λόγο τους.
Ένα λόγο τραχύ, διανθισμένο από ανέκδοτα και πικρό συμβολικό νόημα που αναβλύζει ατόφιο μα κι αυθεντικό από τα μύχια της ψυχής τους…
Τα σκαλοπάτια του Ελύτη στην Παναγιά τη Σκοπιανή
*
Με το που πατήσαμε το πόδι μας στη Σέριφο βγήκαμε στο σεργιάνι για εικόνες φορτωμένες αδρεναλίνη. Φτάσαμε ως τα θεμέλια του Άσπρου Πύργου.
Καλός άνεμος μας έσπρωξε ως εκεί, αλλά όταν θελήσαμε να πλανέψουμε το βλέμμα μας στη θάλασσα του Κουταλά, εκείνο «πλανεύτηκε» τόσο που τράβηξε την κατηφόρα παρασύροντας μαζί του σωρούς αερικά.
Πήρα μονάχος ένα στραβοχυμένο μονοπάτι που με κατέβασε γρήγορα στα Ξεμόνια, δυο τρία πετροκάλυβα, χτισμένα στο φρύδι μιας ρεματιάς.
Αίμα, σώμα και ψυχή βρέθηκαν σωριασμένα σε ένα στενό μονοστράτι, υφασμένο μοναχά για ερημίτες.
Και νάσου μπροστά μου η κυρά-Ειρήνη, εβδομήντα έξι χρόνων που με διόρθωσε, όταν τη ρώτησα πόσο είναι απαντώντας με σκέρτσο:
«Δεκαεννιά στα είκοσι… Πούθε έρχεσαι… Κάτσε, να σου ψήσω καφέ… κι ύστερα τα λέμε», μου πέταξε το γάντι της άψογης καλοσύνης.
Από το περιαύλι, πήρε το μάτι μου ένα ωραίο αλώνι δίπλα από το καλύβι.
Αλεθε δυο ντάνες κριθάρια (ουλοχύτες μου τάπε, όπως ο Όμηρος) μαζί κι ένα σακί βρώμη.
Η Ειρήνη είχε ανάγκη από κουβέντα. Δεν της χάλασα χατήρι.
Εμαθα πως τη μισή σύνταξη την τρώνε στ’ αγοραία για να πάνε στη Χώρα.
Ανεβαίνει με τον κύρη της, μέρα παρά μέρα, το λιθόστρατο, ωσότου έρθει ο ταξιτζής.
Κάποιοι ωστόσο στο μονοπάτι ζωγράφισαν σε μια πέτρα «Δρόμος αδιέξοδος»… κι έτσι κανείς δεν τολμάει να πλησιάσει…
Φεύγοντας, πέρα από τις ευχές για καλό δρόμο μου λέει πως παρακάτω θάβρω το Ζανή να βόσκει τα γίδια, «νά, σ’ εκείνo τον κνημό» (*). Kατηφορίζοντας αντανακλάει η ασημένια απόχρωση του Κουταλά.
Στην απόκρημνη πλαγιά, μέσα από κοτρώνια, φείδες και παλιούρια ξεφυτρώνει η λυκίσια φιγούρα του Ζαννή.
«Πουθε έρχεσαι», με ρωτά.
«Από το σπιτικό σου» του απαντώ κι εκείνος γεμάτος αγωνία με ξαναρωτά αν με κέρασε η κυρά του…
«Πόσο χρονώ είσαι» τονε ρωτώ και μου δίνει την ίδια απάντηση: «19 με 20». (Φαίνεται χούι τόχουνε εδώ στη Σέριφο να μη μεγαλώνουν).
«Εσύ», με ρωτά. «Ε! Αν εσύ είσαι 19 με 20 εγώ δε γεννήθηκα ακόμη» και ξεσπάει σ’ ένα τρανταχτό γέλιο γεμάτο υγεία κι ομορφιά.
«Παίρνεις καλή σύνταξη τουλάχιστο»; τονε ρωτώ.
«Αν δε σπέρναμε κουκιά, δε φτιάχναμε φάβα, δε μαζεύαμε χόρτα, δεν καλλιεργούσαμε τον κηπάκο, αν δεν είχαμε τις κότες και δε βόσκαμε τούτα δω τα γιδάκια, δε θα ζούσαμε, δόξα τω θεώ»…
Οι δύο αφίσες με στίχους του Ελύτη στην είσοδο του λιμανιού
Kι απάνω εκεί τον ερωτώ ποιο είναι το επίθετό του και μου λέει Λιβάνιος. Ηλεκτρίζομαι σαν ακούω αυτό το επίθετο και τον ρωτώ τι σχέση είχε μ’ εκείνο τον Λιβάνιο που σκοτώσαν οι χωροφύλακες το ’16, στην απεργία των μεταλλωρύχων.
«Παππούς μου ήταν, κι έτσι έγινα κι εγώ μεταλλωρύχος, δούλεψα απ’ το ’52 ώς το ’63, γι αυτό και παίρνω σύνταξη από το ΙΚΑ»…
Μου δείχνει το μονοπάτι για τον Κουταλά και μου λέει «μην πας από κει γιατί θα πέσεις πάνω τις ράγες των μεταλλείων και θα μπλέξεις».
Φεύγω ολόχαρος από τη γνωριμία που έκανα μ’ αυτούς τους ανθρώπους.
Από τέτοιους ανθρώπους, ναι, αξίζει να μάθεις τί είναι ζωή…
*
Την άλλη μέρα ανεβήκαμε εκείνο το εκπληκτικό καλντερίμι από τη Χώρα ώς τον Αη-Γιώργη, κι από κει με ελεύθερη ανάβαση ώς τον Τρούλο.
Εκεί άφησα τη συντροφιά του ΠΑΝΑ κι επέστρεψα να πάρω το αμάξι – ενώ εκείνοι θα κατέβαιναν ώς το χωριό Παναγία.
«Για πού τόβαλες Μαρία;», ρωτάω μια νταρντάνα Παναγίτισα, έξω από τον υπέροχο εκείνο εξώστη της Σεριφιανής εξοχής, καθώς κατηφορίζει κραδαίνοντας δυο κουβάδες, τον ένα αδειανό και τον άλλονα γιομάτο.
«Νά, πάω να ταΐσω τις κότες, ν’ αρμέξω τις γίδες κι άμα λάχει να κονέψω στο «Παντοτεινό Χωριό»…
«Και ποιο είναι το Παντοτεινό Χωριό», τηνε ρωτώ.
Να εκεί στο Πλατύ Χωράφι, μου λέει και φεύγει δίχως εξήγηση.
Πήγε, τάισε, άρμεξε, γύρισε με δυο καρδάρες γάλα, ενώ εγώ στο μεταξύ έψαχνα το «Παντοτεινό Χωριό», πέρα από το Πλατύ Χωράφι, συμβολικά ονόματα και τα δυο.
Έτρεξα να βρω το Παντοτεινό Χωριό.
Πάνω στη ράχη του λόφου ανάπνεαν δυο τρία καλυβόσπιτα, περίτεχνα και παλιακά.
Σκαρφάλωσα να τα ιδώ καλύτερα, αλλά το μάτι μου πήρε στη βάση του λόφου το Νεκροταφείο του χωριού δίπλα από ένα περίτεχνο αλώνι.
Τότε συλλογίστηκα τον σατιρικό λόγο της Μαρίας κι αμέσως κατάλαβα ποιο είναι το «Παντοτεινό Χωριό»…
Το Πλατύ Χωράφι, το αλώνι του ανθρώπου και λίγο παραπέρα το Αλώνι του Χάρου.
Στην Παναγία, τριγυρίζοντας, βρήκα τον Κωσταντή, τον νεωκόρο της βυζαντινής εκκλησίας του χωριού που περίμενε τον γούμενο από τον Ταξιάρχη, για να τους λειτουργήσει.
Ήταν η ώρα που ήρθαν κι οι δικοί μου, και όλοι μαζί μπήκαμε στην εκκλησιά κι είδαμε τους ενεπίγραφους και ζωγραφιστούς τρούλους.
Ύστερα τραβήξαμε κατά το Οινοκαφεμαγειρείο του Γεροντάρη, όπου η Κατερίνα είχε ξεχωρίσει μερικά παμπάλαια κειμήλια, μύλους, ζυγαριές, δικέλια, παγωνιέρες, και με κάλεσε να τα φωτογραφήσω.
Το καλντερίμι από τον Κένταρχο στη Χώρα
Μπήκαμε στο μαγαζάκι και ο Δήμος πήρε να ξετάζει παλιές φωτογραφίες και χρηστικά καμώματα των ντόπιων.
Φωνάξαμε και τη Γεωργία κι όλοι μαζί κάτσαμε στο καμαράκι της κυρα-Αντωνίτσας.
Εκεί καθόταν αραχτός κι έπινε το κρασάκι του ο κύρης της, αμίλητος, κατσουφιασμένος.
Δε μας μίλησε.
Απεναντίας η κυρα-Αντωνία μας καλοδέχτηκε και μας κέρασε ένα κατοστάρι από το δικό της νέκταρ. Το ήπιαμε μονορούφι και παραγγείλαμε μια καραφίτσα ακόμη μ’ ένα κάτι για μεζέ.
Σε λίγο στο τραπεζάκι μας ήταν αραδιασμένα λογής ντόπια καλούδια:
Ψιλολιές, μυζήθρα, ψωμάκι ζυμωτό, και στο τέλος ήρθε κι η ομελέτα με αυγά και πατάτες, γαρνιρισμένα με κρεμμυδάκια και πράσινες πιπεριές.
Για να πάει κανένας στο μαγαζί της κυρα-Αντωνίας πρέπει να κάνει πεντέξι ζικ ζακ ανάμεσα στα στενορύμια της Παναγιάς.
Φεύγοντας μας πρόσφερε κι από δυο λεμόνια στον καθένα.
Και κάπου εκεί ανταμώσαμε την «τρελή» του χωριού, που άρχισε να μας μιλάει για την κατοχή και την εκτέλεση του πατέρα της από τους Ιταλούς.
Όμως σαν αρπαχτικό εμφανίστηκε η κόρη της και την περιμάζεψε.
Ως φαίνεται δεν ήταν τρελή – γνωστικιά ήταν – αλλά είχε τη γλώσσα λυτή στον καθένα…
*
Για επιδόρπιο κρατήσαμε την κάθοδο στη Συκαμιά.
Εκεί βασίλευε η ερημιά.
Ένα πηγάδι καταστόλιστο, δυο τρία αλώνια χορταριασμένα, μια θάλασσα λυσσομανούσα κι οι περικοκλάδες από τ’ αμπελοτόπια και τις καλαμιές να τα γδέρνει ο βοριάς ίσαμε την ποδιά της γης.
Την τελευταία μέρα κινήσαμε πρωί πρωί για τον Κένταρχο. Καλλίτσιο τονε λένε εδώ πάνω.
Είναι ένα χωριό σφάχτης και φάντασμα μαζί. Θα κάνουμε το μονοπάτι Καλλίτσιος – Χώρα. Την πιο μακρινή διαδρομή στο νησί.
Πριν πάρουμε το καλντερίμι – γιατί καλντερίμι είναι, χτιστό – συναντώ στο παραπέτο μιας πεζούλας να ρεμβάζει ο Νικολός. Μεσήλικας, κοτσονάτος.
«Νικόλα, εδώ μένεις, στο Κένταρχο;»
«Που αλλού να πάω», μου απαντά, «Eδώ η φαμίλια, ο τόπος, ο αέρας μου… τί ανάγκη έχω;
Τα παιδιά βέβαια φύγανε για τον Περαία, αφού δεν είχε δουλειές, σαμα έχει στον Περαία, αλλά παιδιά είναι, το χειμώνα δεν τον βγάζουν εδωνά..
Μπορείς να τα πεις όχι;»
«Κι εσύ πώς τη βγάζεις»;
«A, με κανένα κρεμμυδάκι, καμιά πικραλίθρα, με γήινα πράματα, έχω και τ’ αμπέλι, λίγα πρόβατα, φτιάχνω φάβα, όλα τάχω, δε μου λείπει κάτι…»
*
Στη Γαλανή που θα φτάσω μετά, αφού οι άλλοι θα τραβήξουν για τη Χώρα, θα βρω το Γιωργή, ένα ηλικιωμένο πούναι ξαπλωμένος στο γρασίδι κι απολαμβάνει τον Μαρτιάτικο ήλιο…
«Ρε Γιωργή» του λέω, αφού συστηθούμε, «δεν κρυώνεις ξαπλωμένος κατάχαμα»;
«Κρυώνει το τομάρι της γίδας», μου κάνει και μ’ αφήνει άφωνο.
Έχει ένα τσουβάλι μαζεμένα χόρτα, τάχει καθαρισμένα και θα τα πάει στην κυρά του έτοιμα για βράσιμο
Τον αφήνω να χουζουρεύει στο ολόφρεσκο γρασίδι που τέτοια εποχή είναι καταπράσινο σε όλο το νησί.
Πρέπει να προλάβω το βαπόρι.
Θα κάνω μια στάση ακόμη στην Αγία Κυριακή, να χαιρετήσω την κυρά Ευδοκία με το λευκό τσεμπέρι που σκαλίζει μια πατουλιά τόπο φυτεύοντας τα λαχανάκια της.
Μένει μονάχη μακριά απ’ τον κόσμο, δίχως νάχει – όπως μου λέει – ανάγκη κανένανε…
*
Φεύγοντας ύστερα από δυο ώρες με το πλοίο για Περαία, σταθήκαμε στην εμπασιά του λιμανιού, να διαβάσουμε, ατενίζοντας τη μεταφυσική άκρη της Σερφιώτικης ράχης, τον στίχο όπως τον μεταποίησε σε εικόνα ο κορυφαίος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης στο ΕΝ ΛΕΥΚΩ του:
«Μπροστά στη ράχη της Σέριφος, όταν ανεβαίνει ο ήλιος, τα πυροβόλα όλων των μεγάλων κοσμοθεωριών παθαίνουν αφλογιστία»…
* ομηρική λέξη που σημαίνει την πλαγιά του βουνού, που αρχίζει από τους πρόποδες και φτάνει ώς την κορυφή
Πηγή : https://e-thessalia.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου