6 Οκτ 2014

Το χώμα δεν έδεσε ποτέ με την φτέρνα τους

του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη*
Η ανασκαφή της Αμφίπολης, που ξαναζωντανεύει την ιστορία και έχει προκαλέσει τόσες συζητήσεις και παγκόσμιο θαυμασμό, αποδεικνύει ξανά ότι τούτο το παμπάλαιο χώμα «δεν έδεσε ποτέ με την φτέρνα» των εχθρών μας, που ήρθαν ντυμένοι «φίλοι» αμέτρητες φορές, όπως μας διδάσκει το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη.
Είναι πολλές οι σημαντικές αρχαιολογικές ανακαλύψεις των τελευταίων ετών που ενισχύουν την «ελληνικότητα» και την ιστορική μας ταυτότητα απέναντι στα ισοπεδωτικά ιδεολογήματα της Νέας Τάξης. Κι όμως, τα σημαντικά αυτά ευρήματα, μέχρι σήμερα απλώς ανακοινώνονταν και ύστερα «θάβονταν» ως προς την ευρύτερη σημασία τους. Πριν από την Αμφίπολη, η τελευταία φορά που από την αρχαιολογική έρευνα δημιουργήθηκε εθνικό ενδιαφέρον ήταν το 1977 με την Βεργίνα. Και είδαμε στην συνέχεια τι ρόλο έπαιξε αυτή η σπουδαία ανακάλυψη στα εθνικά μας θέματα.
Τόσο κατά την προεπαναστατική όσο και κατά την μετεπαναστατική περίοδο του ’21, η ανάγκη να στηριχτεί η εθνική ταυτότητα στην κλασσική αρχαιότητα ήταν καταλυτική. Η αναγνώριση της αρχαίας Ελλάδας ως βάσης της ελληνικής ιστορίας δεν αμφισβητείται από κανέναν στα πλαίσια του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Η πίστη, ότι οι αγωνιστές του 1821 είναι κατευθείαν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, αποτελεί εξ αρχής της «εθνική αλήθεια».
Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος οι σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι που είχαν από καιρό επισημανθεί αποκαλύφθηκαν αρκετά νωρίς. Οι γαλλικές ανασκαφές της Δήλου άρχισαν το 1872 και των Δελφών το 1892. Η Αγορά των Αθηνών ανασκάφτηκε συστηματικά από το 1931 ως το 1940 και αργότερα από το 1946 ως το 1960. Σταδιακά το ενδιαφέρον άρχισε να μετατοπίζεται από την κλασική Ελλάδα και σε άλλες ιστορικές εποχές, όπως στην προϊστορία, στο μυκηναϊκό και κρητικό πολιτισμό, στον κυκλαδικό πολιτισμό ή στους μεταχριστιανικούς και βυζαντινούς χρόνους.
Παράλληλα με την ανάπτυξη των ανασκαφών βελτιώθηκε σημαντικά και η παρουσίαση και συντήρηση των ευρημάτων μέσα στους μουσειακούς χώρους. Τότε παρουσιάστηκε και η έννοια της αναστήλωσης, δηλαδή η πεποίθηση για την ανάγκη αποκατάστασης τμημάτων μνημείων στην αρχική τους θέση με σκοπό τη διατήρηση των αρχαίων κτισμάτων. Μέχρι το 1941 είχαν αναστηλωθεί πολλά μνημεία και είχαν αλλάξει πρόσωπο ολόκληρα τοπία, όπως ο Μικρός Ναός της Αθηνάς Νίκης, ο Παρθενώνας, το Ερεχθείο, τα Προπύλαια, ο Μεγάλος Ναός του Απόλλωνα.
Μετά τον πόλεμο η προσπάθεια επικεντρώθηκε στην επανόρθωση των δεινών του πολέμου, στην επανατοποθέτηση Μουσείων, σε εργασίες καθαρισμού και προστασίας. Μόνο από το 1949 και έπειτα άρχισαν να αναπτύσσονται οι κατάλληλες συνθήκες για συστηματικές ανασκαφικές και ερευνητικές προσπάθειες.
Την εποχή αυτοί οι ρυθμοί επιταχύνονται και νέες προοπτικές για την αρχαιολογία διανοίγονται. Το ιερό της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα ανακαλύπτεται από Έλληνες αρχαιολόγους, και πολλές ανασκαφές ξεκινούν, όπως στην Κόρινθο, στην Πύλο, στη Λέρνα, στο Αργος, στη Μεσσήνη, στο Νεκρομαντείο της Ηπείρου, στο Κάτω Ζάκρο στην Κρήτη, στην Ανδρο, στη Σαντορίνη, στα Χανιά, στη Τήνο. Αποδεικνύεται ακόμη ότι η δραστηριότητα τείνει να μεταφερθεί στους λιγότερο “σπουδαίους” χώρους που όμως είναι εξίσου ενδιαφέροντες. Με αυτές τις ανακαλύψεις και τις μεθοδικές εργασίες μυριάδων αρχαιολόγων, Ελλήνων και ξένων, τους δύο τελευταίους αιώνες ανασυντίθεται σιγά σιγά η ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.
Στην Ελλάδα, από συστάσεως του νεώτερου κράτους επικράτησε η ιδέα της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, ότι δηλ. οι αρχαιολογικοί θησαυροί και τα έργα τέχνης αποτελούν ιδιοκτησία του λαού.
Γι’ αυτό και τα ελληνικά μουσεία ήταν εξ αρχής προσβάσιμα και ανοικτά στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, αν και οι κοινωνικές συνθήκες εκείνης της εποχής (φτώχεια, αγραμματοσύνη) δεν ευνοούσαν κάτι τέτοιο. Ο Έλληνας του 19ου αιώνα, υπό την επήρεια του Διαφωτισμού, δεν συμφιλιώθηκε με την έννοια των ιδιωτικών συλλογών που προσέδιδαν κοινωνική καταξίωση στους κατόχους τους, όπως γινόταν στην Ευρωπαϊκή φεουδαρχία.
Έτσι αναπτύχθηκε η ελληνική αρχαιολογία και μουσειολογία με χαρακτήρα καθαρά εθνοκεντρικό και προσανατολισμένο στην κλασσική αρχαιότητα, εξ ου και το μεγάλο ποσοστό αρχαιολογικών μουσείων στην χώρα μας (χάρη, βέβαια, και στον τεράστιο αριθμό ευρημάτων).
Η Αρχαιολογία χρειάζεται επίσης και για την διαμόρφωση της «εθνικής στρατηγικής» μας την ώρα που οι νεοταξικοί σχεδιασμοί για να αποδομήσουν τα ιστορικά έθνη, ενισχύουν ακόμα και τον εθνικιστικό φανατισμό και αλυτρωτισμό, όπως γίνεται στα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή.
Πολύ σωστά ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, καθηγητής Ιστορίας στο ΑΠΘ, τονίζει: «Το Κυπριακό, το «Μακεδονικό», το Θρακικό δεν είναι μόνο πολιτικά ζητήματα, είναι και πνευματικά-πολιτιστικά και των οποίων η ανάλυση και η ενδελεχής διερεύνηση αποδεικνύει ακριβώς την διαχρονική ενότητα και την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού».
Έρχεται, λοιπόν, η αρχαιολογική σκαπάνη τελευταία και αναδεικνύει την συνεχή και κυριαρχική παρουσία του Ελληνισμού στον εκρηκτικό χώρο της Βαλκανικής και της νοτιοανατολικής Μεσογείου μέσα από μια σειρά σημαντικών ανασκαφών και ανακαλύψεων που όμως, για λόγους ανεξήγητους, είτε αποκρύπτονται εντελώς (όπως οι ανακαλύψεις στην Πελάνα της Σπάρτης, στο Αμφείον των Θηβών, στις Καταβόθρες της Κωπαΐδας κ.λπ.), είτε «θάβονται» κυριολεκτικά από τα ΜΜΕ και περνάνε μόνο στα «ψιλα» των αρχαιολογικών στηλών κάποιων εφημερίδων (στις οποίες οι συντάκτες του αρχαιολογικού ρεπορτάζ κάνουν ευσυνείδητα το έργο τους, παρά τις αντίξοες συνθήκες), είτε, το χειρότερο, εξαφανίζονται… προς άγνωστον κατεύθυνση (όπως λέγεται ότι έγινε με τις αρχαιότητες των ανασκαφών του μετρό, τα οστά του δημόσιου σήματος κ.λπ.).
Σημαντικές είναι, βέβαια, οι αρχαιολογικές έρευνες και αναστηλώσεις που γίνονται σε όλο τον ευαίσθητο χώρο της Μακεδονίας, συνεχίζοντας το έργο του Μανόλη Ανδρόνικου. Το ίδιο και στην Κρήτη, στην Ολυμπία, στην Χαλκιδική κ.ά. Για παράδειγμα, το τείχος στο αρχαίο Δίον, μήκους 2.600 μέτρων, με έξοχα αγάλματα των ελληνιστικών χρόνων, και οι ανασκαφές στην Θεσσαλονίκη και την Αιανή Κοζάνης δίνουν οριστική απάντηση στην διαχρονική παρουσία των Μακεδόνων στον βορειοελλαδικό χώρο.
Είναι τόσο πλούσια η ελληνική γη, η θεμελιακή αυτή έννοια της εθνικής ιδεολογίας, σε υλικές και απτές μαρτυρίες της προαιώνιας παρουσίας του ελληνικού κόσμου, που δεν χρειάστηκαν ποτέ υπερβολές και παρεκτροπές.
Εμείς δεν έχουμε χρείαν της πλαστογραφίας ούτε της παρα-αρχαιολογίας για να δικαιώσουμε την ύπαρξή μας.
Με το νυχάκι τρυπάμε το χώμα και βγαίνουν ολόχρυσα στεφάνια, σκάβουμε για ένα εξοχικό δωμάτιο και βρίσκουμε ολόκληρα αρχαία παλάτια…
Κι όμως, σήμερα δρα μια αλλοτριωτική προπαγάνδα, που μας έχει κάνει να τα σνομπάρουμε όλα αυτά είτε ως αυτονόητα είτε ως κοινότυπα και να οραματιζόμαστε «χαμένους θησαυρούς» και «κουτιά της Πανδώρας»… Να γίνουμε το, χαμένο στο διάστημα, «αδειανό πουκάμισο» της Ιστορίας.
Προς την ίδια παγίδα μας σπρώχνουν ακόμα και οι υπερβολές της «αρχαιολατρίας» και του «νεοπαγανισμού», που δεν είναι μόνο σύγχρονα φαινόμενα …όταν ο ίδιος ο Κοραής είχε ανοίξει τον δρόμο, προσπαθώντας να φωτίσει τους δύστυχους «Ρωμηούς» με λόγια όπως: «το έθνος είναι πτώμα σπαραττόμενο από κόρακας. Απέθανεν η πατρίς… αφ’ ότου μας επάτησεν ο Φίλιππος έως το 1453».
Ευτυχώς που ο Νίμιτς και οι Σκοπιανοί δεν έχουν ανακαλύψει ακόμη τον Κοράη…. Κι όμως, τέτοιες «γελοιωδώς παράδοξοι δοξασίαι», όπως έλεγε ο Π. Καρολίδης, επιμελητής και συνεχιστής της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» του Παπαρρηγόπουλου, κυκλοφορούσαν και τον 19ο αιώνα σε μια χώρα που γνώριζε ότι… τα τρία τέταρτα των ομοεθνών της εξακολουθούσαν να ζουν υποδουλωμένοι (βλ. Α. Φιλιππίδης «Ρωμηοσύνη ή Βαρβαρότητα»,www.vic.com).
Μέσα στις σημερινές προκλήσεις και συγχύσεις, λοιπόν, έρχεται η αρχαιολογική σκαπάνη και με τα ευρήματά της εξακολουθεί να παίζει τον ίδιο κρίσιμο ρόλο που έπαιζε από καταβολής του νεοελληνικού κράτους. Με τις μεγάλες αρχαιολογικές ανασκαφές των τελευταίων ετών θεμελιώνεται γερά η εικόνα για το παρελθόν μας, για την συνάφεια και την συνέχεια της πολιτιστικής μας κληρονομιάς μέσα από πολύτιμες μαρτυρίες που διαδέχονται η μία την άλλη.
Μιλάμε για εκπληκτικά μνημεία και έργα τέχνης, τα οποία έχουν αφήσει άφωνους ιστορικούς και αρχαιολόγους σε όλο τον κόσμο, όπως ο αρχαιολογικός χώρος του Λυκείου του Αριστοτέλη, η αναστηλωμένη αρχαία Μεσήνη, η νεκρόπολη στην αρχαία Ελεύθερνα της Κρήτης, τα κτερίσματα στον αρχαϊκό οικισμό του Αρχοντικού, στην Πέλλα, το μοναδικό εύρημα στον Βόρειο Έβρο με πέντε άμαξες διατηρημένες, η βασιλική ταφική συστάδα των Τημενιδών στην Μακεδονία και πολλά άλλα. Παλαιότερα, επί κρατικής τηλεόρασης και ραδιοφώνου, υπήρχαν τουλάχιστον 2 εβδομαδιαίες αρχαιολογικές εκπομπές και μαθαίναμε αμέσως, έστω και ένα αμφορέα να έβρισκαν. Τώρα, το σημερινό lifestyle τα θάβει όλα.
Όμως, ο Έλληνας είναι πάντα υπερήφανος για τον Παρθενώνα, την Ολυμπία, τους Δελφούς… Ε! λοιπόν, αυτό του λέμε του Έλληνα : μην φοβάσαι τα εθνομηδενιστικά ιδεολογήματα γιατί η ίδια η γη σου σε στηρίζει και δεν είναι τυχαίο ότι, όπως το ’70, μετά την χούντα και την ανοιχτή πληγή της Κύπρου, με τον Ανδρόνικο, έτσι και τώρα βγαίνουν στο φως αυτά τα πανάρχαια στηρίγματα, την ώρα που, εμείς ο Λαός και όχι αυτοί οι κρατούντες υποκριτές,  τα χρειαζόμαστε.
*Δημοσιεύθηκε στο Hellenic NEXUS τ.89, Οκτώβριος 2014
Πηγή : 

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...