Γράφει ο Λέανδρος Αντωνιάδης
Επιστροφές – καταστροφές ή εν αναναμονή καταστροφής ….
Έτσι είναι κάθε Σεπτέμβρη , κάθιδρος ν ’ απαλύνω πόνους μύριους σαν Ξεμένω - κάποτες - σε μια άδεια αμμουδιά να ξεθάβω γελάκια παιδικά ενός καλοκαιριού που έσβησε από τα μάτια και τα χείλη .
Ένα βλέμμα μπορεί να ’ μεινε στη μνήμη , ελάχιστη συντροφιά , και γιαυτό σπουδαία όπως κάθετι ελάχιστο , βοηθώντας με να τέμνω βαθιά ένα γκρίζο νερό , απέραντο όπως κι η θάλασσα ..
Κι όλες οι ομορφιές σαν συνεννοημένες να στέκουν βουβές , να επωάζουν μια καινούρια που θα ερθεί .
Τι κι αν έχασα την ευκαρία να μιλήσω μέσα σε ένα θέρος που βουίζε ζωή κι ελπίδα – η βουβαμάρα αυτή θα γεννήσει την νέα ευκαιρία … Αναλογίζεται κανείς στιγμές σε ένα σκοτάδι ματώνοντας ( μια σάρκα φωτός που ’ τυχε και του δόθηκε /.. τόσο άξαφνα , τόσο απλόχερα .
Κι όλες οι ομορφιές θα γεννήσουν μία ομορφιά – αυτή που υπάρχει εντός ( μας ) και μένει ασάλευτη στους αιώνες !! Και τι άλλο είναι αυτά τα νησιά – δόντια μυτερά ενός κοίμηση γίγαντα καρφωμένα στο πάτο ενός χιλιοειπωμένου πηγαδιού που ατενίζε εποχές σε κύκλους .
Όλοι πιασμένοι χέρι - χέρι κάποιες νύχτες δωρεάς που μας έλαχαν , να στέργουμε σύμπονοια , ν ’ αναπνέουμε σύμπνοια , αντιμέτωποι με αγνώμονες οιωνούς . Οι δρόμοι πάνω σε ράχες που μαρτυρούν κούραση – κακοτράχαλοι , έρημοι και περήφανοι , παίρνουν τις μοίρες και τη θέληση αυτών που τους χάραξαν .
Ένα παιχνίδι στην αρχή , σαν το δάχτυλο στην άμμο που γράφει ιστορίες που ένωνουν και χωρίζουν . Κάποτε μια νύχτα μια Αριάδνη σκάλισε σε ένα νεκρό δέντρο το μέλλον της , έκτοτε βουβάθηκε , περιμένοντας .
Ένα φίδι που ψάχνοντας για μια σκιερή δροσιά – μπαιλντισμένο κατακαλοκαίρο – πριν του λιώσουν το κεφάλι .
Ένα παιδί που ακόμη δεν γνώριζει την υποχρέωση του χρόνου .
Και οι βαρκούλες πλημμυρίσμενες γαλάζιο , λευκό , μπλέ και μουσταρδί θα λικνίζονται περιμένοντας τον ξυπόλητο ιππότη …
Μια τελευταία πανσέληνος με μια κουβέντα αφημένη στη μέση – όπως σχεδόν όλες οι κουβέντες – σε μια άδεια από κόσμο γκαλερί , με τους καλλιτέχνες παρόντες αν και νεκρούς , δίπλα στα έργα τους να χαμογελάνε .
Και μια ελπιδα που ακόμα δεν σβήστηκε – όσο κι αν όλοι παλέψαν γι αυτό , οι κριτές μας μεγαλώνοντας βρήκαν το ψέγαδι πιο εύκολο και το σέβας – ίδια οφειλή – στον εαυτό τους πάντα να υπόλειπεται .
Ας είναι αυτή η μόνη θαλπωρή – αντίδοτο στην κακία – η αγάπη αντίβαρο του θάνατου . Σ ’ ένα κρεβάτι πόνου , μια μέρα φωτεινή , και τη ζωή να κελλαρύζει αμέριμνη .
Κι αυτός που υποφέρει – πεθαίνοντας να πεί – love each other or die>>>>
Πηγή :
Επιστροφές – καταστροφές ή εν αναναμονή καταστροφής ….
Έτσι είναι κάθε Σεπτέμβρη , κάθιδρος ν ’ απαλύνω πόνους μύριους σαν Ξεμένω - κάποτες - σε μια άδεια αμμουδιά να ξεθάβω γελάκια παιδικά ενός καλοκαιριού που έσβησε από τα μάτια και τα χείλη .
Ένα βλέμμα μπορεί να ’ μεινε στη μνήμη , ελάχιστη συντροφιά , και γιαυτό σπουδαία όπως κάθετι ελάχιστο , βοηθώντας με να τέμνω βαθιά ένα γκρίζο νερό , απέραντο όπως κι η θάλασσα ..
Κι όλες οι ομορφιές σαν συνεννοημένες να στέκουν βουβές , να επωάζουν μια καινούρια που θα ερθεί .
Τι κι αν έχασα την ευκαρία να μιλήσω μέσα σε ένα θέρος που βουίζε ζωή κι ελπίδα – η βουβαμάρα αυτή θα γεννήσει την νέα ευκαιρία … Αναλογίζεται κανείς στιγμές σε ένα σκοτάδι ματώνοντας ( μια σάρκα φωτός που ’ τυχε και του δόθηκε /.. τόσο άξαφνα , τόσο απλόχερα .
Κι όλες οι ομορφιές θα γεννήσουν μία ομορφιά – αυτή που υπάρχει εντός ( μας ) και μένει ασάλευτη στους αιώνες !! Και τι άλλο είναι αυτά τα νησιά – δόντια μυτερά ενός κοίμηση γίγαντα καρφωμένα στο πάτο ενός χιλιοειπωμένου πηγαδιού που ατενίζε εποχές σε κύκλους .
Όλοι πιασμένοι χέρι - χέρι κάποιες νύχτες δωρεάς που μας έλαχαν , να στέργουμε σύμπονοια , ν ’ αναπνέουμε σύμπνοια , αντιμέτωποι με αγνώμονες οιωνούς . Οι δρόμοι πάνω σε ράχες που μαρτυρούν κούραση – κακοτράχαλοι , έρημοι και περήφανοι , παίρνουν τις μοίρες και τη θέληση αυτών που τους χάραξαν .
Ένα παιχνίδι στην αρχή , σαν το δάχτυλο στην άμμο που γράφει ιστορίες που ένωνουν και χωρίζουν . Κάποτε μια νύχτα μια Αριάδνη σκάλισε σε ένα νεκρό δέντρο το μέλλον της , έκτοτε βουβάθηκε , περιμένοντας .
Ένα φίδι που ψάχνοντας για μια σκιερή δροσιά – μπαιλντισμένο κατακαλοκαίρο – πριν του λιώσουν το κεφάλι .
Ένα παιδί που ακόμη δεν γνώριζει την υποχρέωση του χρόνου .
Και οι βαρκούλες πλημμυρίσμενες γαλάζιο , λευκό , μπλέ και μουσταρδί θα λικνίζονται περιμένοντας τον ξυπόλητο ιππότη …
Μια τελευταία πανσέληνος με μια κουβέντα αφημένη στη μέση – όπως σχεδόν όλες οι κουβέντες – σε μια άδεια από κόσμο γκαλερί , με τους καλλιτέχνες παρόντες αν και νεκρούς , δίπλα στα έργα τους να χαμογελάνε .
Και μια ελπιδα που ακόμα δεν σβήστηκε – όσο κι αν όλοι παλέψαν γι αυτό , οι κριτές μας μεγαλώνοντας βρήκαν το ψέγαδι πιο εύκολο και το σέβας – ίδια οφειλή – στον εαυτό τους πάντα να υπόλειπεται .
Ας είναι αυτή η μόνη θαλπωρή – αντίδοτο στην κακία – η αγάπη αντίβαρο του θάνατου . Σ ’ ένα κρεβάτι πόνου , μια μέρα φωτεινή , και τη ζωή να κελλαρύζει αμέριμνη .
Κι αυτός που υποφέρει – πεθαίνοντας να πεί – love each other or die>>>>
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου