του Λευτέρη Ριζά
Είναι πολύ κακό, πολύ επικίνδυνο για το λαϊκό κίνημα, να σπέρνεις ηττοπάθεια, υποστηρίζοντας π.χ. ότι τίποτα δεν μπορεί να επιτύχει διότι ο αντίπαλος είναι πανίσχυρος, για την ώρα ανίκητος. Κι ο αντίπαλος φυσικά δεν είναι η συγκυβέρνηση. Αυτή είναι πολύ αδύνατος αντίπαλος. Αντίπαλος είναι αυτό που αποκαλούμε «σύστημα». Στο οποίο περιλαμβάνονται οι «αγορές», δηλαδή το μεγάλο κρατικο-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, που αυτή τη στιγμή – μια ολόκληρη εποχή – εξουσιάζει τον κόσμο, τουλάχιστον τον καπιταλιστικό / ιμπεριαλιστικό.
Πολύ ωραία και περιεκτικά τα γράφει και εξηγεί ο Michael Hudson σε μια επιστημονική εργασία του, ήδη από το 2012, με τίτλο «Ο δρόμος προς τον αποπληθωρισμό του χρέους, την πεονία και τον νεοφεουδαλισμό» [1]. Είναι πολύ σημαντικό αυτό που επισημαίνει:
«Ο σημερινός χρηματιστικός καπιταλισμός είναι πιο απρόσωπος από τις κατακτήσεις των Βίκινγκς που κατατεμάχισαν τη γη της Ευρώπης. Σε εύθετο χρόνο, η γη, οι φυσικοί πόροι και τα μονοπώλια που ιδιωτικοποίησε η φεουδαρχία πωλήθηκαν σε τραπεζικές οικογένειες που δάνειζαν χρήματα για να διεξάγονται πόλεμοι για περισσότερο κατοχή ιδιοκτησίας και για μεγαλύτερα εμπορικά δικαιώματα. Η ιδιοποίηση και η απαλλοτρίωση πόρων είναι πλέον μια αυτόνομη χρηματοοικονομική δυναμική, που δουλεύει περισσότερο κρυφά και σε ένα περισσότερο δημοκρατικό πολιτικό πλαίσιο από τη στρατιωτική κατάκτηση. Μια σχεδόν απρόσωπη σειρά από τραπεζικά ιδρύματα έχει αντικαταστήσει την κατάσχεση μέσω της ισχύς των όπλων.
Σε αντίθεση με τους δουλοπάροικους, οι σημερινοί δούλοι του χρέους είναι ελεύθεροι να ζήσουν όπου θέλουν—ή τουλάχιστον όπου μπορούν να αντέξουν οικονομικά.
Μπορούν να αγοράσουν γη και να την υποθηκεύσουν με την μισθωτική της αξία στην τράπεζα».
Και λίγο παρακάτω προσθέτει:
«Η προσανατολισμένη προς την πίστωση οικονομία της Ρώμης κατέρρευσε στο Μεσαίωνα, βυθίζοντας την αυτοκρατορία σε ένα καθεστώς πεονίας. Έγινε η πρώτη μεγάλη κοινωνία που δεν ακύρωσε τα χρέη της. Επιθετικής φύσεως νομικά και πολιτικά συστήματα οδηγούν τους πληθυσμούς στο χρέος, αλλά αυτοί μπορεί να επιβιώνουν περισσότερο από ότι υπολογίζουν τα μαθηματικά μοντέλα, παρά τις διαλυμένες υποδομές και το πρόβλημα της μεγάλης ανεργίας. Έπρεπε να περάσουν πάνω από τέσσερις αιώνες (από τον πρώτο αιώνα π.χ., έως τον τέταρτο αιώνα μ.χ. αιώνα) για να αποκεντρωθεί η οικονομία και να επανέλθει σε αυτάρκη κτήματα.
Σήμερα, ένα παρόμοιο πρόβλημα αποπληθωρισμού του χρέους προκαλεί κοινωνική πόλωση και επιβάλλει λιτότητα, στεγνώνοντας την εσωτερική αγορά. Έτσι κι αλλιώς, το όνειρο των τμημάτων μάρκετινγκ στις τράπεζες είναι να δουν όλο το διαθέσιμο εισόδημα (πέρα και πάνω από τις δαπάνες για βασικές ανάγκες, που θα είναι περιορισμένες στο ελάχιστο) και τις εταιρικές ταμειακές ροές να καταβάλλονται για την εξυπηρέτηση του χρέους. Κατά τη διάρκεια της ανοδικής πορείας του χρέους, λίγοι ανέμεναν ότι η αγορά μιας κατοικίας θα μετατρεπόταν σε μέσο για να οδηγηθεί ο πληθυσμό στο χρέος. Και τώρα τα χρέη παραμένουν στη θέση τους, με τις τράπεζες να έχουν τη δύναμη, την οποία έχουν χρησιμοποιήσει για να εξαγοράσουν τον έλεγχο των κυβερνήσεων.
Αν ο κόσμος δεν αλλάξει πορεία, το «τελικό» στάδιο του χρηματιστικού καπιταλισμού απειλεί να επιδεινωθεί σε καθεστώς πεονίας [2] τόσης μεγάλης εμβέλειας, ώστε να περάσουμε σε μια εποχή νεοφεουδαρχισμού, απεμπολώντας τον έλεγχο του οικονομικού πλεονάσματος σε μια χρηματοοικονομική ελίτ που έκανε τον εαυτόν της κληρονομική, όπως η παλιά αριστοκρατία των γαιοκτημόνων».
Ο συγγραφέας καταλήγει ως εξής:
«Ο αγώνας διεξάγεται για το ποιος θα ελέγχει την κυβέρνηση, το φορολογικό και το ρυθμιστικό σύστημα. Σε πολιτικό επίπεδο, ο αγώνας είναι μεταξύ της οικονομικής δημοκρατίας και της χρηματιστικής ολιγαρχίας. Αυτός είναι ο αγώνας που ξεκίνησαν τα κλασικά οικονομικά με στόχο να διαμορφώσουν την κατάλληλη θεραπεία που θα οδηγούσε στη δημιουργία μια πιο δίκαιης κοινωνίας και στην κατάργηση του «ψεύτικου» και περιττού κόστους παραγωγής των ραντιέρηδων. Σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός είναι ακριβώς το αντίθετο: προσπαθεί να φορτώσει τις οικονομίες με επιτόκια χρέους πέρα από την ικανότητά τους να πληρώσουν, και στη συνέχεια απαιτεί την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υποδομών για τη δημιουργία μονοπωλίων που θα χρησιμεύσουν ως επιπλέον μέσο για την απόσπαση προσόδου.
Αυτό είναι που απαιτεί η Ευρωπαϊκή Τρόικα από την Ελλάδα. Το προϊόν της είναι η λιτότητα, και απειλεί να επιβάλει μια νέα οικονομική σκοτεινή εποχή».
Στο κέντρο της κριτικής του βρίσκονται οι ραντιέρηδες. Θεωρεί ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι η θεωρία και οικονομικο-πολιτική πρακτική αυτού του στρώματος μέσα στην αστική κοινωνία: των εισοδηματιών, που έχουν επιβληθεί πάνω στους παραγωγικούς βιομηχάνους. Ο Ζακ Ελλύλ πριν από μερικά χρόνια εξηγούσε ότι αυτή η τάση – η άρνηση πια των αστών να είναι «παραγωγικοί» – θα οδηγήσει το κεφαλαιοκρατικό σύστημα στην παρακμή και τελική εξαφάνιση του [3]
Ο Τζών Μέηναρντ Κέϋνς στην «Γενική Θεωρία» θεωρούσε «την κεφαλαιοκρατίαν από της απόψεως του εισοδήματος ως μίαν μεταβατικήν φάσιν, η οποία θα εξαφανισθή όταν θα έχειεπιτελέσει τον προοριοσμόν της. Με την εξαφάνισην της απόψεως του εισοδηματίου πολλά άλλα θα υποστούν ριζικήν μεταβολήν…..ο θάνατος του εισοδηματίου, του άνευ απασχολήσεως κεφαλαιούχου, δεν θα είναι απότομος, αλλά μόνον μια βαθμιαία και παρατεταμένη συνέχισις των όσων είδομεν εις την Μεγάλην Βρεττανίαν, χωρίς να χρειασθή επανάστασις» [4]
Αν ζούσε σήμερα ίσως κατέληγε σε άλλα συμπεράσματα. Αυτά στα οποία είχαν καταλήξει πολύ νωρίτερα ο Χόμπσον, ο Χιλφέρτινγκ, ο Μπουχάριν, ο Λένιν διαπραγματευόμενοι την εποχή του ιμπεριαλισμού και της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου. Από τότε που έγραψαν τα έργα τους – ιδιαίτερα οι Μπουχάριν και Λένιν – για τον ιμπεριαλισμό, υπήρξαν εξελίξεις, που δεν αναιρούν τη βασική γραμμή τους, αλλά την έχουν πλουτίσει με «νέα» φαινόμενα. Σε αυτή την κατεύθυνση συναντάμε τη «Σχολή» του Monthly Review (Λήο Χάμπερμαν, Πωλ Σουήζυ, Χάρρυ Μάγκντοφ) και πάρα πολλούς άλλους κύρια μαρξιστές οικονομολόγους. Αλλά και ο Michael Hudson προχωράει σε μια ανατομία του σύγχρονου καπιταλισμού κι ας μην αφήνει υπόνοιες ότι είναι μαρξιστής, που επιβεβαιώνει αυτό που οι μαρξιστές έχουν διαπιστώσει: ότι δηλαδή ο καπιταλισμός / ιμπεριαλισμός «σαπίζει». Όχι απλά βρίσκεται σε κρίση, αλλά «σαπίζει» σε όλη του την έκταση.
Να προσπαθεί κάποιος, που θέλει να λέγεται αριστερός, διανοούμενος, πολιτικός ή ακόμα και λαϊκό κίνημα, να τον επανατοποθετήσει πάνω σε «υγιείς» βάσεις, δηλαδή να τον απαλλάξει από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του, από την κυριαρχία του «εισοδηματία», ραντιέρη καπιταλιστή – κράτους και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου – είναι μια επιστροφή στην προσπάθεια του Προυντόν για έναν καπιταλισμό χωρίς τα κακά του: τα μονοπώλια κλπ κλπ. Προσπάθεια για έναν «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Ο καπιταλισμός / ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να έχει «ανθρώπινο πρόσωπο»[5]. Την ώρα της γενικής και γενικευμένης κρίσης του προσπαθεί να παρασύρει στο χαμό του όλη την κοινωνία. Την ανθρωπότητα.
Γνωρίζοντας ποιος είναι ο «αντίπαλος» των λαϊκών μαζών, των εργαζομένων, μπορούμε να οργανώσουμε έναν αγώνα εναντίον του, για χάρη της δικής μας ζωής. Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε μια τάξη κεφαλαιοκρατών που κατέχει όλα τα μέσα παραγωγής, που οι άνθρωποι του χρήματος – τραπεζίτες, τοκογλύφοι, δανειστές – έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους εκτός από τον πλούτο και την πολιτική και στρατιωτική ισχύ, προκειμένου να επιβάλλουν και υπερασπίσουν τα συμφέροντα τους. Κι αυτή η τάξη είναι διεθνής. Σύμφωνα με ανάλυση του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Τεχνολογίας,147 εταιρείες ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία. . «Στην πραγματικότητα λιγότερο από το 1% των εταιρειών ήταν σε θέση να ελέγχουν το 40% του συνολικού δικτύου», λέει ο Τζέιμς Γκλατφέλντερ, του Ελβετικού Ινστιτούτου. Οι περισσότερες εταιρείες που βρίσκονται στη κορυφή είναι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ενώ στις 20 πρώτες βρίσκονται η Barclays Bank, η JPMorgan Chase &Co, η UBS AG, η ΑΧΑ και οι όμιλοι Goldman Sachs και Vanguard».[6]
Μια τάξη – παγκόσμια πια οργανωμένη που παρά τις αντιθέσεις ανάμεσα στα διάφορα «εθνικά» της τμήματα – είναι αποφασισμένη να μην επιτρέψει να την αμφισβητήσουν σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Πάνω από τις υπαρκτές διαφορές και αντιθέσεις της βάζει το κοινό ταξικό της συμφέρον.
Αποτελεί αυταπάτη και ολέθριο πολιτικό λάθος να πιστεύει ένα λαϊκό κίνημα, ένα «αριστερό κόμμα» ότι με κατάλληλους χειρισμούς μπορεί αυτό να διαπραγματευθεί καλύτερα, πιο αποτελεσματικά από κάποιους άλλους συντηρητικούς – καλή ώρα η συγκυβέρνηση μας – με τη «διεθνή» αυτή του παρασιτικού κεφαλαίου.
Θα είναι πάρα πολύ θετικό για τους λαούς οι αντιθέσεις στο κεφαλαιοκρατικό στρατόπεδο να αποδειχτούν – έστω και βραχυπρόθεσμα, έστω και σε κάποιες γωνιές του πλανήτη – πιο ισχυρές από το κοινό συμφέρον τους. Το ερώτημα / δίλημμα είναι ακόμα κι αν αυτές οι αντιθέσεις τους οξυνθούν τόσο ώστε να οδηγήσουν σε πόλεμο; Ο πόλεμος όλοι γνωρίζουμε τι μεγάλες συμφορές προκαλεί, ιδιαίτερα στους λαούς και τους εργαζόμενους. Ταυτόχρονα, όμως, συνήθως επιφέρει πολιτική αφύπνιση των λαϊκών μαζών. Που μπορεί να οδηγήσει και σε επαναστάσεις. Προσοχή! Δεν ευχόμαστε κανένα πόλεμο. Απλώς λέμε τι έχει μέχρι τώρα συμβεί. Αν υπάρχουν λαϊκά κινήματα ιδιαίτερα αναπτυγμένα και διεκδικητικά, τότε το ξέσπασμα πολέμων γίνεται πολύ πιο δύσκολο. Το σύνθημα δηλαδή «ή η επανάσταση θα αποτρέψει τον πόλεμο ή ο πόλεμος θα προκαλέσει την επανάσταση» δεν ήταν ποτέ ανεδαφικό και «κούφιο».
Είναι σωστό αυτό στο οποίο καταλήγει ο Michael Hudson του Levy Economics Institute,ότι δηλαδή «Ο αγώνας διεξάγεται για το ποιος θα ελέγχει την κυβέρνηση, το φορολογικό και το ρυθμιστικό σύστημα. Σε πολιτικό επίπεδο, ο αγώνας είναι μεταξύ της οικονομικής δημοκρατίας και της χρηματιστικής ολιγαρχίας.» Αυτός ο αγώνας βέβαια ονομάζεται «πάλη των τάξεων». Και όντως αυτή η πάλη είναι πάντοτε πολιτική. Στόχο και σκοπό έχει την εξουσία.
Αλλά δεν μπορεί να είναι ένας αγώνας μεταξύ της «οικονομικής δημοκρατίας και της χρηματιστικής ολιγαρχίας». Δηλαδή μεταξύ της μικρο-ιδιοκτησίας, του μικρού κεφαλαίου και της χρηματιστικής ολιγαρχίας. Δεν μπορεί να στοχεύει και σκοπεύει στη διάσωση, σώνει και καλά, των μεσαίων στρωμάτων – της σπονδυλικής στήλης του αστικού συστήματος – που σήμερα οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές τα καταστρέφουν. Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου είναι γραμμένη στο DNA του κεφαλαιοκρατικού συστήματος οργάνωσης της παραγωγής και της κοινωνίας. Το διακύβευμα πια σήμερα, γιατί υπερωριμάσει υλικά, είναι η απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής, των τραπεζών κλπ, το πέρασμα τους στην κοινωνική ιδιοκτησία. Και φυσικά κάτι τέτοιο απαιτεί μια επαναστατική συνείδηση σε μαζική κλίμακα. Και πρώτα από όλα μια τέτοια συνείδηση απλωμένη μέσα στην εργατική τάξη. Όσο αυτό δεν συμβαίνει η χρηματιστική ολιγαρχία θα ζει και θα βασιλεύει, βυθίζοντας την κοινωνία σε βαθειά, πολύ βαθειά κρίση. Αυτό πρέπει να λέγεται και να εξηγείται καθημερινά, όσο πιο απλά και ζωντανά γίνεται, σε όλους όσους σήμερα υποφέρουν. Ιδιαίτερα στη νεολαία που σήμερα χειραγωγείται ποικιλότροπα. Αν η νεολαία δεν κινητοποιηθεί, οργανωθεί, αγωνιστεί και απαιτήσει αυτό δεν θα το κάνουν οι συνταξιούχοι – τα άσπρα μαλλιά, τα περήφανα γηρατειά.
Όσες συζητήσεις και λόγοι ειπωθούν στη Βουλή, όσα σχέδια νόμου και προτάσεις – «προοδευτικά» όλα τους – κατατεθούν στη Βουλή, όσες αποκαλύψεις και καταγγελίες κι αν γίνουν, αν με υπομονή, επιμονή, φαντασία και τόλμη, δεν «δουλέψουνε» μέσα και μαζί με τις εργαζόμενες μάζες όσοι θεωρούν τους εαυτούς τους «πρωτοπόρους» – συνήθως αυτοί χαρακτηρίζονται και από αποκρουστική στον κόσμο αλαζονεία – ο τροχός της ιστορίας θα αργήσει να γυρίσει.
Αυτά πρέπει να γίνουν συνείδηση και να λέγονται, να προπαγανδίζονται μέσα στις εργαζόμενες και λαϊκές μάζες. Να τους λέμε ότι θα ανασυγκροτήσουμε τον παραγωγικό μας ιστό – πώς, από ποιόν, μέσα στο πλαίσιο του άνισου και κάθετα δομημένου διεθνούς καταμερισμού εργασίας – και μάλιστα ότι για όλα αυτά αρκεί να ψηφίσει ο λαός ένα αριστερό κόμμα – λ.χ. σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ – το λιγότερο που κάνουμε είναι να αποπροσανατολίζουμε το λαό, να μην τον καθιστούμε ικανό να αγωνιστεί για τα ΔΙΚΑ του συμφέροντα και το ΔΙΚΟ του μέλλον. Αυτός είναι ο άλλος μεγάλος κίνδυνος. Όχι της ηττοπάθειας, όχι του τίποτα δεν μπορεί να γίνει, άρα όλα μάταια. Αλλά του αποπροσανατολισμού, του ιδεολογικού-πολιτικού «αφοπλισμού» των μαζών.
Σημειώσεις – παραπομπές
1- Εργασία που εκπονήθηκε στα πλαίσια του Levy Economics Institute.
2 – Πεονία ονομάζεται το καθεστώς όπου ο εργαζόμενος ασκεί ελάχιστο έως καθόλου έλεγχο στις συνθήκες και τους όρους της εργασίας του διότι είναι υπόχρεος στον δανειστή του. Σύμφωνα με τον ιστορικό Τζέιμς Ράσσελ, «ανάμεσα στους δυο πόλους της δουλείας και της ελεύθερης εργασίας υπάρχουν ενδιάμεσοι τύποι ανελεύθερης εργασίας – δουλοπαροικία, πεονία, καταναγκαστική εργασία…
Οι πεόν ήταν αγρότες ή εργάτες γης δεμένοι με συγκεκριμένους γαιοκτήμονες ή εργοδότες λόγω των δανείων που τους χρωστούσαν. Στη θεωρία, ήταν υποχρεωμένοι να δουλέψουν μέχρι το χρέος να αποπληρωθεί. Στην πράξη, ο δανειστής παραποιούσε συχνά τους λογαριασμούς, ώστε το χρέος να μην αποπληρώνεται ποτέ και να συνεχίζει να αυξάνεται. Το χρέος μπορούσε να μεταβιβαστεί ως υποχρέωση και στα παιδιά του οφειλέτη… Η πεονία υπήρχε από την αρχαιότητα έως, λίγο ώς πολύ, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα σε μεγάλο αριθμό χωρών». Σύμφωνα με το δίκαιο των ΗΠΑ, «πεονία είναι μια κατάσταση ή συνθήκη υποχρεωτικής υπηρεσίας βασισμένη πάνω στο χρέος ενός προσώπου προς ένα άλλο». [βλ. Δημήτρης Καζάκης «Καθεστώς πεονίας» ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ, ΚΥΡΙΑΚΗ 6 Φεβρουαρίου 2011]
3 – Ζακ Ελλύλ «Μεταμόρφωση του αστού», εκδ. Νησιδες, 2008.
4- John Maynard Keynes «Η Γενική Θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος», μετάφραση Δημητρίου Δελιβάνη, εκδ. ΑΡΓ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ, ΑΘΗΝΑ χχ, σελ. 337.
5 – Υπήρξε εντελώς παραπλανητικό το σύνθημα – προερχόμενο κυρίως από το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα – για ένα «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Πρώτον γιατί έτσι αποδεχόντουσαν ότι ο γνωστός μας σοσιαλισμός – ο σοβιετικού τύπου – ήτανε σοσιαλισμός στο επίπεδο της οικονομίας αλλά όχι στο επίπεδο της πολιτικής και της κοινωνίας. Δεύτερον γιατί με αυτό τον τρόπο διαχώριζαν βάναυσα τη «βάση» και το «εποικοδόμημα». Τους έπεφτε λίγο βαρύ να ξεκόψουν από την παράδοση και να ομολογήσουν ότι αυτές οι κοινωνίες και τα καθεστώτα απλά δεν ήτανε σοσιαλιστικά. Ότι είχαμε να κάνουμε με κρατικό καπιταλισμό. Η αδυναμία τους να παραδεχτούν κάτι τέτοιο, έκρυβε βαθύτατα ταξικά συμφέροντα. Τα συμφέροντα μικροαστικών και μεσοαστικών κοινωνικών ομάδων που ουσιαστικά σε μια τέτοια οικονομική-παραγωγική οργάνωση της κοινωνίας προσέβλεπαν. Διότι σε αυτήν και με αυτήν θα εδραίωναν τα δικά τους συμφέροντα και την ηγεμονία τους πάνω στις εργαζόμενες παραγωγικά λαϊκές μάζες.
6 – βλ. «ΤΟ ΒΗΜΑ» ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 21/10/2011
Πηγή :
Είναι πολύ κακό, πολύ επικίνδυνο για το λαϊκό κίνημα, να σπέρνεις ηττοπάθεια, υποστηρίζοντας π.χ. ότι τίποτα δεν μπορεί να επιτύχει διότι ο αντίπαλος είναι πανίσχυρος, για την ώρα ανίκητος. Κι ο αντίπαλος φυσικά δεν είναι η συγκυβέρνηση. Αυτή είναι πολύ αδύνατος αντίπαλος. Αντίπαλος είναι αυτό που αποκαλούμε «σύστημα». Στο οποίο περιλαμβάνονται οι «αγορές», δηλαδή το μεγάλο κρατικο-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, που αυτή τη στιγμή – μια ολόκληρη εποχή – εξουσιάζει τον κόσμο, τουλάχιστον τον καπιταλιστικό / ιμπεριαλιστικό.
Πολύ ωραία και περιεκτικά τα γράφει και εξηγεί ο Michael Hudson σε μια επιστημονική εργασία του, ήδη από το 2012, με τίτλο «Ο δρόμος προς τον αποπληθωρισμό του χρέους, την πεονία και τον νεοφεουδαλισμό» [1]. Είναι πολύ σημαντικό αυτό που επισημαίνει:
«Ο σημερινός χρηματιστικός καπιταλισμός είναι πιο απρόσωπος από τις κατακτήσεις των Βίκινγκς που κατατεμάχισαν τη γη της Ευρώπης. Σε εύθετο χρόνο, η γη, οι φυσικοί πόροι και τα μονοπώλια που ιδιωτικοποίησε η φεουδαρχία πωλήθηκαν σε τραπεζικές οικογένειες που δάνειζαν χρήματα για να διεξάγονται πόλεμοι για περισσότερο κατοχή ιδιοκτησίας και για μεγαλύτερα εμπορικά δικαιώματα. Η ιδιοποίηση και η απαλλοτρίωση πόρων είναι πλέον μια αυτόνομη χρηματοοικονομική δυναμική, που δουλεύει περισσότερο κρυφά και σε ένα περισσότερο δημοκρατικό πολιτικό πλαίσιο από τη στρατιωτική κατάκτηση. Μια σχεδόν απρόσωπη σειρά από τραπεζικά ιδρύματα έχει αντικαταστήσει την κατάσχεση μέσω της ισχύς των όπλων.
Σε αντίθεση με τους δουλοπάροικους, οι σημερινοί δούλοι του χρέους είναι ελεύθεροι να ζήσουν όπου θέλουν—ή τουλάχιστον όπου μπορούν να αντέξουν οικονομικά.
Μπορούν να αγοράσουν γη και να την υποθηκεύσουν με την μισθωτική της αξία στην τράπεζα».
Και λίγο παρακάτω προσθέτει:
«Η προσανατολισμένη προς την πίστωση οικονομία της Ρώμης κατέρρευσε στο Μεσαίωνα, βυθίζοντας την αυτοκρατορία σε ένα καθεστώς πεονίας. Έγινε η πρώτη μεγάλη κοινωνία που δεν ακύρωσε τα χρέη της. Επιθετικής φύσεως νομικά και πολιτικά συστήματα οδηγούν τους πληθυσμούς στο χρέος, αλλά αυτοί μπορεί να επιβιώνουν περισσότερο από ότι υπολογίζουν τα μαθηματικά μοντέλα, παρά τις διαλυμένες υποδομές και το πρόβλημα της μεγάλης ανεργίας. Έπρεπε να περάσουν πάνω από τέσσερις αιώνες (από τον πρώτο αιώνα π.χ., έως τον τέταρτο αιώνα μ.χ. αιώνα) για να αποκεντρωθεί η οικονομία και να επανέλθει σε αυτάρκη κτήματα.
Σήμερα, ένα παρόμοιο πρόβλημα αποπληθωρισμού του χρέους προκαλεί κοινωνική πόλωση και επιβάλλει λιτότητα, στεγνώνοντας την εσωτερική αγορά. Έτσι κι αλλιώς, το όνειρο των τμημάτων μάρκετινγκ στις τράπεζες είναι να δουν όλο το διαθέσιμο εισόδημα (πέρα και πάνω από τις δαπάνες για βασικές ανάγκες, που θα είναι περιορισμένες στο ελάχιστο) και τις εταιρικές ταμειακές ροές να καταβάλλονται για την εξυπηρέτηση του χρέους. Κατά τη διάρκεια της ανοδικής πορείας του χρέους, λίγοι ανέμεναν ότι η αγορά μιας κατοικίας θα μετατρεπόταν σε μέσο για να οδηγηθεί ο πληθυσμό στο χρέος. Και τώρα τα χρέη παραμένουν στη θέση τους, με τις τράπεζες να έχουν τη δύναμη, την οποία έχουν χρησιμοποιήσει για να εξαγοράσουν τον έλεγχο των κυβερνήσεων.
Αν ο κόσμος δεν αλλάξει πορεία, το «τελικό» στάδιο του χρηματιστικού καπιταλισμού απειλεί να επιδεινωθεί σε καθεστώς πεονίας [2] τόσης μεγάλης εμβέλειας, ώστε να περάσουμε σε μια εποχή νεοφεουδαρχισμού, απεμπολώντας τον έλεγχο του οικονομικού πλεονάσματος σε μια χρηματοοικονομική ελίτ που έκανε τον εαυτόν της κληρονομική, όπως η παλιά αριστοκρατία των γαιοκτημόνων».
Ο συγγραφέας καταλήγει ως εξής:
«Ο αγώνας διεξάγεται για το ποιος θα ελέγχει την κυβέρνηση, το φορολογικό και το ρυθμιστικό σύστημα. Σε πολιτικό επίπεδο, ο αγώνας είναι μεταξύ της οικονομικής δημοκρατίας και της χρηματιστικής ολιγαρχίας. Αυτός είναι ο αγώνας που ξεκίνησαν τα κλασικά οικονομικά με στόχο να διαμορφώσουν την κατάλληλη θεραπεία που θα οδηγούσε στη δημιουργία μια πιο δίκαιης κοινωνίας και στην κατάργηση του «ψεύτικου» και περιττού κόστους παραγωγής των ραντιέρηδων. Σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός είναι ακριβώς το αντίθετο: προσπαθεί να φορτώσει τις οικονομίες με επιτόκια χρέους πέρα από την ικανότητά τους να πληρώσουν, και στη συνέχεια απαιτεί την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υποδομών για τη δημιουργία μονοπωλίων που θα χρησιμεύσουν ως επιπλέον μέσο για την απόσπαση προσόδου.
Αυτό είναι που απαιτεί η Ευρωπαϊκή Τρόικα από την Ελλάδα. Το προϊόν της είναι η λιτότητα, και απειλεί να επιβάλει μια νέα οικονομική σκοτεινή εποχή».
Στο κέντρο της κριτικής του βρίσκονται οι ραντιέρηδες. Θεωρεί ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι η θεωρία και οικονομικο-πολιτική πρακτική αυτού του στρώματος μέσα στην αστική κοινωνία: των εισοδηματιών, που έχουν επιβληθεί πάνω στους παραγωγικούς βιομηχάνους. Ο Ζακ Ελλύλ πριν από μερικά χρόνια εξηγούσε ότι αυτή η τάση – η άρνηση πια των αστών να είναι «παραγωγικοί» – θα οδηγήσει το κεφαλαιοκρατικό σύστημα στην παρακμή και τελική εξαφάνιση του [3]
Ο Τζών Μέηναρντ Κέϋνς στην «Γενική Θεωρία» θεωρούσε «την κεφαλαιοκρατίαν από της απόψεως του εισοδήματος ως μίαν μεταβατικήν φάσιν, η οποία θα εξαφανισθή όταν θα έχειεπιτελέσει τον προοριοσμόν της. Με την εξαφάνισην της απόψεως του εισοδηματίου πολλά άλλα θα υποστούν ριζικήν μεταβολήν…..ο θάνατος του εισοδηματίου, του άνευ απασχολήσεως κεφαλαιούχου, δεν θα είναι απότομος, αλλά μόνον μια βαθμιαία και παρατεταμένη συνέχισις των όσων είδομεν εις την Μεγάλην Βρεττανίαν, χωρίς να χρειασθή επανάστασις» [4]
Αν ζούσε σήμερα ίσως κατέληγε σε άλλα συμπεράσματα. Αυτά στα οποία είχαν καταλήξει πολύ νωρίτερα ο Χόμπσον, ο Χιλφέρτινγκ, ο Μπουχάριν, ο Λένιν διαπραγματευόμενοι την εποχή του ιμπεριαλισμού και της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου. Από τότε που έγραψαν τα έργα τους – ιδιαίτερα οι Μπουχάριν και Λένιν – για τον ιμπεριαλισμό, υπήρξαν εξελίξεις, που δεν αναιρούν τη βασική γραμμή τους, αλλά την έχουν πλουτίσει με «νέα» φαινόμενα. Σε αυτή την κατεύθυνση συναντάμε τη «Σχολή» του Monthly Review (Λήο Χάμπερμαν, Πωλ Σουήζυ, Χάρρυ Μάγκντοφ) και πάρα πολλούς άλλους κύρια μαρξιστές οικονομολόγους. Αλλά και ο Michael Hudson προχωράει σε μια ανατομία του σύγχρονου καπιταλισμού κι ας μην αφήνει υπόνοιες ότι είναι μαρξιστής, που επιβεβαιώνει αυτό που οι μαρξιστές έχουν διαπιστώσει: ότι δηλαδή ο καπιταλισμός / ιμπεριαλισμός «σαπίζει». Όχι απλά βρίσκεται σε κρίση, αλλά «σαπίζει» σε όλη του την έκταση.
Να προσπαθεί κάποιος, που θέλει να λέγεται αριστερός, διανοούμενος, πολιτικός ή ακόμα και λαϊκό κίνημα, να τον επανατοποθετήσει πάνω σε «υγιείς» βάσεις, δηλαδή να τον απαλλάξει από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του, από την κυριαρχία του «εισοδηματία», ραντιέρη καπιταλιστή – κράτους και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου – είναι μια επιστροφή στην προσπάθεια του Προυντόν για έναν καπιταλισμό χωρίς τα κακά του: τα μονοπώλια κλπ κλπ. Προσπάθεια για έναν «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Ο καπιταλισμός / ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να έχει «ανθρώπινο πρόσωπο»[5]. Την ώρα της γενικής και γενικευμένης κρίσης του προσπαθεί να παρασύρει στο χαμό του όλη την κοινωνία. Την ανθρωπότητα.
Γνωρίζοντας ποιος είναι ο «αντίπαλος» των λαϊκών μαζών, των εργαζομένων, μπορούμε να οργανώσουμε έναν αγώνα εναντίον του, για χάρη της δικής μας ζωής. Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε μια τάξη κεφαλαιοκρατών που κατέχει όλα τα μέσα παραγωγής, που οι άνθρωποι του χρήματος – τραπεζίτες, τοκογλύφοι, δανειστές – έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους εκτός από τον πλούτο και την πολιτική και στρατιωτική ισχύ, προκειμένου να επιβάλλουν και υπερασπίσουν τα συμφέροντα τους. Κι αυτή η τάξη είναι διεθνής. Σύμφωνα με ανάλυση του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Τεχνολογίας,147 εταιρείες ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία. . «Στην πραγματικότητα λιγότερο από το 1% των εταιρειών ήταν σε θέση να ελέγχουν το 40% του συνολικού δικτύου», λέει ο Τζέιμς Γκλατφέλντερ, του Ελβετικού Ινστιτούτου. Οι περισσότερες εταιρείες που βρίσκονται στη κορυφή είναι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ενώ στις 20 πρώτες βρίσκονται η Barclays Bank, η JPMorgan Chase &Co, η UBS AG, η ΑΧΑ και οι όμιλοι Goldman Sachs και Vanguard».[6]
Μια τάξη – παγκόσμια πια οργανωμένη που παρά τις αντιθέσεις ανάμεσα στα διάφορα «εθνικά» της τμήματα – είναι αποφασισμένη να μην επιτρέψει να την αμφισβητήσουν σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Πάνω από τις υπαρκτές διαφορές και αντιθέσεις της βάζει το κοινό ταξικό της συμφέρον.
Αποτελεί αυταπάτη και ολέθριο πολιτικό λάθος να πιστεύει ένα λαϊκό κίνημα, ένα «αριστερό κόμμα» ότι με κατάλληλους χειρισμούς μπορεί αυτό να διαπραγματευθεί καλύτερα, πιο αποτελεσματικά από κάποιους άλλους συντηρητικούς – καλή ώρα η συγκυβέρνηση μας – με τη «διεθνή» αυτή του παρασιτικού κεφαλαίου.
Θα είναι πάρα πολύ θετικό για τους λαούς οι αντιθέσεις στο κεφαλαιοκρατικό στρατόπεδο να αποδειχτούν – έστω και βραχυπρόθεσμα, έστω και σε κάποιες γωνιές του πλανήτη – πιο ισχυρές από το κοινό συμφέρον τους. Το ερώτημα / δίλημμα είναι ακόμα κι αν αυτές οι αντιθέσεις τους οξυνθούν τόσο ώστε να οδηγήσουν σε πόλεμο; Ο πόλεμος όλοι γνωρίζουμε τι μεγάλες συμφορές προκαλεί, ιδιαίτερα στους λαούς και τους εργαζόμενους. Ταυτόχρονα, όμως, συνήθως επιφέρει πολιτική αφύπνιση των λαϊκών μαζών. Που μπορεί να οδηγήσει και σε επαναστάσεις. Προσοχή! Δεν ευχόμαστε κανένα πόλεμο. Απλώς λέμε τι έχει μέχρι τώρα συμβεί. Αν υπάρχουν λαϊκά κινήματα ιδιαίτερα αναπτυγμένα και διεκδικητικά, τότε το ξέσπασμα πολέμων γίνεται πολύ πιο δύσκολο. Το σύνθημα δηλαδή «ή η επανάσταση θα αποτρέψει τον πόλεμο ή ο πόλεμος θα προκαλέσει την επανάσταση» δεν ήταν ποτέ ανεδαφικό και «κούφιο».
Είναι σωστό αυτό στο οποίο καταλήγει ο Michael Hudson του Levy Economics Institute,ότι δηλαδή «Ο αγώνας διεξάγεται για το ποιος θα ελέγχει την κυβέρνηση, το φορολογικό και το ρυθμιστικό σύστημα. Σε πολιτικό επίπεδο, ο αγώνας είναι μεταξύ της οικονομικής δημοκρατίας και της χρηματιστικής ολιγαρχίας.» Αυτός ο αγώνας βέβαια ονομάζεται «πάλη των τάξεων». Και όντως αυτή η πάλη είναι πάντοτε πολιτική. Στόχο και σκοπό έχει την εξουσία.
Αλλά δεν μπορεί να είναι ένας αγώνας μεταξύ της «οικονομικής δημοκρατίας και της χρηματιστικής ολιγαρχίας». Δηλαδή μεταξύ της μικρο-ιδιοκτησίας, του μικρού κεφαλαίου και της χρηματιστικής ολιγαρχίας. Δεν μπορεί να στοχεύει και σκοπεύει στη διάσωση, σώνει και καλά, των μεσαίων στρωμάτων – της σπονδυλικής στήλης του αστικού συστήματος – που σήμερα οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές τα καταστρέφουν. Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου είναι γραμμένη στο DNA του κεφαλαιοκρατικού συστήματος οργάνωσης της παραγωγής και της κοινωνίας. Το διακύβευμα πια σήμερα, γιατί υπερωριμάσει υλικά, είναι η απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής, των τραπεζών κλπ, το πέρασμα τους στην κοινωνική ιδιοκτησία. Και φυσικά κάτι τέτοιο απαιτεί μια επαναστατική συνείδηση σε μαζική κλίμακα. Και πρώτα από όλα μια τέτοια συνείδηση απλωμένη μέσα στην εργατική τάξη. Όσο αυτό δεν συμβαίνει η χρηματιστική ολιγαρχία θα ζει και θα βασιλεύει, βυθίζοντας την κοινωνία σε βαθειά, πολύ βαθειά κρίση. Αυτό πρέπει να λέγεται και να εξηγείται καθημερινά, όσο πιο απλά και ζωντανά γίνεται, σε όλους όσους σήμερα υποφέρουν. Ιδιαίτερα στη νεολαία που σήμερα χειραγωγείται ποικιλότροπα. Αν η νεολαία δεν κινητοποιηθεί, οργανωθεί, αγωνιστεί και απαιτήσει αυτό δεν θα το κάνουν οι συνταξιούχοι – τα άσπρα μαλλιά, τα περήφανα γηρατειά.
Όσες συζητήσεις και λόγοι ειπωθούν στη Βουλή, όσα σχέδια νόμου και προτάσεις – «προοδευτικά» όλα τους – κατατεθούν στη Βουλή, όσες αποκαλύψεις και καταγγελίες κι αν γίνουν, αν με υπομονή, επιμονή, φαντασία και τόλμη, δεν «δουλέψουνε» μέσα και μαζί με τις εργαζόμενες μάζες όσοι θεωρούν τους εαυτούς τους «πρωτοπόρους» – συνήθως αυτοί χαρακτηρίζονται και από αποκρουστική στον κόσμο αλαζονεία – ο τροχός της ιστορίας θα αργήσει να γυρίσει.
Αυτά πρέπει να γίνουν συνείδηση και να λέγονται, να προπαγανδίζονται μέσα στις εργαζόμενες και λαϊκές μάζες. Να τους λέμε ότι θα ανασυγκροτήσουμε τον παραγωγικό μας ιστό – πώς, από ποιόν, μέσα στο πλαίσιο του άνισου και κάθετα δομημένου διεθνούς καταμερισμού εργασίας – και μάλιστα ότι για όλα αυτά αρκεί να ψηφίσει ο λαός ένα αριστερό κόμμα – λ.χ. σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ – το λιγότερο που κάνουμε είναι να αποπροσανατολίζουμε το λαό, να μην τον καθιστούμε ικανό να αγωνιστεί για τα ΔΙΚΑ του συμφέροντα και το ΔΙΚΟ του μέλλον. Αυτός είναι ο άλλος μεγάλος κίνδυνος. Όχι της ηττοπάθειας, όχι του τίποτα δεν μπορεί να γίνει, άρα όλα μάταια. Αλλά του αποπροσανατολισμού, του ιδεολογικού-πολιτικού «αφοπλισμού» των μαζών.
Σημειώσεις – παραπομπές
1- Εργασία που εκπονήθηκε στα πλαίσια του Levy Economics Institute.
2 – Πεονία ονομάζεται το καθεστώς όπου ο εργαζόμενος ασκεί ελάχιστο έως καθόλου έλεγχο στις συνθήκες και τους όρους της εργασίας του διότι είναι υπόχρεος στον δανειστή του. Σύμφωνα με τον ιστορικό Τζέιμς Ράσσελ, «ανάμεσα στους δυο πόλους της δουλείας και της ελεύθερης εργασίας υπάρχουν ενδιάμεσοι τύποι ανελεύθερης εργασίας – δουλοπαροικία, πεονία, καταναγκαστική εργασία…
Οι πεόν ήταν αγρότες ή εργάτες γης δεμένοι με συγκεκριμένους γαιοκτήμονες ή εργοδότες λόγω των δανείων που τους χρωστούσαν. Στη θεωρία, ήταν υποχρεωμένοι να δουλέψουν μέχρι το χρέος να αποπληρωθεί. Στην πράξη, ο δανειστής παραποιούσε συχνά τους λογαριασμούς, ώστε το χρέος να μην αποπληρώνεται ποτέ και να συνεχίζει να αυξάνεται. Το χρέος μπορούσε να μεταβιβαστεί ως υποχρέωση και στα παιδιά του οφειλέτη… Η πεονία υπήρχε από την αρχαιότητα έως, λίγο ώς πολύ, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα σε μεγάλο αριθμό χωρών». Σύμφωνα με το δίκαιο των ΗΠΑ, «πεονία είναι μια κατάσταση ή συνθήκη υποχρεωτικής υπηρεσίας βασισμένη πάνω στο χρέος ενός προσώπου προς ένα άλλο». [βλ. Δημήτρης Καζάκης «Καθεστώς πεονίας» ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ, ΚΥΡΙΑΚΗ 6 Φεβρουαρίου 2011]
3 – Ζακ Ελλύλ «Μεταμόρφωση του αστού», εκδ. Νησιδες, 2008.
4- John Maynard Keynes «Η Γενική Θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος», μετάφραση Δημητρίου Δελιβάνη, εκδ. ΑΡΓ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ, ΑΘΗΝΑ χχ, σελ. 337.
5 – Υπήρξε εντελώς παραπλανητικό το σύνθημα – προερχόμενο κυρίως από το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα – για ένα «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Πρώτον γιατί έτσι αποδεχόντουσαν ότι ο γνωστός μας σοσιαλισμός – ο σοβιετικού τύπου – ήτανε σοσιαλισμός στο επίπεδο της οικονομίας αλλά όχι στο επίπεδο της πολιτικής και της κοινωνίας. Δεύτερον γιατί με αυτό τον τρόπο διαχώριζαν βάναυσα τη «βάση» και το «εποικοδόμημα». Τους έπεφτε λίγο βαρύ να ξεκόψουν από την παράδοση και να ομολογήσουν ότι αυτές οι κοινωνίες και τα καθεστώτα απλά δεν ήτανε σοσιαλιστικά. Ότι είχαμε να κάνουμε με κρατικό καπιταλισμό. Η αδυναμία τους να παραδεχτούν κάτι τέτοιο, έκρυβε βαθύτατα ταξικά συμφέροντα. Τα συμφέροντα μικροαστικών και μεσοαστικών κοινωνικών ομάδων που ουσιαστικά σε μια τέτοια οικονομική-παραγωγική οργάνωση της κοινωνίας προσέβλεπαν. Διότι σε αυτήν και με αυτήν θα εδραίωναν τα δικά τους συμφέροντα και την ηγεμονία τους πάνω στις εργαζόμενες παραγωγικά λαϊκές μάζες.
6 – βλ. «ΤΟ ΒΗΜΑ» ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 21/10/2011
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου