Στο ερώτημα αν ο καπιταλισμός έχει ακόμη μέλλον
απαντούν τρεις οικονομολόγοι που πήραν μέρος σε μία σημαντική εκδήλωση
του Ιδρύματος Μανταριάγκα-Κολλέγιο της Ευρώπης στις Βρυξέλλες.
Δεν χωρά καμία αμφιβολία. Η οικονομική και η
χρηματοπιστωτική κρίση έφεραν στην επιφάνεια και φώτισαν ταυτοχρόνως
ενδογενή ελαττώματα της οικονομίας της αγοράς – της οποίας, ωστόσο, η
αποτελεσματικότητα δεν αμφισβητείται.
Μας εγκαλεί, όμως, η σημερινή κάμψη της ανάπτυξης, η οποία, από την άλλη πλευρά, δεν φαίνεται να θίγει τη λογική του κέρδους ως κινητήριας δύναμης του καπιταλισμού. Και κάθε άλλο παρά εμποδίζει τις υψηλές κερδοφορίες στον χρηματοοικονομικό κλάδο, αλλά και την επιστροφή σε αμοιβές που, σε πολλές περιπτώσεις, είναι προκλητικές.
Τα ερωτήματα λοιπόν που τίθενται είναι: Πόσο καιρό μπορούμε ακόμα να ζούμε με την ψευδαίσθηση ότι τίποτε δεν αλλάζει; Πόσο θα αντέξει η δημοκρατία, στο μέτρο που η παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να ρυθμιστεί; Τελικά, μήπως η κρίση που βιώνουμε σήμερα είναι αυτή της ανάδυσης νέων τύπων καπιταλισμών, προσαρμοσμένων στις νέες προκλήσεις της εποχής μας;
Στα ερωτήματα αυτά επεχείρησαν να δώσουν απαντήσεις τρεις διαπρεπείς οικονομολόγοι, που βρέθηκαν στις Βρυξέλλες προσκεκλημένοι του Ιδρύματος Μανταριάγκα-Κολλέγιο της Ευρώπης. Πρόκειται για τον Βέλγο καθηγητή Ζαν-Ζακ Λαμπέν, που διδάσκει στα πανεπιστήμια της Λουβαίν στο Βέλγιο και του Μιλάνου-Μπικόκα, τον Γάλλο οικονομολόγο-ανθρωπολόγο Πωλ Ζοριόν και τον Αμερικανό καθηγητή Μικροοικονομίας Ζόλταν Τζ. Ακς που διδάσκει, μεταξύ άλλων, και στο Γερμανικό Ινστιτούτο Ερευνών «Μαξ Πλανκ».
Στην εναρκτήρια εισήγησή του, ο Ζαν-Ζακ Λαμπέν τόνισε ευθύς εξαρχής ότι η δαιμονοποίηση του καπιταλισμού αποτελεί σοβαρό λάθος, γιατί αρνητικά φαινόμενα -τα οποία κάποιοι συνδέουν με τον καπιταλισμό- προϋπήρχαν αυτού. «Για παράδειγμα, η Ιστορία έχει καταγράψει σοβαρές καταστροφές του φυσικού μας περιβάλλοντος πολύ πριν από τη βιομηχανική επανάσταση και την έλευση του βιομηχανικού καπιταλισμού», είπε ο Βέλγος καθηγητής.
Στη συνέχεια, αναλύοντας τη φύση του καπιταλισμού της αγοράς, είπε ότι το σύστημα αυτό το συνθέτουν πέντε τύποι κεφαλαίου: το ανθρώπινο κεφάλαιο (εργασία), το φυσικό κεφάλαιο (υποδομές), το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, το περιβάλλον και η γνώση.
Η τελευταία, είναι μία νέα και ανερχόμενη κεφαλαιακή δύναμη που επηρεάζει αισθητά και τους λοιπούς τύπους κεφαλαίου. «Δυστυχώς, ο παραδοσιακός καπιταλισμός υποτίμησε το φυσικό και το ανθρώπινο κεφάλαιο, ρίχνοντας βάρος στις άλλες τρεις μορφές, που σήμερα έχουν δημιουργήσει προβλήματα», ανέφερε. «Ο παραδοσιακός καπιταλισμός μπορεί να βοηθήσει στην καταπολέμηση της απόλυτης φτώχειας σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία, εντούτοις δημιούργησε νέα προβλήματα, ποιοτικού περιεχομένου, στην ανεπτυγμένη Δύση, η οποία σήμερα είναι και η πηγή της κρίσης», τόνισε ο Ζαν-Ζακ Λαμπέν.
Γιατί όμως η Δύση είναι πηγή της κρίσης; Δύο είναι οι λόγοι, υποστήριξαν και οι τρεις ομιλητές της εκδήλωσης: Πρώτον, είπε ο καθηγητής Ζόλταν Ακς, στον δυτικό οικονομικό κόσμο άλλαξε η έννοια της αξίας. Η τελευταία, από μέσο κοινωνικής ανέλιξης, έγινε εργαλείο ικανοποίησης των μετόχων. Έχασε, δηλαδή, μεγάλο μέρος του κοινωνικού της περιεχομένου, με αποτέλεσμα οι ηγέτες των επιχειρήσεων να νοιάζονται περισσότερο για τις χρηματιστηριακές εξελίξεις παρά για τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας. «Παρατηρήθηκε σοβαρή μετάλλαξη των καταστατικών παραμέτρων του οικονομικού κοσμοσυστήματος, που δεν είναι άνευ σημασίας», τόνισε ο Πωλ Ζοριόν. Στο πλαίσιο αυτό, ο χρηματοοικονομικός καπιταλισμός, αντί να δημιουργεί πραγματική αξία μέσω παραγωγικών επενδύσεων, δημιούργησε αξίες, προϊόντα της κερδοσκοπίας, που διχοτόμησαν τον καπιταλισμό σε παραγωγικό και μη.
«Σήμερα λοιπόν η κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει, γιατί ο ανερχόμενος παραδοσιακός καπιταλισμός στις αναπτυσσόμενες χώρες θα διαλύσει κάθε παραγωγικό ιστό στη Δύση. Το φαινόμενο αυτό είναι ήδη ορατό και, μέχρι να ξεσπάσει η κρίση του 2007, είχε συσκοτισθεί από την εντυπωσιακή άνοδο των πιστώσεων», τονίζει ο Πωλ Ζοριόν.
Κατά την άποψή του, η κρίση που βιώνουμε σήμερα συνδέεται άμεσα με την πίστωση. Τα θεαματικά κέρδη παραγωγικότητας που σημειώθηκαν χάρη στην ανάπτυξη της μικροπληροφορικής, της ρομποτικής και των τηλεπικοινωνιών, ναι μεν, μεταξύ άλλων, κατήργησαν θέσεις εργασίας, πλην όμως ωφέλησαν τους καταναλωτές γιατί αύξησαν την αγοραστική τους δύναμη μέσω της πτώσεως των τιμών. Από την άλλη πλευρά, ωφελήθηκαν και οι μέτοχοι/επενδυτές, οι οποίοι είδαν τις αποδόσεις τους να ανεβαίνουν. Έτσι, το κεφάλαιο που ανταμείφθηκε από τα επιτόκια ευνόησε τη συγκέντρωση περιουσιών, αλλά τα κέρδη της παραγωγικότητας, αντί να ανεβάσουν τους μισθούς, τους κατέβασαν.
«Συνεπώς, το καπιταλιστικό σύστημα, για να αντισταθμίσει αυτή την κατάσταση ανισορροπίας, διευκόλυνε την πρόσβαση στις πιστώσεις, ήτοι υποθήκευσε τις μελλοντικές αμοιβές εργασίας των εργαζομένων», είπε ο Πωλ Ζοριόν.
Δημιουργήθηκε έτσι μία δομική ανισορροπία, με αποτέλεσμα το άθροισμα των διαθεσίμων κεφαλαίων να μην επενδύεται στην παραγωγή αγαθών, εφόσον οι καταναλωτές αδυνατούν, λόγω μισθολογικής στασιμότητας, να τα απορροφήσουν. Αυτά τα κεφάλαια τοποθετούνται έτσι στον χρηματοοικονομικό τομέα, κύρια δραστηριότητα του οποίου είναι η κερδοσκοπία, που σήμερα στρέφεται προς τις πρώτες ύλες. Στο φαινόμενο αυτό, όμως, ήλθε να προστεθεί η ανισορροπία του διεθνούς νομισματικού συστήματος και η πολιτική ανόδου του δημοσίου χρέους τους που ακολούθησαν αρκετές χώρες, με ιδιαίτερα εντυπωσιακή την περίπτωση της Ελλάδας.
Στο επίπεδο αυτό, ο καθηγητής Ζόλταν Ακς επέρριψε σοβαρές ευθύνες στις ΗΠΑ και τόνισε ότι η εγκατάλειψη της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό το 1971 νόθευσε τις κεϊνσιανές πρακτικές που είχαν υιοθετηθεί μετά την κρίση του 1930. «Το δολάριο παραμένει το διεθνές νόμισμα αναφοράς, το οποίο, όμως, επειδή δεν στηρίζεται σε μηχανισμούς μετατρεψιμότητας, επιτρέπει στην Αμερική να τυπώνει χρήμα και έτσι να εξάγει τις δομικές οικονομικές της ανισορροπίες στον υπόλοιπο κόσμο...», υπογράμμισε ο Αμερικανός καθηγητής. Κατά την άποψή του, η σημερινή κρίση είναι, σε σημαντικό βαθμό, το προϊόν της ασταθούς αμερικανικής νομισματικής πολιτικής, η οποία, στηριζόμενη στη χειραγώγηση των επιτοκίων, δημιούργησε απίστευτες χρηματοοικονομικές φούσκες, εισάγοντας τον παράγοντα της χρηματοοικονομικής ανισορροπίας στις αγορές.
Στο πλαίσιο αυτής της διεθνούς νομισματικής πραγματικότητας, το αμερικανικό δολάριο χρησίμευσε ως το κύριο διεθνές αποθεματικό νόμισμα και όλες οι κεντρικές τράπεζες του κόσμου το δέχονταν εύκολα. Συνεπώς, οι ΗΠΑ μπορούσαν να εφαρμόζουν αντικυκλικές πολιτικές, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες –και, σε μικρότερο βαθμό, άλλες αναπτυγμένες– ήταν υποχρεωμένες να ζουν υπό περιορισμό.
Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να είναι ασφαλέστερο να διατηρούνται τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία στο κέντρο, παρά στην περιφέρεια. Καθώς καταργούνταν τα εμπόδια στις μετακινήσεις κεφαλαίων, οι παγκόσμιες αποταμιεύσεις απορροφώνταν από το κέντρο και αναδιανέμονταν από εκεί. Δεν είναι λοιπόν ούτε παράδοξο, ούτε συμπτωματικό ότι οι ΗΠΑ απέκτησαν ένα χρόνιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο στα χρόνια της προεδρίας Τζωρτζ Μπους πλησίασε το 10% του ΑΕΠ –με αποτέλεσμα ο υπερχρεωμένος Αμερικανός καταναλωτής να είναι και η κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας.
Η ασυμμετρία αυτή, σε συνδυασμό με τα ασύμμετρα κίνητρα για την επέκταση της πίστωσης στις ανεπτυγμένες χώρες σήμερα αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομίας. Μία οικονομία, όμως, κατέληξαν και οι τρεις εισηγητές στην εκδήλωση των Βρυξελλών, η οποία, για να επανέλθει εκ νέου σε κατάσταση ισορροπίας, θα πρέπει η Αμερική και η Ευρώπη να αναδείξουν και να προωθήσουν παγκοσμίως νέες μορφές βιώσιμης επιχειρηματικότητας.
«Έχουμε ανάγκη από έναν άλλον καπιταλισμό, αλλά και από τον επαναπροσδιορισμό της πολιτικής σε συνάρτηση με την κρατική εξουσία», είπε ο Βέλγος καθηγητής Ζαν-Ζακ Λαμπέν.
«Για μένα, η οικονομική δραστηριότητα πρέπει να απομακρυνθεί από τις χρηματοοικονομικές ψευδαισθήσεις και την πολυπλοκότητα των προϊόντων που αυτές δημιουργούν. Απέναντι στον ασιατικό καπιταλισμό, που ήδη αποκτά και αυτός καταναλωτικό χαρακτήρα, το μέλλον της Αμερικής και της Ευρώπης δεν βρίσκεται στον ανταγωνισμό για χαμηλότερους μισθούς ή στον περιορισμό του εμπορίου για εισαγόμενα αγαθά, αλλά στην εξισορρόπηση των επιπέδων κατανάλωσης μέσω υψηλότερων επιπέδων εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας προς τον υπόλοιπο κόσμο. Η απάντηση δεν είναι μία οικονομία που βασίζεται στις χαμηλές αμοιβές ή σε περιορισμένο -και άρα μικρότερο– εμπόριο, αλλά σε ανεπτυγμένες δεξιότητες. Η ανισόμετρη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας δεν μπορεί να αποδοθεί σε μία χώρα ή σε μία ήπειρο και προφανώς δεν υπάρχουν απλές εθνικές λύσεις σε ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Ενώ κάθε χώρα έχει τις δικές της προκλήσεις και επιλογές, τις δικές της προτεραιότητες και σχέδια, η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί κοινά προβλήματα που μόνον με διεθνή συντονισμένη δράση μπορούν να αντιμετωπισθούν», πρόσθεσε ο Πωλ Ζοριόν.
«Έφθασε ίσως η ώρα να επανακεφαλαιοποιήσουμε τους πιο φτωχούς, μέσα από τη δημιουργία μιας επιχειρούσας κοινωνίας, στην οποίαν όλοι ανεξαιρέτως θα πρέπει να έχουν άμεση πρόσβαση στη γνώση, άρα στην παιδεία. Υπό αυτήν την έννοια, η βιώσιμη επιχειρηματικότητα είναι ίσως ο τρίτος δρόμος του καπιταλισμού», κατέληξε ο Ζόλταν Ακς. Και τα λόγια του αυτά, προσθέτουμε εμείς, είναι μεστά σε περιεχόμενο και για τη χώρα μας.
Αν στην Ελλάδα του 2015 δεν απελευθερωθεί η επιχειρηματική δραστηριότητα, στο σημερινό παγκόσμιο περιβάλλον συγκρούσεως των ώριμων και αναδυόμενων οικονομιών, η χώρα –που 190 χρόνια επιβιώνει με δανεικά– θα καταβυθιστεί αύτανδρη και κάποιοι θα συνεχίζουν να μας λένε τραγούδια...
Πηγή : http://www.euro2day.grΜας εγκαλεί, όμως, η σημερινή κάμψη της ανάπτυξης, η οποία, από την άλλη πλευρά, δεν φαίνεται να θίγει τη λογική του κέρδους ως κινητήριας δύναμης του καπιταλισμού. Και κάθε άλλο παρά εμποδίζει τις υψηλές κερδοφορίες στον χρηματοοικονομικό κλάδο, αλλά και την επιστροφή σε αμοιβές που, σε πολλές περιπτώσεις, είναι προκλητικές.
Τα ερωτήματα λοιπόν που τίθενται είναι: Πόσο καιρό μπορούμε ακόμα να ζούμε με την ψευδαίσθηση ότι τίποτε δεν αλλάζει; Πόσο θα αντέξει η δημοκρατία, στο μέτρο που η παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να ρυθμιστεί; Τελικά, μήπως η κρίση που βιώνουμε σήμερα είναι αυτή της ανάδυσης νέων τύπων καπιταλισμών, προσαρμοσμένων στις νέες προκλήσεις της εποχής μας;
Στα ερωτήματα αυτά επεχείρησαν να δώσουν απαντήσεις τρεις διαπρεπείς οικονομολόγοι, που βρέθηκαν στις Βρυξέλλες προσκεκλημένοι του Ιδρύματος Μανταριάγκα-Κολλέγιο της Ευρώπης. Πρόκειται για τον Βέλγο καθηγητή Ζαν-Ζακ Λαμπέν, που διδάσκει στα πανεπιστήμια της Λουβαίν στο Βέλγιο και του Μιλάνου-Μπικόκα, τον Γάλλο οικονομολόγο-ανθρωπολόγο Πωλ Ζοριόν και τον Αμερικανό καθηγητή Μικροοικονομίας Ζόλταν Τζ. Ακς που διδάσκει, μεταξύ άλλων, και στο Γερμανικό Ινστιτούτο Ερευνών «Μαξ Πλανκ».
Στην εναρκτήρια εισήγησή του, ο Ζαν-Ζακ Λαμπέν τόνισε ευθύς εξαρχής ότι η δαιμονοποίηση του καπιταλισμού αποτελεί σοβαρό λάθος, γιατί αρνητικά φαινόμενα -τα οποία κάποιοι συνδέουν με τον καπιταλισμό- προϋπήρχαν αυτού. «Για παράδειγμα, η Ιστορία έχει καταγράψει σοβαρές καταστροφές του φυσικού μας περιβάλλοντος πολύ πριν από τη βιομηχανική επανάσταση και την έλευση του βιομηχανικού καπιταλισμού», είπε ο Βέλγος καθηγητής.
Στη συνέχεια, αναλύοντας τη φύση του καπιταλισμού της αγοράς, είπε ότι το σύστημα αυτό το συνθέτουν πέντε τύποι κεφαλαίου: το ανθρώπινο κεφάλαιο (εργασία), το φυσικό κεφάλαιο (υποδομές), το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, το περιβάλλον και η γνώση.
Η τελευταία, είναι μία νέα και ανερχόμενη κεφαλαιακή δύναμη που επηρεάζει αισθητά και τους λοιπούς τύπους κεφαλαίου. «Δυστυχώς, ο παραδοσιακός καπιταλισμός υποτίμησε το φυσικό και το ανθρώπινο κεφάλαιο, ρίχνοντας βάρος στις άλλες τρεις μορφές, που σήμερα έχουν δημιουργήσει προβλήματα», ανέφερε. «Ο παραδοσιακός καπιταλισμός μπορεί να βοηθήσει στην καταπολέμηση της απόλυτης φτώχειας σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία, εντούτοις δημιούργησε νέα προβλήματα, ποιοτικού περιεχομένου, στην ανεπτυγμένη Δύση, η οποία σήμερα είναι και η πηγή της κρίσης», τόνισε ο Ζαν-Ζακ Λαμπέν.
Γιατί όμως η Δύση είναι πηγή της κρίσης; Δύο είναι οι λόγοι, υποστήριξαν και οι τρεις ομιλητές της εκδήλωσης: Πρώτον, είπε ο καθηγητής Ζόλταν Ακς, στον δυτικό οικονομικό κόσμο άλλαξε η έννοια της αξίας. Η τελευταία, από μέσο κοινωνικής ανέλιξης, έγινε εργαλείο ικανοποίησης των μετόχων. Έχασε, δηλαδή, μεγάλο μέρος του κοινωνικού της περιεχομένου, με αποτέλεσμα οι ηγέτες των επιχειρήσεων να νοιάζονται περισσότερο για τις χρηματιστηριακές εξελίξεις παρά για τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας. «Παρατηρήθηκε σοβαρή μετάλλαξη των καταστατικών παραμέτρων του οικονομικού κοσμοσυστήματος, που δεν είναι άνευ σημασίας», τόνισε ο Πωλ Ζοριόν. Στο πλαίσιο αυτό, ο χρηματοοικονομικός καπιταλισμός, αντί να δημιουργεί πραγματική αξία μέσω παραγωγικών επενδύσεων, δημιούργησε αξίες, προϊόντα της κερδοσκοπίας, που διχοτόμησαν τον καπιταλισμό σε παραγωγικό και μη.
«Σήμερα λοιπόν η κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει, γιατί ο ανερχόμενος παραδοσιακός καπιταλισμός στις αναπτυσσόμενες χώρες θα διαλύσει κάθε παραγωγικό ιστό στη Δύση. Το φαινόμενο αυτό είναι ήδη ορατό και, μέχρι να ξεσπάσει η κρίση του 2007, είχε συσκοτισθεί από την εντυπωσιακή άνοδο των πιστώσεων», τονίζει ο Πωλ Ζοριόν.
Κατά την άποψή του, η κρίση που βιώνουμε σήμερα συνδέεται άμεσα με την πίστωση. Τα θεαματικά κέρδη παραγωγικότητας που σημειώθηκαν χάρη στην ανάπτυξη της μικροπληροφορικής, της ρομποτικής και των τηλεπικοινωνιών, ναι μεν, μεταξύ άλλων, κατήργησαν θέσεις εργασίας, πλην όμως ωφέλησαν τους καταναλωτές γιατί αύξησαν την αγοραστική τους δύναμη μέσω της πτώσεως των τιμών. Από την άλλη πλευρά, ωφελήθηκαν και οι μέτοχοι/επενδυτές, οι οποίοι είδαν τις αποδόσεις τους να ανεβαίνουν. Έτσι, το κεφάλαιο που ανταμείφθηκε από τα επιτόκια ευνόησε τη συγκέντρωση περιουσιών, αλλά τα κέρδη της παραγωγικότητας, αντί να ανεβάσουν τους μισθούς, τους κατέβασαν.
«Συνεπώς, το καπιταλιστικό σύστημα, για να αντισταθμίσει αυτή την κατάσταση ανισορροπίας, διευκόλυνε την πρόσβαση στις πιστώσεις, ήτοι υποθήκευσε τις μελλοντικές αμοιβές εργασίας των εργαζομένων», είπε ο Πωλ Ζοριόν.
Δημιουργήθηκε έτσι μία δομική ανισορροπία, με αποτέλεσμα το άθροισμα των διαθεσίμων κεφαλαίων να μην επενδύεται στην παραγωγή αγαθών, εφόσον οι καταναλωτές αδυνατούν, λόγω μισθολογικής στασιμότητας, να τα απορροφήσουν. Αυτά τα κεφάλαια τοποθετούνται έτσι στον χρηματοοικονομικό τομέα, κύρια δραστηριότητα του οποίου είναι η κερδοσκοπία, που σήμερα στρέφεται προς τις πρώτες ύλες. Στο φαινόμενο αυτό, όμως, ήλθε να προστεθεί η ανισορροπία του διεθνούς νομισματικού συστήματος και η πολιτική ανόδου του δημοσίου χρέους τους που ακολούθησαν αρκετές χώρες, με ιδιαίτερα εντυπωσιακή την περίπτωση της Ελλάδας.
Στο επίπεδο αυτό, ο καθηγητής Ζόλταν Ακς επέρριψε σοβαρές ευθύνες στις ΗΠΑ και τόνισε ότι η εγκατάλειψη της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό το 1971 νόθευσε τις κεϊνσιανές πρακτικές που είχαν υιοθετηθεί μετά την κρίση του 1930. «Το δολάριο παραμένει το διεθνές νόμισμα αναφοράς, το οποίο, όμως, επειδή δεν στηρίζεται σε μηχανισμούς μετατρεψιμότητας, επιτρέπει στην Αμερική να τυπώνει χρήμα και έτσι να εξάγει τις δομικές οικονομικές της ανισορροπίες στον υπόλοιπο κόσμο...», υπογράμμισε ο Αμερικανός καθηγητής. Κατά την άποψή του, η σημερινή κρίση είναι, σε σημαντικό βαθμό, το προϊόν της ασταθούς αμερικανικής νομισματικής πολιτικής, η οποία, στηριζόμενη στη χειραγώγηση των επιτοκίων, δημιούργησε απίστευτες χρηματοοικονομικές φούσκες, εισάγοντας τον παράγοντα της χρηματοοικονομικής ανισορροπίας στις αγορές.
Στο πλαίσιο αυτής της διεθνούς νομισματικής πραγματικότητας, το αμερικανικό δολάριο χρησίμευσε ως το κύριο διεθνές αποθεματικό νόμισμα και όλες οι κεντρικές τράπεζες του κόσμου το δέχονταν εύκολα. Συνεπώς, οι ΗΠΑ μπορούσαν να εφαρμόζουν αντικυκλικές πολιτικές, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες –και, σε μικρότερο βαθμό, άλλες αναπτυγμένες– ήταν υποχρεωμένες να ζουν υπό περιορισμό.
Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να είναι ασφαλέστερο να διατηρούνται τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία στο κέντρο, παρά στην περιφέρεια. Καθώς καταργούνταν τα εμπόδια στις μετακινήσεις κεφαλαίων, οι παγκόσμιες αποταμιεύσεις απορροφώνταν από το κέντρο και αναδιανέμονταν από εκεί. Δεν είναι λοιπόν ούτε παράδοξο, ούτε συμπτωματικό ότι οι ΗΠΑ απέκτησαν ένα χρόνιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο στα χρόνια της προεδρίας Τζωρτζ Μπους πλησίασε το 10% του ΑΕΠ –με αποτέλεσμα ο υπερχρεωμένος Αμερικανός καταναλωτής να είναι και η κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας.
Η ασυμμετρία αυτή, σε συνδυασμό με τα ασύμμετρα κίνητρα για την επέκταση της πίστωσης στις ανεπτυγμένες χώρες σήμερα αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομίας. Μία οικονομία, όμως, κατέληξαν και οι τρεις εισηγητές στην εκδήλωση των Βρυξελλών, η οποία, για να επανέλθει εκ νέου σε κατάσταση ισορροπίας, θα πρέπει η Αμερική και η Ευρώπη να αναδείξουν και να προωθήσουν παγκοσμίως νέες μορφές βιώσιμης επιχειρηματικότητας.
«Έχουμε ανάγκη από έναν άλλον καπιταλισμό, αλλά και από τον επαναπροσδιορισμό της πολιτικής σε συνάρτηση με την κρατική εξουσία», είπε ο Βέλγος καθηγητής Ζαν-Ζακ Λαμπέν.
«Για μένα, η οικονομική δραστηριότητα πρέπει να απομακρυνθεί από τις χρηματοοικονομικές ψευδαισθήσεις και την πολυπλοκότητα των προϊόντων που αυτές δημιουργούν. Απέναντι στον ασιατικό καπιταλισμό, που ήδη αποκτά και αυτός καταναλωτικό χαρακτήρα, το μέλλον της Αμερικής και της Ευρώπης δεν βρίσκεται στον ανταγωνισμό για χαμηλότερους μισθούς ή στον περιορισμό του εμπορίου για εισαγόμενα αγαθά, αλλά στην εξισορρόπηση των επιπέδων κατανάλωσης μέσω υψηλότερων επιπέδων εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας προς τον υπόλοιπο κόσμο. Η απάντηση δεν είναι μία οικονομία που βασίζεται στις χαμηλές αμοιβές ή σε περιορισμένο -και άρα μικρότερο– εμπόριο, αλλά σε ανεπτυγμένες δεξιότητες. Η ανισόμετρη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας δεν μπορεί να αποδοθεί σε μία χώρα ή σε μία ήπειρο και προφανώς δεν υπάρχουν απλές εθνικές λύσεις σε ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Ενώ κάθε χώρα έχει τις δικές της προκλήσεις και επιλογές, τις δικές της προτεραιότητες και σχέδια, η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί κοινά προβλήματα που μόνον με διεθνή συντονισμένη δράση μπορούν να αντιμετωπισθούν», πρόσθεσε ο Πωλ Ζοριόν.
«Έφθασε ίσως η ώρα να επανακεφαλαιοποιήσουμε τους πιο φτωχούς, μέσα από τη δημιουργία μιας επιχειρούσας κοινωνίας, στην οποίαν όλοι ανεξαιρέτως θα πρέπει να έχουν άμεση πρόσβαση στη γνώση, άρα στην παιδεία. Υπό αυτήν την έννοια, η βιώσιμη επιχειρηματικότητα είναι ίσως ο τρίτος δρόμος του καπιταλισμού», κατέληξε ο Ζόλταν Ακς. Και τα λόγια του αυτά, προσθέτουμε εμείς, είναι μεστά σε περιεχόμενο και για τη χώρα μας.
Αν στην Ελλάδα του 2015 δεν απελευθερωθεί η επιχειρηματική δραστηριότητα, στο σημερινό παγκόσμιο περιβάλλον συγκρούσεως των ώριμων και αναδυόμενων οικονομιών, η χώρα –που 190 χρόνια επιβιώνει με δανεικά– θα καταβυθιστεί αύτανδρη και κάποιοι θα συνεχίζουν να μας λένε τραγούδια...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου