«…τον άρτον ημών τον επιούσιον…»*
κι αν αναλωνόμαστε με το αν του πρέπει μέλι
ή σιρόπι του μπακλαβά,
γνωρίζουμε καλά τι συμβαίνει γύρω
Στον τουρισμό σπέρνεται, κεντρίζει, ανθίζει, καρποφορεί, μια καλά
ριζωμένη παραγωγή. Όμορφη πατρίδα, εύφορος τόπος, γόνιμος, με νησιά,
βουνά και ισιώματα, πολιτισμό, παραλίες, ξεφαντώματα. Απ’ όλα! Ένα
σύνολο απασχολήσεων, ένα είδος ατμομηχανής. Με σταθερότητα κρατά το
τρένο στις ράγες: αγροτική παραγωγή, μεταποίηση, κλάδος εστίασης,
παράλληλα με την ξενοδοχεία, την ψυχαγωγία, τον πολιτισμό. Αντλούν το
απαραίτητο για τη συντήρησή τους οξυγόνο από τον τουρισμό. Ο κλάδος πήγε
επιτέλους καλά φέτος. Άρα άξιζε τον κόπο η δουλειά του σερβιτόρου, του
μάγειρα, του λαντζέρη. Θα πληρωθεί, θα μπορέσει να ζήσει οικογένειες.ή σιρόπι του μπακλαβά,
γνωρίζουμε καλά τι συμβαίνει γύρω
Καθώς με τα τραγούδια, τις διηγήσεις, τη λογοτεχνία περιδιαβαίνουμε άλλες επίσης δύσκολες εποχές, συνειδητοποιούμε πως λίγο να τα χαϊδέψεις στην επιφάνεια, λίγο να ανασηκώσεις την κάθε λέξη, ανακαλύπτεις στις καρδιές των ανθρώπων το όνειρο. Κι ας μην το έλεγαν καθαρά. Το έδειχναν, το αναζητούσαν. Όποιος ήθελε την έβρισκε τη θαλπωρή κι ας ήταν μέσα στο ασύνορο κλάμα του Στέλιου Καζαντζίδη, κι ας ήταν «ψεύτρα η ξενιτιά με πικρό ψωμί, θολό νερό» κι ας «βλαστημάς τα λεφτά που αποκτάς», πέρα ακόμα κι από το «πιο καλά στο φτωχικό με ψωμί κι ελιά» υπήρχε η ελπίδα.
Σήμερα, καθώς το σώμα της πατρίδας φυλλοροεί, καθώς το φθινόπωρο διαρκείας είναι στρωμένο καταπράσινο χαλί από το πιο εκλεκτό και ελπιδοφόρο της κομμάτι, οι στριμωγμένοι στη γωνία από την καθημερινότητα της εφορίας, της τηλεόρασης, Έλληνες, αναζητούν τι άλλο, λίγη ελπίδα να πιαστούν.
Ακόμα κι αν στρώνουμε το ένα φύλλο κρούστας πάνω στ’ άλλο κι αν ασχολούμαστε με τη σωστή επιλογή του βουτύρου κι αν αναλωνόμαστε με το αν του πρέπει μέλι ή σιρόπι του μπακλαβά, γνωρίζουμε καλά τι συμβαίνει γύρω. Μας το λένε άλλωστε συχνά τα ίδια τα παιδιά με κείνη την ειλικρίνεια της δικιάς τους γενιάς, που εμείς διδάξαμε κι ας μην την ενστερνιστήκαμε ποτέ σαν τρόπο ζωής: «το ξέρεις πατέρα πως σπουδάζεις αυριανό μετανάστη;» Το ξέρω, λες, μαυρίζεις, πατάς αντιγραφή, επικόλληση και κόβεσαι κομμάτια. Γιατί ξέρεις ότι δεν μπορείς να κρυφτείς από τα μάτια ενός παιδιού, τα μαθημένα να γκουγκλάρουν σκανάρωντας υγρασίες ματιών, θερμοκρασίες δακτύλων, λέξεις κλειδιά και μυρωδιές.
Σκύβεις το κεφάλι και γράφεις. Μετράς τις λέξεις, στο ταψί να χωράνε ακριβώς, γιατί ξέρεις πως καθεμιά που περισσεύει θα κοπεί στο μάρμαρο. Ωραίες λέξεις διαλέγεις, τις συνταιριάζεις με τον τρόπο σου. Όπως πάντα ασχολείσαι με την ελπίδα και το όνειρο, με κείνα τα θέματα που χαϊδεύουν τις καρδιές και τις μνήμες των ανθρώπων. Με το πόσο ωραία μυρίζει ο μπακλαβάς του βουτύρου, πόσο κρουστό το αμύγδαλο, πόσο δεν σε λιγώνει το σιρόπι του. Γιατί ξέρεις πως δεν έχεις τίποτα άλλο να προσφέρεις, από το να δίνεις σταθερά πιασίματα, μια νόστ-ιμη αναφορά κάθε φορά, για να μπορέσει ο αναγνώστης από κάπου να πιαστεί. Γιατί τα ποσοστά και τα στατιστικά δεν πείθουν, δεν ταξιδεύουν και δεν απαντούν στο ερώτημα: Άντε και διορθώθηκε ο ΕΝΦΙΑ, άντε και ο φόρος ή μήπως φόβος(;) στο πετρέλαιο μειώθηκε. Αυτόν τον άρτον ημών επιούσιο, τι να τον κάνω; Με ποιον να τον πρωτομοιραστώ;
*από την «Κυριακή προσευχή»
Πηγή : https://karvouna
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου