Σέριφος Μαλιάδικο
του Θανάση Σκαμνάκη
Ποτέ δεν έλειψε το καλοκαίρι από τη σκέψη μας. Όχι ξωκλήσια και νησιά, βράχοι της τρικυμίας και Παναγίες του πόντου, μπλε και γαλάζιο και άσπρο και μωβ του δειλινού. Όχι τουριστικοί οδηγοί και καρτ ποστάλ, σε ιδανικές εκτελέσεις. Άνθρωποι μόνο.
Ας γυρίσουμε σε μια ιδέα καλοκαιριού. Που ξοδεύεται επάξια σε διαδρομές πολιτικής ευεξίας και κοινωνικής απογοήτευσης, αλλά χωρίς μοιρολατρία, εν γένει. Ας είμαστε δραστήριοι και υπομονετικοί. Έχουν, εν μέσω θερμού θέρους, πνεύσει άνεμοι που υπόσχονται καλύτερους πλόες. Εξάλλου, δεν είμαστε εκπαιδευμένοι για εύκολα (ακόμα κι αν συχνά επιθυμήσαμε σφόδρα μια ευκολία). Μοιρασμένος λοιπόν ο θερινός χρόνος, ανάμεσα σε ανατέλλουσες προσδοκίες, διαψεύσεις, προσωρινούς θριάμβους που έγιναν διαψεύσεις, αλλά που δεν διέψευσαν, δεν κατορθώνουν να διαψεύσουν, το θερινό στίγμα του εαυτού μας και της αντίστασής μας.
Από σήμερα πολλοί θα είναι εκείνοι που αναχωρούν προς μια προσωρινή αμνησία, σαν κάθαρση αναγκαία για την επάνοδο. Προς τη σοφία της γυμνής επαφής με το φως, της άμμου που εισδύει στα μύχια, της ζέστης που χαλαρώνει τις αισθήσεις κι αδυνατίζει τη θέληση, αλλά δεν προδίδει τις επιστροφές, της θάλασσας που επουλώνει πληγές των μέσα. Κορμιά να ερωτευτούν, να σκεφτούν, να δουλέψουν συναγωνιζόμενα την αμεριμνησία του τζίτζικα και αρνούμενα την δουλεία του μυρμηγκιού.
Στο ζεστό βράδυ θα μυρίσει το νερό που εξατμίζει τη δόξα του και δικαιώνει τον προορισμό του. Μια φεγγαράδα που δεν απόλαυσε ο διανυθείς Ιούλιος αναζητεί θεατές και ερωτευμένους. Η ζωή μας πολλαπλασιάζεται έτσι. Σε αδιάκοπα καλοκαίρια, σε διπλασιαζόμενα σώματα, σε σκέψεις που διεκδικούν την αιθρία. Ποτέ δεν έλειψε το καλοκαίρι από τη σκέψη μας. Όχι ξωκλήσια και νησιά, βράχοι της τρικυμίας και Παναγίες του πόντου, μπλε και γαλάζιο και άσπρο και μωβ του δειλινού. Όχι τουριστικοί οδηγοί και καρτ ποστάλ, σε ιδανικές εκτελέσεις. Άνθρωποι μόνο. Σώματα που επιβεβαιώνουν ή και διαψεύδουν το άπειρο με την ίδια ευκολία. Που ίπτανται ή προσγειώνονται με πάταγο και μένουν καταγής, με την ίδια φυσικότητα. Σκέψεις που επιδιώκουν το ακατόρθωτο αλλά δανείζονται συνέχεια από την ευτέλεια των υλικών. Όλα αυτά. Σκέψεις, σώματα, υλικά που διαχέονται σε μια βραδιά καλοκαιρινή, κάτω από τα άστρα, ή κάτω από μπαλκόνια, ή πάνω στα μπαλκόνια, ή μόνο σε ένα συναίσθημα.
Τα καράβια που αποπλέουν δεν κάνουν μόνο διαδρομές στο Αιγαίο. Πηγαίνουν μπρός πίσω, μέσα-έξω στο χρόνο. Διεκδικούν το ρόλο μοίρας που δεν είναι αναπόφευκτη. «Τη μοίρα του ήλιου θα την πούμε εμείς». Θα ταξιδεύουν αδιάκοπα, σε εποχές και χρόνια, αναζητώντας όχι έναν προορισμό αλλά μια νέα αφετηρία. Κάθε φορά. Τα ταξίδια έχουν προορισμούς, αλλά οι προορισμοί δεν έχουν τέλος.
Έχω μια απάντηση πλέον σε ένα ερώτημα που τέθηκε σε άλλη εποχή κι έμεινε αιωρούμενο τόσα χρόνια: «Κι εσύ, δεν κουράστηκες να σπέρνεις τα μάτια σου στη θάλασσα, περιμένοντας να καρπίσει καράβια;». Όπως φαίνεται δεν γίνεται να κουραστείς. Εκείνοι που προσηλώνουν επίμονα το βλέμμα ξέρουν πως ο ορίζοντας έρχεται κοντά όσο τον κοιτάς. Και πως η θάλασσα έχει αποστολή να καρπίζει καράβια. Εκείνοι που λατρεύουν τον γυμνό Ιούλιο και τις ασήμαντες χρωματιστές λιμπελούλες, τις ζωγραφιές των παιδιών και τις ανορθογραφίες των μεγάλων. Εκείνοι που ορκίζονται στον κόσμο. Και πιστεύουν σ’ αυτόν. Αυτό που θέλουμε να είμαστε ή να γίνουμε, όταν μπορέσουμε. Κόκκινοι ως το βάθος. Φλογεροί ως το αίμα. Νικητές, του εαυτού και του καιρού μας.
Πηγή :
του Θανάση Σκαμνάκη
Ποτέ δεν έλειψε το καλοκαίρι από τη σκέψη μας. Όχι ξωκλήσια και νησιά, βράχοι της τρικυμίας και Παναγίες του πόντου, μπλε και γαλάζιο και άσπρο και μωβ του δειλινού. Όχι τουριστικοί οδηγοί και καρτ ποστάλ, σε ιδανικές εκτελέσεις. Άνθρωποι μόνο.
Ας γυρίσουμε σε μια ιδέα καλοκαιριού. Που ξοδεύεται επάξια σε διαδρομές πολιτικής ευεξίας και κοινωνικής απογοήτευσης, αλλά χωρίς μοιρολατρία, εν γένει. Ας είμαστε δραστήριοι και υπομονετικοί. Έχουν, εν μέσω θερμού θέρους, πνεύσει άνεμοι που υπόσχονται καλύτερους πλόες. Εξάλλου, δεν είμαστε εκπαιδευμένοι για εύκολα (ακόμα κι αν συχνά επιθυμήσαμε σφόδρα μια ευκολία). Μοιρασμένος λοιπόν ο θερινός χρόνος, ανάμεσα σε ανατέλλουσες προσδοκίες, διαψεύσεις, προσωρινούς θριάμβους που έγιναν διαψεύσεις, αλλά που δεν διέψευσαν, δεν κατορθώνουν να διαψεύσουν, το θερινό στίγμα του εαυτού μας και της αντίστασής μας.
Από σήμερα πολλοί θα είναι εκείνοι που αναχωρούν προς μια προσωρινή αμνησία, σαν κάθαρση αναγκαία για την επάνοδο. Προς τη σοφία της γυμνής επαφής με το φως, της άμμου που εισδύει στα μύχια, της ζέστης που χαλαρώνει τις αισθήσεις κι αδυνατίζει τη θέληση, αλλά δεν προδίδει τις επιστροφές, της θάλασσας που επουλώνει πληγές των μέσα. Κορμιά να ερωτευτούν, να σκεφτούν, να δουλέψουν συναγωνιζόμενα την αμεριμνησία του τζίτζικα και αρνούμενα την δουλεία του μυρμηγκιού.
Στο ζεστό βράδυ θα μυρίσει το νερό που εξατμίζει τη δόξα του και δικαιώνει τον προορισμό του. Μια φεγγαράδα που δεν απόλαυσε ο διανυθείς Ιούλιος αναζητεί θεατές και ερωτευμένους. Η ζωή μας πολλαπλασιάζεται έτσι. Σε αδιάκοπα καλοκαίρια, σε διπλασιαζόμενα σώματα, σε σκέψεις που διεκδικούν την αιθρία. Ποτέ δεν έλειψε το καλοκαίρι από τη σκέψη μας. Όχι ξωκλήσια και νησιά, βράχοι της τρικυμίας και Παναγίες του πόντου, μπλε και γαλάζιο και άσπρο και μωβ του δειλινού. Όχι τουριστικοί οδηγοί και καρτ ποστάλ, σε ιδανικές εκτελέσεις. Άνθρωποι μόνο. Σώματα που επιβεβαιώνουν ή και διαψεύδουν το άπειρο με την ίδια ευκολία. Που ίπτανται ή προσγειώνονται με πάταγο και μένουν καταγής, με την ίδια φυσικότητα. Σκέψεις που επιδιώκουν το ακατόρθωτο αλλά δανείζονται συνέχεια από την ευτέλεια των υλικών. Όλα αυτά. Σκέψεις, σώματα, υλικά που διαχέονται σε μια βραδιά καλοκαιρινή, κάτω από τα άστρα, ή κάτω από μπαλκόνια, ή πάνω στα μπαλκόνια, ή μόνο σε ένα συναίσθημα.
Τα καράβια που αποπλέουν δεν κάνουν μόνο διαδρομές στο Αιγαίο. Πηγαίνουν μπρός πίσω, μέσα-έξω στο χρόνο. Διεκδικούν το ρόλο μοίρας που δεν είναι αναπόφευκτη. «Τη μοίρα του ήλιου θα την πούμε εμείς». Θα ταξιδεύουν αδιάκοπα, σε εποχές και χρόνια, αναζητώντας όχι έναν προορισμό αλλά μια νέα αφετηρία. Κάθε φορά. Τα ταξίδια έχουν προορισμούς, αλλά οι προορισμοί δεν έχουν τέλος.
Έχω μια απάντηση πλέον σε ένα ερώτημα που τέθηκε σε άλλη εποχή κι έμεινε αιωρούμενο τόσα χρόνια: «Κι εσύ, δεν κουράστηκες να σπέρνεις τα μάτια σου στη θάλασσα, περιμένοντας να καρπίσει καράβια;». Όπως φαίνεται δεν γίνεται να κουραστείς. Εκείνοι που προσηλώνουν επίμονα το βλέμμα ξέρουν πως ο ορίζοντας έρχεται κοντά όσο τον κοιτάς. Και πως η θάλασσα έχει αποστολή να καρπίζει καράβια. Εκείνοι που λατρεύουν τον γυμνό Ιούλιο και τις ασήμαντες χρωματιστές λιμπελούλες, τις ζωγραφιές των παιδιών και τις ανορθογραφίες των μεγάλων. Εκείνοι που ορκίζονται στον κόσμο. Και πιστεύουν σ’ αυτόν. Αυτό που θέλουμε να είμαστε ή να γίνουμε, όταν μπορέσουμε. Κόκκινοι ως το βάθος. Φλογεροί ως το αίμα. Νικητές, του εαυτού και του καιρού μας.
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου