9 Νοε 2016

Οι Αμερικανικές εκλογές και γιατί θα έπρεπε να μας ενδιαφέρουν

του Παναγιώτη Λουκά 
 Είναι οι εκλογές με το αποτέλεσμα που επηρεάζει περισσότερο τις ζωές όλων μας. Είναι οι εκλογές της μοναδικής παγκόσμιας υπερδύναμης, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, είναι οι εκλογές που μέχρι πρόσφατα κανείς δεν περίμενε πως θα εξελιχθούν μ’ αυτόν τον τρόπο. Είναι ένα ορόσημο στην πολιτιστική εξέλιξη του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. 
Όταν, πριν αρκετούς μήνες, ξεκινούσαν τα προκριματικά για την ανάδειξη των υποψηφίων εκάστου κόμματος, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε. Η Χίλαρι Κλίντον, στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, ήταν έτοιμη για έναν μοναχικό περίπατο μέχρι τη νίκη ενώ, στους Ρεπουμπλικάνους, ο Τεντ Κρουζ ήταν η “λατίνο” απάντηση στον Αφροαμερικανό Μπαράκ Ομπάμα και ο Τζεμπ Μπους ήταν η σύγχρονη φωνή της δυναστείας των Μπους. Τίποτα όμως δεν πήγε όπως το φαντάζονταν το κατεστημένο Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων. Αυτό που συνέβη ήταν η εμφάνιση της υφέρπουσας πραγματικότητας, που επί δεκαετίες είχε παραβλεφθεί και είχε κρυφτεί κάτω από φτιασίδια και χαλιά ευημερίας. 
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 πλήγωσε βαθιά την αμερικανική οικονομία, παρά την προσπάθεια αντιμετώπισής της από την κυβέρνηση Ομπάμα. Η διάσωση επιχειρήσεων και τραπεζών, που ήταν “too big to fail”, προσωρινά μετέθεσε το πρόβλημα στην Ευρώπη, όπου πήρε άλλη μορφή αλλά άφησε τα σημάδια της που κρατάνε ακόμα και σήμερα. Ταυτόχρονα, οι αλλαγές στη δομή της κοινωνίας των ΗΠΑ, που είχαν ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες, άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς, ενώ οι νέες γενιές έτειναν σε μια ριζοσπαστικοποίηση που εκφράζεται κατά κύριο λόγο είτε στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, είτε σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης και όχι μόνο. 
Το αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων ήταν έκπληξη για όλους. Στο Δημοκρατικό Κόμμα, απέναντι στην Χίλαρι Κλίντον, εμφανίστηκε ως αντίπαλος ο Μπέρνι Σάντερς, ένας Εβραίος γερουσιαστής από το Βερμόντ, εκφραστής της αριστερής πτέρυγας του Δημοκρατικού κόμματος. Ένας εβδομηνταπεντάχρονος ριζοσπάστης, που είχε συνδέσει το όνομά του με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και θεωρείτο – για τα δεδομένα των ΗΠΑ - ως σοσιαλιστής. Ασκώντας σκληρή κριτική στην Κλίντον, κατόρθωσε να κινητοποιήσει ένα μεγάλο κομμάτι νέων ριζοσπαστών, ανάμεσά τους ένα μεγάλο κομμάτι ανθρώπων που δεν είχαν ασχοληθεί με την ενεργό πολιτική ως τότε, βάζοντας μια χροιά ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στην καθόλα ξέχωρη αμερικανική πολιτική. Αντί ενός εύκολου περιπάτου, η Χίλαρι Κλίντον βρέθηκε αντιμέτωπη με μια ρητορική που την ανάγκασε να αναπροσαρμόσει και τις δικές της θέσεις, στρεφόμενη προς τα αριστερά. Οι αποκαλύψεις των Wikileaks, αλλά και της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του George Soros - του ανθρώπου πίσω από δεκάδες αμφιλεγόμενα ιδρύματα και ΜΚΟ παγκοσμίως - δείχνουν την επιλεκτική υπόγεια διασύνδεση του κατεστημένου του Δημοκρατικού κόμματος με την Χίλαρι Κλίντον, μέσω της ελεγχόμενης χρηματοδότησης των δύο συνυποψηφίων αλλά και της ποδηγέτησης των ψηφοφόρων του κόμματος, ώστε ο Σάντερς να παραμείνει σε μικρά ποσοστά και οι Δημοκρατικοί να συσπειρωθούν γύρω από την Κλίντον. Μετά από μία οκταετία διακυβέρνησης από τον Ομπάμα, θεωρήθηκε πως ήρθε ο καιρός οι ΗΠΑ, μετά τον πρώτο “μαύρο” πρόεδρο, να αποκτήσουν και την πρώτη γυναίκα πρόεδρο - συνεχίστρια του έργου του, αλλά και έμπρακτη απόδειξη της “προόδου”. 
Από την άλλη πλευρά, στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, τίποτα δεν προδίκαζε την τροπή που θα λάμβαναν οι εξελίξεις. Σχεδόν σίγουροι, από την κυκλική πορεία εναλλαγής της εξουσίας, οι φερέλπιδες υποψήφιοι - εκλεκτοί του κατεστημένου των Ρεπουμπλικάνων - ετοιμάζονταν για μια μάχη σύμφωνη με τους κανόνες της πολιτικής ορθότητας. Ο Τζεμπ Μπους και ο Τεντ Κρουζ φάνταζαν τα δυο φαβορί, που θα κονταροχτυπιούνταν για το ποιος θα αποτελούσε τον επόμενο ένοικο του Λευκού Οίκου. Ο πρώτος, γόνος μιας από τις ισχυρότερες οικογένειες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος με ήδη δύο θητεύσαντες στον προεδρικό θώκο, και ο δεύτερος, κουβανικής καταγωγής, γερουσιαστής του Τέξας, με ισχυρά ερείσματα στον κομματικό μηχανισμό. Ο Μάρκο Ρούμπιο, γερουσιαστής της Φλόριντα, ήταν η τρίτη υποψηφιότητα, με βάσιμες ελπίδες, συγκεντρώνοντας την “κεντροδεξιά” μερίδα των Ρεπουμπλικανών, ενώ ο Ραντ Πολ, γιος του Ρον Πολ, ήταν ο εκφραστής της ελευθεριακής (libertarian) πτέρυγας, έχοντας πολύ καλές σχέσεις με το Tea Party. Τότε, όμως, εμφανίστηκε σαν σίφουνας ο Ντόναλντ Τραμπ. 
Εκκεντρικός πολυεκατομμυριούχος, χρηματοδότης και των δύο κομμάτων στο παρελθόν, περσόνα της κοσμικής ζωής αλλά και της τηλεόρασης, χωρίς να έχει εκφράσει σταθερή υποστήριξη, είτε προς τους Δημοκρατικούς είτε προς τους Ρεπουμπλικάνους, αποφάσισε να διεκδικήσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων και τάραξε τα νερά της προεκλογικής εκστρατείας, αλλά και γενικότερα της αμερικανικής πολιτικής ζωής. 
Σ’ αυτό το σημείο, είναι σωστό να γίνει μια παρένθεση, ώστε να εξοικειωθούν όσοι δεν γνωρίζουν λεπτομέρειες για την πολιτική ζωή και τα κοινωνικά κινήματα στις ΗΠΑ, στοιχεία που διαφέρουν ιδιαίτερα με όσα έχουμε υπόψη μας αναφορικά με τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη. Το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ το μονοπωλούν κατά κύριο λόγο δύο κόμματα, το Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανικό, τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως το κεντρώο και το δεξιό κόμμα, αντίστοιχα. Η ίδια η ύπαρξή τους ως κράτος βασίστηκε στην αντίδραση απέναντι σε μια ισχυρή αυτοκρατορική εξουσία, στοιχείο που αποτέλεσε δομικό κομμάτι της πολιτικής τους ταυτότητας. Η προσκόλληση στην ανεξαρτησία, τόσο του ατόμου όσο και της ομοσπονδιακής δομής, με αρκετές εκ των εξουσιών να βρίσκονται στα χέρια των κυβερνητών των πολιτειών, είναι βασικό χαρακτηριστικό της τάσης προς αυτονομία που διακατέχει τον λεγόμενο “αμερικάνικο τρόπο σκέψης”. Η τάση αυτή δέχθηκε πλήγματα και βρέθηκε στην πλευρά των ηττημένων, τόσο κατά τον Αμερικανικό Εμφύλιο (που ήταν κατά κύριο λόγο σύγκρουση μεταξύ των υποστηρικτών ενός πιο συγκεντρωτικού κράτους και των απολογητών της αυτοδιάθεσης των πολιτειών) όσο και κατά την περίοδο της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης, με την ανάπτυξη από τον Ρούσβελτ ενός κεντρικά συντονισμένου πλαισίου αντιμετώπισης των προβλημάτων. Η κίνηση αυτή συνεχίστηκε και μάλιστα επιταχύνθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως επί των Δημοκρατικών προέδρων Μπιλ Κλίντον και Μπαράκ Ομπάμα, καθώς το κράτος συνέχισε να αναπτύσσεται εις βάρος των ατομικών και πολιτειακών ελευθεριών και εξουσιών, με τελευταίο παράδειγμα - που ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις - το περίφημο Obamacare, το κρατικό σύστημα υγείας, πράξη που θεωρήθηκε από πολλούς ως παρέμβαση του κράτους σε έναν τομέα καθαρά προσωπικής επιλογής. 
Και ερχόμαστε στο σήμερα: Μια από τις ιδιαιτερότητες των ΗΠΑ είναι πως, σε αντίθεση με τα πολιτικά κινήματα της Ευρώπης, οι διεκδικήσεις της κοινωνίας εκφράζονται μέσω κινηματικών λογικών που δεν σχετίζονται απευθείας με κομματικούς μηχανισμούς. Το “Κίνημα της Ισότητας” είναι το πιο χαρακτηριστικό, όταν οι μαύροι κάτοικοι ζητούσαν την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων. Πάνω σ’ αυτό το μοτίβο συνεχίζεται μέχρι και σήμερα η διεκδίκηση και η κινηματική διαδικασία, με κύριους τόπους δράσης τα πανεπιστήμια και τα κολεγιακά campus (εστίες). Ειδικά σήμερα δε, η όλη αυτή κουλτούρα έχει δημιουργήσει την επονομαζόμενη “πολιτική ορθότητα”, μια επικοινωνιακή δικτατορία που επιβάλλει έναν συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης και σκέψης, αποδίδοντας την ταμπέλα του “ρατσιστικού” σε ό,τι αποκλίνει έστω και κατ’ ελάχιστον. Αυτό το ιδεολόγημα έχει καταστεί σχεδόν κυρίαρχο στον δημόσιο λόγο των ΗΠΑ, με την πλήρη ανοχή και στήριξη του Δημοκρατικού Ομπάμα, ενώ είναι βάσιμες οι κατηγορίες εναντίον του πως πρόκειται για ένα τέκνο της σχολής της Φρανκφούρτης, του “πολιτισμικού μαρξισμού”. 
Κι εδώ επανερχόμαστε στις προεκλογικές εξαγγελίες των υποψηφίων και τον κύριο λόγο για τον οποίον ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε κόκκινο πανί εξαρχής: Υπήρξε ο πρώτος και ο μοναδικός υποψήφιος που τόλμησε να αναφέρει το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης που ταλανίζει τις ΗΠΑ, με χιλιάδες εισερχόμενους από τα νότια σύνορά τους, από το Μεξικό και χώρες της Λατινικής Αμερικής. Βασική προεκλογική υπόσχεση το χτίσιμο ενός τείχους στα σύνορα, το οποίο - κατά τα λεγόμενα του Τραμπ - θα το πληρώσει το συνορεύον Μεξικό. Αυτό ήταν το πρώτο στοιχείο που ξεσήκωσε εναντίον του θύελλα αντιδράσεων, αλλά ταυτόχρονα συσπείρωσε ένα ετερόκλητο πλήθος υποστηρικτών, που αποτέλεσαν μια κινητήρια δύναμη πρωτοφανή για τα αμερικανικά δεδομένα - δεν είναι τυχαίο πως κατόρθωσε εν τέλει να κερδίσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών ξοδεύοντας τα λιγότερα χρήματα για την προεκλογική του εκστρατεία και χωρίς να έχει δεχθεί χορηγίες, αλλά αυτοχρηματοδοτώντας την. 
Εν συντομία, πίσω από τον Τραμπ στοιχήθηκαν πολλές φωνές διαφορετικές. Το 4chan, ένα φόρουμ εικόνων που έχει πολλάκις χαρακτηριστεί ως “η σκοτεινή γωνιά του ίντερνετ”, το κίνημα των νέο-αντιδραστικών της “alt right” (της “εναλλακτικής δεξιάς”) και η πλειοψηφία των λευκών Αμερικανών αστών και μικροαστών, που βλέπουν στο πρόσωπό του την εκπλήρωση του “αμερικανικού ονείρου”. Λευκοί φυλετιστές, ελευθεριακοί (libertarians), οπαδοί του Tea Party, μέσοι Αμερικάνοι Ρεπουμπλικάνοι δεξιοί, που δεν είχαν αλωθεί από την πολιτική ορθότητα ή είχαν κουραστεί πια από αυτή τη διανοητική δικτατορία, έσπευσαν να κινητοποιηθούν και, για πρώτη φορά στα χρονικά των ΗΠΑ, να διεξάγουν μια παράλληλη προεκλογική εκστρατεία προς όφελος ενός υποψηφίου, μεγαλύτερη σε ένταση και εφευρετικότητα σε σύγκριση με την επίσημη, κάτι που έξυπνα εκμεταλλεύτηκαν και οι επιτελείς του Τραμπ. 
Καλά όλα αυτά. Αλλά εμάς τι μας ενδιαφέρει; Και γιατί θα πρέπει να ασχολούμαστε με τις εκλογές μιας ξένης χώρας; 
Γιατί, πολύ απλά, μας παίρνει η μπάλα. 
Πρώτον και κύριο, ζούμε σε μια εποχή απόλυτης σχεδόν πολιτιστικής κυριαρχίας των ΗΠΑ. Η πτώση του σοβιετικού στρατοπέδου, σε συνδυασμό με την άνοδο της Κίνας και των αραβικών κρατών του Ισλάμ, έδωσε στην αμερικανική κουλτούρα τις προϋποθέσεις για την απόλυτη κυριαρχία στην Ευρώπη, όντας γέννημα ενός δυτικού τρόπου σκέψης σε αντίθεση με τις ανερχόμενες δυνάμεις που είναι εξωευρωπαϊκές και ως εκ τούτου ασύμβατες σε μεγάλο βαθμό με το υπόβαθρο του μέσου Ευρωπαίου πολίτη. Η αμερικανική επικράτηση σ’ αυτόν τον τομέα μετέφερε και στην Ευρώπη κινήματα που ξεπήδησαν από τα φυτώρια του πολιτισμικού μαρξισμού, όπως το τρίτο κύμα φεμινισμού, η “κουλτούρα του βιασμού” και άλλα γεννήματα νοητικών διαταράξεων, που έχουν κατορθώσει να επικρατήσουν και να καθορίζουν τον δημόσιο λόγο. Δεν είναι τυχαίες οι αναφορές στον “αντιρατσιστικό νόμο”, που ψηφίστηκε πρόσφατα από την Ελληνική Βουλή, όπως και η εμφάνιση “κινημάτων” σαν τις ΦΕΜΕΝ ή τη ΛΟΑΤ (κίνημα που ακόμα και σοβαροί ομοφυλόφιλοι εκλαμβάνουν ως αρνητικό για τις όποιες διεκδικήσεις τους). Αυτά τα κινήματα έχουν στηρίξει την Χίλαρι Κλίντον εξαρχής, διαθέτοντας την όποια επιρροή τους ώστε να πετύχουν την εκλογή της ενώ, αντίθετα, ο Τραμπ έχει κατηγορηθεί ως μισογύνης, “ρατσιστής”, υποστηρικτής της “κουλτούρας του βιασμού”, ακριβώς επειδή δεν υπακούει στους διαταραγμένους κανόνες που έχουν επιβάλλει στην έκφραση των απόψεων. Ενδεχόμενη εκλογή του θα είναι ένα μεγάλο χτύπημα απέναντι στη δύναμη αυτών των οργανώσεων (που χρηματοδοτούνται από τον ουγγροεβραίο επιχειρηματία Σόρος, όπως αποδείχθηκε από τη διαρροή των e-mails του ιδρύματός του) καθώς θα τους αποκόψει από τη νομή της εξουσίας, που είχαν συνηθίσει εδώ και χρόνια να εκμεταλλεύονται, ωφελώντας έτσι σε μεγάλο βαθμό όσους αντιδρούν στον ηθικό εκμαυλισμό της κοινωνίας. 
Κατά δεύτερο λόγο, η ιδεολογική προσέγγιση του Τραμπ βασίζεται πάνω στις παραγωγικές δυνάμεις της αμερικανικής κοινωνίας. Έχει απευθυνθεί στους τομείς εκείνους που πλήγηκαν με την χρηματοπιστωτική κρίση και επιδιώκει την ανασυγκρότηση της παραγωγικής βιομηχανίας των ΗΠΑ, προσπαθώντας να αναστρέψει το κλίμα φυγής κεφαλαίων και βιομηχανικών εγκαταστάσεων προς τις χώρες της Ανατολικής Ασίας. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει την αρχή για την επαναβιομηχανοποίηση του δυτικού ημισφαιρίου, καθότι η απώλεια των επενδύσεων προς όφελος των ασιατικών χωρών έχει οδηγήσει σε οικονομικά προβλήματα που συνδέονται με τον μακροπρόθεσμο μαρασμό των οικονομιών τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ευρώπης, περιορίζοντάς τους σε ρόλο είτε διακομιστικό είτε παροχής υπηρεσιών. Από την άλλη μεριά, η Χίλαρι Κλίντον, ως ανήκουσα στο χρηματοπιστωτικό κατεστημένο, έχει δεχθεί πακτωλό χορηγιών από τράπεζες, από εταιρίες - κολοσσούς της Wall Street, από επενδυτικά funds και γενικότερα έχει εκμεταλλευτεί στο έπακρο την ανάμνηση της “χρυσής οκταετίας Κλίντον” στους επενδυτικούς κύκλους. Όπως, όμως, έχει ξανασυμβεί στην ανθρώπινη ιστορία, η περίοδος παρακμής μιας αυτοκρατορίας σημαδεύεται από τη μετακίνηση της οικονομικής ζωής από την κυριαρχία του παραγωγικού τομέα στην επιδίωξη του εύκολου κέρδους των χρηματοπιστωτικών πράξεων και στην παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών. Μετατόπιση που οδηγεί μεν σε ευκολότερα κέρδη, αλλά μακροπρόθεσμα οδηγεί και σε απώλεια των παραγωγικών βάσεων και στην υποβάθμιση συνολικά της θέσης ενός κράτους στην παγκόσμια οικονομία. Τι σημαίνει αυτή η διαφορετική αντίληψη της οικονομίας για εμάς; Ελπίδα για αναστροφή του κλίματος με τη συνειδητοποίηση πως η μόνη βιώσιμη λύση για την ευημερία ενός κράτους είναι η κατά το μεγαλύτερο βαθμό επίτευξη αυτάρκειας. 
Τέλος, το πιο σημαντικό ίσως στοιχείο για το ελληνόφωνο κράτος είναι η διαφορετική προσέγγιση των δύο υποψηφίων σε ό,τι αφορά στην εξωτερική πολιτική που θ’ ακολουθήσουν. Η Χίλαρι Κλίντον έχει δείξει ήδη πολλά δείγματα κατά τη θητεία της ως υπουργός Εξωτερικών του Ομπάμα. Η καταστροφή της Λιβύης και η εκτέλεση του Μουαμάρ Καντάφι – παρά το ότι ο τελευταίος συντάχθηκε εξαρχής με τον συνασπισμό δυνάμεων κατά των φανατικών ισλαμιστών - ήταν δικό της έργο, για την εξυπηρέτηση των αμερικανικών πετρελαϊκών εταιριών. Η ίδια τακτική ακολουθήθηκε και στην Συρία. Η “Αραβική Άνοιξη”, που εξαπλώθηκε σχεδόν παντού, οδήγησε όχι απλά σε πτώση των κοσμικών καθεστώτων, αλλά και σε ραγδαία ανάπτυξη ακραίων ισλαμιστικών κινημάτων, όπως από τη μία πλευρά οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι (που λειτουργούν με πιο μετριοπαθές προσωπείο) όσο και από την άλλη πλευρά οι υποστηρικτές του σαλαφιστικού Ισλάμ. Ειδικά σ’ αυτό το σημείο υπάρχει η κρισιμότερη διαφορά: Η Χίλαρι Κλίντον υπήρξε εξαρχής υποστηρικτής, ηθικά και υλικά, των δυνάμεων εκείνων που υποκίνησαν τον εμφύλιο πόλεμο στην Συρία κατά του καθεστώτος Άσαντ. Κάτω από την ομπρέλα της “μετριοπαθούς” αντιπολίτευσης, οι κοσμικές φωνές εξαφανίστηκαν πολύ γρήγορα, αφήνοντας τον FSA να αποτελείται κατά κύριο λόγο από “μετριοπαθείς” ισλαμιστές (κυρίως τους εν Συρία αντίστοιχους των Αδελφών Μουσουλμάνων). Οι αποστολές όπλων και εφοδίων προς τους αντιφρονούντες, όμως, δεν περιορίστηκαν μόνο στους “μετριοπαθείς”, αλλά πολλά από τα εφόδια κατέληξαν στα χέρια εκείνων που σχημάτισαν το Ισλαμικό Κράτος. Τίποτα από αυτά, όμως, δεν άλλαξε τη στάση της Κλίντον πως “ο Άσαντ πρέπει να πέσει, ό,τι κι αν χρειαστεί γι’ αυτό”. Η θέση αυτή φέρνει τις ΗΠΑ, σε περίπτωση που εκλεγεί πρόεδρος η Κλίντον, σε έναν (όχι και τόσο) νέο ψυχρό πόλεμο εναντίον της Ρωσίας, καθώς Συρία αποτελεί ένα σημαντικό γεωστρατηγικό χαρτί της Ρωσίας, φιλοξενώντας τη ναυτική της βάση στην Μεσόγειο. 
Από την άλλη πλευρά, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δηλώσει πως θα επιδιώξει πολύ καλές σχέσεις με την Ρωσία και γι’ αυτό έχει κατηγορηθεί ως υποστηριζόμενος από τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της Συρίας, όσο και γενικότερα στη στάση των ΗΠΑ σε περιοχές που υπάρχει γεωπολιτική εμπλοκή της Ρωσίας, η θέση του είναι η επιδίωξη συνεννόησης με τη Μόσχα. Στο βάθος της γεωπολιτικής σκέψης του υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών, είναι η συνέχεια της παλαιότερης “απομονωτικής” πολιτικής, αλλά αυτή την φορά με σκοπό την προσπάθεια αναδιάταξης των παγκόσμιων συμμαχιών: Tην προσέλκυση της Ρωσίας αλλά και της δημιουργίας ενός μπλοκ που θα περιλαμβάνει όλη την Ευρώπη και τη Ρωσία, ως αντίβαρο απέναντι στην αυξανόμενη δυναμική του Κινέζικου δράκου. “Μαλακή ισχύς” ως αντίδραση, με ταυτόχρονη προσπάθεια επανατοποθέτησης των ευρωπαϊκής προελεύσεως κρατών ως πρωτοπόρα σε οικονομία, έρευνα και γενικότερα σε ισχύ. Αντιθέτως, τυχόν επικράτηση Κλίντον θα σημάνει ακόμα και τη χερσαία επέμβαση δυνάμεων στη Συρία για την εκδίωξη του Άσαντ και το αποτέλεσμα θα είναι απλά καταστροφικό. Νέα κύματα προσφύγων θα πλημμυρίσουν την Ευρώπη, προσπαθώντας να ξεφύγουν από ένα θέατρο πολέμου που θα μεγαλώνει, ενώ οι επιπτώσεις θα είναι πολλαπλές. Η Ρωσία δεν θα επιτρέψει - όπως δεν επέτρεψε μέχρι τώρα - την απώλεια ενός τόσο σημαντικού συμμάχου της, οδηγώντας το διεθνές στερέωμα σε μια τουλάχιστον ψυχροπολεμική κατάσταση ενώ, όπως είναι φυσικό, οι σχέσεις της με την Κίνα θα αναπτυχθούν. Η εκ νέου “δαιμονοποίηση” της Ρωσίας θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε άνοδο τον γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας, ως σύμμαχο των ΗΠΑ στο μαλακό υπογάστριο των Ρώσων. Σενάρια όπως η υποστήριξη των βλέψεων της Άγκυρας εις βάρος της Ελλάδος σε Θράκη και Αιγαίο, ως αντίκρισμα για παραχωρήσεις προς τους Κούρδους στα ανατολικά σύνορά της, δεν φαντάζουν και τόσο παράξενα, ειδικότερα έχοντας ως υπαρκτό προηγούμενο τον ρόλο Κλίντον στην απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία. Όλες αυτές οι εξελίξεις, προστιθέμενες στην υπάρχουσα αδιέξοδη πορεία της οικονομικής κρίσης, δημιουργούν εφιαλτικές προοπτικές για τη χώρα μας, σε ένα ζοφερό μέλλον που η ίδια η ύπαρξή της θα διακυβεύεται. 
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ο Ντόναλντ Τράμπ ΔΕΝ είναι “ένας από μας”. Είναι ο συνεχιστής μιας σπουδαίας κληρονομιάς της αμερικανικής σκέψης, αλλά δεν είναι ένας ριζοσπάστης πολιτικός, κομιστής μιας μεγάλης δομικής αλλαγής. Είναι κι αυτός ένα κομμάτι του κατεστημένου των ΗΠΑ, γέννημα της μηντιακής εικόνας που κατακλύζει τις πάσης φύσεως οθόνες μας. Καπιταλιστής και μάλιστα έξυπνος, εκμεταλλεύτηκε τα κενά και τα παραθυράκια των νόμων (κυρίως νόμων που είχαν περάσει επί Μπιλ Κλίντον) και για χρόνια απέφευγε να πληρώνει φόρους. Διατηρούσε τα εργοστάσιά του στο Μεξικό ώστε να πετύχει χαμηλότερο κόστος στα προϊόντα του, ενώ κάποιες εταιρίες του είχαν κηρύξει πτώχευση. Δεν είναι ο σωτήρας που θα αναμορφώσει τις ΗΠΑ. Είναι όμως, για τους Έλληνες και το Ελληνικό κράτος, η καλύτερη δυνατή επιλογή, για τους λόγους που αναφέραμε προηγουμένως. 
Εν κατακλείδι, παρατηρούμε πως ο Τραμπ αποτέλεσε τη σημαία γύρω από την οποία συσπειρώθηκαν και αλληλοσυντονίστηκαν όλοι όσοι ανήκουν στο στρατόπεδο των αντιδρώντων στη σημερινή κοινωνία. Παλαιοσυντηρητικοί, νέο - αντιδραστικοί, φυλετιστές, εθνικιστές, ελευθεριακοί, υποστηρικτές ενός άλλου κόσμου και κομιστές μιας αντίληψης παραδοσιακής και αντιμοντερνιστικής, συνειδητοί και ασυναίσθητοι φορείς ενός άλλου τρόπου ζωής, έδωσαν στον ρεπουμπλικάνο υποψήφιο στοιχεία ενός αγώνα ενάντια σ’ αυτό που θεωρούμε ως “δυνάμεις της παρακμής”. Ο Θεός - Αυτοκράτορας (παρατσούκλι του Τραμπ, εμπνευσμένο από το Dune και από το Warhammer 40K) μετατράπηκε, ίσως και άθελά του, στον μπροστάρη μιας προσπάθειας ανασύστασης της ίδιας της ευρωπαϊκής ψυχής στο αμερικανικό έδαφος. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, ο αγώνας αυτός σφυρηλάτησε δεσμούς κι ανέδειξε δυνάμεις που προορίζονται να κυριαρχήσουν σε ΗΠΑ και Ευρώπη μέσα στις επόμενες δεκαετίες. 
Κλείνοντας, επειδή δεν πρέπει να παραβλεφτεί κι αυτή η πτυχή, είναι εμφανέστατη η υποστήριξη που λαμβάνει η Χίλαρι Κλίντον από τη μαζική πλειοψηφία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στην πατρίδα μας, όπου κανάλια, εφημερίδες αλλά και πολιτικοί ανησυχούν για την άνοδο του “δεξιού λαϊκισμού”. Φρίττουν στην περίπτωση εκλογής του Τραμπ, ενώ προκρίνουν την Κλίντον ως τη μοναδική σοβαρή επιλογή, όντας όλοι τους άλλωστε τέκνα του φιλελευθερισμού, της κοινωνικοπολιτικής πρότασης, δηλαδή, του πολιτισμικού μαρξισμού. Τα ξημερώματα της Τετάρτης, της 9ης Νοεμβρίου, θα είναι απλά ηδονή το επαναλαμβανόμενο χαστούκι μιας πιθανής νίκης του Τραμπ, να συμπληρώσει την πίκρα τους για το Brexit σηματοδοτώντας την παρακμή του δημοσιογραφικού κόσμου, που από τον ρόλο της ενημέρωσης μετατράπηκε σε προπαγανδιστικό εργαλείο συγκεκριμένων συμφερόντων και κοσμοθεάσεων. Η συνειδητοποίηση της προφανούς αδυναμίας τους θα είναι η μεγαλύτερη νίκη απέναντι στο απόστημα της πολιτικής ορθότητας, το πρώτο βήμα για να νικηθεί επιτέλους το καρκίνωμα που έχει μολύνει τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Πηγή

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...