Η έννοια της κομματοκρατίας ορίζει τη δομή και τη λειτουργία του πολιτικού φαινομένου σε μια φάση κατά την οποία το κομματικό σύστημα αυτονομείται και κυριαρχεί επί του τυπικού πολιτικού συστήματος, έτσι ώστε το πρώτο να καθορίζει τη λογική θεμελίωση και την πολιτική δυναμική του δεύτερου. Επομένως, η κομματοκρατία εντοπίζεται στο πολιτικό σύστημα όπου η προσέγγιση και, εννοείται, η συγκρότηση της πολιτικής γίνεται στο επίπεδο της εξουσίας, με την οποία αντιμετωπίζεται περίπου ως ένα ενιαίο ταυτολογικό όλον.
Συγκρατούμε τρεις συνιστώσες της κομματοκρατίας. Η πρώτη, συνδέεται με τη διαπίστωση ότι το πολιτικό σύστημα, που εισάγει ο Θεμελιώδης Χάρτης, υποχωρεί υπέρ ενός πραγματικού πολιτικού συστήματος, το οποίο ενσαρκώνει το κομματικό φαινόμενο. Οι καταστατικοί θεσμοί της πολιτείας, μεταβάλλονται σε θεσμούς τυπικής επιβεβαίωσης μιας πολιτικής κυριαρχίας, η οποία καθώς περιέρχεται ουσιαστικά στο κόμμα, λειτουργεί εν τέλει ως όχημα για τη χειραγώγησή τους.
Το κοινοβούλιο, η κυβέρνηση, το κράτος στο σύνολό του, αποτελούν ισάριθμες εκφάνσεις της πολιτικής διαδικασίας, που καλείται να επικυρώσει την πολιτική βούληση του κόμματος και, εν προκειμένω, του ηγετικού του πυρήνα. Με διαφορετική διατύπωση, οι θεσμοί αυτοί λειτουργούν ως εκτελεστικές προεκτάσεις του κομματικού κατεστημένου.
Το κόμμα με την απορρόφηση του κράτους στο διατακτικό του, μεταλλάσσεται, από διαμεσολαβητής της κοινωνίας και διαχειριστής του πολιτικού συστήματος, σε επικαρπωτή της πολιτικής του βούλησης και, τελικά, σε νομέα της πολιτικής.
Προς την κατεύθυνση αυτή, θεμελιώδης υπήρξε ο εγκάρσιος έλεγχος των εξουσιών του κράτους από το κόμμα, μετά την ανθρωποκεντρική ομοιογενοποίηση της κοινωνίας και την καθιέρωση της καθολικής ψήφου. Το κόμμα, η πολιτική δύναμη που επιτυγχάνει την πλειοψηφία στις εκλογές, καταλαμβάνει κατά τρόπο αδιαίρετο την πολιτική εξουσία.
Η ίδια η λογική της εκλογικής πλειοψηφίας2 προϋποθέτει ότι για να σχηματισθεί τελικά κυβέρνηση (η αρχή της ‘εκτελεστικής’ εξουσίας) πρέπει να ελέγχεται το κοινοβούλιο (η αρχή της ‘νομοθετικής’ εξουσίας) από την ίδια πολιτική δύναμη. Οπότε όμως και η διάκριση μεταξύ κράτους και κόμματος γίνεται ουσιαστικά δυσδιάκριτη και στο επίπεδο της διοίκησης και της δικαιοσύνης (η λεγόμενη ‘δικαστική’ εξουσία), ιδίως εκεί όπου το διακύβευμα είναι πολιτικό ή υπεισέρχεται το άμεσο συμφέρον του κόμματος.
Η συναρθρωτική λειτουργία πολιτικής κυριαρχίας και κομματικής ηγεμονίας αποτελεί γενική αρχή από την οποία δεν διαφεύγει ούτε το πολιτικό σύστημα που συνηγορεί υπέρ της πολυκομματικής εξουσίας ή, με ορισμένες ιδιαιτερότητες, το λεγόμενο προεδρικό σύστημα.
Το φαινομενικά παράδοξο, αλλά καθόλα λογικό για τη νεοτερικότητα, είναι ότι οι Θεμελιώδεις Χάρτες επιμένουν, παρόλ’αυτά, είτε να αγνοούν παντελώς το κομματικό φαινόμενο είτε να το προσεγγίζουν χαλαρά, μολονότι γίνεται γενικώς αποδεκτό ότι ακόμη και αν δεν μεταλλάσσεται σε κομματοκρατία, παίζει εκ των πραγμάτων ένα ρόλο καταλύτη στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος
3. Συναφής προς την προσέγγιση αυτή του κομματικού φαινομένου είναι και η διαπίστωση ότι το κόμμα αν και είναι θεσμός που ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα, δεν υποβάλλεται στις αρχές του τελευταίου. Αφήνεται έτσι στους συσχετισμούς τόσο ως προς την εσωτερική του οργάνωση όσο και ως προς τις πολιτικές του λειτουργίες.
Οπότε, αναπόφευκτα και το πολιτικό σύστημα γίνεται κατ’αναλογίαν αυταρχικό ή προσωποπαγές και, σε κάθε περίπτωση, ακραιφνώς προσωποκεντρικό. Εντέλει, ως φορέας της πολιτικής εντολής, αναγνωρίζεται, καταρχήν, ο ηγέτης κι όχι το κόμμα.
Η δεύτερη συνιστώσα της κομματοκρατίας, αφορά τις λειτουργίες του κομματικού φαινομένου στο πολιτικό σύστημα, δηλαδή τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Η σχέση αυτή στο πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας είναι προ-αντιπροσωπευτική και πιο συγκεκριμένα διαμεσολαβητική. Είναι προ-αντιπροσωπευτική διότι στο πολιτικό της σύστημα δεν συντρέχει η αντιπροσωπευτική αρχή. Ούτε η ιδιότητα του εντολέα ούτε ο σκοπός της πολιτικής αφήνονται στο κοινωνικό σώμα, ώστε σε αυτή τη βάση να οικοδομηθεί η συνάντηση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής.
Η ιδιότητα του εντολέα κατέχεται εξ ολοκλήρου από το εντολοδόχο κράτος, ενώ ο σκοπός της πολιτικής αναφέρεται στο ‘έθνος’, στο ‘γενικό’ ή στο ‘δημόσιο’ συμφέρον, όχι όμως στη βούληση ή στο συμφέρον της κοινωνίας. Το κράτος, η πολιτική τάξη, αντιπροσωπεύει το έθνος όχι την κοινωνία. Είναι, πιο συγκεκριμένα, διαμεσολαβητική, με την έννοια ότι οι δυνάμεις που παρεμβάλλονται ανάμεσα στην κοινωνία και στο κράτος, που ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα, δεν ορίζονται ως αντιπροσωπευτικές, ούτε ως προς τη δομή ούτε ως προς τις λειτουργίες που εκπληρώνουν
. Ως προς τη δομή τους, δεν διέπονται από την αντιπροσωπευτική αρχή και, βεβαίως, δεν διαθέτουν άμεση αντιπροσωπευτική νομιμοποίηση. Όταν δεν διακινούν ίδια συμφέροντα, αναλαμβάνουν ρόλους αυτόκλητης διαμεσολάβησης, προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στη ‘συγκυβέρνηση’ του κράτους. Η κοινωνία, επομένως, είναι για τη νεοτερικότητα ιδιωτική και, οπωσδήποτε, δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της πολιτείας4.
Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω συνιστώσες, που συγκροτούν την ισορροπία μεταξύ της ιδιωτικής κοινωνίας, των δυνάμεων της διαμεσολάβησης και του κράτους/σύστημα, το κομματικό σύστημα εκπληρώνει έναν θεμελιώδη ρόλο στη διαχείριση του πολιτικού συστήματος, που θα μπορούσε ίσως να αποδοθεί ως κομματαρχία.
Ο ρόλος όμως αυτός δεν αντίκειται και, πολλώ μάλλον, δεν ανατρέπει τον χαρακτήρα της νεοτερικής πολιτείας. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η ανάπτυξη ενός πρωτογενούς πεδίου διαμεσολάβησης (των εξω-πολιτειακών ομάδων πίεσης ή συμφερόντων) στο περιβάλλον του πολιτικού συστήματος, θα μπορούσε να αντισταθμίσει, ως ένα βαθμό, την πολιτική αχειραφεσία της κοινωνίας και να οδηγήσει, συγχρόνως, στον υποβιβασμό του κόμματος σε έναν λειτουργό διαιτησίας και σύνθεσης (η έννοια της ‘διακυβέρνησης’ αντί της ‘κυβέρνησης’) των πολιτικών του κράτους.
Τι είναι λοιπόν αυτό που θα μετέβαλε το κόμμα από κομματαρχία σε κομματοκρατία; Απαιτείται, οπωσδήποτε, η συνδρομή των ανωτέρω δύο συνιστωσών, που τοποθετούν την κοινωνία στην ιδιωτική σφαίρα και ορίζουν το πολιτικό σύστημα ως θεμελιωδώς κυρίαρχο, δηλαδή ως την ενσάρκωση του κράτους και, επέκεινα, ως μη αντιπροσωπευτικό (η έννοια της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’).
Στο πλαίσιο αυτό, είναι απολύτως αναγκαία η ανατροπή της νομιμοποιητικής βάσης που συνέχει τη διχοτομία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, η οποία μπορεί να επισυμβεί μόνον με μια υψηλή πολιτική ανάπτυξη της κοινωνίας. Εν προκειμένω, είναι απαραίτητη η ύπαρξη μιας κοινωνίας που να αυτο-προσδιορίζεται, όχι πια ως κοινωνία-ιδιώτης, αλλά ως κοινωνία-εντολέας, δηλαδή ως συντελεστής πολιτικής αντιπροσώπευσης, ενώ την ίδια στιγμή το πολιτικό σύστημα θα την τοποθετεί εκτός πολιτικού συστήματος και, μάλιστα, σε ένα περιβάλλον διαμεσολάβησης.
Τούτο σημαίνει ότι η κοινωνία έχει αποβάλει την α-πολιτική της φυσιογνωμία, που προσιδιάζει στην εποχή της πρώιμης ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης και αποτυπώνεται πολιτικά ως αγελαία προσκύρωση στο διαμεσολαβητή-προστάτη (στο κόμμα, στο συνδικάτο, στην ομάδα πίεσης, στο ‘κίνημα’ κ.λπ). Στον αντίποδα της αγελαίας πολιτικής συμπεριφοράς, η πολιτική ατομικότητα προαναγγέλλει ήδη την ασυμβατότητα του μη αντιπροσωπευτικού συστήματος με το πολιτικό ανάπτυγμα της κοινωνίας ή, αλλιώς, την αμφισβήτηση της διαμεσολαβητικής λειτουργίας των ομάδων συμφερόντων και του παραδοσιακού κομματικού συστήματος.
Συγχρόνως, θέτει ως προαπαιτούμενο την έκπτωση των ιδεολογιών της ανθρωποκεντρικής πρωτο-οικοδόμησης (σοσιαλιστικές, φιλελεύθερες που απορρέουν από την αρχή της ταύτισης ιδιοκτησίας-συστήματος κ.λπ.) και τη συνάντηση των συντελεστών της κοινωνίας με τα προβλήματα ενός καθαρά μετα-φεουδαλικού ανθρωποκεντρικού περιβάλλοντος.
2. Κομματοκρατία και νεοτερικότητα
Τη διαχείριση της παλαιάς κοινωνικής και πολιτικής τάξης πραγμάτων, που συνάπτεται με την ανθρωποκεντρική πρωτο-οικοδόμηση, ανέλαβαν βασικά οι πολιτικές δυνάμεις, που συγκρότησαν το κομματικό σύστημα.
Η διαφοροποίησή τους, ως προς τη φύση και το εύρος του νέου (ανθρωποκεντρικού) συστήματος, θα τις τοποθετήσει, αναλόγως, από την πλευρά της ‘συντήρησης’, που θα υπερασπισθεί την ηγεμονία της αστικής τάξης, ή από την πλευρά της ‘προόδου’, που θα επαγγελθεί την ενσωμάτωση στο σύστημα και των ‘μη προνομιούχων’ κοινωνικών του συντελεστών, με γνώμονα μια πλέον ισόρροπη τάξη δικαιοσύνης ή, ενδεχομένως, μια πλήρως εξισωτική οικονομικά προοπτική. Η οποία, εντούτις, συνδυάσθηκε με το πρόταγμα της μεταφοράς της οικονομικής ιδιοκτησίας στο κράτος/σύστημα.
Ώστε, ο ιδεολογικός και ταξικός προσδιορισμός του κομματικού φαινομένου εκφράζει, στην πραγματικότητα, διαστάσεις μιας ενιαίας διαδικασίας, που κατατείνει, τελικά, στην οικοδόμηση του νέου, μετα-φεουδαλικού, ανθρωποκεντρικού περιβάλλοντος.
Η διαδικασία αυτή θα ολοκληρωθεί, ως προς την πρώτη φάση της, μόλις προς το τέλος του 20ου αιώνα. Περίπου ένα αιώνα μετά τη γενίκευση της καθολικής ψηφοφορίας, που εισήγαγε την τυπική ιδιότητα του πολίτη, και δύο αιώνες αφότου οι διακηρύξεις περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου διαμόρφωσαν το πλαίσιο της πολιτικής βούλησης των κοινωνιών να αποτινάξουν τη φεουδαλική δεσποτεία
5.
Κατά τούτο, το κομματικό φαινόμενο εμφανίζεται πολιτικά αδιαμφισβήτητο και, μάλιστα, εξακολουθεί να εκπληρώνει μιαν οργανική λειτουργία, συναφή προς τη φύση του πολιτικού συστήματος. Θα λέγαμε μάλιστα ότι το κομματικό σύστημα κινήθηκε μπροστά από αυτό, καθώς, παρά την πρόταξη από το τελευταίο σκοπών της πολιτικής, μη συμβατών, όπως είδαμε, με την κοινωνική βούληση, δεν έπαψε να συναντάται με την κοινωνία δια μέσου της κοινής ιδεολογίας και, οπωσδήποτε, ως εκ της εκλογικής του νομιμοποίησης και της θέσης του ως προστάτη-καθοδηγητή και εκπροσώπου-διαμεσολαβητή στο επίπεδο της εξουσίας.
Η λειτουργία αυτή του κομματικού φαινομένου το υπέτασσε ασφαλώς στη λογική του νεοτερικού πολιτικού συστήματος, αποτρέποντάς το να μετεξελιχθεί σε πλήρη κομματοκρατία.
Η σχετική ‘άνδρωση’ σημαντικών θυλάκων της κοινωνίας, συνεπεία της ανάπτυξης των ανθρωποκεντρικών της παραμέτρων (όπως η ‘χρηματιστική’ οικονομία, το επικοινωνιακό σύστημα κ.λπ), θα οδηγήσει στην αναδιαμόρφωση του πεδίου διαμεσολάβησης, υπέρ των πρωτογενών κοινωνικών ομάδων και σε βάρος του κομματικού συστήματος.
Η έννοια της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ που πολιτικά εκφράζεται με το πρόταγμα της ‘διακυβέρνησης’, αναδεικνύεται ουσιαστικά, συντοχρόνω με την έκπτωση των ιδεολογιών της ανθρωποκεντρικής πρωτο-οικοδόμησης και την επικράτηση μια καθαρά διαχειριστικής αντίληψης της πολιτικής.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η πολιτική εξακολουθεί να προσεγγίζεται ως ‘επιχειρησιακή’ έννοια. Η κοινωνία ως ολότητα, αν και έχει αποστασιοποιηθεί από την προγενέστερη αγελαία αντίληψη της πολιτικής της λειτουργίας, δεν παύει να αυτο-προσλαμβάνεται ως ιδιώτης. Η πολιτική της ατομικότητα υπολείπεται σημαντικά για να ενσωματώσει την ιδιότητα του εντολέα.
Ώστε, η έννοια της ‘διακυβέρνησης’ υποδηλώνει ότι, στην «μετα-ιδεολογική» εποχή, το κόμμα δεν γίνεται αποδεκτό ως μονοσήμαντος διαχειριστής του κράτους.
Οι δυνάμεις της πρωτογενούς διαμεσολάβησης διεκδικούν τη συμμετοχή τους στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας, καθώς αυτή προοιωνίζεται μια σαφώς καλύτερη θέση στη στοχοθέτηση του δημοσίου συμφέροντος και στην αναδιανομή του ‘κοινού’ αγαθού. Με άλλα λόγια, η εποχή της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ και της ‘διακυβέρνησης’ ανήκει σε ένα προγενέστερο στάδιο από εκείνο της κομματοκρατίας, στο μέτρο που στην τελευταία, η κοινωνία συμπεριφέρεται ήδη, όπως προ-ειπώθηκε, πολιτικά ως εντολέας, μολονότι το σύστημα της αρνείται την ιδιότητα αυτή.
Καταλήγουμε, λοιπόν, ότι η έννοια της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ προσιδιάζει σε μια προ-πολιτική και, οπωσδήποτε, ιδιωτική κοινωνία, η οποία λειτουργεί μεν αποτρεπτικά στην ολοκληρωτική ή αυταρχική ιδιοποίηση του κράτους (από το κόμμα ή από άλλους θύλακες εξουσίας), δεν εξωθεί όμως άμεσα στη μετάβαση από την κομματαρχία στην κομματοκρατία. Άλλωστε, αυτή καθεαυτή η έννοια της κομματοκρατίας έρχεται σε σύγκρουση με το ‘διακυβερνητικό’ επιχείρημα των πρωτοβάθμιων διαμεσολαβητικών ομάδων, καθώς οι φορείς της, οι πολιτικές δυνάμεις, διεκδικούν μιαν άμεση δικτύωση με την κοινωνία
6.
Αν όμως η κομματοκρατία δεν προσιδιάζει στη φάση ωριμότητας και, συνεπώς, στο καθεστώς ασυμβατότητας της νεοτερικής κοινωνίας με το πολιτικό της σύστημα, το ελληνικό παράδειγμα, που εκκολάφθηκε στο περιβάλλον του κράτους έθνους, αντιθέτως, αποτελεί την κορυφαία εκδήλωσή της. Κατά τούτο, έχει ενδιαφέρον να διερευνήσει κανείς κατά πόσον οι κοινωνίες της νεοτερικότητας είναι αναπόφευκτο να διέλθουν από τη φάση της κομματοκρατίας, ή μέλλεται το σύστημα αυτό να αποτελέσει μιαν απλώς ελληνική ιδιαιτερότητα. Οπότε, όμως, το ερώτημα που εγείρεται είναι γιατί αυτό εμφανίζεται στην νέο-ελληνική περίπτωση.
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά, επιβάλουν πρωταρχικά τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η σχέση μεταξύ του κόμματος και της διαθέτουσας πολιτική ατομικότητα κοινωνίας, στο μέτρο που δεν εμπραγματώνεται με πρόσημο την αντιπροσωπευτική αρχή, είναι εξωπολιτειακή και, οπωσδήποτε, άνιση. Διαμορφώνεται δηλαδή όχι εντός του πολιτικού συστήματος, υπό το πρίσμα της συνάντησης του εντολέα και του εντολοδόχου, οπότε η σύνολη κοινωνία θα προσλαμβανόταν ως πολιτειακά συγκροτημένο σώμα και, κατ’επέκταση, ως δήμος, αλλά ως εξω-πολιτειακή σχέση που συνέχει τον κάτοχο του πολιτικού συστήματος και τον ‘πολίτη υπήκοο’ ή ‘πολίτη ιδιώτη’.
Στο πλαίσιο αυτό, όπου η ιδιότητα του εντολέα κατακρατείται επίσης από τους φορείς του κράτους/συστήματος, η πολιτική λειτουργία αποβαίνει εξαιρετικά δυσμενής για τον πολίτη, αφού συναντάται με την πολιτική εξουσία αποστερημένος από τη θεσμική βάση της πολιτειότητας και, ουσιαστικά, μόνον κατά τη στιγμή της εκλογικής διαδικασίας.
Ώστε, στην κομματοκρατία δεν συντρέχει η απλή πελατειακή σχέση ή, αλλιώς, μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά από τον κανόνα του πολιτικού συστήματος. Η σχέση πελατείας αποβαίνει συστατικό γνώρισμα του πολιτικού συστήματος, γίνεται η ίδια σύστημα, ταυτολογικά ισοδύναμο της κομματοκρατίας.
3. Η κομματοκρατία ως «κινούν αίτιο» του πολιτικού συστήματος.
Το κομματικό φαινόμενο, στο μέτρο που μετεξελίσσεται από παράγοντας του πολιτεύματος σε πολιτικό σύστημα, ορίζεται διττώς, δυνάμει τόσο της πολιτικής κυριαρχίας που πράγματι ασκεί, όσο και του αντικειμένου ή του σκοπού της πολιτικής που επικαλείται.
Η κομματοκρατία προσεγγίζει την πολιτική με όρους αποκλειστικής νομής. Η έννοια της νομής στην πολιτική δεν εξομοιώνεται εξορισμού με την ιδιοποίησή της. Παραπέμπει σε μια ευρύτερη αναδιανεμητική πρόταση, η οποία δεν αναφέρεται αμέσως στα θεμέλια του συστήματος (τις σχέσεις ιδιοκτησίας, τη φύση της κοινωνίας, κλπ.), όπως στην περίπτωση του ταξικού ή ιδεολογικού προτάγματος.
Επικεντρώνεται, κυρίως, στη διαχείριση του κοινωνικού γίγνεσθαι και στην (ανα-) διανομή του «δημόσιου» αγαθού, στο πλαίσιο ενός περιβάλλοντος πολιτικών ισορροπιών, όπου τα μέλη του κοινωνικού σώματος διαπλέκονται συστατικά με τους συντελεστές των πολιτικών δυνάμεων, κατά τρόπο διαρκή, που υπερβαίνει την απλή εκλογική συγκυρία.
Ώστε, η κομματοκρατία, ως πολιτικό σύστημα, μεταθέτει ευρέως το επίκεντρο της πολιτικής λειτουργίας από το περιβάλλον του δημοσίου χώρου, που ενσαρκώνει το κράτος, στην περιοχή του αθέσμιτου πεδίου της πολιτικής, το οποίο ο δημόσιος χώρος, υποτασσόμενος καλείται να υπηρετήσει.
Η προβολή του πολιτικού συστήματος, στη θέση του κράτους, υπονοεί μεν μια διαφορετική, πλέον ενεργή, σχέση κοινωνίας και πολιτικής, δεν αναιρείται όμως, στη φάση αυτή, η λογική της πολιτικής κυριαρχίας της εξουσίας, η οποία ενσαρκώνει σωρευτικά τις ειτουργίες του εντολέα και του εντολοδόχου.
Συνεπάγεται, με άλλα λόγια, τη μετατόπιση του πεδίου της πολιτικής προς την κατεύθυνση της κοινωνίας, η οποία για να εμπραγματωθεί, προϋποθέτει ένα υψηλό ανάπτυγμα της πολιτικής ατομικότητας των μελών της.
Το κοινωνικό σώμα, από την πλευρά του, δεν αρκείται στην έμμεση, δηλαδή μέσω τρίτου, πο
Απορρίπτει, επομένως, την πρόσληψη της πολιτικής εξουσίας ως συμφυούς γνωρίσματος της ιδιοσυστασίας του, η οποία ανήκει, εν είδει ιδιοκτησίας, στο κράτος.
Στο πλαίσιο αυτό, η συνάντηση της μη αντιπροσωπευτικής φύσης της πολιτικής εξουσίας και της αντιπροσωπευτικής λογικής της κοινωνίας, συνηγορούν εν τέλει για την υποβάθμιση του ρόλου της πρωτογενούς διαμεσολάβησης.
Η μεν κοινωνία επιλέγει την άμεση όσμωση των μελών της με τους φορείς της εξουσίας, οι δε φορείς της πολιτικής εξουσίας την άμεση διαπραγμάτευση της θέσης τους με τον πολίτη–ψηφοφόρο. Συγχρόνως το κόμμα αρνείται απολύτως την εισαγωγή της αντιπροσωπευτικής αρχής στο πολιτικό σύστημα, διότι η τελευταία υπονομεύει το θεμέλιο της πολιτικής του ηγεμονίας, υποβάλλοντας το πολιτικό προσωπικό και την πολιτική εξουσία στη συντεταγμένη πολιτειακά συλλογική βούληση του εντολέα, δηλαδή του δήμου.
Άρα η μετάβαση στην κομματοκρατία υπονοεί ότι το κοινωνικό σώμα έχει σαφώς διέλθει το στάδιο της ιδιώτευσης και, περαιτέρω, της εξω-συστημικής ή διαμεσολαβημένης αντίληψης της πολιτικής ‘συμμετοχής’, βιώνοντας άμεσα την έννοια της πολιτικής αγοράς. Η διαφορά είναι θεμελιώδης: Στο προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα, η πολιτική λειτουργία της κοινωνίας είναι είτε αγελαία και συναινετική στις δυνάμεις της διαμεσολάβησης, είτε θεραπεύουσα την πολιτική ατομικότητα και, κατ’επέκταση, προσήλυτος του πελατειακού συστήματος.
Αντιθέτως, στο αντιπροσωπευτικό σύστημα, η πολιτική εξουσία (ο εντολοδόχος) υποβάλλεται καταφανώς στη συγκροτημένη πολιτειακά κοινωνική βούληση (στον εντολέα). Η πολιτειακή συγκρότηση της κοινωνίας αποτελεί εντέλει το φυσικό περιβάλλον για να λειτουργήσει συλλογικά η πολιτική ατομικότητα7.
Κατά τούτο, η κομματοκρατία λειτουργεί παραμορφωτικά έναντι του ιδεατού τύπου του πολιτικού συστήματος της νεοτερικότητας.
Στη φάση αυτή, οι μεν ομάδες της πρωτογενούς διαμεσολάβησης συνθλίβονται ανάμεσα στην πολιτικά αναπτυγμένη κοινωνία και στους φορείς της πολιτικής ενσάρκωσης του κράτους, η δε κοινωνία αποσυντίθεται ως συλλογικότητα, ‘μοριοποιείται’ πολιτικά, προκειμένου να λειτουργήσει η προσωπική σχέση μεταξύ πολίτη και πολιτικού.
4. Καταβολές και θεμέλια της κομματοκρατίας.
Η διαφοροποίηση, στον ευρωπαϊκό χώρο, του πραγματικού έναντι του τυπικού πολιτικού συστήματος, δεν φαίνεται να συνδυάζεται με μια σχετική έστω μεταβολή της κομματαρχίας σε κομματοκρατία. Αντιθέτως, όλα δείχνουν ότι εφεξής οικοδομείται, με ολοένα ταχύτερους ρυθμούς, το ιδεολογικό και πραγματολογικό πεδίο της απομείωσης του κομματικού φαινομένου, που συγκεκριμενοποιείται με τη μετάβαση από την ‘κυβέρνηση’ στη ‘διακυβέρνηση’ του πολιτικού συστήματος του κράτους. Αντιθέτως, η κομματοκρατία εμφανίζεται ως το κρατούν πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα του 19ου και ευρέως του 20ου αιώνα. Υπό την έννοια αυτή, η κομματοκρατία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μια καθαρά ελληνική υπόθεση.
Κατά τούτο, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον η απομόνωση ορισμένων από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού της συστήματος, που αποτέλεσαν το «θερμοκήπιο» του φαινομένου της κομματοκρατίας.
Συγκρατούμε ιδίως τα εξής τέσσερα:
Πρώτον, την αναγνώριση εξαρχής, στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους έθνους, ως καθολικού του δικαιώματος της ψήφου, δηλαδή της στοιχειώδους ιδιότητας του πολίτη. Η αναγνώριση αυτή δεν υπήρξε απόρροια μιας υπέρμετρης γενναιοδωρίας της πολιτικής τάξης, αλλά το αποτέλεσμα της γενικής ανθρωποκεντρικής κατάστασης, που, όπως θα δούμε στη συνέχεια, βίωνε η ελληνική κοινωνία πριν από την εθνοκρατική της μεταστέγαση. Λίγο αργότερα, το 1832, στη Μεγάλη Βρετανία μόλις το 7% του άρρενος πληθυσμού είχε δικαίωμα ψήφου, ενώ στη Γαλλία μολονότι η αρχή θα εισαχθεί τυπικά το 1848, πράγματι δεν θα λειτουργήσει πριν από το τέλος του αιώνα
8. Η καθολική ψήφος, και, ουσιαστικά, η ιδιότητα του πολίτη, θα γενικευθεί στις ευρωπαϊκές χώρες μόλις κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Οίκοθεν νοείται ότι έως τις μέρες μας η ιδιότητα του πολίτη εξακολουθεί να συνδέεται κυρίως με το κράτος και μόνον εμμέσως με το πολιτικό σύστημα. Ανάγεται, επομένως, στο ‘ανήκειν’ στο κράτος κι όχι σε μια εταιρική σχέση με την πολιτεία
9. Η διαπίστωση αυτή, αν συνδυασθεί με τον εν γένει σκοπό της πολιτικής που συνείχε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες την περίοδο αυτή, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι την ίδια στιγμή που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αναλώνονταν σε κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες για την ανθρωποκεντρική τους οικοδόμηση (για την απόσειση της φεουδαρχίας και την οικοδόμηση της ανθρωποκεντρικής κοινωνίας), το πρόταγμα της ελληνικής κοινωνίας ήταν εστιασμένο σε σαφώς μετα-πρωτοανθρωποκεντρικές στοχοθεσίες.
Δεύτερον, το κομματικό σύστημα, στο πλαίσιο αυτό, απέκτησε από την πρώτη στιγμή μια διαστρωματική αναφορά (άρα συγκροτήθηκε σε μη ταξικές βάσεις) και υπήρξε ως προς το σκοπό της πολιτικής, που κλήθηκε να υπηρετήσει, ακραιφνώς μετα-ιδεολογικό. Απέβλεπε, επομένως, στη λειτουργία ενός (ανθρωποκεντρικού) συστήματος που προϋπήρχε κι όχι στην εξαρχής συγκρότησή του. Ο ιδεολογικός πολιτικός λόγος και η ταξική επιλογή, με την πρώιμη ανθρωποκεντρική και, ως εκ τούτου, νεοτερική έννοια του όρου, είναι ουσιαστικά άγνωστοι στο νεοελληνικό σύστημα του κράτους έθνους. Ουδέποτε το κόμμα θα διανοηθεί να λειτουργήσει «απελευθερωτικά» και, μάλιστα, ως πολιτικός καθοδηγητής της κοινωνίας ή, έστω, των κατώτερων στρωμάτων της.
Τρίτον, με άλλα λόγια, το κοινωνικό σώμα διαθέτει μια, χωρίς συγκριτικό περιθώριο, κοινωνική και πολιτική ανάπτυξη.
Η ανάπτυξη αυτή, προφανώς, δεν συνδέεται με το οικονομικό ή το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού συνέχεται με το ιστορικό του κεκτημένο, στο οποίο η ελευθερία θεμελιώνει μια ισχυρή συνάφεια, πέραν της ατομικής, με την κοινωνική και πολιτική κατάσταση του ανθρώπου. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι η ίδια η κοινωνικοποίηση ενός εκάστου μέλους της ελληνικής κοινωνίας συντελείται μέσω της πολιτικής του αναφοράς, κι όχι αντιστρόφως.
Στον αμέσως προ-εθνοκρατικό ελληνικό πολιτικό πολιτισμό η έννοια του δημοσίου αποτελεί ταυτολογία του πολιτειακά συγκροτημένου κοινωνικού σώματος, κι όχι του κράτους, η πολιτική περιγράφεται ως ‘κοινό’.
Όταν η ελληνική ορολογία διατείνεται ότι ο πολίτης ‘έχει λόγο στα κοινά’, υπονοεί ότι έχει αποφασιστική αρμοδιότητα κι όχι απλώς ‘δικαίωμα (εξωθεσμικού) λόγου’, με τη νεοτερική έννοια του όρου. Η κληρονομιά αυτή, δεν θα αποτρέψει την ελληνική κοινωνία να συμπεριφέρεται πολιτικά και υπό το προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα του κράτους- έθνους ως εάν κατέχει την ιδιότητα του εντολέα. Ουδέποτε θα συμβιβασθεί με το καθεστώς της κοινωνίας-ιδιώτη, στο οποίο την προορίζει το πολιτικό σύστημα της μετα-φεουδαλικής νεοτερικότητας
10.
Οι προκαταρκτικές αυτές επισημάνσεις απαντούν ασφαλώς στο ερώτημα γιατί η κομματοκρατία αποτελεί υπόθεση της ελληνικής κοινωνίας και, αντιστρόφως, γιατί δεν απαντάται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, μολονότι οι τελευταίες ομολογείται ότι τοποθετούνται στην ηγεσία της νεότερης ανθρωποκεντρικής εξέλιξης. Η αναγωγή της διαφοροποίησης αυτής στις διαφορετικές καταβολές των ευρωπαϊκών χωρών και, γενικότερα του νεότερου κόσμου, σε σχέση με τις ελληνικές κοινωνίες, παραπέμπουν στο διαφορετικό δρόμο από τον οποίο εισήλθαν, οι μεν και οι δε, στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μεγάλης κλίμακας.
Για τις ευρωπαϊκές χώρες, το κράτος - έθνος αποτέλεσε το φυσικό περιβάλλον για τη μετάβασή τους από τη δεσποτική ‘κοινωνία υποκειμένων’ στην ανθρωποκεντρική κοινωνία των πολιτών. Κάθε βήμα προς την κατεύθυνση αυτή συνιστούσε και ένα αντίστοιχο βήμα προς την απελευθέρωση του ατόμου και του κοινωνικού όλου από τη φεουδαλική δεσποτεία. Η γένεση της μη δεσποτικής πολιτειακής κοινωνίας αποτελεί μια θεμελιώδη κατάκτηση. Το κόμμα, στο πλαίσιο αυτό, θα κληθεί να υπηρετήσει, όπως είδαμε, το σκοπό του κράτους, υπό την οπτική γωνία της ανθρωποκεντρικής μετάβασης μιας εκάστης των κοινωνικών τάξεων.
Αντιθέτως, οι ελληνικές κοινωνίες θα προσέλθουν στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα ήδη από την κρητο-μυκηναϊκή αρχαιότητα και θα ενσαρκώσουν σταθερά, δηλαδή αδιάρρηκτα, τη δυναμική του, έως τις παρυφές του 20ου αιώνα. Πολιτειακό θεμέλιο του ανθρωποκεντρικού αυτού κοσμοσυστήματος είναι η «πόλη», είτε ως ανεξάρτητο κράτος είτε ως αυτόνομη πολιτεία στο πλαίσιο της οικουμενικής κοσμοπολιτείας, που επικράτησε από τους αλεξανδρινούς χρόνους.
Ώστε, το πολιτειακό ολοκλήρωμα της «πόλης», συνεχίζει να αποτελεί τη δεσπόζουσα πραγματικότητα και κατά την περίοδο αμέσως πριν από τη γένεση του νεοελληνικού κράτους. Γι’ αυτό και όλα τα προτάγματα που συνάπτονται με την παλιγγενεσία, επαναστατικά και μη, κατά τους 18ο και 19ο αιώνες, αποβλέπουν, όχι στην απόσειση της φεουδαρχίας και στην εγκαθίδρυση ενός ημι-δεσποτικού ή, έστω, εθνικού τύπου κράτους, αλλά, ουσιωδώς, στην αποκάθαρσή του ελληνικού κοσμοπολιτειακού συστήματος από τις οθωμανικές επιβαρύνσεις.
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας είναι κληρονομημένη, συνέχεται με τη βαθιά ανθρωποκεντρική φύση του συστήματος των ‘κοινών’ που δέσποζε πριν από το κράτος έθνος, εν αντιθέσει προς τις ευρωπαϊκές κοινωνίες που αναπτύσσονται σταδιακά με την είσοδό τους στον ανθρωποκεντρισμό –με όχημα τις κοινότητες-, στο περιβάλλον του δεσποτικού κράτους και μετέπειτα του κράτους έθνους.
Η θεμελιώδης αυτή διαφορά της ελληνικής κοινωνίας, σε σύγκριση με το νεότερο κόσμο, ο οποίος συναντάται για πρώτη φορά με το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο, ουσιαστικά, μόλις στη διάρκεια του 19ου αιώνα και, ιδίως, υπό την καθαρά έννοια του όρου, τον 20ο αιώνα, εξηγεί και τις προμνημονευθείσες ιδιαιτερότητες της πρώτης. Η ταξινόμηση των ιδιαιτεροτήτων αυτών στην περιοχή της ‘καθυστέρησης’ δεν αναιρεί το γεγονός ότι η νεοτερικότητα θα οδηγηθεί πολύ αργότερα στην υιοθέτησή τους
11.
Τέταρτον, οι έννοιες του δημοσίου χώρου, του δημοσίου συμφέροντος, του κοινωνικού συμβολαίου και άλλες συναφείς, η αρχή της απορρόφησης του πολιτικού συστήματος από το κράτος, καθώς και η μονοσήμαντη πολιτική κυριαρχία της κεντρικής εξουσίας, που συνδυάζεται με τη μη αντιπροσωπευτική της αναφορά, εμφανίζουν μια εξαιρετικά δύσκολη σταδιοδρομία στο νεοελληνικό πολιτικό σύστημα.
Ο πολίτης, μολονότι θα αποστερηθεί του πολιτειακού του υπόβαθρου, θα εξακολουθήσει να συμπεριφέρεται έναντι του πολιτικού ως εάν διαθέτει ακόμη την ιδιότητα του εντολέα και, μάλιστα, της πολιτικής αυτονομίας. Η συμπεριφορά αυτή, είχε ως συνέπεια να υπενθυμίζει στον κάτοχο της εξουσίας του κράτους ότι, εντούτοις, η νομιμοποιητική του βάση, ο σκοπός της ψήφου και, κατ’επέκταση, της πολιτείας, είναι διαφορετική από εκείνη που προσιδιάζει στη φύση του κράτους/πολιτικού συστήματος.
Συγχρόνως, έννοιες όπως το «κοινό», που αποδίδει, όπως είδαμε, την πολιτειακή κοινωνία (αντί της κρατικής ιδιοποίησης του δημοσίου χώρου) και την κοινωνική συνάρτηση του σκοπού της πολιτικής, αποφάσκουν προς κάθε εξομοίωση του πολιτικού φαινομένου και του πολιτικού συστήματος με το κράτος. Η «ομόνοια» ή η «φιλία» συγκροτούν το πεδίο της συνάντησης των μελών της κοινωνίας, αντί της ‘συναίνεσης’ που παραπέμπει στη διαθεσιμότητα της κοινωνίας στις πολιτικές του κράτους.
Η πολιτειακή ταυτότητα με τις πολυσήμαντες εκφορές της, μολονότι θα συνθλιβεί υπό την επήρεια της μοναδικής εθνικής ή κρατικής ταυτότητας, που θα εισαγάγει η ανάγκη της νεοτερικότητας να υπερβεί το φεουδαλικό της έρμα και να οικοδομήσει τις θεμελιώδεις ανθρωποκεντρικές παραμέτρους (π.χ. την οικονομική συσσώρευση εντός του κράτους), θα εξακολουθήσει να αποτελεί μη ομολογημένη, αλλά σημαίνουσα πτυχή της νεοελληνικής πολιτικής ζωής.
Τα ανωτέρω εξηγούν γιατί η ίδια η πολιτική τάξη, δεν θα πάψει, εν τέλει, να νομιμοποιείται σε ένα κλίμα διαρκούς αμφισβήτησης, καθόσον, αποστερημένη από το ταξικό ή το ιδεολογικό επιχείρημα των κοινωνιών της μετάβασης, που αποβλέπει στην πρωτο-ανθρωποκεντρική τους υποστασιοποίηση (εν οίς και την κατάκτηση της ιδιότητας του ατελούς έστω πολίτη), θα κληθεί να αρθρώσει τον πολιτικό της λόγο με επίκεντρο το αναδιανεμητικό πρόταγμα του «κοινού».
Η ιδιαιτερότητα αυτή του ελληνικού πολιτικού συστήματος και, κατ’ επέκταση, το γεγονός ότι εμφανίζεται να βιώνει πολιτικές λειτουργίες και πρακτικές, που προσιδιάζουν σε μια φάση προκεχωρημένη της ανθρωποκεντρικής ανάπτυξης, πολύ πριν από τις χώρες που τοποθετούνται στην πρωτοπορία της λεγόμενης νεοτερικότητας, αποκτά ξεχωριστή σημασία για τη μελέτη γενικότερα του πολιτικού φαινομένου. Πολλώ μάλλον αφού η Ελλάδα, σε σύγκριση με την ευρύτερη ελληνική κοινωνία και τις χώρες της νεοτερικότητας, παρουσιάζει μια σαφή υστέρηση ως προς τις οικονομικές της επιδόσεις – που θεωρούνται ορθώς γενεσιουργές της πολιτικής ανάπτυξης - και, μάλιστα, κατέχει μια εντελώς περιθωριακή θέση στο διεθνές σύστημα.
Ιδωμένο υπό ένα διαφορετικό πρίσμα, το ελληνικό παράδειγμα διδάσκει ότι η κατάλυση ενός θεσμικού και πολιτειακού περιβάλλοντος, όπως εκείνο του ελληνικού κοσμοσυστήματος που γέννησε και συντήρησε τον πολιτικό άνθρωπο ως αυτοσυνειδητή ή και ως αυτόνομη πολιτική οντότητα, δεν επιφέρει δια μιας και την εξάλειψη των αντίστοιχων νοοτροπιών και της πολιτικής λογικής τους
12. Ήταν φυσικό να συνεχίσουν να αποτελούν καθοριστικές παραμέτρους της μετέπειτα εθνοκρατικής πολιτικής ζωής και, ως εκ τούτου, να προσαρμόσουν το πρώιμο ανθρωποκεντρικά πολιτικό σύστημα στο διατακτικό τους. Οπωσδήποτε, η κομματοκρατία, υπό τις διάφορες εκφάνσεις της, θα αποτελέσει τη συνισταμένη της αρθρωτικής αυτής λειτουργίας της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και, υπό μιαν άλλη άποψη, τη «σταθερά» του νεοελληνικού πολιτικού συστήματος. Του πρώτου ιστορικά και του μακροβιότερου, στο πλαίσιο του κράτους έθνους, κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, με όρους καθολικής ψηφοφορίας
.
5. Η κομματοκρατία, ανάμεσα στην επιβεβαίωση και στην αναίρεση.
Παρατηρήσαμε ήδη ότι όσο πλησιάζουμε στο τέλος του 20ου αιώνα, διαπιστώνεται εμφανέστερα η σταδιακή μετάβαση των νεοτερικών κοινωνιών σε μια ιδεολογική και πολιτική ατομικότητα, η οποία όμως όχι μόνο δεν θέτει σε άμεση αμφισβήτηση, τη λογική του διαμεσολαβητικού συστήματος, αλλ’αντιθέτως μεσοπρόθεσμα την ενισχύει. Και τούτο διότι η πολιτική αυτή ατομικότητα είναι ακόμη πρώιμη, με την έννοια ότι προσιδιάζει σε ένα προ-αντιπροσωπευτικό στάδιο της πολιτικής εξέλιξης του ανθρώπου.
Επομένως, συλλαμβάνεται να μην επαρκεί για να εγείρει, από μόνη της, ζήτημα μεταστέγασης του πολίτη στο καθεστώς του εντολέα. Είναι προφανές ότι στη φάση αυτή, όχι μόνο δεν προαναγγέλλεται η μετάβαση στην κομματοκρατία, αλλά, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, αμφισβητείται η ίδια η θέση του κομματικού φαινομένου ως κομματαρχίας από τις δυνάμεις της πρωτοβάθμιας διαμεσολάβησης.
Συγχρόνως, φαίνεται ότι τη μετάβαση στην κομματοκρατία δεν διευκολύνει η ανάδειξη του νέου τεχνοδικτυακού επικοινωνιακού περιβάλλοντος, στο μέτρο που καθόλες τις ενδείξεις, προσφέρεται μακροχρόνια για τη δημιουργία των προϋποθέσεων που θα οδηγήσουν στη μορφολογική μετεξέλιξη του κρατούντος πολιτικού συστήματος, προς μια πλέον αντιπροσωπευτική εκδοχή του. Η διευκρίνηση αυτή προσλαμβάνεται ως σημαίνουσα, δεδομένου ότι υποβάλει τη σκέψη ότι η κομματοκρατία προσιδιάζει σε κοινωνίες που μολονότι βιώνουν ήδη ένα ανθρωποκεντρικά ανώτερο στάδιο χειραφέτησης, ομοθετικό τουλάχιστον της αντιπροσωπευτικής αρχής, οδηγούνται, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, να υιοθετήσουν ένα πρώιμο ή προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα.
Όντως, κατά τη φάση της ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης, στο κράτος της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, η ανάδειξη του νέου τεχνοδικτυακού συστήματος επικοινωνίας, προκαλεί θεμελιωδώς και, οπωσδήποτε, διευκολύνει τη διεύρυνση του πεδίου της πολιτικής. Η έννοια του πεδίου της πολιτικής είναι, όπως είδαμε, κεφαλαιώδης για την προσέγγιση της πρωτογενετικής μορφολογικής μετάλλαξης του πολιτικού και, ειδικότερα, του κομματικού φαινομένου στην εποχή μας.
Χαρακτηρίζεται, εν προκειμένω, από τη διάχυση του ουσιώδους της πολιτικής δυναμικής, από τον κλειστό χώρο της θεσμημένης πολιτικής εξουσίας, στην περιοχή της κοινωνίας, η οποία διάχυση προκαλεί, με τη σειρά της, την αναγκαστική ενσωμάτωση του κοινωνικού σώματος στην πολιτική διαδικασία. Στην προ-τεχνοεπικοινωνιακή εποχή της ‘πόλης’, η ενσωμάτωση αυτή γινόταν με όρους φυσικής συνάντησης του πολίτη με τον πολιτικό
Η μετάβαση όμως στην τεχνολογία της επικοινωνίας έχει ως συνέπεια η προσωπική πολιτική σχέση να οικοδομείται με πρόσημο την ‘εικονική’ διαμεσολάβηση, στο επίπεδο της οποίας άλλωστε αναπτύσσεται και ο διαλεκτικός πολιτικός λόγος. Εφεξής, η πολιτική σχέση αποπροσωποποιείται – ως φυσική συνάφεια – συγχρόνως όμως εμπραγματώνεται με όρους πολιτικής ατομικότητας. Ωστόσο, στο μέτρο που η διάχυση του πολιτικού στο κοινωνικό δεν οδηγεί στη συλλογική θέσμηση του τελευταίου εν είδει πολιτειακού υποκειμένου, η πολιτική, πέραν του κράτους, αναπτύσσεται ως δυναμική κι όχι ως διαδικασία, δηλαδή σε επίπεδο συσχετισμών δύναμης και ευρέως στην περιοχή του παρασκηνίου.
Με άλλα λόγια, ενώ το νέο επικοινωνιακό περιβάλλον επικαλείται μια άμεση διαλεκτική σχέση του πολιτικού με το κοινωνικό, που προαναγγέλλει την πολιτική χειραφέτηση του ατόμου και εμπραγματώνει τη διεύρυνση του πεδίου της πολιτικής, εντούτοις η σχέση αυτή αναιρείται, πράγματι, από τον προ-αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος. Κατά τούτο, μπορούμε να πούμε ότι η μετάβαση στην εποχή της τεχνολογίας της επικοινωνίας, συνδυασμένη με τη συντήρηση του νεοτερικού πολιτικού συστήματος, συντελεί ώστε η πελατειακή σχέση του πολιτικού με τον πολίτη αποδυναμώνεται και στη θέση της υπεισέρχεται η πελατειακή σχέση του πολιτικού προσωπικού με τις δυνάμεις της ιδιωτικής διαμεσολάβησης.
Αντί της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, οι νεοτερικές κοινωνίες επιλέγουν την, πλέον οικεία σ’αυτές, διαμεσολαβημένη ‘διακυβέρνηση’.
Η αντίφαση αυτή, που αναδεικνύει σε όλη της την έκταση ο ακραίος δυϊσμός ανάμεσα στο πραγματικό και στο τυπικό πολιτικό σύστημα, δεν υποδηλώνει ότι το παρασκήνιο και οι σχέσεις δύναμης κατελάμβαναν προηγουμένως μια υποδεέστερη θέση στη λειτουργία του συστήματος. Απλώς, κατά τη φάση αυτή, εκτίθενται ολοένα και περισσότερο στο «προσκήνιο» του δημοσίου χώρου και, ως εκ τούτου, συντρέχει αμεσότερα η νομιμοποιητική αιτία της αμφισβήτησής τους.
Για την κατανόηση της εξέλιξης αυτής έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς, εν είδει παραδείγματος, τις μεταλλάξεις του τηλεχώρου. Όντως, ο τηλεχώρος στις χώρες ιδίως της νεοτερικότητας προσεγγίζεται ουσιωδώς ως μέσον ενημέρωσης, μολονότι ήδη επισημαίνεται η λειτουργία του «μέσου» ως πεδίου της πολιτικής.
Η ‘κομματοκρατία’, στο πλαίσιο αυτό, πριν ακόμη γεννηθεί, γίνεται όμηρος των δυνάμεων της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ και, μάλιστα, του τηλεκρατικού κατεστημένου, το οποίο, επωφελούμενο από την προσέγγιση του «μέσου» με όρους ιδιωτικής οικονομίας (όπου ο ιδιοκτήτης ενσαρκώνει το σύστημα), κατορθώνει να καθυποτάξει το κατεξοχήν κοινό αγαθό, την πολιτική, στις επιταγές της ιδιοκτησίας.
Η διαχείριση της πολιτικής στον τηλεχώρο, υπό το πρίσμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, είναι, βασικά, απόρροια των συντηρητικών εμμονών της νεοτερικότητας, η οποία αρνείται να διακρίνει σ’αυτόν λειτουργίες πεδίου της πολιτικής και, συνεπώς, να τον υπαγάγει στο κανονιστικό διατακτικό του πολιτικού συστήματος13.
Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική τάξη, παρόλον ότι αποκαθιστά έναν απευθείας διάλογο με την κοινωνία, ο διάλογος αυτός διέρχεται κατά το ουσιώδες από την τεχοδικτυακή επικοινωνία και, ως εκ τούτου, υπόκειται στις δουλείες που υπαγορεύει το συμφέρον του τηλεκρατικού κατεστημένου, το οποίο είναι πλέον ή εμφανές ότι έχει μεταβάλει την πολιτική τάξη σε πελάτη της.
Οι πραγματικότητες αυτές προδιαγράφουν ακριβώς και την προοπτική. Για την ελληνική κοινωνία το δίλημμα εξακολουθεί να τίθεται με όρους προσαρμογής της στο νεοτερικό κανόνα της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ και, επέκεινα, της ‘διακυβέρνησης’, κι όχι της εναρμόνισης του πολιτικού συστήματος με την αντιπροσωπευτική αρχή. Έτσι, το αίτημα του πολιτικού εκσυγχρονισμού επικεντρώνεται στη μετάβαση από ένα σύστημα πελατείας που συνέχει την κοινωνία με την πολιτική, σε ένα σύστημα πελατείας, που εξαρτά την πολιτική και, εννοείται, το πολιτικό σύστημα, από τις δυνάμεις της πρωτογενούς διαμεσολάβησης.
Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, η αναγγελία του τέλους της ιστορίας έχει πράγματι έναν προφητικό χαρακτήρα, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που οραματίσθηκαν οι εμπνευστές της. Προαναγγέλλει το τέλος των συστημάτων μη αντιπροσωπευτικής εξουσιαστικής κυριαρχίας και, συγκεκριμένα, την απογύμνωση του κατεστημένου διαμεσολαβητικού συστήματος από τη «δημοκρατική» του νομιμοποίηση.
Η δημοκρατία, ως διακεκριμένη τυπολογική κατηγορία, απορρίπτει απολύτως την αρχή της εξουσιαστικής θέσμισης της πολιτικής και, ασφαλώς, είναι ασύμβατη με τη ‘διαμεσολαβημένη’ ή την ‘αντιπροσωπευομένη κοινωνία’. Κατά την ίδια έννοια που και η ‘διαμεσολαβημένη κοινωνία’ τοποθετείται στον αντίποδα της αντιπροσώπευσης. Η προβληματική ακριβώς αυτή αναδύεται, κατά τη γνώμη μας, ως προοπτική, από το περιβάλλον της κρίσης, που καταγράφεται ήδη από το τέλος του 20ου αιώνα, και στο πλαίσιο αυτό, από τη δυναμική της υπέρβασης των αυστηρών διαμεσολαβητικών συστημάτων.
Το ζήτημα, εν κατακλείδι, στην εποχή μας, δεν περιορίζεται στην ανάγκη να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στην κυρίαρχη πολιτική εξουσία (και στους φορείς της) και στην κοινωνία. Το πρόταγμα αυτό, η συστοίχιση ή η αντιστοίχιση πολιτικής και κοινωνικής βούλησης, θα συνεχίζει να έχει θεωρητική απλώς αξία, ενόσω το πολιτικό, ως αποφασιστική διαδικασία, εναποτίθεται στην εξουσία και στις δυνάμεις της διαμεσολάβησης, ενώ το κοινωνικό σώμα τοποθετείται ουσιαστικά εκτός συστήματος, στην ιδιωτική σφαίρα. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η προβληματική αυτή θα ήταν απλώς ρητορική, εάν το νέο επικοινωνιακό περιβάλλον της τεχνολογίας δεν προανήγγειλε ήδη τη γένεση των υλικών προϋποθέσεων για την οικοδόμηση, στο πλαίσιο του εδαφικού κράτους, μιας νέας σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, με πρόσημο την αντιπροσώπευση.
Το ζητούμενο της πολιτικής μετάβασης προδικάζει, ούτως ή άλλως, την περαιτέρω μετεξέλιξη του κομματικού συστήματος και, συγκεκριμένα, τον μετασχηματισμό του, από θεσμό διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας, σε θεμελιώδη συντελεστή των «αντικειμένων λόγων», ήτοι της πολιτικής ρητορικής, στο πεδίο μιας πολιτικής αγοράς, όπου ουσιώδης συντελεστής – και άρα συνομιλητής - της πολιτικής, θα ήταν όχι οι δυνάμεις της διαμεσολάβησης, αλλά η πολιτειακά συντεταγμένη κοινωνία. Αναγγέλλει την κοινωνία ως συλλογικότητα που ορίζει το σκοπό της πολιτικής κι όχι την κοινωνία πελάτη.
Σήμερα, το ενδιαφέρον της κομματοκρατίας, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, έγκειται στη διαπίστωση της δυσαρμονίας μεταξύ του προ-πολιτικού και, οπωσδήποτε, μη αντιπροσωπευτικού πολιτικού της συστήματος, και της πολιτικής ανάπτυξης της κοινωνίας. Στο μέτρο που η ελληνική κοινωνία μεταβλήθηκε σε προσάρτημα της νεοτερικότητας, το ζητούμενο γι’ αυτήν ήταν η α-πολιτική οπισθοδρόμηση κι όχι η μεταστέγασή της στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, διατηρώντας ταυτόχρονα το δημοκρατικό κεκτημένο της μικρής κλίμακας. Κατά τούτο, η κομματοκρατία εμφανίζεται ως ακραιφνώς ελληνική ιδιαιτερότητα, που ενόσο ενσωματώνεται στο κλίμα της νεοτερικότητας υποχωρεί, τείνοντας να εκλείψει.
Συγχρόνως, οι εκδηλώσεις της τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αποτελούν απλώς μια ήπια μεταβατική εκδήλωση του πολιτικού συστήματος, που συνδυάζεται με τη λογική της διαμεσολαβημένης πολιτικής εξουσίας.
1 Το κείμενο αυτό είναι η ανακοίνωση του συγγραφέα στο συνέδριο «Αντιπολιτικές στάσεις και αντικομματικά συναισθήματα», που οργάνωσε το Πάντειο Πανεπιστήμιο σε συνεργασία με το Ίδρυμα Friedrich Ebert στην Αθήνα στις 23-24 Νοεμβρίου 1996. Δημοσιεύθηκε στα Τετράδια Πολιτικής Επιστήμης, 4/2004. Με το κείμενο αυτό συγκροτείται για πρώτη φορά η έννοια της κομματοκρατίας και η θεωρητική θεμελίωση του περιεχομένου της. Τα τελευταία χρόνια θα γνωρίσει μια ενδιαφέρουσα σημειολογικά σταδιοδρομία μεταξύ των κύκλων της ελληνικής διανόησης.
Στον ελληνικό 19ο αιώνα, η πραγματικότητα της κομματοκρατίας αποδιδόταν με τον όρο “βουλευτοκρατία”. Βλέπε σχετικά, το έργο μου, “Ο Δημήτρης Βικέλας και ο πόλεμος του 1897”, στο Η Μελέτη, Αθήνα, 2010, τ. Ε, σελ. 545-565. Για τη σταθερά αυτή του πολιτικού συστήματος και την αιτιολογία της βλέπε επίσης, το έργο μου Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2007, σελ. 689 επ.
2 Οίκοθεν νοείται ότι η αρχή της πλειοψηφίας, όπως και κάθε άλλη πολιτική αρχή, υπόκειται στις διακυμάνσεις της εξελικτικής συγκυρίας.
Ως αρχή της δημοκρατίας λειτουργεί διαρρυθμιστικά στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως των αποφάσεων. Επομένως, αναφέρεται σε συγκεκριμένο αντικείμενο για το οποίο το όλον, εν προκειμένω η Εκκλησία της Πολιτείας, εκδηλώνει το ενδιαφέρον της να αποφανθεί. Η εκλογική λειτουργία της αρχής της πλειοψηφίας, στο πλαίσιο της δημοκρατίας, αφορά σε «αρχές»,δηλαδή σε αξιώματα, με περιορισμένη εκτελεστική ή διοικητική αρμοδιότητα. Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, οι «αρχές» αυτές - που βεβαίως ως επί το πλείστον είναι κληρωτές - είναι συλλογικές, έχουν σαφώς προσδιορισμένο και εξαιρετικά περιορισμένο χρόνο εντολής, είναι ανά πάσα στιγμή ελεγκτές από τον εντολέα και, αυτονόητα, ελευθέρως ή απεριορίστως ανακλητές.
Επιπλέον, η αρχή της πλειοψηφίας δεν εφαρμόζεται μεταξύ των μελών του σώματος των αντιπροσώπων, το οποίο οφείλει να αποφασίζει ομοφώνως. Υπό το πολιτικό σύστημα της εξουσιαστικής κυριαρχίας (του κράτους-συστήματος), όπως είναι ιδίως το διαμεσολαβημένο ή, ορθότερα, προ-αντιπροσωπευτικό, η αρχή της πλειοψηφίας – δηλαδή η λειτουργία της ψήφου - έχει αποκλειστικό πεδίο εφαρμογής την ανάδειξη, μεταξύ των ‘μονομάχων’, του κατόχου της πολιτικής εξουσίας.
Τούτο σημαίνει ότι ενώ η απόφανση – η πλειοψηφία - είναι στιγμιαία και, συνεπώς, όπως κάθε τάση του εκλογικού σώματος, υπόκειται σε συνεχείς διακυμάνσεις, προσλαμβάνεται ως εντολή διαρκείας, την οποία μάλιστα ο «εντολοδόχος» δύναται να τη διαχειρίζεται ελευθέρως. Δεν υπόκειται ούτε στον έλεγχο, ούτε σε διορθωτική παρέμβαση, ούτε σε ανάκληση εκ μέρους του εντολέως.
Οι αρμοδιότητες του τελευταίου είναι περιοριστικά οροθετημένες έτσι ώστε να μην διαταράσσεται η λογική και το περιβάλλον της κυρίαρχης πολιτικής εξουσίας. Υπό την έννοια αυτή, η αρχή της πλειοψηφίας, αποβαίνει απλώς διαρρυθμιστική της πολιτικής αντιπαλότητας και, συνακόλουθα, νομιμοποιητική του κατόχου και των επιλογών της πολιτικής εξουσίας.
3 Οι Θεμελιώδεις Χάρτες άρχισαν ουσιαστικά να αναγνωρίζουν την ύπαρξη του κομματικού φαινομένου μόλις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σε κάθε περίπτωση, το κομματικό φαινόμενο, αν και αποτελεί, δυνάμει, έναν από τους καταστατικούς συντελεστές του πολιτικού συστήματος, αυτοεξαιρείται από την εφαρμογή της αρχής του πολιτεύματος. Το κόμμα θεωρείται αυτονόητο ότι μπορεί να οργανώνεται και να λειτουργεί με βάση τους συσχετισμούς, στο εσωτερικό του και κατέναντι της κοινωνίας, όντας, αναλόγως, προσωποπαγές ή αυταρχικό ή να συνιστά μια κλειστή λέσχη συμφερόντων, και παρόλ’ αυτά να εκλαμβάνεται ως προσδιοριστικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος. Ευλόγως, άλλωστε, αφού η ίδια η λογική του πολιτικού συστήματος βασίζεται στην αρθρωτική λειτουργία των συσχετισμών δύναμης στο επίπεδο της εξουσίας.
Τούτο εξηγεί, επίσης, γιατί το κομματικό φαινόμενο μπορεί να επενεργεί αναιρετικά σε μια σειρά από καίριες αρχές του πολιτεύματος (η αυτονομία του βουλευτή, το εκλέγειν και εκλέγεσθαι του κοινωνικού σώματος, η πολιτική οντότητα του πολίτη, κ. α.), χωρίς ωστόσο να ευαισθητοποιεί τους αμυντικούς του μηχανισμούς.
Η εξαίρεση του κόμματος – και, ευρύτερα, του πολιτικού προσωπικού - από την πολιτειακή αρχή και, συνακόλουθα, από την ίδια τη δικαιϊκή νομιμότητα, υποδεικνύει ακριβώς ποιο είναι το κυρίαρχο στοιχείο του πολιτεύματος. Στο σύστημα διαμεσολάβησης αλλά υπό μιαν έννοια και στο αντιπροσωπευτικό σύστημα εξουσιαστικής κυριαρχίας, η πολιτική τάξη και ο θεσμικός της φορέας, η πολιτική δύναμη, τίθενται υπεράνω του νόμου, ενώ ο πολίτης, ως ατομική και ως συλλογική πολιτική έκφραση, αποτελεί το αποκλειστικό, σχεδόν, υποκείμενο δικαίου.
Αντιθέτως, στη δημοκρατία, ο πολίτης, υπό όλες του τις εκφάνσεις, καταγράφεται ως η δεσπόζουσα συνιστώσα του πολιτικού συστήματος, ενώ η πολιτική τάξη, τοποθετείται ως υπόλογος, ακόμη και για τη «ρητορική» της λειτουργία, υπό τη δικαιϊκή ομβρέλα του της πολιτείας.
4 Για το πολιτικό διατακτικό της νεοτερικότητας, βλέπε, H. Lefebvre, Introduction à la modernité, Paris, 1962. Maurice Barbier, La modernité politique, PUF, Paris, 2000. Bernard Manin, Principes du gouvernement représentatif, Paris, 1995. S.Hall, D.Held, A.McGrew,
Η νεοτερικότητα σήμερα. Οικονομία, κοινωνία, πολιτική, πολιτισμός, Αθήνα, Σαββάλας, (1992)2003. Για την έννοια της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ ή, όπως παραπλανητικά επικράτησε να αποκαλείται ελληνικά, της ‘κοινωνίας πολιτών’), βλέπε Adam Seligman, The Idea of Civil Society, Free Press, Macmillan Inc. (USA), 1992. Ernst Gellner, Η κοινωνία πολιτών και οι αντίπαλοί της. Συνθήκες ελευθερίας, Αθήνα, Παπαζήσης, (1994)1996. Αντώνης Μακρυδημήτρης, Κράτος και κοινωνία πολιτών, Αθήνα, 2002.
5 Για ορισμένα καίρια ερμηνευτικά προβλήματα της περιόδου αυτής, βλέπε Guy Haarscher, Mario Telo (επιμ.), Μετά τον κομμουνισμό, Αθήνα, Παπαζήσης, (1993) 1997.
6 Κατά τούτο διαφέρει, επίσης, η κομματοκρατία από τον κομματικό ολοκληρωτισμό, που απαντάται στις μεσο-ευρωπαϊκές κοινωνίες την περίοδο του μεσοπολέμου.
Το κόμμα και εδώ επενδύεται ουσιαστικά τον ρόλο του πολιτικού συστήματος, όμως απουσιάζει, εν προκειμένω, η κοινωνία, η οποία αντιμετωπίζεται ως ‘μάζα’ κι όχι ως πολιτικός συντελεστής. Το θεμελιώδες αυτό κενό, που στην Ευρώπη επιδιώχθηκε να καλυφθεί με την υπεισέλευση της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ εξηγεί ωστόσο γιατί στην ελληνική κοινωνία το ολοκληρωτικό φαινόμενο δεν μπόρεσε να ευδοκιμήσει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου