“Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
ποτέ δε λένε την αλήθεια
ο κόσμος υποφέρει και πονά
και ‘σεις τα ίδια παραμύθια
ποτέ δε λένε την αλήθεια
ο κόσμος υποφέρει και πονά
και ‘σεις τα ίδια παραμύθια
Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
είναι πολύ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα
μα δεν ταιριάζουνε για μένα”
είναι πολύ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα
μα δεν ταιριάζουνε για μένα”
Κι έτσι έρχονται και πάνε τα Χριστούγεννα. Ο ήλιος κάνει “μια στάση
εδώ” και παίρνει τα πάνω του κι ο κόσμος με μια βαθιά ανάσα ρίχνει δυό
σταγόνες φως στις σκοτεινές σκέψεις, άντε κι ένα ζειμπέκικο σε όποιο
στεκι τονε φέρει ο δρόμος κι η παρεα..
Τραγούδια και κάλαντα μπερδεύονται, ζαχαρωμένα κι αζαχάρωτα, για σοκολατόπαιδα και μάγκες.
Κι η Παρασκευή φέρνει Σάββατο και το Σάββατο Κυριακή, κι οι
πολιτικές κουβέντες κοπάζουν για λίγο, τα δελτία ειδήσεων μένουν για
κάτι μέρες θαμπά κι ο κόσμος κόβει βόλτες με τα χέρια στις τσέπες
κάνοντας χάζι στις βιτρίνες κι αδειάζοντας το μυαλό όσο παίρνει.
Αισιοδοξία, αισιοδοξία, αισιοδοξία…. βουίζει ο τόπος από τη λέξη
που έχει μείνει πια άδεια, της σειράς και κανείς πιά δεν της δίνει
σημασία. Την πήρανε φαλάγγι βρώμικα στόματα και τη λερώσανε. Τώρα
μοιάζει ηττημένη, υποταγμένη κι αναποφάσιστη, Αισιοδοξία… τι να την
κάνεις. Άλλη είν’ η λέξη. Πείσμα, πείσμα, πείσμα.
Κι έτσι έρχονται και πάνε τα Χριστούγεννα και πάμε για πρωτοχρονιά.
Κι ο κόσμος που δεν έχει να ξοδέψει ούτε για τα βασικά, σκορπίζεται σε
ένα μακρύ γιορταστικό πενταήμερο, από Παρασκευή σε Τετάρτη, που
ξεγυμνώνει και κάνει τα πιο καυτά στέκια της πόλης από Γκάζι και
Πειραιώς μέχρι Μοναστηράκι και Ψυρρή, Καρύτση και Κολωνάκι να μοιαζουν
σαν καθημερινές του Φλεβάρη κι όποιος αντέξει.
Ηρθε ένα παιδί καμιά 25αρία χρονων χθες στο μαγαζί και πιασαμε
κουβέντα. “Kαλά είσαστε εδώ εσείς” μου λέει. “Έξω στο δρόμο δε θυμίζει
και πολύ Χριστούγεννα. Από Ομόνοια Πειραιώς φτάνεις στο Γκάζι σε 2
λεπτά. Περσι πρόπερσι έκανες μισή ώρα με το ρολόι να κάνεις 500 μέτρα.”
“2-3 χρόνια πιο πίσω και πιο παλιά, τέτοια μέρα ήμασταν έξω από το πρωί,
τώρα σπίτι με κρασί και κουβέντα.”
“Το παλεύεις” του λέω; “Συμμετέχεις στους δρόμους; Διαδηλώσεις και τέτοια…” “Οχι πάντα” μου λέει. “Δεν ξέρω…. έχει νόημα;”
“Μόνο αυτό έχει νόημα. Αν δεν τελειώσουμε μ’ αυτό τίποτα άλλο δε θα
πάει” του λέω. Δεν ξέρω αν του τη χάλασα. Υστερα πιάσαμε τις κιθάρες
και τα μποζούκια και το ξεχάσαμε.
Με πήρε τηλέφωνο ένας φίλος από άλλο πολιτικό χώρο για τα χρόνια
πολλά/ “Μου φέρανε πράγματα στο σπίτι για τα Χριστούγεννα” μου λεει.
“Αλληλεγγύη ξέρεις… Έπαθα πλάκα. Δεν ήξερα αν στενοχωρήθηκα ή αν
συγκινήθηκα. Δεν το περίμενα ότι θα γινόταν σε μένα”
Ο φίλος είναι ένα χρόνο και παραπάνω άνεργος…
Χριστούγεννα 2012. Τα πιο παράξενα και αντιφατικά που έχω ζήσει. Με
φοβερές λιακάδες και 17-18 βαθμούς το μεσημέρι. Με γέλια και με κλάματα
τα βράδια στα σπίτια. Με παρέες και με μοναξιές. Με παραμύθια και με
αλήθειες. Με σκυμμένους και με αποφασισμένους.
Με αισιόδοξους και σκεφτικούς. Με κάλαντα και τραγούδια της παρέας,
έντεχνα και ροκ, λαικά και σκυλάδικα, ρεμπέτικα και χασικλίδικα,
αληθινά και ψεύτικα, ζαχαρωμένα κι αζαχάρωτα.
Γυρίζει ο ήλιος και παίρνει τα πάνω του αλλά δε λέει. Και να τα καταφέρει θα είναι για όλο και πιο λίγους.
Οι άλλοι πρέπει να σπρώξουν με νύχια και με δόντια να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα…
Μια και καλή για πάντα…
Μια και καλή για πάντα…
“…Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!»
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!»
Πηγή : http://seisaxthia.wordpress.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου