14 Μαΐ 2013

Διεθνισμός: ένα σκαρίφημα της εξέλιξής του (πρώτο μέρος)


[μετάφραση 
 
Λίγες πολιτικές πεποιθήσεις, έχουν υπάρξει τόσο ευρεία αποδεκτές και ταυτόχρονα τόσο αμφιλεγόμενες. 

Στον Δυτικό κόσμο, σήμερα, η επίσημη ρητορική της εξουσίας επικαλείται, όλο και πιο συχνά, έναν όρο που αποτελούσε για πολύ καιρό σημείο αναφοράς στην Αριστερά.

 Όποιο περιεχόμενο και αν αποδίδεται στην έννοια του Διεθνισμού, υπάρχει μια αντίστοιχη έννοια του Εθνικισμού από την οποία εξαρτάται λογικά· ο εθνικισμός λειτουργεί σαν θεωρητικός αντίπαλος, απέναντι από τον οποίον συγκροτείται το διεθνιστικό εποικοδόμημα. 

Και ενώ ο εθνικισμός παραμένει το πολιτικό φαινόμενο της νεωτερικότητας του οποίου η αξιολόγηση έχει αποτελέσει το αντικείμενο των πιο έντονων αντιπαραθέσεων- με θέσεις που κυμαίνονται από τον πιο ανεπιφύλακτο θαυμασμό στο πιο κάθετο ανάθεμα- για τον διεθνισμό δεν θα υπάρξουν τέτοιες αντιφάσεις ερμηνειών: ο διεθνισμός έφερε πάντα ένα θετικό φορτίο [1]
. Το αντίτιμο, όμως, για αυτή την γενικευμένη αποδοχή ήταν η ασάφεια του περιεχομένου του. Αν κανένας δεν αμφισβητεί την ίδια την πραγματικότητα του εθνικισμού, αλλά λίγοι συναινούν ως προς την αξία του, στην αρχή της δεύτερης χιλιετίας για τον διεθνισμό φαίνεται πως ισχύει το ακριβώς αντίθετο.
 
 Ενώ η επίκλησή του ως αξία γίνεται από όλες τις παρατάξεις, ποιος μπορεί να τον ταυτίσει αδιαμφισβήτητα με μια από αυτές; 
 
Πίσω από αυτό το παράδοξο βρίσκεται η Γενεαλογία δυο ιδεών που δεν έχει ερευνηθεί στο παρελθόν. Ήταν ο Masaryk, ένας σημαντικός εθνικός ηγέτης, ο οποίος διατύπωσε τον διαυγέστερο και απλούστερο ορισμό του εθνικισμού [2]
. Ο εθνικισμός, κατά την άποψή του, περιελάμβανε κάθε άποψη που αντιμετωπίζει το έθνος σαν την ύψιστη πολιτική αξία (διαχωρίζοντας τον εαυτό του από τέτοιου είδους απόψεις)[3]
. Αυτό δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι οι υποστηρικτές του, σε κάθε περίπτωση και σε οποιεσδήποτε συνθήκες, θα ιεραρχούν το έθνος υψηλότερα από κάθε άλλη ταυτότητα ή από οτιδήποτε άλλο με το οποίο είναι συνδεδεμένοι· η έκταση της επιρροής του εθνικισμού μεταβάλλεται ανά περιόδους. 
 
Όπως γίνεται κατανοητό, το μοντέλο αυτό μας δίνει έναν αρνητικό-αποφαντικό ορισμό του διεθνισμού, επαρκώς συμπυκνωμένο και ουδέτερο ώστε να επιτρέπει αυτό το οποίο λείπει περισσότερο από την σχετική συζήτηση: μια εμπειριστική ανασυγκρότηση της εξέλιξης του διεθνισμού.
 
 Ιστορικά, ο όρος, αυτός, μπορεί να αποδοθεί σε κάθε ιδεολογία ή πρακτική η οποία τείνει να υπερβαίνει το έθνος προς ένα ευρύτερο σύνολο, στο οποίο οι εθνότητες συνεχίζουν να συνιστούν τις βασικές μονάδες. 
 
Το πλεονέκτημα ενός τέτοιου πραγματιστικού ορισμού είναι ότι μας επιτρέπει να υπερβούμε κάποια από τα συμβατικά στερεότυπα που επικρατούν σχετικά με τον εθνικισμό και τον διεθνισμό και να προτείνουμε ένα πιο συστηματικό μοντέλο ερμηνείας της αλληλεπίδρασης μεταξύ των δυο εννοιών. Από την στιγμή που ο εθνικισμός και του διεθνισμός εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά στην νεωτερική τους μορφή –περίπου διακόσα πενήντα χρόνια πριν-έχουν υποστεί και οι δυο μια σειρά από μεταμορφώσεις. 
 
Πως μπορεί να γίνει η καλύτερη δυνατή κατανόηση αυτών των μεταμορφώσεων; Στην συνέχεια προτείνω μια θεωρία περιοδολόγησης
. Τα μειονεκτήματα κάθε γενικευτικής διαίρεσης του ιστορικού χρόνου σε ένα φάσμα κατηγοριών είναι αρκετά προφανή. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μια περιοδολόγηση περιλαμβάνει, αναπόφευκτα, αμφιλεγόμενες απλοποιήσεις, σε σημείο που αρκετοί από τους καλύτερους ιστορικούς μας θα επιθυμούσαν να την απορρίψουν ολοκληρωτικά ως διαδικασία. Κάτι τέτοιο, βέβαια, είναι αδύνατο. 
 
Σε μια επικείμενη εργασία του, ο Fredric Jameson, σημειώνει εύλογα ότι ως αφηγηματικά όντα, δεν έχουμε άλλη επιλογή: «δεν μπορούμε να μην περιοδολογούμε [4]».
Το σκαρίφημα που παρατίθεται εδώ περιορίζεται σε μερικές συνοπτικές επισημάνσεις. Αντικείμενό του είναι να αναλύσει την ιστορία της αλληλεπίδρασης που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον εθνικισμό και τον διεθνισμό, σαν μια διαδοχή διακριτών φάσεων, κάθε μια από τις οποίες χαρακτηρίζεται από δυο κυρίαρχους πόλους. 
 
Η επιλογή, βέβαια, του όρου σκαρίφημα γίνεται για να καταδειχθούν και τα όρια αυτής της προσπάθειας: μια ιστορική φάση δεν εξαντλείται στις κυρίαρχες τάσεις, αντίθετα περιλαμβάνει πάντα μια σειρά από αντι-συμβατικά ρεύματα και αιρετικές τάσεις που μπορούν να αγνοηθούν μόνο προσωρινά, για χάρη της ερμηνευτικής απλούστευσης.
 
 Η μεθοδολογία που θα χρησιμοποιήσω επιδιώκει να αντιστοιχίσει τις διάφορες ιστορικές μορφές του διεθνισμού, με τις αντίστοιχες εκδοχές του εθνικισμού με βάση πέντε άξονες: 
 
1) το είδος του κεφαλαίου το οποίο κυριαρχούσε στην εκάστοτε περίοδο ή στα πλαίσια του οποίου δραστηριοποιείτο η κάθε μορφή του εθνικισμού 
 
2) η κύρια γεωγραφική ζώνη στην οποία αναπτύχθηκε ο εν λόγω εθνικισμός 
 
3)η ρητορική και το θεωρητικό λεξιλόγιο που κυριαρχούν στις εκάστοτε περιπτώσεις 
 
4) ο λειτουργικός ορισμός του έθνους και 
 
 5) Η σχέση της κάθε μορφής εθνικισμού με τις καταπιεζόμενες τάξεις. Η βασική υπόθεση, του ερμηνευτικού αυτού μοντέλου είναι ότι η ιστορία του διεθνισμού μπορεί να αναλυθεί αποτελεσματικά μόνο όταν συγκριθεί προς αυτούς τους άξονες του εθνικισμού.
 
 Σε κάθε ιστορική περίοδο, υπήρξαν, βέβαια, παρά πάνω από ένα είδη εθνικισμού και διεθνισμού· δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε άλλωστε πως σημαντικές συγκρούσεις διεξάγονταν όχι μόνο ανάμεσα στο διεθνισμό και τον εθνικισμό, αλλά και εντός των δυο αυτών θεωριών, ανάμεσα στις διάφορες εκδοχές τους. Αλλά μέσα σε αυτό το πλήθος στοιχείων, μπορεί κανείς να διακρίνει κάποιες κυρίαρχες τάσεις.
1
Η πρώτη εμφάνιση των εθνικιστικών συναισθημάτων σαν μια άξια λόγου δύναμη τοποθετείται στον 18ο αιώνα. Σε αυτή την χρονική περίοδο εκρήγνυνται οι δυο μεγάλες επαναστάσεις που γέννησαν την εθνικιστική ιδεολογία, όπως την γνωρίζουμε σήμερα – η επανάσταση των Αποικιών της Βόρειας Αμερικής ενάντια στην Βρετανία και η ανατροπή της μοναρχίας στην Γαλλία. 
 
Η αμερικανική και γαλλική επανάσταση, οι οποίες καθιέρωσαν την έννοια του έθνους σαν μια συλλογικότητα που βασίζεται στην λαϊκή κυριαρχία, εκδηλώθηκαν σε κοινωνίες που συγκαταλέγονταν ανάμεσα στις πιο ανεπτυγμένες της εποχής τους: και για αυτό τον λόγο οι ιδεολογίες αυτών των επαναστάσεων θα σηματοδοτήσουν μια δραματική τομή σε σχέση με τα οράματα που είχαν εμπνεύσει τις προγενέστερες ευρωπαϊκές επαναστάσεις- στις Κάτω Χώρες τον 16ο αιώνα και στην Αγγλία τον 17ο αιώνα- οι οποίες ήταν στον πυρήνα τους θρησκευτικές εξεγέρσεις, που γίνονταν περισσότερο στο όνομα του Θεού παρά του λαού.
 
 Οι επαναστάσεις στην Αμερική   και την Γαλλία συμβαίνουν, όμως, και σε ένα κόσμο που δεν έχει γνωρίσει ακόμα την βιομηχανική επανάσταση: ένα κόσμο στον οποίο το κεφάλαιο εξακολουθούσε να συσσωρεύεται κυρίως μέσα από την αγροτική ή την εμπορική δραστηριότητα. Η κοινωνική αυτή δομή επέτρεπε στις ελίτ να εξασφαλίζουν, στις περισσότερες περιπτώσεις, την νομιμοφροσύνη των λαϊκών μαζών που συνίσταντο κυρίως από τεχνίτες και καλλιεργητές.
Δεν έχει εμφανισθεί ακόμα ως γενικευμένο κοινωνικό φαινόμενο το ταξικό χάσμα ανάμεσα σε παραγωγούς και προλετάριους, ένα χάσμα που θα δημιουργούσε αργότερα ο βιομηχανικός τρόπος παραγωγής. Ο πατριωτισμός μπορούσε να ενσωματώσει τόσο τις ανερχόμενες όσο και τις κατώτερες τάξεις. Τα μέλη των πολιτοφυλακών που συμμετείχαν στην Αμερικανική και την Γαλλική Επανάσταση αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «πατριώτες», έναν όρο που εμπνεύστηκαν από τα πρότυπα και τους μύθους των ρεπουμπλικανών καθεστώτων [5] της κλασσικής αρχαιότητας: της Αθήνας, της Σπάρτη, και της Ρώμη. 
 
Το θεωρητικό λεξιλόγιο αυτού του νέου πατριωτισμού ήταν ο Ρασιοναλισμός, αυτό το θεωρητικό ρεύμα που ήταν τόσο χαρακτηριστικό της περιόδου του Διαφωτισμού· οι πιο σημαντικοί εκπρόσωποι του Ρασιοναλισμού -ο Rousseau, ο Condorcet, ο Paineκαι ο Jefferson- υποστήριξαν τον ορθό λόγο απέναντι στις παραδοσιακές δομές σκέψεις σε μια συλλογική προσπάθεια για την απελευθέρωση της ανθρώπινης σκέψεις από τις αλυσίδες και τους περιορισμούς που επέβαλε το Εθιμικό Συμπεραίνουμε, δηλαδή, ότι το περιεχόμενο της έννοιας «έθνος» που κυριαρχεί σε αυτή την περίοδο είναι στην ουσία του πολιτικό – το έθνος ήταν, με άλλα λόγια, ένα ιδανικό του μέλλοντος όχι μια κληρονομιά του παρελθόντος. 
 
Το έθνος ήταν κάτι που θα δημιουργούσαν οι ίδιοι οι ελεύθεροι πολίτες και όχι μια πατροπαράδοτη αλήθεια, αμετάβλητη και ανεξάρτητη από τις δικές τους πρωτοβουλίες· θα συνιστούσε μια νέα μορφή κοινωνίας, η οποία θα βασιζόταν στο φυσικό δίκαιο και όχι στα κατεστημένα προνόμια και τους «τεχνητούς»περιορισμούς. 
 
Σε αυτή την κοινότητα η ελευθερία γινόταν κατανοητή ως η συμμετοχή των πολιτών στην δημόσια ζωή- με την πλήρη έννοια του όρου. Κοιτώντας τα πράγματα από κάποια ιστορική απόσταση, αυτό που εκπλήσσει περισσότερο σε αυτόν τον πατριωτισμό της περιόδου του Διαφωτισμού ήταν ο οικουμενικός χαρακτήρας του.
Τουλάχιστον, σε τυπικό επίπεδο, αυτός ο πατριωτισμός υποθέτει μια θεμελιώδη αρμονία ανάμεσα στα συμφέροντα των πολιτισμένων εθνών ( αν και τα απολίτιστα έθνη ήταν μια άλλη υπόθεση), τα οποία θα μπορούσαν να ενωθούν σε έναν κοινό αγώνα ενάντια στην τυραννία και την προκατάληψη.
 
 Το επιχείρημα του Καντ στο έργο του «Προς την Αιώνια Ειρήνη» είναι αντιπροσωπευτικό αυτού του αισιόδοξου ρασιοναλισμού: ο ανταγωνισμός μεταξύ των Ηγεμόνων ήταν το μόνο ουσιαστικό αίτιο των πολέμων- και μόλις οι βασιλικές φιλοδοξίες αποτελέσουν παρελθόν και ρεπουμπλικανικά καθεστώτα θα αρχίζουν να εξαπλώνονται, οι λαοί της Ευρώπης δεν θα έχουν πια κανένα άλλο κίνητρο να πολεμούν ο ένας τον άλλο. 
 
Στην διάρκεια αυτής της περιόδου, τα ιδανικά του πατριωτισμού και του κοσμοπολιτισμού βρίσκονται σε σύμπνοια: ήδη στο αξιολογικό-ηθικό επίπεδο δεν υπάρχει καμία αντίθεση μεταξύ τους· και τελικά τηρουμένων των αναλογιών η συμπόρευση αυτή θα επεκταθεί από το επίπεδο των αξιών και στο επίπεδο της πρακτικής. 
 
Αρκεί να σκεφθεί κανείς τον ρόλο που έπαιξε ο Lafayette τόσο στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Βόρειας Αμερικής όσο και στην ίδια την Γαλλική Επανάσταση, ή ο Paine στην Φιλαδέλφεια σαν φυλλαδιογράφος που υποστήριζε τις Δεκατρείς Αποικίες, αλλά και στο Παρίσι σαν σύμμαχος των Γιρονδίνων στην Γαλλική Εθνοσυνέλευση. 
 
Ακόμα νοτιότερα, σε μια περιοχή που επηρεάστηκε τα μέγιστα από τις επαναστάσεις στην Βόρεια Αμερική και την Γαλλία, οι Μεγάλοι Απελευθερωτές των Πολέμων της Ανεξαρτησίας στην Ισπανική Αμερική –ο Bolivar, ο Sucre, ο San Martin- πολεμούσαν όχι μόνο για τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, αλλά σε ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο για να απελευθερώσουν γειτονικές αλλά και μακρινές περιοχές, επιδεικνύοντας ένα πνεύμα περιφερειακής αλληλεγγύης.
2
Ο κύκλος των Ισπανο-αμερικανικών διενέξεων διήρκεσε μέχρι και την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Μέχρι τότε, στην ίδια την Ευρώπη, ο πατριωτισμός και ο κοσμοπολιτισμός όπως είχαν διαμορφωθεί στην διάρκεια του Διαφωτισμού είχαν ήδη φθαρεί από την παρακμή των ιδανικών τους σε αυτό που η Ευρώπη θα γνώριζε ως Ναπολεόντειο στρατιωτικό επεκτατισμό. 
 
Σε αυτό το στάδιο, ο αγώνας ενάντια στην Πρώτη Γαλλική Αυτοκρατορία του Ναπολέοντα είχε δημιουργήσει αντεπαναστατικές εκδοχές και των δυο θεωριών: από την μία στην Ισπανία, την Γερμανία και την Ρωσία η εθνική αντίσταση στην γαλλική επιθετικότητα είχε συντηρητικό και κληρικό χρώμα και από την άλλη οι Ευρωπαίοι μονάρχες της περιόδου της Παλινόρθωσης θα συμπήξουν το Διεθνές Κονσέρτο και την Διεθνή Συμφωνία[6].
Αυτές, περιπτώσεις θα παραμείνουν εξαιρέσεις, παρεκτροπές στην ουσία από την ομαλή εξέλιξη του διεθνισμού και του εθνικισμού, όπως θα την δούμε και στις μεταγενέστερες φάσεις. 
 
Το διεθνές σύστημα των Μοναρχών που αποκαταστάθηκε στο Συνέδριο της Βιέννης και το οποίο αστυνόμευσε η Ιερά Συμμαχία, εξακολουθούσε να υπακούει σε παλαιότερες Αρχές. 
 
Ενάντια στα Παλαιά Καθεστώτα (anciens régimes) που βασίζονταν στην δυναστική νομιμοποίηση και την θρησκευτική πίστη, σύντομα αναδύθηκε ένα νέο μόρφωμα ο εθνικισμός , διακριτός πλέον από τον πατριωτισμό[7] · πρόκειται ουσιαστικά για το πρώτο ρεύμα στο οποίο μπορεί να αποδοθεί ο όρος του εθνικισμού χωρίς να διαπράττουμε παρά έναν ελάχιστο αναχρονισμό. 
 
Ο εθνικισμός αυτός δεν ήταν παρά η έκφραση των τάξεων που είχαν ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και της επιδίωξής τους να συγκροτήσουν ένα δικό τους κράτος σε έναν κόσμο που όλο και περισσότερο κυριαρχείτο από την Βιομηχανική Επανάσταση και στον οποίο έβλεπαν τους εαυτούς τους να βρίσκονται σε ολοένα και πιο δυσμενή θέση από την Βρετανία και όσους την διαδέχτηκαν στην ηγετική της θέση. 
 
Αυτές οι τάξεις ήταν αποφασισμένες να επιτύχουν τα ίδια επίπεδα ανάπτυξης με τα ισχυρότερα βιομηχανική κράτη της εποχής τους. Το επίκεντρο, λοιπόν, αυτού του νέου εθνικισμού ήταν το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ιταλία, η Πολωνία, η Ουγγαρία. 
 
Η ρητορική του εμπνεόταν από τον Ευρωπαϊκό Ρομαντισμό και ανάμεσα στους κυριότερους υποστηρικτές του νέου αυτού εθνικισμού ήταν ποιητές και πεζογράφοι – οι Sándor Petöfi, Adam Mickiewicz και Alessandro Manzoni εκείνης της περιόδου. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτοί οι ρομαντικοί λογοτέχνες θέλησαν να εισάγουν μια κουλτούρα βασισμένη στο μεσαιωνικό και το προ-νεωτερικό παρελθόν των χωρών τους· πρόκειται, δηλαδή, για ένα πνευματικό εγχείρημα που επιχείρησε να ανατρέψει το πρόταγμα του προγενέστερου πατριωτισμού του Διαφωτισμού. 
 
Για τον Ρομαντικό εθνικισμό, ο θεμελιώδης ορισμός του έθνους δεν ήταν πλέον πολιτικός αλλά πολιτισμικός και η γλώσσα θα αναδεικνυόταν ο θεμέλιος λίθος του, όπως και η πατροπαράδοτη γραπτή παράδοση. Ένας από τους πρωτοπόρους υποστηρικτές της ιδιαίτερης πολιτισμικής ταυτότητας του έθνους του υπήρξε ο Johann Gottfried Herder.
 
 Αλλά αν και ο ρομαντικός εθνικισμός, που άνθησε στην Ευρώπη ανάμεσα στο διάστημα 1830-1870, αντέστρεψε πολλά από τα σημεία της προηγούμενης εκδοχής του πατριωτισμού, εθνικισμός και διεθνισμός εξακολουθούσαν να μοιράζονται κάποιες κοινές παραδοχές. Στην εξύμνηση της γερμανικής κουλτούρας ο Herder –ο οποίος καταγόταν από την Βαλτική- δεν υποτιμούσε την γειτονική Σλαβική κουλτούρα αλλά, αντίθετα, της αναγνώριζε την δική της ξεχωριστή αξία σαν μια διαφορετική παράδοση. 
 
Το θεωρητικό σύστημα του ρομαντικού εθνικισμού δεν περιλάμβανε πλέον τον Κοσμοπολιτισμό, αλλά εκτιμώντας την πολιτισμική ετερότητα ως αυταξία, σιωπηρά υποστήριξε μια οικουμενικότητα βασισμένη στην διαφορετικότητα. Στο πολιτικό πεδίο, αν και τα πρώτα επιτεύγματα του ρομαντικού εθνικισμού ήταν η Ελληνική και η Βελγική Επανάσταση -οι οποίες διέλυσαν την ειρήνη της Παλινόρθωσης-, το εντυπωσιακότερο αποτέλεσμά του ήταν η«Άνοιξη των Λαών» το 1848. 
 
Η αλυσίδα των επαναστατικών εξεγέρσεων που συγκλόνισαν την Ευρώπη εκείνη την χρονιά συνδύαζαν την εθνικιστική θέρμη και την διεθνή εξάπλωση σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ηπείρου, με τα οδοφράγματα των επαναστατών να στήνονται από το Παρίσι και την Βιέννη, και από το Βερολίνο και την Ρώμη, μέχρι το Μιλάνο και την Βουδαπέστη. 
 
Στην Ιταλία, την Γερμανία και την Ουγγαρία οι αγώνες για την εθνική ενότητα και ανεξαρτησία κυριάρχησαν το 1848, μια χρονιά που σημαδεύτηκε επίσης από αποτυχημένες φιλελεύθερες επαναστάσεις αλλά και από την γέννηση των επαναστατικών αγώνων του σοσιαλισμού όπως διακηρύχθηκαν από «Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο».
Οι μεταβολές αυτές δεν ήταν τυχαίες. Οι μορφές του διεθνισμού που θα κυριαρχήσουν αυτή την περίοδο, βρήκαν ιδεολογική στέγη στην Πρώτη Εργατική Διεθνή. 
 
Αν αναρωτηθούμε για τα κοινωνικά θεμέλια της Διεθνούς- και του κύματος των λαϊκών εξεγέρσεων στα αστικά κέντρα το 1848- η απάντηση είναι αρκετά ξεκάθαρη. Αντίθετα με τις προσδοκίες οι επαναστάσεις αυτές δεν προήλθαν από το βιομηχανικό προλεταριάτο, αλλά από την τάξη των τεχνιτών, των αρτιζάνων, τάξη που ανήκει στο προβιομηχανικό στάδιο της οικονομίας. 
 
 
Αυτή ήταν μια τάξη που κατείχε τα δικά της μέσα παραγωγής –εργαλεία και τεχνογνωσία και η οποία χαρακτηριζόταν από χαμηλά επίπεδα αναλφαβητισμού· τα μέλη της ήταν συνήθως εγκατεστημένα κοντά στο κέντρο των πρωτευουσών και εμφάνιζαν αυξημένη γεωγραφική κινητικότητα –χαρακτηριστικά αυτή της κινητικότητας ήταν τα διάσημα ταξίδια που πραγματοποιούσαν οι μαθητευόμενοι τεχνίτες είτε εντός είτε εκτός των χωρών τους. 
 
Το 1848, υπήρχαν περίπου 30.000 Γερμανοί τεχνίτες στο Παρίσι- ο Heine έλεγε ότι μπορούσες να ακούσεις να μιλούν γερμανικά κυριολεκτικά σε κάθε γωνιά, και στο Λονδίνο οMarx και ο Engels έγραφαν το Μανιφέστο απευθυνόμενοι στους Γερμανούς τεχνίτες που εργάζονταν στην Αγγλία· στο Βερολίνο, από την άλλη, βρίσκονταν διεσπαρμένοι Πολωνοί και Ελβετοί αρτιζάνοι ενώ στην Βιέννη Τσέχοι και Ιταλοί. Στο πλευρό του Marx στην ιδρυτική διάσκεψη της 
 
Πρώτης Διεθνούς βρίσκονταν ένας ταπητουργός και ένας υποδηματοποιός. Με άλλα λόγια αυτή η τάξη του αρτιζανά του, που στήριξε τα επαναστατικά κινήματα  εκείνης της περιόδου ήταν ένα σύνολο που χαρακτηριζόταν από τον παράδοξο συνδυασμό ενός «κοινωνικού  πατριωτισμού» ( αλλά και ενός πολιτισμικού πατριωτισμού ενώ ταυτόχρονα τα μέλη της είχαν αναπτύξει μια κατανόηση για τα ζητήματα της υψηλής πολιτικής)και μεγάλης γεωγραφικής κινητικότητας (οι άνθρωποι που άνηκαν σε αυτή την κοινωνική ομάδα είχαν βιώσει άλλωστε από πρώτο χέρι την εμπειρία της ζωής στο εξωτερικό και είχαν αναπτύξει κάποιες πεποιθήσεις περί της αλληλεγγύης των λαών). 
 
Αυτή η σύνθεση επέτρεψε την μετεξέλιξη των εθνικών επαναστάσεων σε διεθνείς αγώνες, και την έκρηξη της κοινωνικής πάλης, στα οδοφράγματα της περιόδου 1848-9. 
 
Ο Giuseppe Garibaldi ήταν μια προσωπικότητα ενδεικτική της περιόδου· ο πατέρας του ήταν ένας ασήμαντος ψαράς, και ο ίδιος ο Garibaldi ξεκίνησε την ζωή του σαν ναυτικός. Προσηλυτίστηκε στα διεθνιστικά ιδανικά –η πρώτη πολιτική ιδεολογία με την οποία ταυτίστηκε- από μια ομάδα Σαιν-Σιμονιστών εξόριστων, που εγκατέλειπαν την Γαλλία για την Μαύρη Θάλασσα πάνω στο πλοίο στο οποίο υπηρετούσε [8]
Ο Garibaldi έγινε, βέβαια, ο μεγάλος στρατιωτικός και πολιτικός ήρωας της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας του 1848, προσωποποιώντας την πιο ευγενή πλευρά του Ιταλικού εθνικισμού και του Risorgimento (της αναβίωσης). 
 
Αλλά μετά την συντριβή της βραχύβιας Ρωμαϊκής   Δημοκρατίας [9] , πολέμησε για μια δεκαετία σαν στρατιώτης για προοδευτικούς σκοπούς στην Λατινική Αμερική, την Βραζιλία και την Ουρουγουάη, στην οποία, μάλιστα, μια περίοδο υπηρέτησε και σαν Πλοίαρχος, πριν επιστρέψει στην Ευρώπη για να ηγηθεί της εκστρατείας που απελευθέρωσε την Σικελία και την Καλαβρία από την κυριαρχία των Βουρβόνων, εξασφαλίζοντας έτσι την εθνική ενοποίηση της Ιταλίας.
 
 Η καριέρα του, πάντως, δεν σταματά εδώ. Το 1860 ο Lincoln τον καλεί να αναλάβει την διοίκηση του στρατού των Βορείων κατά την διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου- μια πρόταση που ο Garibaldi απέρριψε, έχοντας δικαιολογημένες υποψίες αναφορικά με την στάση του Lincoln στο ζήτημα της δουλείας. 
 
Από την άλλη αποδέχθηκε την θέση του Στρατηγού στην Γαλλία, για την άμυνα της Τρίτης Δημοκρατίας ενάντια στον Γερμανικό στρατό το 1871,και εξελέγη από τρεις γαλλικές πόλεις σαν εκπρόσωπος τους στην Εθνοσυνέλευση, ακόμη και μετά την Παρισινή Κομμούνα- που προσχώρησε επίσημα στην Πρώτη Διεθνή- μέχρι και το σκάνδαλο Mazzini. 
 
Στην ιστορική φιγούρα του Garibaldi, μπορούμε να δούμε την ενσάρκωση των καλύτερων αρετών των Ευρωπαίων Αρτιζάνων της περιόδου, τάξη στην οποία τα εθνικά και διεθνικά αισθήματα συνυπήρχαν αρμονικά.
3
Στα τέλη της δεκαετίας του 1860, ο ρομαντικός εθνικισμός έχει εγκαταλειφθεί από όσες τάξεις με ιδιοκτησία μέσων παραγωγής τον είχαν υιοθετήσει ή –όπως στην περίπτωση του Πεδεμοντίου-τον είχαν χρησιμοποιήσει προς όφελός τους· οι Ευρωπαίοι γαιοκτήμονες και επιχειρηματίες προχωρούσαν προς το τελευταίο στάδιο της ολοκλήρωσης της αστικής επανάστασης, μια επανάσταση που έτσι και αλλιώς που ερχόταν, μάλλον, «εκ των άνω», παρά από τα χαμηλότερα στρώματα· το τελευταίο αυτό στάδιο θα είχε σαν βασικά χαρακτηριστικά την επιβολή της πειθαρχίας στα στρατεύματα και τον αυστηρό έλεγχο τους από την πολιτική ηγεσία, σήμα κατατεθέν της προσπάθειας του Bismarckγια την ενοποίηση της Γερμανίας. 
 
Από εκείνο το σημείο και μετά η κυρίαρχη μορφή του εθνικισμού στην Δύση μεταβλήθηκε απροσδόκητα. Τώρα, για πρώτη φορά ο σωβινισμός –που από καιρό εκκολαπτόταν στην κοινωνική φαντασία[10] - αναδύθηκε ως η κυρίαρχη ιδεολογία και άλλαξε την ατμόσφαιρα στα μεγάλα βιομηχανικά κράτη: Βρετανία, Η.Π.Α., Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία. Αυτή ήταν η εποχή πολιτικών, όπως ο Chamberlain, o Ferry, o Bülow, o McKinley, o Crispi.
 
 Σε αυτές τις χώρες οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις συγκέντρωναν το διαθέσιμο κεφάλαιο με αυξανόμενους ρυθμούς και είτε επιδίωκαν τον μονοπωλιακό έλεγχο των εσωτερικών αγορών είτε ασκούσαν πιέσεις για προσαρτήσεις νέων αποικιών – μέσα από διαδικασία, όπως την ανέλυσαν λίγο πολύ ο Hobson και ο Hilferding. 
 
Ο Σοβινισμός που υποστήριξε και ενίσχυσε αυτόν τον νέο επεκτατισμό αντλούσε, συνήθως, την ρητορική του από τον Κοινωνικό Δαρβινισμό. Το θεωρητικό του λεξιλόγιο ήταν στην ουσία του Θετικιστικό, και το περιεχόμενο που έδινε στον όρο έθνος ήταν ολοένα και περισσότερο «εθνολογικό»-δηλαδή, ένας συνδυασμός πολιτισμικών και βιολογικών στοιχείων, με μια αρκετά λιγότερο συγκροτημένη ρητορική, συγκριτικά με τους προκατόχους του. 
 
Κηρύσσοντας πως οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους βασίζονταν στην επιβίωση του ισχυρότερου [11], αυτό το είδος του επεκτατικού -ή του επίδοξα επεκτατικού-εθνικισμού, διακήρυξε για πρώτη φορά ευθέως την εχθρότητα σε άλλα έθνη ή λαούς· η επιρροή του θα γινόταν εμφανής ακόμη και έξω από τον πυρήνα του διεθνούς συστήματος, στο Profiriato του Μεξικό και στην εξουσία των Roca στην Αργεντινή. 
 
Ο σωβινισμός της Belle Epoque ήταν μια ρητορεία του ιμπεριαλισμού και της υπεροχής [12]
Ο νέος αυτός σοβινιστικός εθνικισμός αφενός διευκόλυνε τα κράτη στην συστράτευση των πληθυσμών τόσο ενόψει του σκληρού ενδο-ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού όσο και για την προώθηση των αποικιακών κατακτήσεων. Αφετέρου αξιοποιήθηκε για την ενσωμάτωση των μαζών μέσα στο πολιτικό σύστημα της καπιταλιστικής νομιμότητας, σε μια εποχή όπου το δικαίωμα της ψήφου είχε αρχίσει να επεκτείνεται και σε τμήματα της εργατικής τάξης. 
 
Ο κυρίαρχος σωβινισμός συντέλεσε στην εξουδετέρωση των ρίσκων αυτής της επέκτασης του δικαιώματος στην ψήφο, εξάγοντας τις κοινωνικές εντάσεις από τους εσωτερικούς στους διεθνείς ανταγωνισμούς. 
 
Δεν είναι τυχαίο ότι οι αρχιτέκτονες της εκλογικής μεταρρύθμισης της περιόδου ήταν τα ίδια πρόσωπα που υποκινούσαν τον νέο επιθετικό εθνικισμό(επονομαζόμενο και ως  jingoism [13] - o Disraeli στην Αγγλία, οBismarck στην Γερμανία, ο Giolitti στην Ιταλία. Την ίδια περίοδο η κυρίαρχη μορφή διεθνισμού απαντάται στην Δεύτερη Διεθνή των σοσιαλιστικών κομμάτων [14]
. Για πρώτη φορά, μια μορφή διεθνισμού θα έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση με τον κυρίαρχο τύπο εθνικισμού- μια αντιπαράθεση που θα δώσει τέλος στην έως τώρα συνεργασία και συμπληρωματικότατα των δυο θέσεων. 
 
Με την ιστορική απόσταση που μας χωρίζει από την Δεύτερη Διεθνή μπορούμε να διαπιστώσουμε πόσο εντυπωσιακότερη ήταν ως δομή συγκριτικά με την Πρώτη Διεθνή: αυτήν την φορά στην Διεθνή συμμετέχουν περισσότερο κόμματα, περισσότερα μέλη και περισσότεροι πραγματικοί προλετάριοι. 
 
Ήταν, όμως, ακριβώς αυτή η αλλαγή στην κοινωνική σύνθεσή της Δεύτερης Διεθνούς, που αποδυνάμωσε τον διεθνή χαρακτήρα της. Το νέο βιομηχανικό προλεταριάτο έχει κοινωνικά χαρακτηριστικά που το καθιστούσαν λιγότερο ανθεκτικό ενάντια στις νέες ιδεολογίες του κράτους, συγκριτικά με τους Ευρωπαίους αρτιζάνους.
 
 Τα μέλη αυτής της νέας τάξης του βιομηχανικού προλεταριάτου, συγκεντρώνονταν, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, σε εργοστάσια και λατομία της επαρχίας –σε περιοχές όπως ο αγγλικός ή ο γαλλικός Βοράς, το Ρουρ της Γερμανίας μακριά από τις πολιτικές πρωτεύουσες των χωρών τους. 
 
Δεν διέθεταν τα δικά τους μέσα παραγωγής και δεν είχαν την παράδοση επαναστατικότητας που είχε η παλαιότερη τάξη των τεχνιτών. Η κατάσταση του νέου βιομηχανικού προλεταριάτου ήταν για την ακρίβεια ακριβώς η αντίθετη από αυτή στην οποία βρισκόταν η τάξη των αρτιζάνων: οι προλετάριοι διέπονται από έναν συνδυασμό γεωγραφικής στασιμότητας και κοινωνικής αλλοτρίωσης.
 
 Το αποτέλεσμα ήταν οι πληθυσμοί αυτοί να αφομοιωθούν πολύ αποτελεσματικά μέσα στο πρόταγμα του εθνικισμού –με τις προβολές του για μια ονειρική κοινότητα, που θα αναδυόταν μόλις το έθνος αποκτούσε status μεγάλης δύναμης. 
 
Η αφομοίωση αυτή ήταν πολύ πιο αποτελεσματική από ότι θα μπορούσε να φανταστεί ο Marx ή ο οποιοσδήποτε σοσιαλιστής της προηγούμενης γενιάς. Συνέπεια αυτής της θανάσιμης σχέσης προλεταρίων-εθνικισμού, ήταν οι λαϊκές μάζες να χαιρετήσουν την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 με έναν συνδυασμό παθητικότητας και ενθουσιασμού. 
 
Όταν οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν τα σοσιαλιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης –με την εξαίρεση του ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος-, προδίδοντας τις πιο θεμελιώδεις υποσχέσεις τους, ρίχτηκαν στην αμοιβαία σφαγή των λαών.
 
 Τα ιστορικά αίτια αυτού του αιμοδιψούς ενθουσιασμού δεν βρίσκονται μόνο στις αποφάσεις των ηγεσιών των σοσιαλιστικών κομμάτων-όσο επαίσχυντες και αν ήταν αυτές- και θα πρέπει να αναζητηθούν στον κοινωνικό κομφορμισμό των νεαρών προλετάριων εκείνης της περιόδου
4
Αν το ξέσπασμα της ενδο-ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης γκρέμισε τις φιλοδοξίες της Δεύτερης Διεθνούς, το τέλος του Πολέμου επανακαθόρισε, για άλλη μια φορά, τις κυρίαρχες μορφές τόσο στο εθνικιστικό όσο και στο διεθνιστικό στρατόπεδο. 
 
Καθώς εξελίσσεται μια οικονομική ύφεση και κρίση χωρίς προηγούμενο, το κεφάλαιο κινείτο σε μορφές ακόμη υψηλότερης συγκέντρωσης· αυτή την περίοδο όμως οι κεφαλαιούχοι δεν δραστηριοποιούνται μέσα σε ένα περιβάλλον διεθνούς ελεύθερου εμπορίου και μακροπρόθεσμης αλματώδους ανάπτυξης αλλά μάλλον μέσα σε ένα καθεστώς ύφεσης, προστατευτισμού και αυτάρκειας. 
 
Σε μια τέτοια συγκυρία, οι ηττημένες και απογοητευμένες δυνάμεις -η Γερμανία, η Ιταλία, η Αυστροουγγαρία, η Ιαπωνία- αποτέλεσαν την κυριότερη γεωγραφική κοιτίδα του νέου κυρίαρχου τύπου εθνικισμού. Σε αυτές τις χώρες η ανερχόμενη δύναμη είναι ο φασισμός. 
 
Ο φασισμός θα δανειστεί την ρητορική του όχι από τον Θετικισμό αλλά από μορφές του μοντέρνου Συμβολισμού- ο Sorel ή ο Gentile στην Ιταλία, ο Nietzsche στην Γερμανία, τα δόγματα του kokutai στην Ιαπωνία-ενώ το περιεχόμενο του έθνους στην φασιστική εκδοχή του ορίζεται, πια, σαν μια βιολογική κοινότητα: ή με άλλα λόγια το έθνος αποτελεί, πλέον, ένα φυλετικό καθεστώς.
 
 Ο φασισμός δεν είναι παρά ένα αποτέλεσμα, ένα βίαιο αποτέλεσμα της παρακμής στην οποία βρισκόταν το εθνικιστικό κίνημα. Με αυτή την έννοια, ο φασισμός δεν ήταν παρά μια μετεξέλιξη του ιμπεριαλιστικού σωβινισμού –που τώρα εξαπέλυε ένα κύμα αντιδραστικού φανατισμού χωρίς προηγούμενο. Και σε αυτή, όπως και στις προηγούμενες εκδοχές του εθνικισμού, η κοινωνική του λειτουργία είχε δυο όψεις. 
 
Αφενός χάρη στον φασισμό γινόταν δυνατή η κινητοποίηση των κατώτερων στρωμάτων σε έναν αγώνα ενάντια στους καπιταλιστές νικητές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ένας αγώνας που δεν ήταν παρά ο δεύτερος γύρος, η ρεβάνς μέσαστον γενικότερο ενδο-ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό· αυτή την φορά οι χώρες αυτές, που είχαν ηττηθεί ή που είχαν δει τις προσδοκίες τους να διαψεύδονται, θα εξέρχονταν νικήτριες. 
 
Από αυτή την άποψη τα ιδεολογικά συνθήματα του Φασισμού ήταν η«αποκατάσταση» και η «εκδίκηση». Αφετέρου ο φασισμός χρησιμοποιήθηκε ευρέως για τον έλεγχο των μαζών στις χώρες εκείνες που η κοινοβουλευτική δημοκρατία είχε αποτύχει και όπου μεγάλα μέρη της εργατικής τάξης έλκονταν προς τον επαναστατικό σοσιαλισμό. 
 
Οι δυο αυτοί στόχοι ήταν στενά συνδεδεμένοι, εφόσον ήταν η ήττα ή η απογοήτευση από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο που υπονόμευσε την σταθερότητα της καπιταλιστικής δημοκρατίας, καθιστώντας αναγκαία μια πηγή αντεπαναστατικής καταστολής, και που ταυτόχρονα οδήγησε στην έξαψη των ρεβανσιστικών συναισθημάτων και στις εκτεταμένες πολεμικές προετοιμασίες.
Πηγή : http://istrilatis.blogspot.gr

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...