26 Μαΐ 2013

Ο άντρας με το ναυτικό καπέλο


Βράδυ, στη βεράντα του καφενείου το μοναδικό άδειο τραπέζι ήταν δίπλα στην πόρτα, στενάχωρο  καθίσαμε μέχρι να αδειάσει κάποιο άλλο. Απέναντι στο πεζούλι του δρόμου καθόταν 2 ντόπιοι, ο ένας στο τραπέζι και ο άλλος στο πεζούλι, όταν άδειασε το τραπέζι, μεταφερθήκαμε εκεί. Ο άντρας στο πεζούλι, στην αρχή δεν τον πρόσεξα, ήταν όπως οι περισσότεροι νησιώτες, ηλικιωμένος με τζιν παντελόνι, πουκάμισο ανοικτό και ναυτικό καπέλο. Γρήγορα και διακριτικά μας έπιασε την κουβέντα. «Φύσηξε λιγάκι, ας πούμε και καμιά κουβέντα, αν επιτρέπετε τι σας έφερε σε τούτο το νησί;» και μετά «από που είστε;» και «με τι ασχολείσται;» Δεν είχα όρεξη για κοινότοπες κουβέντες τον ρώταγα κι εγώ περισσότερο για να του κόψω τη φόρα. Όμως από την αρχή φάνηκε ότι είναι έξυπνος και μεθοδικός, παρόλο που το συνηθισμένο παρουσιαστικό του δεν έδειχνε κάτι τέτοιο. «Ρωτώ γιατί πολλές φορές έρχονται άνθρωποι που μπορεί να γνωρίζουν πολλά για κάποια θέματα που με απασχολούν στο νησί». Μιλούσε σχεδόν συνέχεια, αλλά αργά και χαμηλόφωνο με σωστά ελληνικά και ολοκληρωμένες σκέψεις σαν έτοιμες από καιρό στο μυαλό του. Που και που μας μέτραγε διακριτικά με το βλέμμα, για να δει πόσο μπορούσε να ανοικτεί. Στην αρχή μας είπε για την ιστορία του νησιού. Ότι το νησί δεν ήταν όπως τα άλλα, είχε την πιο παλιά ιστορία με ίχνη ανθρώπων από το 5500 π.χ. από τον σίδηρο που ειχε στα σπλάχνα του φτιάχτηκαν τα κανόνια του χίτλερ ότι δυτικά του νησιού υπάρχει τεράστιο αρχαίο μεταλεἰο , και άρα θα υπήρχε πολύ μεγάλη πόλη εκεί κτλ. Για όσα ήταν σίγουρος μιλούσε με βεβαιότητα, έκανε όμως και πολλές εικασίες, δικά του συμπεράσματα.
Μετά μιλούσε για τις τελευταίες δεκαετίες στο νησί και τη δική του εμπλοκή. Έμοιαζε να ξέρει τα πάντα από ιστορία, μηχανική, οικονομία, πολιτική, είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση και έμοιαζε σίγουρος για αυτά που έλεγε. «Έχω κακό όνομα, εδώ με έχουν για καταχραστή, γυναικά, και ρουφιάνο» είπε ξερά. Τις επόμενες ώρες μας εξήγησε τη εννοούσε. «Και για όλα αυτά δεν με έπαιρνε κανείς για δουλειά, το κομπιούτερ έβγαζε κόκκινο» «Για κάποια χρόνια μέχρι να πάρω σύνταξη, με έσωσε η σύνταξη της μάνας μου, έτσι είμαι εδώ και καλλιεργώ φασολάκια και αμπέλια. Καμιά φορά με πιάνει η πίκρα και τα λέω. Σχεδόν δάκρυσε».
Στο μαγαζί είχαν σκουπίσει και έκλειναν τα τελευταία φώτα, μόλις φύγαμε.
Στην αρχή της κουβέντας νόμιζα ότι κάθε βράδυ ψαρεύει ξένους και λέει την ιστορία του. Μετά δεν με πείραζε ακόμα κι αν ήταν έτσι. Από τη θέση που έβλεπε τα πράγματα νομίζω ότι έλεγε αλήθεια. Το θέμα είναι ότι οι φιλοδοξίες του τον ξεπέρασαν και μάλλον έχασε το μέτρο και για τον εαυτό του και για τον τόπο.
Τις επόμενες μέρες τον είδα ένα βράδυ, μόνο στο καφενείο, έβλεπε το δελτίο ειδήσεων.
Πηγή : 

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...