Το σοβαρότερο τραύμα που αφήνει στο κοινωνικό σώμα η συνεχιζόμενη κρίση είναι η ανεργία. Οι περισσότεροι από τους περίπου 1,5 εκατομμύριο άνεργους δεν λαμβάνουν ούτε καν τη μικρή ανακούφιση του επιδόματος ανεργίας, ενώ πολλοί απ’ αυτούς πιθανότατα δεν θα ξαναβρούν δουλειά.
Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, η απασχόληση δεν θα επανέλθει σε κοινωνικώς ανεκτά επίπεδα πριν περάσουν μία-δύο δεκαετίες, και για να συμβεί αυτό προϋποτίθεται ότι η ελληνική οικονομία θα πορεύεται διαρκώς με σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης, άνω του 3% ετησίως.
Παρά την παρούσα απαισιοδοξία, απολύτως θεμιτή εξαιτίας των καταστροφικών συνθηκών, η σταθεροποίηση κάποτε θα επέλθει, πιθανόν μετά το 2014. Και θα ακολουθήσει περίοδος ανάκαμψης και εξισορρόπησης της δραματικής συρρίκνωσης του ΑΕΠ, το οποίο έως τότε μπορεί να έχει απομειωθεί έως και 30%.
Με ποιο τρόπο όμως η ανάκαμψη των δεικτών και των αριθμών θα οδηγήσει σε ανακούφιση των κατεστραμμένων Ελλήνων; Διότι ακόμη κι αν κουρευτεί το επίσημο χρέος, ακόμη κι αν εισρεύσουν κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές για να τοποθετηθούν σε εγχώρια πεδία ευκαιρίας, η πραγματική οικονομία δεν πρόκειται να ανακάμψει με αναλόγως ταχύ ρυθμό.
Και μόνο η ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας προσφέρει θέσεις εργασίας, άρα εισόδημα και τόνωση της ζήτησης, άρα αξιοπρέπεια και επανένταξη στους πολίτες.
Σε αυτό το πεδίο όμως, στην πραγματική οικονομία, διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει κανένα μακρόπνοο, ολοκληρωμένο σχέδιο για ανάκαμψη.
Το μνημόνιο της τρόικας προβλέπει μια δέσμη μεταρρυθμίσεων, οι οποίες όμως είναι κατά το πλείστον διοικητικής φύσεως, αποσκοπούσες στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας, και μάλιστα βασισμένες σε γενικές παραδοχές προερχόμενες από εμπειρίες άλλων χωρών, που είχαν τη δυνατότητα να τυπώσουν χρήμα, να ασκήσουν συναλλαγματική πολιτική, να αυξήσουν τον πληθωρισμό κ.λπ.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, κανένα από αυτά τα μακροοικονομικά εργαλεία άσκησης πολτικής δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί· η Ελλάδα, ως μέλος της ευρωζώνης, έχει εκχωρήσει προ πολλού τα εργαλεία αυτά στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Τώρα πια δεν μπορεί ούτε εν μέρει να ασκήσει αυτόνομη εθνική δημοσιονομική πολιτική.
Το χειρότερο όμως πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει συνεκτικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, που θα της επιτρέψει να καταλάβει στον διεθνή καταμερισμό εργασίας μια θέση με διάρκεια και αντοχή. Στην πραγματικότητα, τέτοιο σχέδιο δεν υπάρχει εδώ και δεκαετίες.
Η τελευταία στρατηγική σύλληψη των κυβερνωσών ελίτ, μετά το τέλος της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, ήταν η ένταξη στην ΕΟΚ-ΕΕ. Η ένταξη κάλυψε το κενό στρατηγικού σχεδιασμού, και επέτρεψε στις πολιτικές ελίτ να εκμεταλλευθούν τις εισροές κοινοτικών κεφαλαίων για να εδραιώσουν τις πελατειακές τους σχέσεις και να εξασφαλίσουν την αυτοαναπαραγωγή τους.
Τα παράπλευρα αποτελέσματα τής υπό άνισους όρους ένταξης στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τα ζούμε τώρα: απίσχναση της αγροτικής παραγωγής, αποβιομηχάνιση, υπερτροφικός και δυσλειτουργικός δημόσιος τομέας, τεράστια εξάρτηση από εισαγωγές, προνοιακές δομές που κατέρρευσαν υπό το βάρος της δημοσιονομικής κρίσης.
Στην παρούσα φάση, τρία και πλέον χρόνια από την έναρξη της πτώχευσης, θα περίμενε κανείς ότι θα είχαν γίνει αντιληπτά τουλάχιστον τα στρατηγικά λάθη δεκαετιών. Ομως όχι. Τίποτε δεν δείχνει ότι οι ηγετικές ελίτ έχουν αποκολληθεί διανοητικά από τη φρενίτιδα του «χρηματοπιστωτισμού» της δεκαετίας του 1990 και των αρχών του 2000.
Τίποτε δεν δείχνει ότι προσεγγίζεται ή έστω συλλαμβάνεται ένα άλλο σχέδιο για τη μεσοπρόθεσμη ανάκαμψη της χώρας, προσανατολισμένο στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας και βασισμένο στις δυνατότητες των ανθρώπων αυτής της χώρας. Μάλιστα φαίνεται να μην έχουν αντιληφθεί ούτε καν τις βαθύτερες οικονομικές-κοινωνικές δομές του μικρομεσαίου πλήθους εν Ελλάδι, του κατά Κων.
Τσουκαλά «πολυσθενούς υποκειμένου», επί του οποίου εν πολλοίς εδράζεται η σύγχρονη Ελλάδα: πώς το νοικοκυριό εξοικονομεί πόρους από πολλές συνδυαζόμενες μικρές πηγές, μισθούς δημοσίου, υπηρεσίες, μικρό αγροτικό κλήρο, ιδιοκατοίκηση κ.λπ.
Πρόκειται για ένα μοντέλο εν πολλοίς παν-μεσογειακό, το οποίο με τις αδυναμίες και τα όρια του, βοήθησε τις κοινωνίες να αντέξουν και να επιβιώσουν. Η θεολογική προσήλωση σε δόγματα υπερσυγκέντρωσης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και υπαλληλοποίησης του πληθυσμού εξοντώνει αυτό το πολυσθενές υποκείμενο και εν πολλοίς συνεπιφέρει τη ραγδαία εξαθλίωση της μεσαίας τάξης.
Δυστυχώς στο πηδάλιο του λαβωμένου σκάφους βρίσκονται άνθρωποι που αντιλαμβάνονται ακόμη τον πολίτη ως πελάτη και παρασιτικό ραντιέρη και όχι ως αυτόνομο και ελεύθερο παραγωγό. Αυτό είναι το πνευματικό και ηθικό σύμπαν στο οποίο αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους, άρα και τους άλλους. Αρα ελάχιστα ή τίποτε μπορούμε να περιμένουμε, πέρα από βεγγαλικά και φενακισμό: η απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων θα φέρει αύξηση του ΑΕΠ κατά 15% (!) λόγω έντασης του αναταγωνισμού…
Ποιος εχέφρων δεν έχει δει τα περασμένα χρόνια τις απελευθερωμένες αγορές τηλεπικοινωνιών, ζύθου, γάλακτος, ακτοπλοΐας να εναρμονίζουν τις τιμές και να τις κρατούν σταθερά αυξανόμενες; Ή το άλλο βεγγαλικό, ότι θα διευκολυνθεί η ίδρυση ΕΠΕ, με κατάργηση του ελαχίστου μετοχικού κεφαλαίου:
Μα πρόσφατα νομοθετήθηκε η σύσταση της παρόμοιας Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας (ΙΚΕ), με ελάχιστο κεφάλαιο 1 ευρώ, και με θεωρητικά απλούστατη ίδρυση μέσω ΓΕΜΗ. Ομως η επιχειρηματικότητα μπλοκάρει αλλού: ότι π.χ. οι εφορίες δεν είναι διασυνδεδεμένες και ότι μια φορολογική ενημερότητα μπορεί να σημαίνει πολύωρη ή πολυήμερη ταλαιπωρία σε ουρές και ανταλλαγές αρχαϊκών φαξ.
Υπουργοί, γραμματείς και φαρισαίοι ουδέποτε έχουν προσπαθήσει να στήσουν μια μικρή επιχείρηση, μια οποιαδήποτε δουλειά, σε περιβάλλον πραγματικής οικονομίας, in vivo. Ωστε οι συσκέψεις με μάνατζερ πολυεθνικών, για εξασφάλιση 150 (!) θέσεων εργασίας, και οι εξαγγελίες για πελατειακά στάγδην σταζ στους νέους της χαμένης γενιάς, σκορπίζουν πίκρα μάλλον παρά φως.
Πηγή :http://vlemma.wordpress.com/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου