Και ξαφνικά εμείς οι φιλόλογοι, η ελίτ
του σχολείου, οι θεματοφύλακες της ελληνικής παιδείας, συνειδητοποιήσαμε
ότι εν τέλει μπορεί και να μην είμαστε τόσο απαραίτητοι στο σχολείο της
αποικίας Ελλάδα και ότι υπάρχουν κι άλλοι που μπορούν να διδάξουν τα
πολυπληθή και πολυποίκιλα διδακτικά μας αντικείμενα. Κι έτσι καθόμαστε
και απελπιζόμαστε τώρα εδώ και άλλο δεν σκεπτόμαστε, τον νουν μας τρώγει
αυτή η τύχη.
Αλλά δεν ακούσαμε ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον; Ανεπαισθήτως μας απέκλεισαν από τας αναθέσεις;-Όχι
βέβαια! Βάλαμε κι εμείς το χεράκι μας. Συνειδητά και συστηματικά
στρώσαμε τον δρόμο για να διαβούν και να θερίσουν χιλιάδες άρματα
δρεπανηφόρα. Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ. Όταν επί
δεκαετίες παραμείναμε προσηλωμένοι σ’ έναν τρόπο παρουσίασης των
διδακτικών αντικειμένων χωρίς συσχέτιση με την πραγματικότητα
(κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική, οικονομική)˙ όταν ο παροιμιώδης
συντηρητισμός μας δεν κρατούσε τις Θερμοπύλες της παράδοσης ως όφειλε,
παρά ήταν απλώς ανέκαθεν κομφορμιστικός που προσαρμοζόταν προθύμως και
δουλοπρεπώς στις εκάστοτε κυρίαρχες επιλογές˙ όταν η ελλιπής διδακτική
και μεθοδολογική μας επάρκεια μάς μετέτρεψε από επαναπαυμένους
φιλολόγους των πέντε σταθερών και αμετάβλητων για δεκαετίες αντικειμένων
σε ασθμαίνοντες και πανικόβλητους δήθεν παντογνώστες – ακόμη κι εμείς
οι πτυχιούχοι από το προοδευτικόν Άριστον και Τέλειον της Θεσσαλονίκης –
που όλα τα σφάζουν και όλα τα μαχαιρώνουν από λατινικό συντακτικό μέχρι
Αναγνωστάκη και από Όμηρο μέχρι την Ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου κι
από κοντά ψυχολογίες, φιλοσοφίες και εσχάτως σύγχρονες γλωσσολογικές
θεωρίες˙ όταν επαναπαυθήκαμε στην δήθεν αδιαμφισβήτητη χρησιμότητά μας˙
όταν απέναντι στη χρεοκοπία του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους και την
προγονοπληξία, αντιδράσαμε συμπλεγματικά και ενοχικά, κι έτσι περάσαμε
στο άλλο άκρο: απαξιώσαμε την ελληνική γλώσσα και παράδοση που φτάσαμε
να πιστοποιούμε ως επαρκείς και συχνά με υψηλή βαθμολογία, στρατιές
ολόκληρες αγραμμάτων – ακόμη και αναλφάβητων – και το χειρότερο, φτάσαμε
να επιβραβεύουμε κακομαθημένα με φουσκωμένα μυαλά και αχαλίνωτο
υπερεγώ. Πολύ λογικά λοιπόν σήμερα και εν όψει των απολύσεων να
προσγειωνόμαστε ανωμάλως σε μία πραγματικότητα στην οποία αυτό που τελεί
υπό διωγμόν δεν είναι ειδικά ο κλάδος ΠΕ2, αλλά πρωτίστως η ίδια η
Παιδεία, και ειδικά η ανθρωπιστική, ως περιττή και πλεονάζουσα.
Και η μεγάλη μας ευθύνη είναι ότι δεν την
υπερασπιστήκαμε όταν συνειδητά και συστηματικά η Παιδεία κατεδαφιζόταν
για να κτιστούν ολόγυρα μας υψηλά τείχη. Όταν στο όνομα της αποδόμησης
του «εθνικού αφηγήματος» και των «εθνικών μύθων», ανεχτήκαμε, ή/και
υποστηρίξαμε ορισμένοι, τη ρεπούσια αθλιότητα της περιφρόνησης,
υποβάθμισης και κατασυκοφάντησης της αντιστασιακής παράδοσης του
ελληνισμού˙ όταν ανεχτήκαμε ή/και υποστηρίξαμε, αντί να ξεσηκωθούμε, την
αποκοπή της νεοελληνικής λογοτεχνίας από τη διαχρονική ιστορική
διαδρομή της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης, και όταν επιπλέον
δεχτήκαμε αδιαμαρτύρητα την κατάργηση της ίδιας της λογοτεχνίας από το
νέο αναλυτικό πρόγραμμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας στην Α΄ Λυκείου.
Και δεν αντισταθήκαμε γιατί εξακολουθούσαμε να αντιμετωπίζουμε την
ελληνική παράδοση και ιστορία σα μουσειακό είδος, που μέσα στο σημιτικό
καταναλωτικό παροξυσμό, δεν συγκινούσε πια κανέναν. Δεν καταλάβαμε, δεν
συνειδητοποιήσαμε, δεν πιστέψαμε ότι αυτό το μαρμάρινο κεφάλι που μας
εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέραμε πού να το ακουμπήσουμε ήταν η ο
ίδιος μας ο εαυτός. Κι εμείς το είδαμε σαν τη νεκροκεφαλή που κρατάει ο
Άμλετ στη σκηνή που αναρωτιέται για το νόημα της ζωής. Έτσι όμως
συμβάλλαμε στον αυτοχειριασμό μας όχι απλώς ως κλάδου, αυτό είναι το
λιγότερο, αλλά ως εθνικής ετερότητας.
Είναι άραγε πολύ αργά για δάκρυα; Γιατί
όταν οι απαιτήσεις του μαθήματος της λογοτεχνίας περιορίζονται σε
ψευτοκοινωνιολογικές παρατηρήσεις (για τις σχέσεις των δύο φύλων) ή σε
ανάπτυξη δεξιοτήτων δημιουργικής γραφής, τότε τι αλήθεια χρειάζεται
ειδικά και αποκλειστικά ο καθηγητής ελληνικής φιλολογίας; Όταν ο ίδιος
δέχεται να διδάσκει, αν διδάσκει, το «Τραγούδι του νεκρού αδερφού» και
τον «Ερωτόκριτο» μόνον από την πλευρά των σχέσεων των δύο φύλων και όχι
για την ποιητική, αισθητική και πολιτισμική τους αξία, όταν δεν πιάνει
το κοινό νήμα της ελληνικής ποιητικής παράδοσης (ενδεικτικά μόνο ας
δούμε: ἀρετὴ στους αρχαίους, Αρετή στο «τραγούδι του νεκρού αδερφού» και
Αρετούσα στον Κορνάρο, αρετήν (και τόλμην) στον Κάλβο, αρετή στον
Μακρυγιάννη κ.α.)۬ όταν ακούει αδιαμαρτύρητα πως η ιστορία δεν είναι
τίποτα άλλο παρά μία αυθαίρετη κατασκευή της υποκειμενικότητας του
ιστορικού όταν, εν τέλει, συναινεί, μαζί με μία μεγάλη μερίδα συναδέλφων
άλλων κλάδων, στην απαξίωση και υποβάθμιση της γνώσης, αφού πια «ο
μαθητής δεν χρειάζεται να μαθαίνει αλλά – τάχα μου – να μαθαίνει πώς να
μαθαίνει», αφού όλα τα αντικείμενα γίνονται «ερευνητικές (ο Θεός να τις
κάνει!), εργασίες» όταν δηλαδή από φιλόλογος, καταντά διεκπεραιωτής
αντιπαιδαγωγικών τεχνοκρατικών υπουργικών αποφάσεων, τότε είναι άξιος
της μοίρας του. Και φυσικά μαζί με αυτόν και όλοι οι άλλοι κλάδοι αφού
όταν τη θέση της γνώσης έχει πάρει πλέον η, μαγικών προφανώς ιδιοτήτων,
διδακτική μέθοδος συνεπικουρούμενη από την τελετουργία των ΤΠΕ, τότε ο
καθένας μπορεί να αναλάβει οποιοδήποτε αντικείμενο ανεξάρτητα από τις
σπουδές του.
Κι όμως, έστω και τώρα, υπάρχει ο χρόνος
να αντισταθούμε, όχι για να σώσουμε τη χαμένη τιμή του φιλολόγου, αλλά
για να περισώσουμε ό,τι έχει απομείνει από την Παιδεία στον τόπο που
γράφεται ποίηση αδιάλειπτα από τον 9ο αιώνα π.Χ. Αρκεί να σταθούμε
αποφασιστικά απέναντι στον εθνομηδενισμό των ελίτ και τον εθνοφυλετισμό
των ναζιστοαλήτ˙ αρκεί να αναδείξουμε τον ελληνικό πολιτισμό, τη γλώσσα,
την ιστορία, τη λογοτεχνία, όχι ως ανώτερα των άλλων, αλλά ως έργα δικά
μας, ως υψηλής αξίας επιτεύγματα που προέκυψαν, όχι από την απομόνωση
αλλά μέσα από τον δημιουργικό διάλογο με τους άλλους πολιτισμούς˙ «όταν
όλα τα ρεύματα Ανατολή και Δύση τα αφομοιώναμε θαυμάσια τις ώρες που
λειτουργούσαμε σαν εύρωστος οργανισμός» (Σεφέρης)˙ αρκεί να απαλλαγούμε
από την αυταρέσκεια και την αυταπάτη πως είμαστε ικανοί να διδάσκουμε
επαρκώς ένα τεράστιο εύρος αντικειμένων˙ αρκεί να ξαναβάλουμε στο κέντρο
της διδασκαλίας μας τον άνθρωπο ως ελεύθερο, δημιουργικό και με
αγωνιστικό ήθος πολίτη˙ αρκεί τέλος να ξαναδώσουμε σε αξίες όπως ο
σεβασμός, η δικαιοσύνη, η καλοσύνη και η σοφία την υψηλότερη θέση στην
κλίμακα αξιών της ελληνικής κοινωνίας. Διαφορετικά, θα συνθλιβούμε
ανάμεσα στη Σκύλλα του φιλελευθερισμού που ισοπεδώνει και καταστρέφει
την Παιδεία και τον πολιτισμό και τσαλαπατά τις συνειδήσεις και στη
Χάρυβδη του ολοκληρωτισμού και του φασισμού που κρύβεται σήμερα πίσω από
έναν συμπλεγματικό, επιθετικό, μισαλλόδοξο, ρατσιστικό, τευτονικής
προέλευσης και απόλυτα αντίθετο προς την ελληνική και ορθόδοξη παράδοση,
εθνικισμό. Όχι μόνο για μας, συνάδελφοι φιλόλογοι, αλλά γι’ αυτό που
λέγαμε παλιά: «το καλό του λαού και του τόπου» ή όπως θα τόλεγε ο
Μακρυγιάννης, για την πολύπαθη την πατρίδα.
Τάσος Χατζηαναστασίου, φιλόλογος στο ΕΠΑΛ Ναυπλίου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου