Στα
τέλη της άνοιξης του 1944, τα «πλοία του θανάτου» των Ες-Ες έπλεαν στο
Ιόνιο. Στοίβαξαν στα αμπάρια τους 2.000 Εβραίους από την Κέρκυρα, άλλους
400 από την Κεφαλονιά και έβαλαν πλώρη για τη Ζάκυνθο. Αποστολή των
Γερμανών ήταν να συγκεντρώσουν όλα τα μέλη της εκεί εβραϊκής κοινότητας,
στη συνέχεια να τους αποβιβάσουν στην Πάτρα και να τους φορτώσουν σε
τρένα, με προορισμό το Αουσβιτς. Μια-δυο μέρες πριν φτάσουν στη Ζάκυνθο,
ο φρούραρχος Πάουλ Μπέρεντς κάλεσε στο γραφείο του τον μητροπολίτη
Χρυσόστομο και τον δήμαρχο Λουκά Καρρέρ. «Εχετε 24 ώρες να μου
παραδώσετε μια λίστα με τα ονόματα όλων των Εβραίων που ζουν εδώ και με
τα περιουσιακά τους στοιχεία», τους προειδοποίησε. Εκείνοι, πράγματι,
επέστρεψαν πριν λήξει η διορία με ένα φάκελο. Ο Μπέρεντς τον άνοιξε,
αλλά στο χαρτί που περιείχε ήταν γραμμένα μόνο δύο ονόματα: τα δικά
τους. «Αν πειράξετε αυτούς τους ανθρώπους, θα πάω μαζί τους και θα
μοιραστώ τη μοίρα τους», του είπε στα Γερμανικά ο Χρυσόστομος, ο οποίος
είχε σπουδάσει στο Μόναχο.
Ο Γερμανός έμεινε άναυδος. Εστειλε επείγον σήμα στο Βερολίνο, ζητώντας νέες οδηγίες. Οι δύο άνδρες είχαν στο μεταξύ ενημερώσει τον πρόεδρο της εβραϊκής κοινότητας, Μωυσή Γανή, και μια τεράστια επιχείρηση είχε στηθεί: οι εβραϊκές οικογένειες διασκορπίστηκαν στο νησί, σε χωριά και αγροικίες, σε σπίτια Χριστιανών. Στους μήνες που ακολούθησαν μέχρι την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, κανείς δεν βρέθηκε να μιλήσει, να προδώσει το παραμικρό. Και κάπως έτσι η Ζάκυνθος έγινε ο μοναδικός τόπος σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη απ’ όπου ούτε ένας από τους 275 Εβραίους κατοίκους δεν στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Ο Χαΐμ Κωνσταντινίδης ήταν τότε 11 ετών. Εμενε στην πόλη της Ζακύνθου -«στον αριθμό 34 της οδού Μαρτινέγκου»- με τους γονείς και τους τέσσερις αδελφούς του. Ο πατέρας του ήταν έμπορος υφασμάτων και τα μεγαλύτερα αδέλφια του τενεκετζήδες. Σήμερα είναι από τους ελάχιστους επιζώντες εκείνης της περιπέτειας. Και σε λίγους μήνες θα δει την ιστορία του να ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη, μέσα από δύο αμερικανικές παραγωγές: ένα ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σακαρίδη και μια ταινία μικρού μήκους που θα σκηνοθετήσει ο Θοδωρής Παπαδουλάκης. Εμπνευστές και «ενορχηστρωτές» του πρότζεκτ είναι δύο Ελληνοαμερικανοί, ο Γκρέγκορι Πάππας και ο Στίβεν Πριόβολος. Εκείνοι συσπείρωσαν γύρω τους επιφανή μέλη της Ομογένειας των ΗΠΑ και, φυσικά, του Χόλιγουντ. Ετσι, executive producer είναι ο διάσημος Σιντ Γκάνις, πρώην πρόεδρος της 20th Century Fox και της Ακαδημίας των Οσκαρ - με καταγωγή από εβραϊκή οικογένεια των Ιωαννίνων.
Συναντήσαμε στην Αθήνα τον 81χρονο Χαΐμ Κωνσταντινίδη. Ζει εδώ και δεκαετίες στο Ισραήλ, αλλά είναι Ρωμανιώτης Εβραίος, δηλαδή με ελληνική καταγωγή και με μητρική γλώσσα τα Ελληνικά. Χαμογελαστός και πολύ χαρούμενος που βρισκόταν στη χώρα μας, μου μίλησε για τα παλιά, συγκινήθηκε όταν η κουβέντα ήρθε στους γονείς του, μου τραγούδησε ζακυνθινές καντάδες. Μόνο που με την τελευταία μου ερώτηση τον έκανα να θυμώσει. Αθελά μου...
Ξέρατε ότι τα γερμανικά πλοία έρχονταν να σας πάρουν;
Ναι, αλλά δεν θέλαμε να το πιστέψουμε. Λέγαμε πως δεν είναι δυνατόν άνθρωπος να προκαλέσει σε άνθρωπο τέτοιο πόνο. Δεν είχαμε πειράξει ποτέ κανέναν. Γιατί να μας βλάψουν; Μόλις πήραν τους τελευταίους Εβραίους από την Κέρκυρα, συνειδητοποιήσαμε ότι έφτανε η σειρά μας. Αλλά και πάλι ήμασταν τόσο μονοιασμένοι και δεμένοι με τους Χριστιανούς, που λέγαμε: εκείνοι θα μας πουν τι πρέπει να κάνουμε, θα μας προστατεύσουν.
Ποιος ενημέρωσε την οικογένειά σας;
Ηρθε ο Γανής στο σπίτι μας, αργά το βράδυ. «Πάρτε από ένα μπογαλάκι ο καθένας και φύγετε αμέσως», μας είπε. Κι εμείς βάλαμε τα πόδια στους ώμους...
Πού πήγατε;
Είχε κανονιστεί να μας κρύψει μια οικογένεια -Σακή, αν δεν κάνω λάθος, η μνήμη μου δεν με βοηθά πάντα- στο Χαλικερό, μια περιοχή έξω από την πόλη. Μας παραχώρησαν ένα δωμάτιο. Επτά άτομα εμείς και μαζί μας ένας ξάδελφος του πατέρα μου με τη γυναίκα και το παιδί του. Δέκα νοματαίοι μείναμε πέντε μήνες κλεισμένοι εκεί. Βλέπαμε τους Γερμανούς από τις γρίλιες των παραθύρων να περνούν έξω από το σπίτι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτούς τους ανθρώπους που ρίσκαραν τη ζωή τους για να μας σώσουν.
Τους συναντήσατε ξανά από τότε;
Το 1971. Πήγα χωρίς να τους έχω ειδοποιήσει. Χτύπησα την πόρτα του σπιτιού. Μου άνοιξε η Σοφία Σακή. ο άνδρας της, ο Σπύρος, είχε πεθάνει. Οταν κατάλαβε ποιος ήμουν, ξέσπασε σε λυγμούς, δεν έλεγε να με αφήσει από την αγκαλιά της.
Ας γυρίσουμε στο τέλος του πολέμου. Οταν έφυγαν οι Γερμανοί, επιστρέψατε στο σπίτι σας;
Ναι, και όπως το είχαμε αφήσει, έτσι το βρήκαμε. Αλλά δεν έμελλε να ζήσουμε πολύ ακόμα στο νησί.
Πώς αποφασίσατε να φύγετε;
Το 1946, όταν η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ ήταν στα σκαριά, ήρθαν άνθρωποι από εκεί. Μας έκαναν προπαγάνδα. «Τώρα που είδατε όσα έγιναν, εδώ θα μείνετε; Πώς ξέρετε ότι κάτι τέτοιο δεν θα επαναληφθεί; Την επόμενη φορά ίσως δεν είστε τόσο τυχεροί», μας έλεγαν. Ο πατέρας μου τους πίστεψε. Μαζευτήκαμε όλη η οικογένεια και κουβεντιάσαμε για ώρες. Αποφασίσαμε να φύγουμε τα πέντε αδέλφια. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν να μας ακολουθήσουν ακόμα, γιατί η μητέρα μου ήταν έγκυος, στις μέρες της. Το πρωί που αποχαιρετήσαμε το Τζάντε γεννήθηκε ο έκτος αδελφός μου.
Πώς ήταν η νέα σας ζωή;
Δύσκολη. Από την πρώτη στιγμή, πριν ακόμα πατήσουμε το πόδι μας στο Ισραήλ. Μαζευτήκαμε στο Σούνιο 400 άνθρωποι -ήταν και από άλλα μέρη της Ελλάδας, όχι μόνο Ζακυνθινοί- και είδαμε ένα σαπιοκάραβο να μας περιμένει. «Μ’ αυτό θα πάμε;» ρωτήσαμε. «Οχι βέβαια», μας απάντησαν. «Το δικό σας πλοίο, το μεγάλο, είναι στα ανοιχτά και σας περιμένει». Μπλόφα ήταν, σαν αυτές που κάνουν στο πόκερ. Μ’ εκείνο το καρυδότσουφλο συνεχίσαμε. Σχεδόν τρεις εβδομάδες ταξίδι. Ακουμπούσαν τα χέρια μας στο νερό. Δεν έχεις ιδέα, κορίτσι μου, τι τραβήξαμε...
Συνηθίσατε γρήγορα εκεί;
Εγώ ναι. Με πήγαν σε ένα κιμπούτς. Ολη μέρα δούλευα. Λεφτά δεν έπαιρνα. Μόνο ένα πιάτο φαΐ κι ένα κρεβάτι να κοιμηθώ. Δεν με πείραζε. Αλλά υπήρχαν άλλοι που υπέφεραν. Ενας φίλος μου, ο Ροβέρτος, αυτοκτόνησε. Τόσο βαριά το είχε πάρει που έφυγε από την Ελλάδα. Λίγα χρόνια μετά, που ήρθαν και οι γονείς μου στο Τελ Αβίβ, ξανασμίξαμε όλη η οικογένεια και ήταν κάπως καλύτερα τα πράγματα.
Τη γυναίκα σας πού τη γνωρίσατε;
Στον στρατό. Η Μίριαμ δούλευε στη βιβλιοθήκη, γιατί ήξερε γράμματα, κι εγώ ήμουν οδηγός. Εκανα μεγάλο αγώνα για να τη φέρω στα νερά μου.
Σας έκανε τη δύσκολη;
Ηταν δύσκολη! Αλλά την έριξα, με ελληνικά τραγούδια. Της τραγουδούσα ζακυνθινές καντάδες.
Πώς ζούσατε την οικογένειά σας;
Για χρόνια δούλεψα σε σιδεράδικο, έφτιαχνα κρεβάτια. Μετά ως σοφέρ. Νύχτα έφευγα για τη δουλειά, νύχτα γύριζα για να τα φέρουμε βόλτα. Ενώ στη Ζάκυνθο, χωρίς να είμαστε πλούσιοι, δεν μας έλειπε τίποτα...
Οταν οι κόρες σας ήταν μικρές, τι τους λέγατε για το νησί σας;
Πως είναι το πιο όμορφο μέρος που υπάρχει σε όλο τον κόσμο.
Στο Ισραήλ τι γνώμη έχουν οι άνθρωποι για τη χώρα μας;
Την καλύτερη. Την αγαπούν πολύ. Ελληνικά τραγούδια ακούγονται στα σπίτια και στα καφενεία, μ’ αυτά γλεντάει ο κόσμος. Τη Ζάκυνθο ξέρετε πώς τη λένε; «Το νησί των δικαίων». Και τα παιδιά του Δημοτικού διδάσκονται στο μάθημα της Ιστορίας πώς εκεί οι Χριστιανοί έσωσαν 275 ψυχές Εβραίων...
Ο Γερμανός έμεινε άναυδος. Εστειλε επείγον σήμα στο Βερολίνο, ζητώντας νέες οδηγίες. Οι δύο άνδρες είχαν στο μεταξύ ενημερώσει τον πρόεδρο της εβραϊκής κοινότητας, Μωυσή Γανή, και μια τεράστια επιχείρηση είχε στηθεί: οι εβραϊκές οικογένειες διασκορπίστηκαν στο νησί, σε χωριά και αγροικίες, σε σπίτια Χριστιανών. Στους μήνες που ακολούθησαν μέχρι την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, κανείς δεν βρέθηκε να μιλήσει, να προδώσει το παραμικρό. Και κάπως έτσι η Ζάκυνθος έγινε ο μοναδικός τόπος σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη απ’ όπου ούτε ένας από τους 275 Εβραίους κατοίκους δεν στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Ο Χαΐμ Κωνσταντινίδης ήταν τότε 11 ετών. Εμενε στην πόλη της Ζακύνθου -«στον αριθμό 34 της οδού Μαρτινέγκου»- με τους γονείς και τους τέσσερις αδελφούς του. Ο πατέρας του ήταν έμπορος υφασμάτων και τα μεγαλύτερα αδέλφια του τενεκετζήδες. Σήμερα είναι από τους ελάχιστους επιζώντες εκείνης της περιπέτειας. Και σε λίγους μήνες θα δει την ιστορία του να ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη, μέσα από δύο αμερικανικές παραγωγές: ένα ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σακαρίδη και μια ταινία μικρού μήκους που θα σκηνοθετήσει ο Θοδωρής Παπαδουλάκης. Εμπνευστές και «ενορχηστρωτές» του πρότζεκτ είναι δύο Ελληνοαμερικανοί, ο Γκρέγκορι Πάππας και ο Στίβεν Πριόβολος. Εκείνοι συσπείρωσαν γύρω τους επιφανή μέλη της Ομογένειας των ΗΠΑ και, φυσικά, του Χόλιγουντ. Ετσι, executive producer είναι ο διάσημος Σιντ Γκάνις, πρώην πρόεδρος της 20th Century Fox και της Ακαδημίας των Οσκαρ - με καταγωγή από εβραϊκή οικογένεια των Ιωαννίνων.
Συναντήσαμε στην Αθήνα τον 81χρονο Χαΐμ Κωνσταντινίδη. Ζει εδώ και δεκαετίες στο Ισραήλ, αλλά είναι Ρωμανιώτης Εβραίος, δηλαδή με ελληνική καταγωγή και με μητρική γλώσσα τα Ελληνικά. Χαμογελαστός και πολύ χαρούμενος που βρισκόταν στη χώρα μας, μου μίλησε για τα παλιά, συγκινήθηκε όταν η κουβέντα ήρθε στους γονείς του, μου τραγούδησε ζακυνθινές καντάδες. Μόνο που με την τελευταία μου ερώτηση τον έκανα να θυμώσει. Αθελά μου...
Ξέρατε ότι τα γερμανικά πλοία έρχονταν να σας πάρουν;
Ναι, αλλά δεν θέλαμε να το πιστέψουμε. Λέγαμε πως δεν είναι δυνατόν άνθρωπος να προκαλέσει σε άνθρωπο τέτοιο πόνο. Δεν είχαμε πειράξει ποτέ κανέναν. Γιατί να μας βλάψουν; Μόλις πήραν τους τελευταίους Εβραίους από την Κέρκυρα, συνειδητοποιήσαμε ότι έφτανε η σειρά μας. Αλλά και πάλι ήμασταν τόσο μονοιασμένοι και δεμένοι με τους Χριστιανούς, που λέγαμε: εκείνοι θα μας πουν τι πρέπει να κάνουμε, θα μας προστατεύσουν.
Ποιος ενημέρωσε την οικογένειά σας;
Ηρθε ο Γανής στο σπίτι μας, αργά το βράδυ. «Πάρτε από ένα μπογαλάκι ο καθένας και φύγετε αμέσως», μας είπε. Κι εμείς βάλαμε τα πόδια στους ώμους...
Πού πήγατε;
Είχε κανονιστεί να μας κρύψει μια οικογένεια -Σακή, αν δεν κάνω λάθος, η μνήμη μου δεν με βοηθά πάντα- στο Χαλικερό, μια περιοχή έξω από την πόλη. Μας παραχώρησαν ένα δωμάτιο. Επτά άτομα εμείς και μαζί μας ένας ξάδελφος του πατέρα μου με τη γυναίκα και το παιδί του. Δέκα νοματαίοι μείναμε πέντε μήνες κλεισμένοι εκεί. Βλέπαμε τους Γερμανούς από τις γρίλιες των παραθύρων να περνούν έξω από το σπίτι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτούς τους ανθρώπους που ρίσκαραν τη ζωή τους για να μας σώσουν.
Τους συναντήσατε ξανά από τότε;
Το 1971. Πήγα χωρίς να τους έχω ειδοποιήσει. Χτύπησα την πόρτα του σπιτιού. Μου άνοιξε η Σοφία Σακή. ο άνδρας της, ο Σπύρος, είχε πεθάνει. Οταν κατάλαβε ποιος ήμουν, ξέσπασε σε λυγμούς, δεν έλεγε να με αφήσει από την αγκαλιά της.
Ας γυρίσουμε στο τέλος του πολέμου. Οταν έφυγαν οι Γερμανοί, επιστρέψατε στο σπίτι σας;
Ναι, και όπως το είχαμε αφήσει, έτσι το βρήκαμε. Αλλά δεν έμελλε να ζήσουμε πολύ ακόμα στο νησί.
Πώς αποφασίσατε να φύγετε;
Το 1946, όταν η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ ήταν στα σκαριά, ήρθαν άνθρωποι από εκεί. Μας έκαναν προπαγάνδα. «Τώρα που είδατε όσα έγιναν, εδώ θα μείνετε; Πώς ξέρετε ότι κάτι τέτοιο δεν θα επαναληφθεί; Την επόμενη φορά ίσως δεν είστε τόσο τυχεροί», μας έλεγαν. Ο πατέρας μου τους πίστεψε. Μαζευτήκαμε όλη η οικογένεια και κουβεντιάσαμε για ώρες. Αποφασίσαμε να φύγουμε τα πέντε αδέλφια. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν να μας ακολουθήσουν ακόμα, γιατί η μητέρα μου ήταν έγκυος, στις μέρες της. Το πρωί που αποχαιρετήσαμε το Τζάντε γεννήθηκε ο έκτος αδελφός μου.
Πώς ήταν η νέα σας ζωή;
Δύσκολη. Από την πρώτη στιγμή, πριν ακόμα πατήσουμε το πόδι μας στο Ισραήλ. Μαζευτήκαμε στο Σούνιο 400 άνθρωποι -ήταν και από άλλα μέρη της Ελλάδας, όχι μόνο Ζακυνθινοί- και είδαμε ένα σαπιοκάραβο να μας περιμένει. «Μ’ αυτό θα πάμε;» ρωτήσαμε. «Οχι βέβαια», μας απάντησαν. «Το δικό σας πλοίο, το μεγάλο, είναι στα ανοιχτά και σας περιμένει». Μπλόφα ήταν, σαν αυτές που κάνουν στο πόκερ. Μ’ εκείνο το καρυδότσουφλο συνεχίσαμε. Σχεδόν τρεις εβδομάδες ταξίδι. Ακουμπούσαν τα χέρια μας στο νερό. Δεν έχεις ιδέα, κορίτσι μου, τι τραβήξαμε...
Συνηθίσατε γρήγορα εκεί;
Εγώ ναι. Με πήγαν σε ένα κιμπούτς. Ολη μέρα δούλευα. Λεφτά δεν έπαιρνα. Μόνο ένα πιάτο φαΐ κι ένα κρεβάτι να κοιμηθώ. Δεν με πείραζε. Αλλά υπήρχαν άλλοι που υπέφεραν. Ενας φίλος μου, ο Ροβέρτος, αυτοκτόνησε. Τόσο βαριά το είχε πάρει που έφυγε από την Ελλάδα. Λίγα χρόνια μετά, που ήρθαν και οι γονείς μου στο Τελ Αβίβ, ξανασμίξαμε όλη η οικογένεια και ήταν κάπως καλύτερα τα πράγματα.
Τη γυναίκα σας πού τη γνωρίσατε;
Στον στρατό. Η Μίριαμ δούλευε στη βιβλιοθήκη, γιατί ήξερε γράμματα, κι εγώ ήμουν οδηγός. Εκανα μεγάλο αγώνα για να τη φέρω στα νερά μου.
Σας έκανε τη δύσκολη;
Ηταν δύσκολη! Αλλά την έριξα, με ελληνικά τραγούδια. Της τραγουδούσα ζακυνθινές καντάδες.
Πώς ζούσατε την οικογένειά σας;
Για χρόνια δούλεψα σε σιδεράδικο, έφτιαχνα κρεβάτια. Μετά ως σοφέρ. Νύχτα έφευγα για τη δουλειά, νύχτα γύριζα για να τα φέρουμε βόλτα. Ενώ στη Ζάκυνθο, χωρίς να είμαστε πλούσιοι, δεν μας έλειπε τίποτα...
Οταν οι κόρες σας ήταν μικρές, τι τους λέγατε για το νησί σας;
Πως είναι το πιο όμορφο μέρος που υπάρχει σε όλο τον κόσμο.
Στο Ισραήλ τι γνώμη έχουν οι άνθρωποι για τη χώρα μας;
Την καλύτερη. Την αγαπούν πολύ. Ελληνικά τραγούδια ακούγονται στα σπίτια και στα καφενεία, μ’ αυτά γλεντάει ο κόσμος. Τη Ζάκυνθο ξέρετε πώς τη λένε; «Το νησί των δικαίων». Και τα παιδιά του Δημοτικού διδάσκονται στο μάθημα της Ιστορίας πώς εκεί οι Χριστιανοί έσωσαν 275 ψυχές Εβραίων...
Διαβάστε όλη την συνέντευξη της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ εδώ http://www.kathimerini.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου