Ένας γνωστός αφορισμός (του Peter Sellars) ορίζει την αυθεντικότητα ως«σύγχυση» ενώ ο Walter Benjamin μίλησε για την παράδοση ως «καταστροφή».Θα μπορούσε λοιπόν να λογοπαίξει κανείς ότι ο τουρισμός ως βιομηχανία φλερτάρει ανάμεσα στην σύγχυση και την καταστροφή,
αφού το πρόκριμα της αυθεντικότητας ανακύπτει αδιάλειπτα τόσο στην
πράξη του τουριστικού μάρκετιγκ και της βιομηχανίας της «παράδοσης»
(heritage industry) όπως και την αυξημένη χρήση τηςθεματοποίησης
(theming) για την δημιουργία σκηνοθετημένων χώρων για υβριδική
κατανάλωση και εμβαπτιστική «γνωσιοψυχαγωγία» (”immersive edutainment”). Το όλοτουριστικό εγχείρημα σήμερα μπορεί να συνοψιστεί στον αφορισμό ότι οι«τουρίστες επισκέπτονται πραγματικούς προορισμούς για να γευθούν εικονικά μέρη»(tourists visit actual destinations to experience virtual places).
Σε μια εποχή όλο και πιο διαβρωτικού υβριδισμού, όταν τα μουσεία προωθούντον εαυτό τους στην αγορά σαν τουριστική ατραξιόν, από την πλευρά του, για ναμετατρέψει τους τόπους σε προορισμούς, ο τουρισμός σκηνοθετεί τον κόσμο τονίδιο σαν μουσείο του εαυτού του. Και τα δύο υπόσχονται να προσφέρουν«παράδοση», θεωρημένη όχι τόσο ως «παρελθόν» αλλά σαν ένα νέο τρόποπολιτισμικής παραγωγής που δίνει μια νέα ζωή σε θνήσκουσες μορφές ζωής,οικονομίες και τόπους. Κοντολογίς, όπως τα μουσεία για να καταστούν κερδοφόραπουλούν τους εαυτούς των ως τουριστικές ατραξιόν και θεματικά πάρκα πουεπιμηκύνουν την επίσκεψη του «τουρίστα» πολλαπλασιάζοντας τις «αφηγήσεις» σεπολλαπλά επίπεδα πρόσληψης και ψυχαγωγίας, έτσι και οι τουριστικοί προορισμοί σκηνοθετούν την προσφορά τους με τον τρόπο της ζωντανής έκθεσης ή τηςπαράστασης («performance»).
Ως γνωστικό πεδίο (discourse) έκθεσης και επίδειξης, η παραγωγή της«παράδοσης» χρησιμοποιεί τα μέσα της θεματοποίησης (theming) για να πουλήσειτις τοποθεσίες ως προορισμούς (destinations). Σαν επιτόπιες (in situ) εκθέσεις,oι προορισμοί καθίστανται έτσι εμβαπτιστικοί και θεατρικοί, υποδυόμενοι τηνγνώση που δημιουργούν. Δίνουν προνομιακή προτεραιότητα στην «εμπειρία» και τείνουννα θεματοποιούν παρά να παρουσιάζουν άμεσα το αντικείμενό τους. Στην πιοπλήρη τους πραγμάτωση, δημιουργούν ένα εικονικό κόσμο μέσα στον οποίοκαταδύεται ο επισκέπτης. Το ταξίδι έτσι αποπνέει ένα αίσθημα θεματικού πάρκου όσο και θεματοποιημένου προορισμού - είτε αυτό είναι ένα θεματικό πάρκο, έναshopping mall ή ένα εστιατόριο, που με την σειρά τους έχουν σαν μοντέλο τηνεμπειρία του ταξιδιού, της εμπειρίας του εξωτικού «αλλού» και τις απολαύσειςτης εμπλοκής σε ένα κόσμο ζωής (life-world) που συνιστά εντέλει έκθεση(exhibition) του ίδιου του εαυτού του. Σε μια μετανεωτεριστική εποχή όταν οχρόνος έχει εκτατικοποιηθεί, το «άλλοτε» γίνεται ένα επισκέψιμο «αλλού» και η μνήμη αντικειμενοποιείται ως καταναλώσιμο «μνημείο», αμπαλλαρισμένα σε μιαπλησμονή σημειωτικών δεικτών – οδηγών χρήσης και πρόσληψης.
Kι αν οι εκθέσεις έχουν σαν διακύβευμα να επιδείξουν ένα «αποτέλεσμα «εφφέ»που αποκαλείται «πραγματικός κόσμος», ο πραγματικός κόσμος ελκύει τον τουρίσταμε την υπόσχεση της ευχάριστης εμπειρίας μιας καλά ενορχηστρωμένης έκθεσης,όπου ακόμα και οι ζωντανοί άνθρωποι χρησιμεύουν ή επιδεικνύουν τους εαυτούς τωνμέσα από τoν μίμο των φινιρισμένων υποκριτών (performers). Παράλληλα, για ναικανοποιήσουν την αναζήτηση του ευαίσθητου στα αιτήματα της αυθεντικότητας καιπραγματικότητας τουρίστα, οι προορισμοί σκηνοθετούν τους εαυτούς τους με μιαάψογη τελειότητα, επιδεικνύοντας σαν παραστάσεις μια υπερβολή πραγματικότητας,αυτό που ο Ουμπέρτο Έκο ωνόμασε «υπερ-πραγματικότητα» (hyperreality).
Γλυστρώντας ανεπαίσθητα από την τελετή στην εικονικότητα, ο επιδεικνυόμενος κόσμος κεφαλαιοποιεί το οπτικό ενδιαφέρον. Οι διαδικασίες αυτές, ωστόσο, οδηγούνται από μια πολιτική οικονομία τα ενδιαφέροντα της οποίας κείνται αλλού, τόσο σεδιεκδικήσεις ταυτότητας και αναπαλλοτριωσιμότητας όσο και στην εμπορικήιδεολογία της εμπορευματοποίησης και της αυξημένης πωλησιμότητας. Ηαυθεντικότητα, αναδυόμενη ως συμπληρωματική στην πράξη της επίδειξης, δηλαδή,της θεατρικοποιημένης παράστασης της παράδοσης, είναι μια έννοια προβληματικήτόσο στο σημείο της παραγωγής όσο και αυτό της υποδοχής. Ο τουρίστας είναιεμπλεγμένος στην διαδικασία φυγής από τον καθημερινό κόσμο τηςισοπεδωτικής ομοιογένειας σε μια προσωπική επένδυση στην επαφή με την καθαρτικήγνησιότητα και αυθεντικότητα του αμόλυντου «αλλού» - για να βρει όμως, τόσοτυπικά, ότι ο τουρισμός τον έχει προλάβει παντού.
Ως αποδοχέας όμως, ο τουρίστας μπορεί να είναι εν τέλει πολύ πιοσυνειδητοποιημένος, με πολύ πιο οξυμένη διάκριση και ένας πολύ πιο ευέλικτος«συνένοχος» από ό,τι του αναγνωρίζεται. Ο μοντέρνος τουρίστας είναι έτσι αληθής στους μετανεωτερικούς καιρούς μας επιδεικνύοντας με τον τρόπο του τον «πονηρό λόγο»της μετανεωτερικότητας. Μακράν του να είναι εύκολο θύμα μιας πολιτισμικήςαπάτης, είναι σε εγρήγορση και με παιγνιώδη συνομωτικότητα δέχεται νακαταναλώσει την στημένη τουριστική ατραξιόν απολαμβάνοντας όχι την «άμεση»εμπειρία της τοπικής κουλτούρας αλλά την «διαμεσολαβημένη κατανάλωση της κουλτούρας».
Πάνω από όλα, όπως υποδεικνύει ο κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπόουμαν, οτουρίστας επιδεικνύει την ρευστή πολυσημία της μετανεωτερικότητας, αποφεύγοντας να οριστεί ή περικλειστεί στα όρια μιας ταυτότητας και, καταλύοντας τοκαθωρισμένο, επιτυγχάνει, έτσι, το θαύμα να μην είναι μέρος του τόπου που επισκέπτεται. Διατηρώντας την απόστασή του από κάθε κίνδυνο να συρρικνωθεί σε εγγύτητα, είναι ταυτόχρονα αφιχθείς και φευγάτος, προστατευμένος σε μια φούσκα με απόλυτα ελεγχόμενη όσμωση με το περιβάλλον. Ο σκοπός και το νόημα τoυ τουριστικού παιγνίου είναιν α είσαι συνεχώς σε κίνηση, εδώ κι αλλού, το «εδώ» όντας, για λίγο, το χθεσινό«αλλού», σταθμός κι όχι εκπλήρωση, σε οριστική εποχή από οποιαδήποτε σύνδεση μετο περιβάλλον που μπορεί να δημιουργήσει δέσμευση για το μέλλον.
Όπως το ώρισε ο Κούντερα, η «άφιξη» είναι ένα συμβάν που δεν έχει συνέχεια,περνά από μια ιστορία χωρίς να γίνει μέρος της. Το φιλμάκι κλείνει με τοκλιπάκι «δεν συνεχίζεται». Aντίθετα από το προγονικό «προσκύνημα», η τουριστικήθέαση, το «tourist gaze», είναι μια κινητή εποπτική γωνία, χωρίς συνέπειες καιχωρίς συνέχειες κι η προοπτική της άφιξης, κρίσιμα, παραμένει πάντα μιαπροοπτική.
Ο τουρίστας είναι έτσι η μεταφορά της εποχής μας, καταδικασμένος να είναι ελεύθερος, κάθε τόπος να ορίζει ήδη τον δυνητικό εκτοπισμό του. Ο τουρίστας είναι ήδη «αλλού».
του Τίτου Χριστοδούλου
Πηγή :
Σε μια εποχή όλο και πιο διαβρωτικού υβριδισμού, όταν τα μουσεία προωθούντον εαυτό τους στην αγορά σαν τουριστική ατραξιόν, από την πλευρά του, για ναμετατρέψει τους τόπους σε προορισμούς, ο τουρισμός σκηνοθετεί τον κόσμο τονίδιο σαν μουσείο του εαυτού του. Και τα δύο υπόσχονται να προσφέρουν«παράδοση», θεωρημένη όχι τόσο ως «παρελθόν» αλλά σαν ένα νέο τρόποπολιτισμικής παραγωγής που δίνει μια νέα ζωή σε θνήσκουσες μορφές ζωής,οικονομίες και τόπους. Κοντολογίς, όπως τα μουσεία για να καταστούν κερδοφόραπουλούν τους εαυτούς των ως τουριστικές ατραξιόν και θεματικά πάρκα πουεπιμηκύνουν την επίσκεψη του «τουρίστα» πολλαπλασιάζοντας τις «αφηγήσεις» σεπολλαπλά επίπεδα πρόσληψης και ψυχαγωγίας, έτσι και οι τουριστικοί προορισμοί σκηνοθετούν την προσφορά τους με τον τρόπο της ζωντανής έκθεσης ή τηςπαράστασης («performance»).
Ως γνωστικό πεδίο (discourse) έκθεσης και επίδειξης, η παραγωγή της«παράδοσης» χρησιμοποιεί τα μέσα της θεματοποίησης (theming) για να πουλήσειτις τοποθεσίες ως προορισμούς (destinations). Σαν επιτόπιες (in situ) εκθέσεις,oι προορισμοί καθίστανται έτσι εμβαπτιστικοί και θεατρικοί, υποδυόμενοι τηνγνώση που δημιουργούν. Δίνουν προνομιακή προτεραιότητα στην «εμπειρία» και τείνουννα θεματοποιούν παρά να παρουσιάζουν άμεσα το αντικείμενό τους. Στην πιοπλήρη τους πραγμάτωση, δημιουργούν ένα εικονικό κόσμο μέσα στον οποίοκαταδύεται ο επισκέπτης. Το ταξίδι έτσι αποπνέει ένα αίσθημα θεματικού πάρκου όσο και θεματοποιημένου προορισμού - είτε αυτό είναι ένα θεματικό πάρκο, έναshopping mall ή ένα εστιατόριο, που με την σειρά τους έχουν σαν μοντέλο τηνεμπειρία του ταξιδιού, της εμπειρίας του εξωτικού «αλλού» και τις απολαύσειςτης εμπλοκής σε ένα κόσμο ζωής (life-world) που συνιστά εντέλει έκθεση(exhibition) του ίδιου του εαυτού του. Σε μια μετανεωτεριστική εποχή όταν οχρόνος έχει εκτατικοποιηθεί, το «άλλοτε» γίνεται ένα επισκέψιμο «αλλού» και η μνήμη αντικειμενοποιείται ως καταναλώσιμο «μνημείο», αμπαλλαρισμένα σε μιαπλησμονή σημειωτικών δεικτών – οδηγών χρήσης και πρόσληψης.
Kι αν οι εκθέσεις έχουν σαν διακύβευμα να επιδείξουν ένα «αποτέλεσμα «εφφέ»που αποκαλείται «πραγματικός κόσμος», ο πραγματικός κόσμος ελκύει τον τουρίσταμε την υπόσχεση της ευχάριστης εμπειρίας μιας καλά ενορχηστρωμένης έκθεσης,όπου ακόμα και οι ζωντανοί άνθρωποι χρησιμεύουν ή επιδεικνύουν τους εαυτούς τωνμέσα από τoν μίμο των φινιρισμένων υποκριτών (performers). Παράλληλα, για ναικανοποιήσουν την αναζήτηση του ευαίσθητου στα αιτήματα της αυθεντικότητας καιπραγματικότητας τουρίστα, οι προορισμοί σκηνοθετούν τους εαυτούς τους με μιαάψογη τελειότητα, επιδεικνύοντας σαν παραστάσεις μια υπερβολή πραγματικότητας,αυτό που ο Ουμπέρτο Έκο ωνόμασε «υπερ-πραγματικότητα» (hyperreality).
Γλυστρώντας ανεπαίσθητα από την τελετή στην εικονικότητα, ο επιδεικνυόμενος κόσμος κεφαλαιοποιεί το οπτικό ενδιαφέρον. Οι διαδικασίες αυτές, ωστόσο, οδηγούνται από μια πολιτική οικονομία τα ενδιαφέροντα της οποίας κείνται αλλού, τόσο σεδιεκδικήσεις ταυτότητας και αναπαλλοτριωσιμότητας όσο και στην εμπορικήιδεολογία της εμπορευματοποίησης και της αυξημένης πωλησιμότητας. Ηαυθεντικότητα, αναδυόμενη ως συμπληρωματική στην πράξη της επίδειξης, δηλαδή,της θεατρικοποιημένης παράστασης της παράδοσης, είναι μια έννοια προβληματικήτόσο στο σημείο της παραγωγής όσο και αυτό της υποδοχής. Ο τουρίστας είναιεμπλεγμένος στην διαδικασία φυγής από τον καθημερινό κόσμο τηςισοπεδωτικής ομοιογένειας σε μια προσωπική επένδυση στην επαφή με την καθαρτικήγνησιότητα και αυθεντικότητα του αμόλυντου «αλλού» - για να βρει όμως, τόσοτυπικά, ότι ο τουρισμός τον έχει προλάβει παντού.
Ως αποδοχέας όμως, ο τουρίστας μπορεί να είναι εν τέλει πολύ πιοσυνειδητοποιημένος, με πολύ πιο οξυμένη διάκριση και ένας πολύ πιο ευέλικτος«συνένοχος» από ό,τι του αναγνωρίζεται. Ο μοντέρνος τουρίστας είναι έτσι αληθής στους μετανεωτερικούς καιρούς μας επιδεικνύοντας με τον τρόπο του τον «πονηρό λόγο»της μετανεωτερικότητας. Μακράν του να είναι εύκολο θύμα μιας πολιτισμικήςαπάτης, είναι σε εγρήγορση και με παιγνιώδη συνομωτικότητα δέχεται νακαταναλώσει την στημένη τουριστική ατραξιόν απολαμβάνοντας όχι την «άμεση»εμπειρία της τοπικής κουλτούρας αλλά την «διαμεσολαβημένη κατανάλωση της κουλτούρας».
Πάνω από όλα, όπως υποδεικνύει ο κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπόουμαν, οτουρίστας επιδεικνύει την ρευστή πολυσημία της μετανεωτερικότητας, αποφεύγοντας να οριστεί ή περικλειστεί στα όρια μιας ταυτότητας και, καταλύοντας τοκαθωρισμένο, επιτυγχάνει, έτσι, το θαύμα να μην είναι μέρος του τόπου που επισκέπτεται. Διατηρώντας την απόστασή του από κάθε κίνδυνο να συρρικνωθεί σε εγγύτητα, είναι ταυτόχρονα αφιχθείς και φευγάτος, προστατευμένος σε μια φούσκα με απόλυτα ελεγχόμενη όσμωση με το περιβάλλον. Ο σκοπός και το νόημα τoυ τουριστικού παιγνίου είναιν α είσαι συνεχώς σε κίνηση, εδώ κι αλλού, το «εδώ» όντας, για λίγο, το χθεσινό«αλλού», σταθμός κι όχι εκπλήρωση, σε οριστική εποχή από οποιαδήποτε σύνδεση μετο περιβάλλον που μπορεί να δημιουργήσει δέσμευση για το μέλλον.
Όπως το ώρισε ο Κούντερα, η «άφιξη» είναι ένα συμβάν που δεν έχει συνέχεια,περνά από μια ιστορία χωρίς να γίνει μέρος της. Το φιλμάκι κλείνει με τοκλιπάκι «δεν συνεχίζεται». Aντίθετα από το προγονικό «προσκύνημα», η τουριστικήθέαση, το «tourist gaze», είναι μια κινητή εποπτική γωνία, χωρίς συνέπειες καιχωρίς συνέχειες κι η προοπτική της άφιξης, κρίσιμα, παραμένει πάντα μιαπροοπτική.
Ο τουρίστας είναι έτσι η μεταφορά της εποχής μας, καταδικασμένος να είναι ελεύθερος, κάθε τόπος να ορίζει ήδη τον δυνητικό εκτοπισμό του. Ο τουρίστας είναι ήδη «αλλού».
του Τίτου Χριστοδούλου
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου