Ετούτο το καλοκαίρι της δυσαρέσκειας και
της ζέστης φτάνει στο τέλος του. Μείναμε στην πόλη πιο πολύ απ” όσο
αντέχουν τα νεύρα μας «κι οι ελπίδες μια απάτη μακρινή». Τα βράδια που
πέφταμε ιδρωμένοι κι απογοητευμένοι στο κρεβάτι ψιθυρίζαμε κοιτώντας το
ταβάνι: Ας ξυπνήσω όταν τελειώσει ο Αύγουστος.
Τώρα το λέμε και για τον Σεπτέμβρη.
Ο
κόσμος γύρω μας απάνθρωπος και παράλογος, όπως συνηθίζει να είναι από
καταβολής. Οι πρόσφυγες με τα παιδιά τους τρέχουν να ξεφύγουν, αλλά δεν
έχουν πουθενά να πάνε. Η κυβέρνηση παραιτείται λίγες μέρες μετά το
σφράγισμα του τρίτου μνημονίου κι οι Θεσμοί επικροτούν. Τόση δημοκρατία
έχουμε να δούμε απ” το ’67.
Οι
επερχόμενες εκλογές μοιάζουν πιο πολύ από ποτέ με τσίρκο τεράτων, μ” ένα
καρναβάλι όπου μπορείς να δεις όλους τους ηλίθιους και τους γελοίους με
μόνο ένα εισιτήριο.
~~
Περάστε, περάστε να δείτε:
Τον άνθρωπο με τα χίλια πρόσωπα και την ελαστική συνείδηση.
Τον μάγκα τον πολλά βαρύ, που φτιάχνει οδοντόβουρτσες με το μουστάκι του.
Την κυρία που δεν μπορεί να ξεχωρίσει το δεξί της απ” το κεντρώο της.
Τον εποχιακό επαναστάτη που νομίζει ότι το ΟΧΙ είναι μεταμνημονιακό ταχυφαγείο εξουσίας.
Το παιδί για τα θελήματα που μπορεί να κολυμπάει στο ποτάμι χωρίς μπρατσάκια.
Τον μανιακό Χουντίνι που μπαινοβγαίνει στις φυλακές.
Τον κομμουνιστή που επέζησε απ” τα Γκούλαγκ και τις εκκαθαρίσεις χωρίς να χάσει την πίστη του στον Πατερούλη.
Και τους κλόουν μας: Τον άνθρωπο με τους φραπέδες, τον Κοβάλσκι δήμαρχο.
Όλοι μ” ένα εισιτήριο.
Περάστε.
~~
Και στην Αμερική επικρατέστερος υποψήφιος είναι ένα σκουπίδι β” διαλογής που κάνει τον Ρήγκαν να μοιάζει λογιότατος.
Στην «Ευρώπη των Λαών» σκληροπυρηνικοί νεοφιλελεύθεροι, που θα πουλούσαν και τη μάνα τους για λίγα (δις) ευρώ, αλωνίζουν.
Στην
Κίνα έπεσε το χρηματιστήριο κι όλοι πανικοβλήθηκαν. Τόσο καιρό που οι
Κινέζοι πέφτουν νεκροί στο τραπέζι εργασίας κανείς δεν φάνηκε να
δακρύζει.
~~
Ένας
κόσμος παράλογος που λειτουργεί με το αίμα των φτωχών και των
μεταναστών, των προσφύγων, των λαθραίων ανθρώπων, των ανέργων, των
άστεγων, των ανασφάλιστων και των γέρων που περιμένουν να νυχτώσει για
να πάνε στις λαϊκές να ψαρέψουν σάπιες ντομάτες στο σεληνόφως.
Ένας
κόσμος παράλογος όπου δοξάζονται οι απατεώνες και οι πόρνες, οι
μαφιόζοι και οι οικονομικοί δολοφόνοι, οι διαπλεκόμενοι και τα τσιράκια
τους.
Ένας κόσμος παράλογος,
στοιβαγμένος σε τενεκεδουπόλεις, που δεν παράγει τίποτα άλλο από
υπηρεσίες, σκουπίδια, μιζέρια κι έγκλημα.
Ένας
κόσμος παράλογος, τυλιγμένος με τηλεοπτικές κορδέλες, όπου οι σταρ της
μιας νύχτας, οι διάττοντες αστέρες, προβάλλονται ως η μόνη διέξοδος.
Ένας
κόσμος παράλογος κι ηλίθιος, που τρέφεται απ” τις σάρκες του, λες κι ο
πλανήτης αυτός είναι ένας από τους εκατό που έχει στη διάθεση του.
~~
Σ”
αυτόν τον παράλογο κόσμο, τον παράλογο Αύγουστο, του παράλογου έτους
2015, κλείνεις τα μάτια κι εύχεσαι να ξυπνήσεις όταν τελειώσει ο
παραλογισμός, Οκτώβρη, Δεκέμβρη, Μάη, κάποτε, σε δέκα-είκοσι-εκατό
χρόνια.
Μετά αντιλαμβάνεσαι ότι τίποτα δεν τελειώνει όσο εσύ εύχεσαι να κοιμηθείς ή όσο εσύ κοιμάσαι.
Αντιλαμβάνεσαι
ότι αυτό ακριβώς θέλουν από σένα οι πεφωτισμένοι δέσποτες: Να
υπνοβατείς, να ζήσεις όλη σου τη ζωή κοιμισμένος και πειθήνιος, μόνος.
Να
γεννήσεις παιδιά ίδια με σένα, κοιμισμένα κι ανεύθυνα, που θα
συνεχίσουν να προσέρχονται στο τσίρκο των τεράτων ή να προσεύχονται σε
αιμοσταγείς θεούς και οικονομικά δόγματα.
Να γεράσεις προσηλωμένος στον ύπνο σου, αδρανής κι ανόητος, εχθρός εκείνων που σου μοιάζουν κι όχι εκείνων που σε βιάζουν.
Και μετά να πεθάνεις, νωρίς, ανούσια κι ανέξοδα, για να μην επιβαρύνεις τον κρατικό προϋπολογισμό με έξοδα νοσηλείας.
Κι ως νεκρός δεν θ” αξίζεις τίποτα παραπάνω από ένα κομμάτι κρέας.
Ενθάδε κείται ένας υπνοβάτης.
~~
Κοιτάω
για λίγο το ταβάνι, έπειτα κλείνω τα μάτια. Όμως αντί για την επωδό
ξύπνα-με-όταν-τελειώσει-ο, βγαίνει καθάριο και ατόφιο ένα δε-γαμιέστε,
συνοδευόμενο από ένα δισύλλαβο γέλιο.
Δεν μπορώ να καταλάβω από πού ήρθε, αλλά ξέρω σίγουρα σε ποιους απευθύνεται: Δε γαμιέστε.
Σηκώνομαι, βάζω ένα ποτήρι κρασί με πάγο, και κάθομαι στο γραφείο μου, στο μπαλκόνι.
Το
φεγγάρι κάνει βόλτες στον ουρανό κι η μουριά αντανακλά το φως του. Απ”
το διπλανό διαμέρισμα ακούγεται ένα μωρό να φωνάζει ντέντα, ντέντα.
Στον
δρόμο σεργιανάει ο ογδοντάχρονος κυρ-Βασίλης. Τον προσπερνάει ένας
έφηβος που έχει πάρει το κορίτσι του καλικούτσα και γελάνε.
Από απέναντι ακούγεται η πιανίστα που κάνει εξάσκηση στο πρώτο κοντσέρτο για πιάνο του Τσαϊκόφσκι.
Ο αέρας μυρίζει φιδάκια, αλλά τα κουνούπια δεν πτοούνται. Κάποιος φταρνίζεται, ένα μηχανάκι μαρσάρει.
Δεν
θα χαραμίσω ούτε ένα λεπτό μεμψιμοιρώντας και υπνοβατώντας. Η ζωή είναι
δύσκολη, σπουδαίο νέο. Είναι, όμως, η πρώτη και η τελευταία φορά που θα
ζήσουμε.
Θα μείνω ξύπνιος.
Πηγή : http://sanejoker.info/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου