13 Μαρ 2013

Διάλεκτοι στην Ελλάδα: Κατέεις από ντοπιολαλιά;

των Νικόλα Γεωργιακώδη, Ηρώς Κουνάδη

«Καούρ εκοκιάτε» έγραφε η πινακίδα στη στροφή του δρόμου προς το Λεωνίδιο. Καλώς εκοπιάσατε. Πρέπει να ήταν η πρώτη πινακίδα που βλέπαμε γραμμένη σε άλλη γλώσσα στην Ελλάδα. Πρέπει να είναι, επίσης, και μια από τις πιο πολυφωτογραφημένες πινακίδες σε ελληνικό δρόμο. Τι γλώσσα ήταν αυτή; Τσακώνικα. Μια από τις διαλέκτους που επιβιώνουν ακόμα στην Ελλάδα, παρά τις αντίξοες συνθήκες που τις θέλουν εξορισμένες από το δημόσιο βήμα. 


Ο κ. Παύλος Αλμπανούδης, Διδάκτωρ Φιλολογίας, Γλωσσολόγος – Διαλεκτολόγος του ΑΠΘ, εξηγεί ποια η διαφορά μεταξύ γλώσσας, διαλέκτου και ιδιώματος. «Η γλώσσα αφορά την καθομιλουμένη, ενώ οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα αποκλίνουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από αυτήν. Το κάθε σκέλος εξετάζεται διαφορετικά και αποτελεί αντικείμενο μελέτης από την επιστήμη της Γλωσσολογίας», εξηγεί. «Μερικές διάλεκτοι έχουν πάψει να χρησιμοποιούνται, ενώ άλλες χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα. Η ποντιακή, τα τσακώνικα, τα βλάχικα, τα αρβανίτικα, η διάλεκτος της ανατολικής ρωμυλίας, η κρητική και κάποια ιδιώματα περιορισμένης γεωγραφικής έκτασης που χρησιμοποιούνται σε νησιά», προσθέτει.

Ο διαλεκτικός λόγος, σύμφωνα με τον κ. Αλμπανούδη είναι ζωτικής σημασίας για τον πολιτισμό. «Αποτελεί ένα πολύ σημαντικό στοιχείου του λαϊκού πολιτισμού μας. Κατά τη γνώμη μου το σημαντικότερο», λέει χαρακτηριστικά και προσθέτει όσον αφορά τις κινήσεις που θα έπρεπε να γίνουν για να διατηρηθούν οι κατά τόπους διάλεκτοι: «Θα πρέπει να διδάσκονται στην νεολαία, όπως κάνουν οι Τσάκωνες, μέσα από συλλόγους ή ακόμα και από κάποιο Πανεπιστήμιο. Η διάλεκτος αποτελεί ισχυρότατο στοιχείο του πολιτισμού και της ιστορίας».

Η απαξίωση πάντως είναι ένας από τους κύριους λόγους, εξαιτίας των οποίων ο διαλεκτικός λόγος αργοπεθαίνει. «Ο περισσότερος κόσμος θεωρεί ότι ο διαλεκτικός λόγος αποτελεί στρέβλωση της ελληνικής γλώσσας, ενώ δεν είναι έτσι. Είναι πλούτος. Αυτό οφείλεται σε κακή αντίληψη από παλιά, όταν υπήρξε κοινωνικά στιγματισμένος. Θεωρούταν ότι αντιστοιχεί σε ένα κατώτερο στρώμα της κοινωνίας», επισημαίνει ο κ. Αλμπανούδης, «η επίσημη γλώσσα ανέκαθεν θεωρείτο το κατάλληλο εργαλείο επικοινωνίας. Αυτό περνούσε και από τα σχολεία παλαιότερα, όταν οι δάσκαλοι άκουγαν διαλεκτικό λόγο και έδερναν τα παιδιά».

«Στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλη ποικιλία διαλέκτων, η οποία δεν μελετιέται. Για παράδειγμα, δεν μελετάται ο τρόπος που οι μετανάστες μιλούν ελληνικά. Για εμένα πάντως, θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον», λέει από την πλευρά του ο κ. Σπύρος Μοσχονάς, αναπληρωτής καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

«Διάλεκτοι δημιουργούνται συνέχεια», προσθέτει, «και γλωσσικές ποικιλίες, απλά δυσκολευόμαστε να τις αναγνωρίσουμε στην Ελλάδα. Στις Σκανδιναβικές χώρες για παράδειγμα, ακόμα και μικρές διαφορές από την καθομιλουμένη τις ονομάζουν διαλέκτους, τις μελετούν σοβαρά, γράφεται λογοτεχνία σε αυτές και γίνονται συνέδρια. Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε την γλωσσική ποικιλία ως ‘κακό πράγμα’», προσθέτει.



Η ποντιακή διάλεκτος: Εσύ έλαν μετ’ εμέν’ ας παίζουμε εντάμα «Τα ποντιακά είναι η γλώσσα των Ελλήνων που κατοικούσαν στις Νότιες και Νοτιοανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας» λέει η Σοφία Σαββίδου, Πρόεδρος του Συλλόγου Ποντίων Αγίας Βαρβάρας «ο Φάρος», που διοργανώνει, μεταξύ άλλων, μαθήματα εκμάθησης της ποντιακής διαλέκτου, και ανεβάζει θεατρικές παραστάσεις στα ποντιακά. «Είναι σημαντικό να το τονίσουμε αυτό, ότι οι Πόντιοι είναι Έλληνες, που εκδιώχθηκαν από την πατρίδα τους το 1922 με τη Συνθήκη της Λωζάννης, και έφυγαν προς τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και προς την Ελλάδα. Αυτό για το οποίο υπερηφανευόμαστε, όμως, είναι ότι η ποντιακή διάλεκτος δεν έχει συγκεκριμένη γεωγραφική θέση. Δεν είναι όπως, για παράδειγμα, στην Ήπειρο μιλούν ηπειρώτικα ή στην Κρήτη κρητικά. Ποντιακά μπορείς να ακούσεις παντού, όπου υπάρχουν Πόντιοι –και Πόντιοι υπάρχουν παντού».

«Η ποντιακή διάλεκτος πήρε νέα ορμή με την έλευση των μεταναστών από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής ένωσης, πολλοί εκ των οποίων την είχαν ως αποκλειστική γλώσσα» λέει ο Αντώνης Παυλίδης, Πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών, εξηγώντας μας γιατί η ποντιακή είναι μια από τις δημοφιλέστερες διαλέκτους στην Ελλάδα. «Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι πολλοί από εκείνους που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στις παρυφές των πόλεων της Βορείου Ελλάδας απευθύνονταν στους Έλληνες στα ποντιακά. Θεωρούσαν ότι αυτή ήταν η γλώσσα των Ελλήνων» συνεχίζει χαμογελώντας.

Το 70% των λέξεων της ποντιακής διαλέκτου, σύμφωνα με τον κ. Παυλίδη, προέρχονται από την αρχαία ελληνική –κάποιες, μάλιστα, από αυτές από την ομηρική παράδοση. Το υπόλοιπο 30% είναι επιρροές από τα περσικά, τα αραβικά και τα τουρκικά. «Η νέα ελληνική γλώσσα έχει λιγότερες λέξεις από τα αρχαία απ’ ό,τι η ποντιακή».

Σχετικά με το αν χρησιμοποιούν περισσότερο τα ποντιακά στην καθημερινότητά τους, η κ. Σαββίδου λέει «εξαρτάται πώς το βλέπει κάθε οικογένεια. Εμείς μιλάμε ποντιακά μέσα στο σπίτι, και στη γειτονιά –γιατί στο δρόμο που μένουμε στην Αγία Βαρβάρα και στον διπλανό, είμαστε όλοι Πόντιοι. Άλλοι που μένουν σε γειτονιές που δεν είναι έτσι, μιλούν πολύ λιγότερο ποντιακά. Επίσης, στις οικογένειες που ο ένας γονιός μόνο είναι Πόντιος, είναι συχνό το φαινόμενο η γλώσσα να μην χρησιμοποιείται ιδιαίτερα και να μην περνά στην επόμενη γενιά».

Ο κ. Παυλίδης, από την πλευρά του, λέει ότι στην καθημερινότητά του δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου η ποντιακή διάλεκτος. «Ήμουν 20 χρονών όταν πέθανε η γιαγιά μου, η οποία είχε έρθει το ‘22 στις Σέρρες. Πέθανε στα 115 της, οπότε θα μπορούσες να πεις ότι ήταν ένα μουσειακό είδος ανθρώπου. Μου μιλούσε μόνο ποντιακά. Δεν ήξερε άλλη γλώσσα, πέρα από τα τουρκικά βεβαίως, τα οποία όμως είχε εντολή από τον παππού (ο οποίος πέθανε στον Πόντο) να μην τα μάθει ποτέ στα παιδιά. Εγώ, αφότου ήρθα στην Αθήνα, μιλούσα λίγα ποντιακά στην κόρη μου όταν ήταν μικρή, η οποία όμως φώναζε, δεν ήθελε. Κάποια στιγμή, όταν ήταν οκτώ, είχαμε πάει ταξίδι στα χωριά ανατολικά της Τραπεζούντας. Ήταν, λοιπόν, ένα κοριτσάκι εκεί, η οποία με το που την βλέπει φωνάζει από μακριά “Εσύ έλαν μετ’ εμέν’ ας παίζουμε εντάμα”. Γυρίζει, με κοιτάζει, μου λέει “μπαμπά, το άκουσες αυτό;”. Συγκινήθηκα».

Θα έπρεπε να διδάσκονται οι διάλεκτοι, όπως η ποντιακή, στα σχολεία; «Εγώ πιστεύω ακράδαντα ότι πρέπει να γίνει, και χαίρομαι πολύ που ρωτάτε» λέει ο κ. Παυλίδης. «Γιατί οι διάλεκτοι, όπως λένε οι ειδικοί, είναι τα μικρά ποταμάκια που τροφοδοτούν και ενισχύουν το μεγάλο ποτάμι, που είναι η μητρική μας γλώσσα. Αν οι παραπόταμοι στερέψουν, θα φτωχύνει μαζί τους και το μεγάλο ποτάμι».



Οι Δήμοι διδάσκουν ποντιακά

Τους επόμενους μήνες, στα Κέντρα Διά Βίου Μάθησης αρκετών ελληνικών δήμων, ξεκινούν τμήματα διδασκαλίας της ποντιακής διαλέκτου, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας. «Είναι πρωτοφανής η στήριξη που είχαμε από τους αρμόδιους φορείς τώρα, μετά από χρόνια προσπαθειών» λέει ο Αντώνης Παυλίδης, Πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών. Τις επόμενες ημέρες θα ξεκινήσουν πέντε τμήματα διδασκαλίας στον Δήμο Θεσσαλονίκης, ενώ από το φθινόπωρο αναμένεται να ξεκινήσουν και τα μαθήματα στους Δήμους Ελληνικού και Μελισσίων στην Αττική, σε δύο δήμους του Νομού Δράμας, σε έναν στο Κιλκίς και έναν στην Κατερίνη.

Τα προγράμματα σπουδών θα είναι τριετή, και θα απευθύνονται αρχικά μόνο σε ενήλικες. «Περίπου δεκαπέντε εκπαιδευτικοί, δάσκαλοι και φιλόλογοι, θα διδάσκουν, βασιζόμενοι στο Εγχειρίδιο Εκμάθησης της Ποντιακής Γλώσσας, το οποίο είναι τώρα σχεδόν έτοιμο» λέει ο κ. Παυλίδης, που συμμετείχε στην συντακτική ομάδα του εγχειριδίου. Στην ερώτησή μας αν θα γίνονται μαθήματα και άλλων διαλέκτων στους δήμους, απαντά «δυστυχώς όχι».

«Το πλεονέκτημα που έχουμε εμείς οι Πόντιοι», συνεχίζει, «είναι ότι έχουμε στη διάθεσή μας ένα τεράστιο έργο λογοτεχνικής παράδοσης, επάνω στο οποίο μπορέσαμε να χτίσουμε το εγχειρίδιο. Υπάρχει επίσης τεράστια μουσική παράδοση, χάρη στην οποία έχει διασωθεί η γλώσσα, ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πολλοί Πόντιοι συγγραφείς γράφουν ακόμα στην ποντιακή διάλεκτο», καταλήγει τονίζοντας ότι τα μαθήματα θα είναι ανοιχτά σε όλους. «Δεν απευθυνόμαστε μόνο στους Πόντιους, ούτε θέλουμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω και να κάνουμε τους ανθρώπους όπως ήταν πριν από το ’22. Γι’ αυτό και λίγη γραμματική θα διδάσκεται. Αυτό που θέλουμε να μεταδώσουμε είναι ο τεράστιος πλούτος των ιδεών και των αξιών που μας κληροδοτήθηκε. Όποιος γνωρίζει την Ιστορία του Πόντου, ξέρει ότι εκείνοι οι άνθρωποι έκαναν θαυμαστά πράγματα».



Η Κρητική διάλεκτος: Εν κατέω πράμα «Η κρητική διάλεκτος είναι πιθανόν η αρχαιότερη στον ελλαδικό χώρο» λέει ο Ανδρέας Κλεισαρχάκης, Πρόεδρος του Συλλόγου Κρητών Αιγάλεω, ο οποίος αριθμεί περίπου οκτακόσια ενεργά μέλη. Η ντοπιολαλιά, όπως την αποκαλεί, ομιλείται εκτός από την Κρήτη στο χωριό Χαμιντιέ της Συρίας και στα παράλια της Μικράς Ασίας όπου εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι κρητικοί το 1923.

Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία που διαβάζουμε στη σχετική μελέτη του Συλλόγου, η κρητική διάλεκτος είχε όλα τα προσόντα για να εξελιχθεί σε Κοινή Νεοελληνική: λεξιλογικό πλούτο, συνθετική και παραγωγική ικανότητα, εκφραστικότητα. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελεί και το γεγονός ότι, για δύο περίπου αιώνες, τα λογοτεχνικά της έργα ήταν σχεδόν τα μοναδικά πανελλήνια λαϊκά αναγνώσματα. Η ιστορική συγκυρία, όμως, δεν στάθηκε ευνοϊκή, κι έτσι η κρητική παρέμεινε διάλεκτος.

Μια διάλεκτος, βέβαια, ευρύτατα διαδεδομένη, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι ο πληθυσμός του νησιού ανέρχεται σε εξακόσιες χιλιάδες κατοίκους, και ότι τη ντοπιολαλιά χρησιμοποιούν στην καθημερινότητά τους και όλοι οι Κρητικοί που ζουν σε άλλα μέρη της Ελλάδας. «Στην Κρήτη, και ειδικά στα χωριά, μιλάμε μόνο την ντοπιολαλιά. Στην Αθήνα, τώρα, στην καθημερινότητά μας τη χρησιμοποιούμε μεταξύ μας όσο περισσότερο μπορούμε. Και φυσικά την μαθαίνουμε στα παιδιά, μιλώντας τους σε αυτήν» λέει ο κ. Κλεισαρχάκης.

Η κρητική διάλεκτος, με τη μουσικότητά της, την απουσία δυσπρόφερτων συμφωνικών συμπλεγμάτων (αθός = ανθός, άθρωπος = άνθρωπος) και τους αρχαϊσμούς της, θεωρείται μία από τις πιο εύηχες ελληνικές διαλέκτους. Δεν είναι, όμως, ίδια από τη μία άκρη της Κρήτης στην άλλη: Όπως μας ενημερώνει ο κ. Κλεισαρχάκης, διαφορές εμφανίζονται ακόμα και από χωριό σε χωριό. «Για παράδειγμα, οι γητειές που λέμε εμείς στην ανατολική Κρήτη, το δικό σας ξεμάτιασμα ας πούμε, στη δυτική Κρήτη λέγεται ζητειές. Τον κουζουλό, που σημαίνει τρελός, στη δυτική Κρήτη τον λένε τρεζό».

Τον ρωτάμε αν θεωρεί ότι η πολιτεία θα έπρεπε να συμπεριλάβει στα σχολεία την διδασκαλία διαλέκτων, όπως η κρητική, και μας λέει ότι «μάλλον είναι καλύτερο να έχουμε την ελληνική γλώσσα στα σχολεία, και από εκεί και πέρα κάθε τοπική κοινωνία να έχει τη δική της ντοπιολαλιά. Είναι τόσο πολλές οι διάλεκτοι που δεν θα είχε νόημα να τις βάλουμε στα σχολικά βιβλία».

Επισημαίνει, πάντως, ότι η διατήρηση της διαλέκτου, και η μεταλαμπάδευσή της από γενιά σε γενιά είναι πολύ σημαντική. «Αν χαθεί μια γλώσσα, χάνονται μαζί της και η Ιστορία και ο πολιτισμός της φυλής» λέει. «Αυτός είναι και ο κύριος στόχος των κατά τόπους συλλόγων: η διάσωση, η διατήρηση και η διάδοση της γλώσσας. Τα τρία “διά”» καταλήγει χαμογελώντας.



Η αρβανίτικη διάλεκτος: Αι τσσε θότε τε βερτέτενε, σ’κα ανάγγη νγα σσουμε ξίου*
* Αυτός που λέει την αλήθεια, δεν έχει ανάγκη από πολλά λόγια. Αρβανίτικη παροιμία.

Τα Αρβανίτικα αποτελούν κλάδο της τόσκικης διαλέκτου της Αλβανικής γλώσσας και σύμφωνα με τον κ. Γιώργο Γέρου, Πρόεδρο του Αρβανίτικου Συνδέσμου Ελλάδος, αποτελούν την αρχαιότερη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. «Μιλάμε για ιστορία δυόμισι χιλιάδων χρόνων πριν. Ουσιαστικά αποτελεί μητρική της αρχαίας ελληνικής και αυτό φαίνεται από πολλές λέξεις, αλλά και από τον γλωσσολογικό κανόνα ο οποίος ορίζει ότι μια γλώσσα είναι αρχαιότερη μιας άλλης, αν σε μια λέξη που υπάρχει και στις δύο γλώσσες είναι πλουσιότερη σε φωνήματα. Άλλωστε με την αρβανίτικη γλώσσα ερμηνεύτηκε ο δίσκος της Φαιστού», προσθέτει.

Για το αν τα παιδιά των αρβανιτών συνεχίζουν να μαθαίνουν την διάλεκτο ο κ. Γέρου απαντά ότι αυτό συμβαίνει κυρίως στις αρβανιτοπεριοχές. «Εκεί μαθαίνουν κάποιες λέξεις, όμως δυστυχώς αυτή η πορεία είναι πτωτική. Υπήρξε μια πολύ αρνητική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία καταδίωξε την γλώσσα με διάφορους τρόπους. Προπολεμικώς, για παράδειγμα, απαγορευόταν στα αρβανιτοχώρια οι χωροφύλακες να μιλάνε αρβανίτικα. Γενικά, ήταν ένας σωβινισμός ακατανόητος, τώρα πια βέβαια δεν συμβαίνουν αυτά, αλλά έχει συντελεστεί το κακό», λέει χαρακτηριστικά. Αυτή την στιγμή, σύμφωνα με τον κ. Γέρου, οι μεγάλες γενιές εξακολουθούν να μιλούν αρβανίτικα, οι μεσαίες μιλούν πότε αρβανίτικα πότε νεοελληνικά, ενώ τα πιτσιρίκια μαθαίνουν σποραδικές λέξεις.

«Είναι έγκλημα αυτό. Η γνώση μιας γλώσσας είναι η γνώση μιας φιλοσοφίας. Παίρνει όλη την κουλτούρα μελετώντας τα κείμενα για να μάθει κάποιος την γλώσσα», λέει χαρακτηριστικά.

Σύμφωνα με τον κ. Γέρου, η πολιτεία θα έπρεπε να συμπεριλάβει την διδασκαλία της αρβανίτικης διαλέκτου. «Οι γλώσσες δεν είναι εργαλείο επικοινωνίας, είναι ένας πολιτισμικός θησαυρός. Όταν ακούς μια παροιμία, δεν ακούς πέντε λέξεις, ακούς ένα φιλοσοφημένο απόσπασμα. Οι αρβανίτες έχουν πάρα πολλές παροιμίες. Αυτό που κάνετε εσείς αυτή τη στιγμή, θα έπρεπε να το είχε κάνει το κράτος παλαιότερα, όμως ήταν εχθρικό. Είχε ιδρυθεί έδρα αρβανίτικης λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών πριν τον πόλεμο του ’40, όμως την παρεμπόδισαν», αναφέρει σχετικά.

Μεγαλωμένος στο Κρυοκούκι (σημαίνει «κόκκινο κεφάλι» στα αρβανίτικα), αλλά μένοντας πλέον στην Αθήνα, ο κ. Γέρου μιλάει την γλώσσα μόνο στο σπίτι του. «Σπούδασα για πάρα πολλά χρόνια στην Αθήνα, ο παλιός τρόπος σκέψης δεν αλλάζει, απλά συμπληρώνεται. Με κάθε καινούργια γλώσσα που μαθαίνει κανείς δημιουργούνται καινούργια αποθεματικά τα οποία λειτουργούν συμπληρωματικά το ένα με το άλλο και το καθένα είναι πιο ταιριαστό στην κάθε περίπτωση, πιο προσαρμοσμένο», λέει.



Η βλάχικη διάλεκτος: Μέρου σουμ μέρου κάντι* * «Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει». Βλάχικη παροιμία.

«Τα βλάχικα είναι μια γλώσσα η οποία αποτελείται από διάφορες βλάχικες διαλέκτους», λέει ο κ. Δημήτρης Τάμπας, Πρόεδρος του Συλλόγου Βλάχων Θεσπρωτίας, «Είναι μια γλώσσα προφορική και δεν υπάρχει σε γραπτά. Σύμφωνα με τους γλωσσολόγους πάντως αποτελεί μία από τις τέσσερεις ρομανικές νεολατινικές γλώσσες της βαλκανικής λατινικής, οι οποίες μιλιούνταν στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία».

Τα βλάχικα μαθαίνονται από γενιά σε γενιά και πάντα προφορικά, σύμφωνα με τον κ. Τάμπα. «Βλάχοι υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα. Βέβαια στις αστικοποιημένες περιοχές έχει εγκαταλειφθεί η γλώσσα και γίνεται μια προσπάθεια από πλευράς μα να μιλήσουν βλάχικα και τα νεότερα παιδιά. Στην περιφέρεια πάντως, πολλά παιδιά την μιλούν», λέει σχετικά.

Όσον αφορά το ενδεχόμενο εκμάθησής της στα σχολεία, ο κ. Τάμπας θεωρεί ότι η γλώσσα από την στιγμή που περνά από γενιά σε γενιά και μαθαίνεται μέσα στο σπίτι, δεν χρειάζεται να διδάσκεται και στο σχολείο. «Άλλωστε εμείς χρησιμοποιούμε γραπτά την ελληνική γλώσσα σε όλες τις ανάγκες μας. Πάνω από όλα είμαστε Έλληνες και έχουμε μια βλάχικη διάλεκτο», επισημαίνει.

Αν πάντως χαθεί η γλώσσα, χάνεται και ένα κομμάτι του πολιτισμού το οποίο αυτή εκπροσωπεί, σύμφωνα με τον κ. Τάμπα. «Για αυτό προσπαθούμε να την κρατήσουμε. Προσπαθούμε εμείς οι παλαιότεροι να μεταφέρουμε την γλώσσα στους νέους μιλώντας την μέσα στα σπίτια, αλλά και μέσω των συλλόγων μας οι οποίοι κάνουν πολύ καλή δουλειά. Έχουμε γύρω στους εκατό συλλόγους σε όλη την Ελλάδα, οι οποίοι βρίσκονται υπό την στέγη της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων», λέει σχετικά.

Η τσακώνικη διάλεκτος: Γρούσα νάμου είνι τα Τσακώνικα. Ρωτήετε να νιούμ’ αλήωι**Γλώσσα μας είναι τα Τσακώνικα. Ρωτήστε να σας πουν. Από ταμπέλα στο Λεωνίδιο.

Η τσακώνικη διάλεκτος αποτελεί πρόγονο του Λακωνικού τμήματος της Αρχαίας Δωρικής και σύμφωνα με τα μέχρι τώρα επιστημονικά στοιχεία αποτελεί την αρχαιότερη διάλεκτο. «Κάνουμε κινήσεις να συνεχίσει να ζει η τσακώνικη διάλεκτος από στόμα σε στόμα, με ανθρώπους οι οποίοι ξέρουν την διάλεκτο», λέει ο κ. Κωσταντίνος Τροχάνης, Πρόεδρος του Αρχείου Τσακωνιάς, σωματείου και πνευματικού ιδρύματος το οποίο ασχολείται με την ιστορία, τη γλώσσα, τη λαογραφία, τα ήθη και τα έθιμα της Τσακωνιάς.

Τα τσακώνικα μιλιούνται ακόμα σε χωριά της Λακωνίας όπως το Λεωνίδιο, ο Τύρος, η Πραγματευτή, τα Πέρα Μέλανα, τα Σαπουνακέικα και ο Πραστός, ενώ το βόρειο ιδίωμα της διαλέκτου, όπως μας πληροφορεί ο κ. Τροχάνης χρησιμοποιείται στην Σίταινα και στην Καστάνιτσα.

Σύμφωνα με τον κ. Τροχάνη, η τσακώνικη διάλεκτος θα μπορούσε να διδάσκεται στα ντόπια σχολεία ως τοπική ιστορία. «Τα δημοτικά και τα γυμνάσια των χωριών όπου χρησιμοποιείται ακόμα η διάλεκτος θα μπορούσαν να έχουν δύο με τρεις ώρες την εβδομάδα ένα τέτοιο μάθημα. Έχουμε κάνει μάλιστα αίτημα στο Υπουργείο Παιδείας το οποίο έχει διαβιβαστεί στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Η ανταπόκρισή τους ήταν πολύ θετική», επισημαίνει ο κ. Τροχάνης, λέγοντας ότι στο παρελθόν η διάλεκτος διδάσκοταν με πρωτοβουλία του Αρχείου Τσακωνιάς.

Ενδιαφέρον για την διάλεκτο έχουν δείξει, όπως μας πληροφορεί ο κ. Τροχάνης, πέρα από Έλληνες και ξένοι διαλεκτολόγοι. «Πριν από μερικά χρόνια είχαν έρθει εδώ καθηγητές του Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης για να εκπονήσουν εργασία για την τσακώνικη», λέει περήφανος.

Εκείνος πάντως, χρησιμοποιεί κατά κύριο λόγο την καθομιλουμένη στην καθημερινότητά του. «Την τσακώνικη την χρησιμοποιούν περισσότερο ηλικιωμένοι άνθρωποι που ασχολούνται με την κτηνοτροφία, αλλά και κάτοικοι των ορεινών οικισμών. Όταν βρεθούν δύο μεταξύ τους θα μιλήσουν, όμως σε κύκλο που βρίσκονται και άλλοι δεν θα το κάνουν», λέει σχετικά και προσθέτει: «Σίγουρα κινδυνεύει, όπως κινδυνεύουν και όλοι οι διάλεκτοι. Υπάρχουν πλέον και οι επιμείξεις. Η μητέρα μου για παράδειγμα δεν ήταν από εδώ και ο πατέρας μου ήρθε από την Ρουμανία. Εγώ πώς θα την μάθω; Τα παιδάκια που πάνε στο σχολείο από μικρά, πώς θα ακούσουν τον παππού και την γιαγιά να την μιλάνε για να μάθουν;».

* Στις 28 και 29 Σεπτεμβρίου 2013, θα πραγματοποιηθεί το έβδομο τσακώνικο συνέδριο στην Λαϊκή Βιβλιοθήκη Λεωνιδίου.Πηγή : http://trelogiannis.blogspot.gr/

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...