26 Μαΐ 2012

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ



Η Αθήνα ισαπέχει από τη Σπάρτη και τη Δήλο (800 στάδια) καθώς και από την Κνωσό και την Πέλλα (1.765 στάδια). Αναλύοντας μάλιστα τα γράμματα σε αριθμούς, έχουμε ΑΘΗΝΑΙ + ΚΝΩΣΟΣ + ΠΕΛΛΑ = 1.765!

 "τρια νησιά"

 Ποδισμένος σε μια παραλία στη νότια Σαντορίνη κι η φουρτούνα κόντευε πια πέντε μέρες που δεν έλεγε να πέσει. Περνούσα τις ώρες στο αμπάρι του καϊκιού διαβάζοντας και έβγαινα στη στεριά μόνο για τα απαραίτητα.


 Η Θήρα, αν και πανέμορφη, μου είχε φανεί εξαιρετικά «στημένη» ως σκηνικό, οι δε κάτοικοί της με είχαν απογοητεύσει εντελώς από την πρώτη κιόλας μέρα που βρέθηκα εκεί. Εχοντας διεγείρει το αστυνομικό δαιμόνιο κάποιου λιμενικού, ως μη «πολιτικά ορθός» ψαράς, το όργανο αποφάσισε να ενεδρεύσει περιμένοντάς με να επιστρέψω από κάποια ψώνια. Συνεπίκουροι αυτού έσπευσαν τουλάχιστον είκοσι πολίτες, ψαράδες ως επί το πλείστον, και με κύκλωσαν με απροκάλυπτα εχθρικές διαθέσεις.



Εδειξα τα χαρτιά μου και με άφησαν στην ησυχία μου, ωστόσο αυτή η εικόνα των «αγανακτισμένων πολιτών» με είχε ξενερώσει αρκετά για να θέλω παρτίδες μαζί τους το διάστημα που θα έμενα εκεί. Δεν μπήκα στη θάλασσα για να πλουτίσω, αλλά για να έχω τα απαραίτητα, μια σχετική ελευθερία χρόνου, και κυρίως, κανέναν πάνω από το κεφάλι μου

Για να περνούν οι ώρες άνοιγα συχνά τον χάρτη και σχεδίαζα πορείες, ονειροπολούσα και φανταζόμουνα ταξίδια στις αφρικανικές ακτές, εκεί που οι σφουγγαράδες πρόγονοι σύχναζαν χάριν του μεροκάματου. Κάποιο βράδυ θέλησα να μετρήσω την απόσταση που χώριζε τη Σύμη από την Ιθάκη, την αφετηρία από τον προορισμό. Εβαλα τον χάρακα, τράβηξα την ευθεία που ένωνε τα δύο νησιά, και είδα με έκπληξη τη γραμμή να τέμνει τη Νάξο.




 Από το νησί του πατέρα (Σύμη) και το νησί της μητέρας (Νάξος) η συγκυρία των γεγονότων της ζωής μου με είχε φέρει στο Θιάκι, ένα νησί με το οποίο δεν με δένανε δεσμοί αίματος, που το είχα όμως κάνει πατρίδα μου και το είχα αγαπήσει περισσότερο από την πραγματική μου πατρίδα. Και τα τρία νησιά στην ίδια ευθεία. Από τα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες, στα Επτάνησα. Μου άρεσε η σύμπτωση, μου έμοιασε σαν υπαινιγμός σωστής ρότας.

Το μεροκάματο... 

Θεωρώ τον εαυτό μου ολιγαρκή ψαρά. Δεν μπήκα στη θάλασσα για να πλουτίσω, από την αρχή το ήξερα αυτό, αλλά για να έχω τα απαραίτητα, μια σχετική ελευθερία χρόνου, και, κυρίως, κανέναν πάνω από το κεφάλι μου. Επίσης, για να χαίρομαι τη δουλειά μου και να μη μου είναι αδιάφορη. Οταν ωστόσο πάω για ψάρεμα, θέλω να βγάζω τα έξοδά μου, να μην «μπαίνω μέσα»



.
Ενα μίνιμουμ των 80-100 ευρώ σημαίνει ότι έχουν πληρωθεί τα καύσιμα και τα έξοδα ενός διημέρου. Αυτό το ποσόν προσπαθώ πάντα να το εξασφαλίζω, και αντιστοιχεί σε 4-5 κιλά ψάρια. Aναψα το κερί που είχα τάξει τη μέρα της μεγάλης φουρτούνας και ξαναμπαρκάρισα για τη Σέριφο, με τη γαλήνη να απλώνεται πια στο Αιγαίο και στην ψυχή μου.

 Εκείνη τη μέρα ψάρευα από το μεσημέρι και είχα 2-3 κιλά σαργούς. Μου έλειπαν 2 κιλά ακόμα για να έπιανα το μίνιμουμ. Από πόστο σε πόστο, πλησίαζα στο λιμάνι και δεν μπορούσα να πιάσω μια δίκιλη στήρα, έναν μεγάλο παντελή, 2 καλούς σαργούς, να συμπλήρωνα. «Αντε, ένα 50άρι ακόμα, να φύγω» σκεφτόμουν πριν από κάθε νέα αλλαγή τόπου.

Τίποτα όμως, τα μέρη τελείωναν και το μεροκάματο δε συμπληρωνόταν. Μου είχε μείνει μια τελευταία επιλογή κοντά στο λιμάνι, ένα σημείο όπου με λίγη τύχη θα μπορούσα να έπιανα μια στήρα στο όριο, ένα ψάρι κοντά στα δυο κιλά από το κοπάδι που συνήθως υπήρχε συγκεντρωμένο εκεί. «Αντε, ένα 50άρι να βγω», σκέφτηκα πέφτοντας.

 Ξεκίνησα τη βουτιά διαγώνια, δίπλα από τον βράχο, για να καταλήξω στο σημείο που περίμενα να δω συγκεντρωμένες τις στήρες. Τα ψάρια όμως έλειπαν, υπήρχαν μόνο τα μικρά, τα κάτω από το όριο. Επέστρεφα στον βράχο πάλι συρτά, για να μη βγάλω το κεφάλι μου στα ανοιχτά, ήμουν πολύ κοντά στην έξοδο του λιμανιού και ανησυχούσα για τα σκάφη.

 Εκεί λοιπόν που σερνόμουν προς τα ρηχά, κοιτάω μπροστά μου και τι να δω: ένα χαρτονόμισμα των 50 ευρώ! Κόντεψε να μου φύγει ο αναπνευστήρας από τα γέλια. Μα είναι δυνατόν; Γιατί να μην έχω ζητήσει ένα... 500άρι, σκεφτόμουν βγαίνοντας, ο αχάριστος..


Μια σκέψη στο τηγάνι!



Ηταν τη δεκαετία του '80, την εποχή που συχνά-πυκνά ταξίδευα για ψάρεμα στα νησιά του Αστακού, κυρίως επειδή εκεί υπήρχε σε μεγάλες ποσότητες το αρικέλι, το σπογγοειδές που χρησιμοποιούσα σαν δόλωμα στους κιούρτους για τις ούγενες. Τις πιο πολλές φορές έφτανα στον Αστακό απόγευμα, η απόσταση είναι αρκετά μεγάλη και χρειάζονταν τέσσερις ώρες για να διανυθεί. Κείνη τη φορά είχε έρθει μαζί μου φίλος ναυτικός, ο Στάθης, που του άρεσε πολύ η ζωή στο τρεχαντήρι και όποτε είχε την ευκαιρία την απολάμβανε.






 Σαν «καραβόσκυλος» που ήταν, δεν μάσαγε από φουρτούνες και καταιγίδες, και μου έκανε εντύπωση που μπορούσε πάντα να κοιμάται αμέριμνος στο αμπάρι, ακόμη κι όταν το μικρό σκαρί κλυδωνιζόταν με τον καιρό στην πάντα.

 Ο Στάθης εκείνη την εποχή ήταν και οινοπαραγωγός, τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί είχε ένα μικρό αμπέλι όλο, όλο στον Πίσω Αετό, που δεν κάλυπτε ούτε τις δικές του, περιορισμένες ανάγκες. Δεν ήταν μόνο μικρό το αμπελάκι, ήταν και παμπάλαιο, υπεραιωνόβια κλήματα το αποτελούσαν, πράγμα που είχε αρνητική επίπτωση στην ποσότητα της παραγωγής.




Οσο υστερούσε όμως σε ποσότητα το κρασί του Στάθη τόσο τεράστιο ήταν ως προς την ποιότητα, ένα πραγματικά μεγάλο κρασί. Το είδος της ποικιλίας, αλλά και η παλαιότητα των κλημάτων κυρίως, ήταν τα στοιχεία που του πρόσδιδαν την υπεροχή.

Ο Στάθης έφερνε πάντα στο ψάρεμα κρασί. Πάντα πιάναμε ψάρια, όταν τα τρώγαμε τα συνοδεύαμε με αυτό κι ήταν ένας τέλειος συνδυασμός. Εκείνη τη μέρα όμως φτάσαμε στον προορισμό μας αργά το απόγευμα, δεν προλάβαινα να ψαρέψω. Αυτό μας υποχρέωνε να κολατσίζαμε με σαλάτα και ψωμοτύρι. -




Τι κρίμα να μην έχουμε ένα χταποδάκι, είπε ο Στάθης, που επρόκειτο να δει το κρασάκι του να χαλαλίζεται συνοδεύοντας ασήμαντο μεζέ. Συμφώνησα και ασυναίσθητα έστρεψα το βλέμμα στον βυθό. Κάτι κινήθηκε ακριβώς από κάτω μας. Ενα χταπόδι!

 Εριξα τη σαλαγκιά με το άσπρο πανί, το χταπόδι την αγκάλιασε και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα παραγουλιζόταν πάνω στην κουβέρτα. Κάνα τεταρτάκι αργότερα είχε τηγανιστεί στο πετρογκάζ και συνόδευε το υπέροχο κρασί.




 Ηταν ένα δείπνο που έμεινε αξέχαστο, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μένουν αξέχαστα τα τραγούδια που, ενώ τα σιγοτραγουδά κανείς, ανοίγει το ραδιόφωνο και τα ακούει να παίζονται!

Το όνειρο 

«Ο αφέντης μου σε περιμένει στη Σίφνο»! Η μαυροφορεμένη γυναίκα ανήγγειλε την πρόσκληση και απήλθε. Δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ πια στα όνειρά μου.




Ηταν την παραμονή της αναχώρησής μου με το καΐκι που μόλις είχα αγοράσει από τη Σύμη της Δωδεκανήσου, και η προοπτική του μακρινού ταξιδιού στην Ιθάκη με είχε προϊδεάσει! Ομολογώ ότι το όνειρο δεν το πήρα θετικά. Εβγαλα την πορεία αφήνοντας επίτηδες τη Σίφνο απέξω. Είχα πίστη στα όνειρα και δεν αποφάσιζα να το ρισκάρω.

 Ομως στη διάρκεια του ταξιδιού βρέθηκα εκτός πορείας, ποδισμένος στην Ανάφη αρκετές μέρες, παρέα με τρία αδέρφια από την Κάλυμνο. Οταν λασκάρισε ο καιρός κι ήρθε η μέρα να φύγουμε, σαν πιο έμπειροι θαλασσινοί βάλανε τον χάρτη κάτω και μου χαράξανε την πορεία.

Οπως φοβόμουν, έπρεπε υποχρεωτικά να περάσω σοφράνο τη Σίφνο. Με δισταγμό, μη με περιγελάσουν, τους διηγήθηκα το όνειρο, και τους μίλησα για τις αμφιβολίες μου. Ηταν άνθρωποι της πίστης και δεν προβληματίστηκαν πολύ.

«Η μαυροφόρα στα όνειρα να ξέρεις, δεν είναι άλλη από την Παναγιά. Κι η Σίφνος είναι νησί ευλογημένο, έχει τις περισσότερες εκκλησιές απ' όλες τις Κυκλάδες»! Πείστηκα, δεν είχα κι άλλη επιλογή.

Τα βουνά του νησιού φάνηκαν στον ορίζοντα, κι ήταν η πρώτη ημέρα του ταξιδιού που το σπρέι δεν με κατάβρεχε. Μπορούσα να απολαμβάνω το αρμένισμα και να χαίρομαι τη ζεστασιά του ήλιου.. Ξαφνικά, ανάμεσα σε δυο κύματα εμφανίστηκε ένα μπουκέτο λουλούδια και δίπλα του έπλεε ένα κομμάτι ψωμί.

 Είχαν σμίξει εκεί τυχαία, στην απεραντοσύνη της έρημης θάλασσας; Θυμήθηκα τον Φρόιντ, «Ο άνθρωπος δεν θέλει παρά δουλειά κι αγάπη για να είναι ευτυχής». Ψωμί και λουλούδια! Τι υπέροχος συμβολισμός, πόσο σαφής υπόσχεση ευτυχίας! Επρόκειτο για μια εικόνα θαυμαστή.



 Οι ατελείωτες ώρες του μοναχικού ταξιδιού είχαν εξάψει τη φαντασία και είχαν διεγείρει το θρησκευτικό συναίσθημα. Ηταν εξάλλου μια εικόνα deja vu, τα όνειρα έβγαιναν αληθινά στο πέλαγος.

 Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που, σε κάποιο άλλο όνειρο, είχα δει ξανά ψωμί και λουλούδια! Στον νου μου ήρθε το νησιώτικο να ξεσηκώσει την ψυχή μου: «και μέσα στο φτερούγισμα, τριαντάφυλλα σκορπίζουν».

Αναγάλιασα, δεν ήμουν μόνος σε αυτό το ταξίδι... Εφτασα μεσημέρι στο Βαθύ της Σίφνου, έναν μικρό οικισμό με ελάχιστα σπίτια και ένα παραθαλάσσιο ξωκλήσι. Εδεσα εκεί μπροστά, άναψα το κερί που είχα τάξει τη μέρα της μεγάλης φουρτούνας και ξαναμπαρκάρισα για τη Σέριφο, με τη γαλήνη να απλώνεται πια στο Αιγαίο και στην ψυχή μου.


 
Επιμύθιον

 Είναι η θάλασσα απέραντη και κρύβει μυστικά. Οπως το μαγικό λυχνάρι του Αλαντίν, μπορεί να εκπληρώσει κάθε λογής επιθυμία. Σκέψου, λοιπόν, καλά τι θες πριν ευχηθείς, όταν βρεθείς στο πέλαγος κι αγναντέψεις τον ορίζοντα, γιατί είναι βέβαιο πως ό,τι επιθυμείς πολύ το παίρνεις, με τα καλά του και τα στραβά του.

 Ετσι, άλλος κερδίζει πλούτη, την έγνοια τους, την παρακμή και την απώλεια των συντρόφων. Αλλος χαμένους θησαυρούς κι άλλος το χασίς του «Ντόρις».

 Αλλος τη χαρά του πρωτοϊδωμένου λιμένα, άλλος την παιδικότητα που η φουσκοθαλασσιά και ο ανοιχτός ορίζοντας απλόχερα προσφέρει, άλλος τη γεύση της ομοψυχίας και της συντροφικότητας, του δέντρου που στα δύσκολα καρπίζει.

Εξαχρειώνει η ευμάρεια κι αν τον άνθρωπο ορίζει η εποχή του, στη θάλασσα η εποχή έχει σταθεί, δεν έχει αλλάξει. Η θάλασσα είναι το παρελθόν, η μνήμη, κι έχει έναν τρόπο να μιλάει στο παρόν. Η συγκίνηση που προσφέρει το πέλαγος κι ο ανοιχτός ορίζοντας είναι θρησκευτική κι έχει την ιερότητα της ένωσης με την αρχή των πάντων Θάλασσα.

Kείμενο - Φωτογραφίες: Κωστής Γεωργάς

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...