27 Μαΐ 2012

Με αφορμή την κοινωνικότητα και την ελευθερία της Τέχνης


Το έργο τέχνης είναι ένας διάλογος του καλλιτέχνη με τον κόσμο και με την κοινωνία.

” Γράφει ο ζωγράφος Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος

 Πολύ σάλος έγινε με αφορμή το έργο του Βέλγου ζωγράφου ντε Κορντιέ, που εκτέθηκε στην διεθνή έκθεση Outlook της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας το 2003. Πέραν αυτού, είναι νωπή ακόμη η μνήμη των αντιδράσεων του μουσουλμανικού κόσμου για τα βλάσφημα σκίτσα του Μωάμεθ, ενώ, είναι αρκετές οι φορές που διάφοροι καλλιτέχνες των εικαστικών τεχνών αλλά και του Θεάτρου, επέλεξαν το θέμα τους από τον χώρο της χριστιανικής θρησκείας και τα ιερά της πρόσωπα, με ανοίκειο, αν όχι βλάσφημο για πολλούς τρόπο. Τελευταία μάλιστα, νέα κρούσματα αντιχριστιανικής τέχνης παρουσιάστηκαν όταν η Κίρκη Καραλή ανέβασε μια θεατρική παράσταση με αγγλικό τίτλο «Nο Body Else» που παρουσιάζει τον Χριστό γυμνό να έχει ερωτικές σχέσεις με την Μαγδαληνή, αλλά και το έργο του σκηνοθέτη Καστελούτσι, που επρόκειτο να παρουσιασθεί φέτος το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Αθηνών, όπου η πράξη της επί σκηνής αφόδευσης, συνδυάζεται με το πρόσωπο του Χριστού.

 Παρατηρείται λοιπόν, ότι ένα μέρος της σύγχρονης τέχνης και των καλλιτεχνών, στο όνομα της «πρωτοπορίας» και της «καινοτομίας» δεν διστάζει να κατεδαφίσει το πανάρχαιο ταμπού της απαραβίαστης φύσης των ιερών προσώπων, αλλά και τα αισθήματα των ανθρώπων που πιστεύουν σε αυτά. Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό, αλλά αναφύεται σε όλον τον δυτικό κόσμο κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, μέσα στο πλαίσιο της καθολικής αμφισβήτησης των αξιών του παρελθόντος. Τολμώ μάλιστα να πω, πως συμπορεύεται ιδεολογικά και χρονικά με την εγκαθίδρυση της Νέας Τάξης με την οποία, τέτοιες «καλλιτεχνικές» απόψεις, φαίνεται πως διατηρούν, τουλάχιστον σε «πνευματικό» επίπεδο, μια σχέση συγκοινωνούντων δοχείων. 

Ως καλλιτέχνης, που στοχάζεται γύρω από το σύγχρονο γίγνεσθαι του κόσμου αλλά και της τέχνης του, επιθυμώ να μοιραστώ κάποιες σκέψεις μου σχετικές με αυτό το επίμαχο θέμα. Οι απόψεις περί κριτικής είναι τόσες πολλές όσες και οι απόψεις περί τέχνης. Το πρόβλημα στις μέρες μας είναι πως δύσκολα μπορεί κανείς να καθορίσει τι είναι τέχνη και τι όχι. Και αυτό σε αντίθεση με παλιότερες εποχές, καθώς υπάρχει μεγάλη σύγχυση που οφείλεται κυρίως στην πολυδιάσπαση της τέχνης και στην επίδραση εξωκαλλιτεχνικών παραγόντων. Η πολυδιάσπαση αυτή εκφράζεται πολύ εύστοχα από τον Nicolas Bourriaud στο κείμενό του από τον κατάλογο της έκθεσης:

 ”Ο κόσμος της τέχνης είναι σήμερα εξατομικευμένος σε εκατό μικροοικογένειες ενωμένες υπό την αιγίδα του μύθου της χαρούμενης ποικιλομορφίας, της πολλαπλότητας (…)- το επίπεδο εννοιολόγημα της ”ενεργητικής και πληθωρικής” έκθεσης είναι η πιο απογοητευτική απεικόνισή του. Έτσι ο κόσμος της τέχνης δεν θα μπορέσει να ξαναγίνει μια δύναμη πρότασης και ένας τόπος παραγωγής στοχασμού παρά μόνο υπό την προϋπόθεση να δημιουργήσει και πάλι αντιπαραθέσεις στο πεδίο της αισθητικής, δηλαδή της ιδεολογίας”. Τα πάντα χωρούν μέσα στον ορισμό ”σύγχρονη τέχνη”, αρκεί να έχουν επιλεγεί (από ποιόν;) ως έργα τέχνης, παρατηρεί ο Μιχ. Παπαδάκης

 (1). Και ο Boris Groys πάλι στον κατάλογο της έκθεσης επισημαίνει: ”Τα παλαιά κριτήρια ποιότητας δεν επηρεάζουν πλέον, (…) ούτε τα κριτήρια της αυθεντικότητας και της ιστορικότητας μας επιτρέπουν πλέον να ξεχωρίζουμε το σημαντικό από το ασήμαντο”. Τα προβλήματα της σύγχρονης τέχνης και της ηθικής κρίσης των καλλιτεχνών δεν έχουν επισημάνει μόνο οι φιλόσοφοι της Αισθητικής, οι ιστορικοί της τέχνης, οι τεχνοκριτικοί και οι δημοσιογράφοι, αλλά οι κυρίως υπεύθυνοι να μιλήσουν για αυτό, οι ίδιοι δηλαδή οι δημιουργοί. Ο Ρώσος ζωγράφος Μάρκ Σαγκάλ βλέπει να προχωρεί η παρακμή από τον καιρό που έσβησε η θρησκευτικότητα. Ο Σαγκάλ μίλησε με βαθύ καημό για μια ”διεργασία συρρίκνωσης” της ζωγραφικής από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης και δω. Για την τέχνη και τη Θρησκεία αναφέρει μεταξύ άλλων πως ”…Ως την Αναγέννηση (συμπεριλαμβανομένη και αυτή) η τέχνη αντανακλούσε το θρησκευτικό πνεύμα ή τουλάχιστο αισθητοποιούσε τη θρησκευτικότητα της εποχής της. Με το μαρασμό της θρησκευτικότητας η τέχνη του 19ου και του 20ου αιώνα έγινε άτονη αντανάκλαση των επιστημονικών ανακαλύψεων…


” (2). Αναμφίβολα η αποσύνθεση ενός συστήματος, που κεντρομόλος δύναμή του ήταν η Θρησκεία, είχε ανησυχητικές συνέπειες για την τέχνη και τη λογοτεχνία, κυρίως εξαιτίας της ”απώλειας του μύθου”. Ο Σαγκάλ χωρίς να ηθικολογεί μίλησε για την ηθική κρίση της Τέχνης που αποτελεί σύμφωνα με εκείνον χαρακτηριστικό της εποχής μας. Ο μεγάλος ζωγράφος έχει αναγάγει την αποσύνθεση της χημικής ουσίας στην παρακμή της θρησκευτικότητας και συστήνει τη στροφή προς τη θρησκευτικότητα-είτε της Βίβλου, είτε μιας νέας αντίληψης παγκόσμιας αγάπης- για να μπορέσει να ξεπεραστεί η ηθική και αισθητική κρίση. Η ηθική κρίση της Τέχνης είναι λοιπόν πάντοτε κρίση του χρώματος, της ύλης, του λόγου, της ευφωνίας, κρίση, κατά κάποιον τρόπο, της χημικής σύνθεσης. Η αληθινή χημική σύνθεση του ανθρώπου και της Τέχνης αποτελείται από ”στοιχεία της αγάπης και κάποιας ιδιοσυγκρασίας, που ανταποκρίνεται στη φύση, η οποία δεν ανέχεται το κακό, το μίσος, την αδιαφορία” . Με την άποψη του Σαγκάλ περί ”συρρίκνωσης” της τέχνης φαίνεται να συμφωνεί και ο διαπρεπής θεωρητικός της τέχνης Ernst Fischer που, αν και δηλώνει πιο αισιόδοξος γράφει: ”Δύσκολο να αμφισβητήσει κανείς πως τον 19ο και τον 20ο αι, παρατηρείται ένα στένεμα στον κόσμο της τέχνης”

 (3). Όταν έπαψε να ισχύει η αρχαιοελληνική κατάκτηση του 6ου-5ου π.Χ αι., που καθιστούσε τον ίδιο τον θεατή και την κοινωνία κριτές της τέχνης και άρχισαν να αναθεωρούνται οι θεμελιώδεις κοινωνικές αξίες και αντιλήψεις που ήταν συνυφασμένες με την τέχνη, η σχέση αυτή διαταράχθηκε. Πριν συμβεί αυτό, κανείς δε χρειαζόταν να εξηγεί τίποτα και η αξία ενός έργου τέχνης ήταν αυταπόδεικτη. Έτσι, οι κριτικοί έκαναν την εμφάνισή τους όταν η κοινωνία άρχισε να χάνει την επαφή της με την τέχνη και η αρμοδιότητα της κρίσης παραδόθηκε στους επαγγελματίες ”μεταφραστές” της, όπως η πολιτική στους δημοσκόπους και η κοινωνική πρόνοια στους ασφαλιστές. Η αξία της τέχνης αφορά όχι μόνο τη μορφή, αλλά και το περιεχόμενο. Η μορφή έχει τη δική της αξία, την αισθητική, και το περιεχόμενο τη δική του, την ιδέα. Όσοι θέλουν να περιορίζουν την κριτική μόνο σε ζητήματα μορφής και μανιέρας, ανάγουν την τέχνη στο δόγμα του αυτοσκοπού. Ωστόσο η τέχνη δεν μπορεί να έχει αληθινή έκφραση όταν στερείται της κοινωνικής της αναφοράς. Ας μη ξεχνάμε πως το έργο τέχνης είναι ένας διάλογος του καλλιτέχνη με τον κόσμο και με την κοινωνία. Η έννοια της έκφρασης προϋποθέτει την ύπαρξη ενός περιεχομένου, που επιθυμεί να διαλεχθεί και το οποίο εκφράζεται μέσα από τη μορφή και, κατά κάποιον τρόπο, μέσα από τη διαδικασία της έκφρασης η μορφή γίνεται ένα με το περιεχόμενό της. Η αντιστοιχία μορφής και περιεχομένου καθορίζει και το βαθμό επιτυχίας της έκφρασης. Αυτό που εκφράζεται τελικά είναι το περιεχόμενο μέσα από τις μορφές. Η αλήθεια του περιεχομένου εκφράζεται μέσα από την αμεσότητα της μορφής. Η αμεσότητα αυτή δεν έχει πάντα την ανάγκη του ωραίου αλλά κυρίως του αληθινού. Έτσι, αν μπορούμε να κρίνουμε τη μορφή τότε ασφαλώς μπορούμε να κάνουμε το ίδιο και για το περιεχόμενο. Το αντι-θρησκευτικό είναι η αρνητική όψη του θρησκευτικού, αφού ”το ιερό και το βλάσφημο είναι δύο έννοιες αδιαχώριστες” όπως βλέπουμε σε έργα, π.χ του Φράνσις Μπέϊκον. Η άρνηση συνδέει τον καλλιτέχνη με το αντικείμενο της επίθεσής του, που είναι ταυτόχρονα η εμμονή του, σε μια ιδιότυπη σχέση εξάρτησης. Ωστόσο τα έργα του Κορντιέ ή του Καστελούτσι, δεν έχουν κάτι από τη στοχαστική προσέγγιση του ”Τελευταίου Πειρασμού” του Ν. Καζαντζάκη για παράδειγμα. Το εξώφυλλο της Ελευθεροτυπίας (14/12/03) με γυμνά αρχαία αγάλματα και την φράση ”Είναι άσεμνα γκρεμίστε τα” εκφράζει μιαν υπερφίαλη ρητορεία, που καμία αναλογία δεν έχει με την περίπτωση. Στην αρχαία Αθήνα, είναι βέβαιο, πως ένας καλλιτέχνης σαν τον Κορντιέ το λιγότερο θα εξοστρακιζόταν για να θυμηθούμε την τύχη του Πρωταγόρα και των βιβλίων του. Η αποστασιοποίηση του καλλιτέχνη από την κοινωνία είναι ένα από τα προβλήματα μέρους της σύγχρονης τέχνης. Ένας καλλιτέχνης που εκτίθεται υποβάλλει το έργο του σε κρίση. Αν η τέχνη δεν υπόκειτο σε δημόσια κρίση δεν θα διατηρούσε την κοινωνική της αξία, ούτε θα αναπτυσσόταν. Η επικοινωνία αποτελεί τη βάση της κοινωνικότητας της τέχνης σε όλες τις μορφές και τα επίπεδα. Έτσι σκοπός της κριτικής δεν είναι το επικοινωνιακό στοιχείο αλλά η αξιολόγηση της κοινωνικής επίδρασης του περιεχομένου. Για το λόγο αυτό η δημόσια κριτική αφορά συχνότερα το περιεχόμενο της τέχνης και σπανιότερα τη μορφή της. Η ελευθερία της τέχνης, αν δεν είναι ένας μύθος, πάντως καθορίζεται από τις αξίες και τα όρια της ελευθερίας που μια κοινωνία ορίζει για τον εαυτό της και για τα μέλη της. Για αυτό το λόγο είναι η κοινωνία και οι ανάγκες της που προσανατολίζουν την τέχνη, μέσω του ευαίσθητου δέκτη των μηνυμάτων της που είναι ο καλλιτέχνης, και όχι η τέχνη την κοινωνία. Η κριτική, που εκφράζει την άποψη των πολλών αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα της κοινωνίας που επιθυμεί να συμμετέχει στο γίγνεσθαι της τέχνης, διασφαλίζοντας τις παραδεκτές της αξίες. Αν δεν ήταν έτσι, κάθε φορά που θα υπερίσχυε η άποψη των πολλών θα λέγαμε ότι αυτό είναι ωμή καταπίεση των λίγων και άρα η δημοκρατία είναι φασισμός. Ο Αυγ. Ζενάκος γράφει σε άρθρο του στο ”άλλο Βήμα” (28/12/03) για μια ”ηθική πλειοψηφία” και για το ”δίκαιο” μιας μειονότηταςαπέναντι στις κρατούσες αντιλήψεις: ”Οι δημοκρατίες παραδέχονται συνεπώς ότι μία από τις αποστολές της τέχνης είναι να επιτίθεται στις προκαταλήψεις μας και να διευρύνει τις αντιλήψεις μας, (…) Προτιμούν λοιπόν να μην περιορίσουν την ελευθερία ενός ανθρώπου που μπορεί να τις ενοχλήσει ώστε να είναι σίγουρες ότι δεν θα καταστείλουν μια ενόχληση που μπορεί να αποδειχθεί σημαντικό σημείο προόδου του πολιτισμού μας.” Αυτή, φυσικά, η αβεβαιότητα πηγάζει από ένα πνεύμα αγνωστικισμού και από το γεγονός, ότι κανείς πλέον δεν μπορεί να πει τι είναι μακροπρόθεσμα θετικό ή αρνητικό για την κοινωνία. Έτσι καταλήγουν να δέχονται τα πάντα ως τέχνη και αρνούνται να κρίνουν τα έργα, επειδή δε γνωρίζουν τι είναι τέχνη και τι όχι. Ούτε μας εξηγεί ποιοί είναι αυτοί που θα κρίνουν τις αξίες ως προκαταλήψεις και με ποιά κριτήρια θα το κάνουν. Στις μέρες μας η σχετικοκρατική όραση μας εμποδίζει να καθορίσουμε, όχι μόνο τα όρια και τη φύση της τέχνης, αλλά ακόμα και τον υπαρξιακό μας προορισμό. Έτσι μετά την ψευδοπολιτική και τον κίτρινο τύπο έρχεται και η τέχνη να προστεθεί στο οπλοστάσιο της αλλοτρίωσης υπό το μανδύα του καινοτόμου. Ο Λ. Τολστόϊ απαντά κατηγορηματικά 

(4): ”Οι παλαιότεροι φοβόντουσαν μήπως τύχαινε μερικά από τα έργα τέχνης να προκαλέσουν διαφθορά, και απαγόρευσαν τελείως την τέχνη. Τώρα φοβούνται μόνο μήπως στερηθούν κάποια τέρψη που μπορεί να δώσει η τέχνη, και προστατεύουν όλη την τέχνη. Νομίζω πως το τωρινό λάθος είναι πολύ βαρύτερο από το πρώτο και πως οι επιπτώσεις του είναι πολύ πιο επιζήμιες.” Η ιστορία είναι πολύ παλιά και ο Πλάτων έχει απαντήσει πως οι άσκοπες καινοτομίες της τέχνης είναι μακροπρόσθεσμα πιο επιζήμιες για τα ήθη των πολιτών από την απαγόρευσή τους. Ο Μ. Ανδρόνικος γράφει σχετικά

 (5): ”Η επέμβαση της πολιτείας πρέπει να είναι φωτισμένη και να γίνεται με γνώση του αληθινού νοήματος της τέχνης και του προορισμού της. Η μόνη εξωκαλλιτεχνική επέμβαση που επιβάλλεται, είναι, όπως είδαμε, η απαγόρευση της απεικόνισης θρησκευτικών θεμάτων (σσ. Στην αρχαία Ελλάδα) με τέτοιο τρόπο, που να έχει επικίνδυνη επίδραση στη διαμόρφωση του ηθικού χαρακτήρα των πολιτών

 (6). Εκτός όμως απ΄αυτή κανέναν άλλο περιορισμό δε δέχεται η τέχνη. Ποτέ δε σκέφτεται ο Πλάτων ότι μπορεί να επιβάλει η πολιτεία στους καλλιτέχνες το θέμα και την κατεύθυνση που θα έχουν τα έργα τους. Τούτο είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε δημιουργού και η δύναμη που τον κινεί στην προσπάθειά του ”. Ανάλογες είναι και οι απόψεις του Σωκράτη για την τέχνη. Ο Αριστοτέλης πάλι ζητά από την τέχνη να επηρεάζει ηθικά τους ανθρώπους και προτρέπει πως ”οι νέοι δεν πρέπει να βλέπουν τα έργα ζωγραφικής του Παύσωνος αλλά του Πολύγνωτου ή άλλων ζωγράφων ή γλυπτών, που τα έργα τους έχουν ηθικό χαρακτήρα”

 (7). Τα έργα που απολαμβάνουμε σε πινακοθήκες, μουσεία, θέατρα και αίθουσες συναυλιών, αν και είναι φετίχ, έχουν κριθεί επανειλημμένα από την κοινή γνώμη για τις διαχρονικές τους αξίες και για αυτό παρουσιάζονται ως εξέχοντα δείγματα τέχνης. Είναι κομμάτια του πολιτισμού μας, είναι κατά ένα τρόπο εμείς. Για να θεωρείται μια τέχνη καλή δεν αρκεί μόνο η γνώμη του καλλιτέχνη, αλλά πέρα από κάποιες εξαιρέσεις, και η επιβεβαίωση των πολλών αφού αυτοί είναι που διασώζουν το έργο στο μέλλον. Ο χρόνος είναι εντέλει ο αδέκαστος κριτής της τέχνης.


 1. ”ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ”: Έκδοση του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας, φυλ. 93-Δεκ. 2003. 2. ”Les Lettres Francaises” Iούλιος 1963. 
3. ERNST FISCHER:”Τέχνη και Ανθρωπισμός-Σπουδές στην Αισθητική”.Εκδ. Ηριδανός, σ. 206-207
 4. L. TOLSTOI: ”Τι είναι τέχνη”.Εκδ. Printa-Αθήνα 1994, σ. 76-77
. 5. Μ. ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ: ”Ο Πλάτων και η τέχνη”. Εκδ. Νεφέλη-Αθήνα 1986, σ. 257-261
 6. ΠΟΛ.: II 378c
 7. ΑΡΙΣΤ: ”Ιαμβλιχ. Προτρ.”

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...