25 Μαΐ 2012

Εμμανουήλ Πανσέληνος, o μέγας διδάσκαλος της βυζαντινής ζωγραφικής στο Άγιον Όρος


Γράφει ο Γεράσιμος Γερολυμάτος 

 Η Βυζαντινή ζωγραφική αποτελεί μνημειώδες κεφάλαιο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Με μια τεράστια εξάπλωση που αρχίζει από το βιβλικό όρος Σινά, διατρέχει την Μ.Ασία και τον κυρίως ελλαδικό χώρο, περνάει από την νότιο-βορειοανατολική Ιταλία και τις σλαβικές χώρες της βαλκανικής χερσονήσου, για να φτάσει μέχρι τις αχανείς περιοχές της Ρωσίας, η βυζαντινή ζωγραφική προσλαμβάνει διαστάσεις οικουμενικές. Άγιον Όρος, Καρυές, Πρωτάτο. Μέρη που συνδέονται άμεσα με τον μεγάλο ζωγράφο Εμμανουήλ Πανσέληνο, το όνομα του οποίου μεσουρανεί στο πάνθεον των βυζαντινών καλλιτεχνών.

 Τα βιογραφικά του στοιχεία χάνονται μέσα στο χρόνο και στους λαβύρινθους των εικασιών και της παράδοσης. Αυτό αποτέλεσε και την αιτία ώστε να περιβληθεί το όνομα του ζωγράφου με την αύρα ενός μυστηριώδους μύθου. Όμως οι εξαίσιες για την ζωγραφική τους αξία τοιχογραφίες, που διακοσμούν το εσωτερικό του Πρωτάτου στις Καρυές, του αρχαιότερου και πιο σημαντικού ναού του Άθω, παραμένουν αδιάψευστα τεκμήρια της καλλιτεχνικής του δράσης. Βιογραφικά στοιχεία Ο θρυλικός βυζαντινός ζωγράφος Πανσέληνος είναι ο κύριος εκπρόσωπος της λεγόμενης Μακεδονικής Σχολής

 (1). Φέρεται ότι γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη πιθανόν τον 14ο ή 16ο αι. Ωστόσο από κάποιους, αμφισβητείται ακόμα και η ύπαρξη του, καθώς υποθέτουν, ότι οι συγκεκριμένες τοιχογραφίες είναι έργα κάποιου εργαστηρίου ζωγραφικής. Το βέβαιο είναι, ότι διεσώθη μέχρι τις μέρες μας μια σειρά έργων, των οποίων ο δημιουργός είναι μια καλλιτεχνική μορφή μεγάλης δύναμης. Η πιο ενδιαφέρουσα ίσως, μετά από τους τεχνίτες των περίφημων ψηφιδωτών της προ της άλωσης βυζαντινής τέχνης. Όμως οι τοιχογραφίες του Πρωτάτου είναι έργα του Πανσέληνου, όχι μόνο επειδή σε αυτόν τις αποδίδουν οι παραδόσεις του Αγίου Όρους ως αυθεντικά του έργα.

 Αυτό αληθεύει κυρίως, γιατί η ομοιογένεια στο ύφος και η συνοχή που χαρακτηρίζουν τις συνθέσεις αυτές, δε θα μπορούσαν παρά να είναι η έκφραση του ίδιου δημιουργικού πνεύματος. Ενός μόνο καλλιτέχνη και των βοηθών του (Σχολή Πανσέληνου). Ο Ιερομόναχος και αγιογράφος Διονύσιος εκ Φουρνά των Αγράφων της Ευρυτανίας ( 1670-1744) στην «Ερμηνεία της Βυζαντινής Ζωγραφικής Τέχνης»

 (2) αναφέρεται στον Πανσέληνο με άκρατο ενθουσιασμό χαρακτηρίζοντας τον μάλιστα σαν τον μεγαλύτερο των ζωγράφων, αρχαίων και νεώτερων και παρομοιάζοντας τον με την «πασιφαή Σελήνην». Ο συγγραφέας της Ερμηνείας σε διάφορα μέρη του Βιβλίου παραπέμπει τον αναγνώστη να μελετά τα έργα του μεγάλου διδασκάλου του Όρους Μ. Πανσέληνου. Επειδή όμως στην Ερμηνεία του ο Διονύσιος αναφέρει τον Πανσέληνο ως αντίπαλο του Θεοφάνου του Κρητός, ο οποίος ήκμασε τον 16ο αι., ( 1490-1550 περ.), εξαιτίας αυτού, πολλοί συμπέραναν εσφαλμένα, ότι και οι τοιχογραφίες του Πρωτάτου είναι έργα του 16ου αι.

 Η συγχρονικότητα όμως των δυο ζωγράφων είναι απίθανη. Η αναφορά του Διονυσίου είναι μάλλον εμφατική και θέλει να εκφράσει τον διαχρονικό ανταγωνισμό, σε επίπεδο καλλιτεχνικής αξίας, ανάμεσα σε δυο μεγάλους καλλιτέχνες που θαύμαζε και οι οποίοι έζησαν πριν από αυτόν. Σε αυτήν μάλιστα την αναφορά αφήνει να διαφανεί η υποκειμενική του προτίμηση προς την τέχνη του Πανσέληνου. Παρόλες τις εικασίες, μια προσεκτική παρατήρηση του ύφους των τοιχογραφιών και των χαρακτηριστικών της τέχνης τους είναι δυνατό να τις ανάγουν σε έργα του 14ου αι.
 Οι τοιχογραφίες του Πρωτάτου είναι αποδεδειγμένα οι αρχαιότερες και καλλιτεχνικότερες του Αγίου Όρους και είναι βέβαιο, ότι ανάγονται στην Α΄ περίοδο της Βυζαντινής Τέχνης

 (3), που διήρκεσε από τον 7ο αι. μέχρι την άλωση. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Σωτηρίου «Οι τοιχογραφίες αυτές ζωογονημένες από το ατομικό του καλλιτέχνη αίσθημα, έχουν μεγάλη δεξιότητα εις την εκτέλεσιν, συνδυάζουν έντονη φυσικότητα ( την οποία δεν είχε μέχρι της εποχής εκείνης η Βυζαντινή τέχνη) μετά ευρείας διακοσμητικότητας, αποτελούν δε τα μνημεία αυτά άριστα δείγματα της σχολής εκείνης της βυζαντινής τέχνης του 14ου αι., η οποία εζωογονήθη από την πλέον ισχυρά - την όλως ανεξάρτητον της ιταλικής - πνοήν της ελληνικής αναγέννησης

 (4)» Επίσης ο David Talbot Rice στο βιβλίο του «Η Βυζαντινή Τέχνη» αναφερόμενος στον «Ιερό Νιπτήρα» του Πρωτάτου τον χρονολογεί στα 1300. Το ίδιο και ο Ι. Μ. Χατζηφώτης στο βιβλίο του «Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους». Η χρονολόγηση, λοιπόν, των τοιχογραφιών στον 14ο αι. και μάλιστα ανάμεσα στα χρόνια 1290-1320, τοποθετεί χρονικά τον Πανσέληνο, πριν την άλωση, στα τέλη του 13ου - 14ο αι., άποψη που δέχονται πλέον οι περισσότεροι ερευνητές. Αναφορά στο έργο του Πανσέληνου Ο Φώτης Κόντογλου αναφέρει σχετικά με το έργο του: 

«Η τραγική τέχνη του Πανσέληνου έχει αναλογία με τις τεταραγμένες παραστάσεις του Μιχαήλ Αγγέλου. Δεινός εκτελεστής της εφ΄ υγρού ζωγραφικής συγκεντρώνει εις ύψιστον βαθμόν τα χαρίσματα του τοιχογράφου, δηλαδή την μνημειώδη ευρύτητα των σχημάτων, την αίσθησιν των επιφανειών, την περί την κατάτμησην του χώρου σοφία, τα αδρά περιγράμματα και την πλήρη υποταγή των λεπτομερειών εις τας μεγάλας γραμμάς του έργου. Το χρώμα του είναι τεφρώδες και εις άκρον λιτόν, μετ΄ελαφρών υποπράσινων φωτοσκιάσεων, σε αντίθεση προς τους ζωγράφους της Κρητικής σχολής που αγαπούν τις βίαιους και μεταλλικούς σκιοφωτισμούς.

 Ο Πανσέληνος αναδεικνύεται ακαταγώνιστος και εις τας συνθέσεις και εις την αναπαράστασιν μεμονωμένων μορφών. Παρ΄όλη την πειθαρχία του έργου του εις τον ρυθμό της παράδοσης μια βαθειά πνοή ωμού πραγματισμού σφραγίζει τις τοιχογραφίες του…Ουδείς βυζαντινός ζωγράφος υπήρξε τόσο υποκειμενικός, τόσο δημιουργικός, όσο ο Πανσέληνος. Ουδενός δε το έργο φανερώνει τόσο συνειδητές επιδιώξεις που έχουν αναλογία προς τας σημερινάς κατευθύνσεις της τέχνης». Κατά τη διάρκεια κάποιων ταξιδιών στο αγιώνυμο Όρος, επισκέφτηκα δυο φορές τον κατανυκτικό ναό του Πρωτάτου που η ιστορική έρευνα τον ανάγει σε κτίσμα του 7ου αιώνα. Εκεί είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τις τοιχογραφίες που αποδίδονται στον Πανσέληνο.

Αυτό χάρη στην συγκαταβατικότητα ενός ευγενικού μοναχού, που μου επέτρεψε τον αναγκαίο χρόνο για μια μελέτη. Παραθέτω κάποιες από τις σημειώσεις για το έργο του Πανσέληνου που έγραψα σε μια από τις επισκέψεις μου αυτές. 13 Μαρτίου 2001 «Τι μεγαλείο και απέριττη ομορφιά έχουν αυτές οι τοιχογραφίες του Πανσέληνου στο εσωτερικό του Πρωτάτου. Δίχως την επιτήδευση και την μεγαλοστομία των δυτικών σύγχρονών του ζωγράφων θρησκευτικών παραστάσεων, εμβαθύνει ουσιαστικά, απόλυτα και απλά στην πνευματικότητα της εικονιζόμενης μορφής. Ο Χριστός με το ευαγγέλιο καθισμένος στο θρόνο είναι ζωγραφισμένος στο δεξιό μέρος του τέμπλου με τέτοιο τρόπο, που έλκει ταυτόχρονα καθώς εκπέμπει φως. 

Είναι ένα αριστούργημα της Μακεδονικής σχολής, όπως και πολλά άλλα που ζωγράφισε ο Πανσέληνος στο ναό του Πρωτάτου ανάμεσα στα χρόνια 1290-1320. Μεγάλος καλλιτέχνης. Ιδιαίτερα μου άρεσαν οι στρατιωτικοί άγιοι στα κλίτη του ναού. «Ο Άγιος Προκόπιος», «Ο Άγιος Μερκούριος», «Οι Προφήτες» στα τόξα του τρούλου και ο «Χριστός Παντοκράτωρ». Οι τοιχογραφίες παρότι αρκετά φθαρμένες είναι σε θέση να δώσουν μαρτυρία της πνευματικότητας, αλλά και της υψηλής τεχνικής κατάρτισης που έχει αυτή η ζωγραφική. Το διάχυτο φως στο πλάσιμο των χρωματικών τόνων, ροδαλών και πρασινωπών φωτοσκιάσεων, ο ρεαλισμός στην απόδοση μορφών και κινήσεων δίχως εμμονή στις λεπτομέρειες, το πολύ καλό σχέδιο και η συνθετική ικανότητα, ο σωστός καταμερισμός του χώρου, η δίχως αντιθέσεις ζεστή χρήση των χρωμάτων και τέλος η πλούσια διακοσμητικότητα ασπίδων, πανοπλιών και χιτώνων αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ζωγραφικής του Μανουήλ Πανσέληνου.

 Παρατηρώντας το έργο του πίσω από τις σκαλωσιές των συντηρητών αναλογίζομαι το εύρος του καλλιτέχνη. Η ζωγραφική του δεν υπολείπεται στο ελάχιστο της τέχνης των σύγχρονών του μεγάλων δασκάλων της δυτικο-ευρωπαϊκής ζωγραφικής, όπως του Τσιμαμπούε (περ.1240-1302) και του μαθητή του Τζιότο ντι Μποντόνε ( περ. 1266-1337) που θεωρούνται θεμελιωτές της δυτικής ζωγραφικής. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, από το 1290-1300, που ο Τζιότο δούλευε στην Ασίζη και στην Φλωρεντία, ο Πανσέληνος ζωγράφιζε το εσωτερικό του Πρωτάτου. Το έργο του Τζιότο φανερώνει την εμπέδωση και την επιβεβαίωση της ρήξης με τις συμβάσεις της Βυζαντινής τέχνης, που κυριαρχούσε για πολλά χρόνια ακόμα και στην ιταλική χερσόνησο.

 Το έργο του Πανσέληνου από την άλλη, ανανεωτικό και εκφραστικό εισήγαγε ένα νέο πνεύμα φυσικότητας που δεν απεμπόλησε στο ελάχιστο την πνευματικότητα της Βυζαντινής ζωγραφικής. Η ανανέωση αυτή ωθούμενη από τη δυναμική που άρχισε να αναπτύσσεται κατά την Παλαιολόγεια Αναγέννηση, είναι τελείως διαφορετική, ως προς τις επιδιώξεις και τα αποτελέσματά της, από την αντίστοιχη προσπάθεια χειραφέτησης της δυτικής ζωγραφικής και της ρήξης που επιχειρήθηκε στην προ-αναγεννησιακή περίοδο από τους προαναφερόμενους ιταλούς καλλιτέχνες. Στην περίπτωση αυτών, η ρήξη με τη Βυζαντινή τέχνη ήταν ένας αναπόφευκτος μονόδρομος στην προσπάθεια να θεμελιωθεί μια ανεξάρτητη ιταλική ζωγραφική. 

Πιστεύω, πως έχει μάλιστα πολύ ενδιαφέρον, αν διακρίνει κανείς στην προσπάθεια αυτή, την αναγκαιότητα να εκφραστεί πλέον η Παπική Εκκλησία με διαφορετικό καλλιτεχνικό τρόπο από εκείνον της ανατολικής-Ορθόδοξης Εκκλησίας, μέσα από το πρίσμα της δογματικής διαφοροποίησης που προηγήθηκε του σχίσματος(5) των δυο εκκλησιών και οριστικοποιήθηκε μετά από αυτό. Με την συλλογιστική αυτή γίνεται άμεσα φανερός ο μεγάλος ρόλος της τέχνης και η άμεση σχέση με τις θρησκευτικές και ευρύτερα κοινωνικοπολιτικές δομές και εξελίξεις της εποχής της. Όμως η ανανέωση στο έργο του Πανσέληνου δεν αμφισβητεί την βυζαντινή παράδοση και τους κανόνες της, ούτε την εκκοσμικεύει, αλλά αντίθετα την προάγει σε ένα επίπεδο μεγαλύτερης έκφρασης.

 Η τέχνη του προβάλλει την ατομικότητα της κάθε μορφής με τρόπο ρεαλιστικό και οι χαρακτήρες των προσώπων του είναι μοναδικοί και χωρίς εξιδανίκευση. Η ατομική οντότητα αποτελεί ξεχωριστό και ταυτόχρονα αναπόσπαστο μέρος ενός τέλειου οργανικού συνόλου που δονείται από την ίδια δημιουργική ενέργεια. Η ελεύθερη, έξω από επαναλαμβανόμενους συμβατικούς τύπους, εξατομίκευση χαρακτήρων και μορφών, δημιουργεί μια ποικιλία που συνιστά έναν γενικότερο βαλκανικό τύπο μορφής συνηθισμένο στην Μακεδονία της εποχής του Πανσέληνου.

 Αυτό το χαρακτηριστικό της τέχνης του Πανσέληνου βρίσκεται σε αντίθεση με τις επαναλαμβανόμενες, σχεδόν πανομοιότυπες μορφές μεταγενέστερων καλλιτεχνών ιδίως της Κρητικής Σχολής. Αυτή η ελευθερία στην έκφραση κατατάσσει τον Πανσέληνο περισσότερο στην χορεία των ζωγράφων θρησκευτικών παραστάσεων, παρά στον κύκλο των συμβατικών αγιογράφων. Από την άποψη αυτή ανιχνεύονται κοινά σημεία ανάμεσα στον Πανσέληνο και στους σύγχρονούς του ιταλούς, παρότι τους χωρίζει τεράστια απόσταση ως προς τις επιδιώξεις. Η ζωγραφική του Πανσέληνου επαναφέρει, κατά την γνώμη μου, ως κυρίαρχο στοιχείο τα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά της αρχαιοελληνικής και ελληνιστικής τέχνης σε συνύπαρξη με τις επιδράσεις της ανατολής. 

Στοιχεία τα οποία διαμόρφωσαν έντονα το ύφος της Βυζαντινής Τέχνης κατά την διάρκεια της πρώτης μ.Χ χιλιετίας. Στην τέχνη του Πανσέληνου η μέθεξη των δύο στοιχείων, του αρχαιοελληνικού και του ανατολίτικου (με την απλούστερη συναισθηματική έκφραση),που συντέλεσαν εξαρχής στο ιδιότυπο ύφος της Βυζαντινής τέχνης,( όπως συνέβη και με την Βυζαντινή μουσική), αναδεικνύεται με μια νέα εκφραστική ισορροπία. Οι αρετές της ελληνικής ζωγραφικής αντανακλώνται στις μορφές και στις εκφράσεις, στις κινήσεις και στη γαιώδη χρωματολογία, καθώς επίσης και στην πλούσια διακοσμητικότητα, ενώ είναι αισθητή η συναισθηματική προσέγγιση- ειδικά στις μεμονωμένες μορφές- που θυμίζει τα πορτραίτα Φαγιούμ.

 Όπως η Ελληνική Ορθοδοξία, έτσι και η Βυζαντινή ζωγραφική και μουσική, αποτελούν την δημιουργική συνισταμένη από την συνάντηση και την αλληλεπίδραση δυο κόσμων. Αυτό δεν είναι κάτι που συνέβη για πρώτη φορά, αν λάβει κανείς υπόψιν του, ότι και η αρχαιοελληνική τέχνη του 5ου-3ου π.Χ αι., ήταν το νέο πολιτισμικό προϊόν που αναδύθηκε από την επίδραση και την αφομοίωση των τεχνών της ανατολής και της Αιγύπτου, πριν και κατά την αρχαϊκή εποχή τον 8ο-7ο-6ο π.Χ αι. Κούροι, Σφίγγες, Σειρήνες, Γρύπες, ρόδακες και πολλά διακοσμητικά φυτικά στοιχεία ανατολικής προέλευσης που μετουσιώθηκαν στο ελληνικό ύφος και ακόμα η εισαγωγή ανατολικών θεοτήτων όπως η Εκάτη, ο Διόνυσος κ.α. 

Στην τέχνη του Πανσέληνου αποκαλύπτεται ξανά πάνω στην τοιχογραφική επιφάνεια η ουσιαστική συμβολή της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής και αφήνεται να εκδηλωθεί διάφανα και ελεύθερα, ο ρόλος της στην διαμόρφωση του ύφους της Βυζαντινής τέχνης». Κατάλογος έργων του Από τα έργα που δημιούργησε ο Πανσέληνος σε πολλές εκκλησίες και παρεκκλήσια, κατά την παραμονή του στον Άθω, διεσώθησαν μόνο αυτά στον ναό του Πρωτάτου των Καρυών και επίσης ορισμένα άλλα που αποδίδονται σε αυτόν σε μονές της Σερβίας και της Αχρίδας. Παρά τις βλάβες των τοιχογραφιών αυτών, μπορεί κανείς να έχει ακόμη μια πλήρη ιδέα της μεγάλης αξίας τους. Εξέχουσα θέση ανάμεσα στις συνθέσεις έχουν :

 «Η Βάπτιση», «Η Υπαπαντή», «Ο Ιερός Νιπτήρ», «Ο Ιησούς προ του Πιλάτου», «Η Ανάληψις» και ιδιαίτερα «Η Προσευχή επί του όρους των Ελαιών», «Η Προδοσία», «Η Σταύρωσις», «Η Ανάστασις» και τα «Εισόδια της Θεοτόκου». Από τις μεμονωμένες μορφές μπορούν να επισημανθούν ιδιαίτερα οι: «Πρόγονοι του Ιησού» στις δυο σειρές στην πάνω ζώνη των πλάγιων πλευρών του ναού, έπειτα οι «Πέτρος και Παύλος», «Οι τέσσερεις Ευαγγελιστές», «Ο Απόστολος Ανδρέας», «Το παιδίον Ιησούς», «Η Κεφαλή του Προδρόμου», πολλοί άγιοι όπως οι «Μερκούριος», «Προκόπιος», οι Προφήτες κ.α. 

Αντί επιλόγου Ευτύχημα αποτελεί η προσπάθεια συντήρησης των τοιχογραφιών αυτών, που αποτελούν σημαντικά μνημεία της εθνικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς και ειδικά της ελληνικής μεσαιωνικής τέχνης. Σε απάντηση κάποιων αρχαιολατρών που φορούν παρωπίδες και όσων σκόπιμα, η από άγνοια, θέλουν να εξαιρούν την Βυζαντινή περίοδο από το αδιαίρετο σώμα του Ελληνισμού, πιστεύοντας, ότι οι τόσοι αιώνες του Βυζαντίου ήταν ένα μαύρο κενό στην ελληνική ιστορία και τέχνη, τα έργα των βυζαντινών καλλιτεχνών τους διαψεύδουν. Μιλούν για το δυτικό μεσαίωνα και θαυμάζουν την Ιταλική Αναγέννηση, χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να λάβουν υπόψιν τους την δική μας Αναγέννηση που μάλιστα προηγήθηκε της Ιταλικής και την επηρέασε σε όλο το φάσμα των πνευματικών δραστηριοτήτων, ιδίως μετά την άλωση και την μετανάστευση στη δύση ελλήνων λογίων και καλλιτεχνών. 

΄Όπως συμβαίνει πάντα με εμάς τους Έλληνες, αυτό που αγνοούμε ή και απαξιώνουμε επειδή είναι δικό μας, γίνεται από τους ευρωπαίους αποδεκτό και σεβαστό. Η βυζαντινή τέχνη επέδρασε σημαντικά στο έργο γνωστών ευρωπαίων καλλιτεχνών όπως π.χ στον Ματίς. Μέσα από το έργο του Θεοτοκόπουλου και άλλων διοχετεύτηκαν στην ευρωπαϊκή τέχνη πολλά στοιχεία της Βυζαντινής ζωγραφικής. Το έργο του Πανσέληνου καθ΄εαυτό, του μεγάλου αυτού, ''αγνώστου'' σε πολλούς, αλλά και όλων των άλλων βυζαντινών καλλιτεχνών, καταδεικνύει εντέλει, την διαχρονική παρουσία και την συνεχή μετεξέλιξη της ελληνικής τέχνης μέσα στους αιώνες. Την δυναμική και την ελληνικότητα της βυζαντινής τέχνης. 

 ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 1. «Μακεδονική Σχολή» Μια από τις βασικές σχολές-κατευθύνσεις της Βυζαντινής ζωγραφικής που εξαπλώθηκε κυρίως στο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας και των σλαβικών χωρών της Βαλκανικής. Άλλοι εκπρόσωποι της Σχολής αυτής εκτός του Πανσέληνου, υπήρξαν ο Αστραπάς, ο Μιχαήλ και ο Ευτύχιος

 2. «Ερμηνεία της Βυζαντινής Ζωγραφικής Τέχνης» Πραγματεία του Ιερομονάχου Διονυσίου του εκ Φουρνά που αναφέρεται με λεπτομέρειες στην τεχνική και στα υλικά της βυζαντινής ζωγραφικής, καθώς και στον εικονογραφικό καταμερισμό των χώρων ενός ιερού ναού και των μορφών των αγίων σύμφωνα με την ορθόδοξη αγιογραφική παράδοση.

 3. «Βυζαντινή Τέχνη»: Η Βυζαντινή Τέχνη ανάγεται σε δυο βασικές περιόδους. Α΄ περίοδος Βυζαντινών χρόνων από τον 7ο αι. μέχρι την Άλωση (1453) και Β΄ περίοδος Μεταβυζαντινών χρόνων από την Άλωση και μετά

 4. «Ελληνική ή Παλαιολόγεια Αναγέννηση» Με τον όρο αυτό ονομάζεται μια σημαντική περίοδος της Βυζαντινής Τέχνης κατά την οποία εκδηλώθηκε η αναβίωση και μια νέα άνθηση των τεχνών και των γραμμάτων. Διήρκεσε για περίπου δύο αιώνες, ανάμεσα στα 1261-1453, ταυτιζόμενη με την Αυτοκρατορική Δυναστεία των Παλαιολόγων. Κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η στροφή προς τον ουμανισμό, η ζωντάνια, η ατομικότητα, η πληθωρικότητα και η αίσθηση του διακοσμητικού στοιχείου.

 5. «Σχίσμα» Έτσι αποκαλείται η πράξη απόσχισης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας από την αρχική ενιαία Εκκλησία. Υπήρξε συνέπεια της διαφοροποίησης της Εκκλησίας της Ρώμης, επί σειράς σημείων του χριστιανικού δόγματος, αλλά και της διεκδίκησης των Πρωτείων από τον Πάπα έναντι του Πατριάρχου της Κων/πόλεως. Ξεκίνησε πρώτα επί του Πατριάρχου Φωτίου (820-891) και οριστικοποιήθηκε επί Μιχαήλ του Κηρουλάριου στα 1054. Έκτοτε, όλες οι προσπάθειες ένωσης των δυο εκκλησίων απέτυχαν.

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ø «Εγκυκλ. Λεξικό Ελευθερουδάκη « Φώτη Κόντογλου «Μ. Πανσέληνος». τόμος 10ος -σελ 410. Γεώργιος Σωτηρίου «Η Τέχνη στον Άθω» τόμος 1ος-σελ 437-439 Ø «Βυζαντινή Τέχνη» David Talbot Rice.-Σελ. 236-242. Υποδομή 1994. Ø «Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους» Ι. Μ. Χατζηφώτη 1997 -Σελ. 235. Ø «Λεξικό Εικαστικών Τεχνών» H. Read. Υποδομή. Αθήνα 1985 -Σελ.235 ΕΡΓΑ

1 σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...