Ιωάννης Κόρδας
Το πολιτικό σύστημα
Το
ελληνικό πολιτικό σύστημα (μετά το 1974) αποκρυσταλλώθηκε μέσα από την
δράση των κομμάτων που αναδύθηκαν και τα κοινωνικά αιτήματα τα οποία οι
ανάγκες τις εποχής βάσιμες ή όχι, παρότρυναν τις νέες πολιτικές δυνάμεις
να τα ικανοποιήσουν.
Αφ` ης στιγμής οι νέες πολιτικές δυνάμεις
κατέκτησαν την εξουσία, μετασχημάτισαν την λειτουργία του κρατικού
μηχανισμού και διαμέσου αυτού και ολόκληρη την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με
τις βουλήσεις τους, που παρ` όλες τις επιμέρους διαφορές συνέτειναν
στην εμφάνιση μιας ομοιογενούς -με την επιφύλαξη των όποιων πάντοτε
εξαιρέσεων- κατά βάση κοινωνικής συνομάδωσης με διακριτά χαρακτηριστικά.
Τα
βασικά χαρακτηριστικά με αρνητικό πρόσημο της νέας μορφής κοινωνικής
συνύπαρξης που εκκίνησαν να διαφαίνονται μετά την εμφάνιση νέων αναγκών,
ιστορικών συγκυριών και συνθηκών, ιδεολογιών και στοχεύσεων, είναι η
πλήρης εμπορευματοποίηση των πάντων και συνακόλουθα ο εκχρηματισμός του
συνόλου της παραγωγής και κατανάλωσης ιδίως στα αστικά κέντρα που
μεγεθύνονται ραγδαία, η σταδιακή εγκατάλειψη της πατριαρχικής σχέσης
πολιτικού – κοινωνικού και η αντικατάστασή της από την πελατειακή σχέση
(1), η γιγάντωση της μεσοαστικής τάξης, η υποχώρηση της παραγωγικότητας
στην εργασία, η διόγκωση του δημοσίου τομέα και των υπηρεσιών, η
συρρίκνωση της βιομηχανίας, ο υπέρμετρος δανεισμός, ο ιδεολογικός
εξισωτισμός των πολιτών που συμφύεται με την ταυτόχρονη υποβάθμιση της
έννοιας της «αριστείας» και άρα της αξιοκρατίας, η παιδαγωγική ένδεια
και η υποχώρηση της «κατά κεφαλήν καλλιέργειας» με την ταυτόχρονη
εξάπλωση κάθε είδους υποκουλτούρας.
Στα
θετικά της νέας εποχής θα τοποθετούσαμε ενδεικτικά, την εμπέδωση και
σταθεροποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, την ολοκλήρωση και επέκταση
των συνταγματικών ελευθεριών και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου λόγω
της γενναίας, μέσω δανεισμού πάντα, αναδιανομής του εισοδήματος.
Θεμελιώδεις αξίες καθίστανται ο καταναλωτισμός, ο εύκολος πλουτισμός
και η αυτοπραγμάτωση.
Η Ελληνική «αστική» τάξη και η αποδόμησητων αξιών
Φορέας
και κύριος παράγοντας διάδοσης σε όλες τις εκτάσεις και εκφάνσεις της
κοινωνικής ζωής των αξιών του εύκολου πλουτισμού και καταναλωτισμού
είναι η ελληνική αστική τάξη. Το εννοιολογικό περιεχόμενο της έννοιας
«αστική» τάξη διαφέρει στην περίπτωση της Ελλάδας, στον βαθμό που η
χαλαρή και ετερογενής κοινωνική συνομάδωση η οποία κατά καιρούς
ονομάσθηκε «αστική», δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που ίσχυσαν
προκειμένου να δημιουργηθεί αστική τάξη με την δυτικοευρωπαϊκή –κατ`
ουσίαν μαρξιστική- έννοια του όρου (Π. Κονδύλης, 1991). Θα πρέπει να
διασαφηνιστεί ότι η έννοια της «τάξης» εδώ, δεν χρησιμοποιείται για να
δηλώσει την εικόνα μιας τάξης ανθρώπων που είναι προορισμένοι να
διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στην ιστορική εξέλιξη της κοινωνίας, ούτε
έχει σταθερά δομικά χαρακτηριστικά και συνεκτική ιδεολογία.
Η
ελληνική εκδοχή της αστικής τάξης (πάντα μετά το 1974) παράγεται και
αναπαράγεται μόνο πάνω σε μία υλικο-χρηματιστική βάση χωρίς να
δημιουργεί κάποια ιδιαίτερη πολιτιστική ή πνευματική υπερδομή που θα της
εξασφαλίσει μία ιδιαίτερη επιμεριστικά, κοινωνική ταυτότητα και μία
πρωτοπόρα ιδεολογία που την συνέχει και την διακρίνει από τις υπόλοιπες
κοινωνικές τάξεις. Το μόνο κριτήριο καθορισμού ένταξης οποιουδήποτε στην
αστική τάξη είναι η δυνατότητα να καταναλώνει.
Η
διαστρωμάτωση της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας μας, «οικοδομείται»
εντός των διαβαθμίσεων της «αστικής» τάξης, ήτοι από την κατώτερη ή
μικροαστική, την μεσαία ή μεσοαστική, την ανώτερη ή μεγαλοαστική αστική
και από την λεγόμενη τάξη των «παριών», των εκτοπισμένων από το
«καθεστώς ευημερίας» (5).
Η δυνατότητα κοινωνικής κινητικότητας είναι
υπαρκτή εντός της «αστικής τάξης», καθίσταται όμως εξαιρετικά δύσκολή
για την τάξη των παριών. Το ερώτημα, ποιοι συμπεριλαμβάνονται στην τάξη
των παριών ποικίλει ανάλογα με τις διάφορες οροθετήσεις των ερευνητών.
Κατά
βάση πρόκειται για πλήρως περιθωριοποιημένους όπως άστεγοι και απόλυτα
φτωχοί, χρήστες ναρκωτικών σε προχωρημένα στάδια εξάρτησης, παράνομοι
μετανάστες, ρομά, βαρυποινίτες εγκληματίες, κ.α. Αποκλεισμένοι από το
καθεστώς ευημερίας είναι και οι σχετικά φτωχοί εργαζόμενοι ή σύμφωνα με
τον Μπάουμαν, οι «ατελείς καταναλωτές» εντός των διαβαθμίσεων της
αστικής τάξης.
Αν
εξαιρέσουμε τις ακραίες περιπτώσεις πολυτέλειας και ευζωίας, ο τρόπος
του βίου (πολιτισμικές εκφάνσεις), οι συμπεριφορές, οι επιλογές
ψυχαγωγίας ανάμεσα σε έναν μικροαστό και έναν πλούσιο μεγαλοαστό δεν
διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό. Η τοποθέτηση καθ` εαυτή πάνω στις ροές του
χρήματος που εξασφαλίζει η εργασία, αρκεί για την ενεργοποίηση της
αστικοποίησης και της ένταξης στο σύστημα του καταναλωτισμού.
Η
αξιολόγηση όμως κάποιου ως ανώτερου ή κατώτερου γίνεται με κριτήριο το
περισσότερο και το καλύτερο «προϊόν» που μπορεί να αποκτήσει. Θα λέγαμε
ότι η καταναλωτική δυνατότητα αφ`εαυτής, ενέχει ένα ισχυρό αξιακό φορτίο
το οποίο θέτει τα όρια που θα πλαισιώσουν την ευημερούσα καταναλωτικά
πλειονότητα, χαρακτηριζόμενη ως αστική τάξη, δημιουργώντας ένα
«καθεστώς» ευημερίας, η αδυναμία ένταξης στο οποίο νοείται από την
μειονότητα που δεν ανήκει σε αυτό, ως αδυναμία ικανοποίησης της
καταναλωτικής επιθυμίας.
Το
ζητούμενο είναι να μπορεί να εξασφαλιστεί η ελάχιστη ικανοποιητική
καταναλωτική ευχέρεια. Οι ελλείψεις και οι πιθανές στερήσεις καλύπτονται
από τον εξίσου εύκολο δανεισμό. Πρόκειται για μία εποχή σαφώς
επίπλαστης ευημερίας, όπου προς το παρόν όλα είναι δυνατά. Αρκεί όπως
ειπώθηκε η συναρμογή στο κυρίαρχο κοινωνικό – πολιτικό σχεσιακό πλέγμα.
Η
προσωπική καλλιέργεια και διανοητική επάρκεια, το πολιτιστικό υπόβαθρο,
η ακεραιότητα χαρακτήρα, η εντιμότητα, η εθνική συνείδηση καθώς και
άλλες συναφείς «αιώνιες» αρετές, εξοβελίζονται από τον χάρτη των αξιών.
Όσο πιο εύλυτα δύναται κάποιος να καταναλώνει, όσα πιο πολλά χρήματα
παράγει με την εργασία ή την «μη εργασία», τόσο πιο θετική αξιολόγηση
λαμβάνει από το κοινωνικό σύνολο (3).
Η πλουτοπαραγωγική μη εργασία,
συνίσταται στο γεγονός της παραγωγής πλούτου από το ίδιο το χρήμα και
τις άϋλες χρηματιστικές πράξεις της εποχής μας.
Άρα,
το πολιτικό σύστημα με τα κόμματα που το συναποτελούν και τις ομάδες
συμφερόντων που το στηρίζουν, ο κρατικός μηχανισμός και η υπόλοιπη
κοινωνία, με την πλειονότητα που καλούμε αστική τάξη, δημιουργούν ένα
«πλέγμα σχέσεων που εξυφαίνεται» (4) πάνω στο οποίο θέτονται οι
κυρίαρχες ιδεολογικές, εξουσιαστικές και υλικές δομές οι οποίες
καθορίζουν εκάστοτε τον «χαρακτήρα» της κοινωνίας.
Εκτός
από τις περιπτώσεις επαναστατικής ανατροπής, την προτεραιότητα
μετασχηματισμού της κοινωνίας την έχει σε τελική ανάλυση το πολιτικό
σύστημα πάντα σε ώσμωση με τις πλειοψηφικές ή απλά ισχυρές κοινωνικές
ομάδες. Αυτές λοιπόν οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της
πλειοψηφίας, μετά τα 1974 μετασχημάτισαν οριστικά και αμετάκλητα την
ελληνική κοινωνία, από «κοινωνία παραγωγών» σε «κοινωνία καταναλωτών».
Στην
Ελλάδα όπως και στην Ευρώπη, δημιουργήθηκαν εν τέλει, εκείνες οι
συνθήκες όπου η κυρίαρχη ή κυρίαρχες άτομα και κοινωνικές ομάδες, το
πολιτικό σύστημα και η αστική τάξη εν προκειμένω, αυτό το ούτως ειπείν
αποτελούμενο «καθεστώς» ευημερίας – ένταξης, καθορίζει συνειδητά ή
ανεπίγνωστα και τους όρους και τις προϋποθέσεις της κοινωνικής συνοχής,
της συμμετοχής στα κοινωνικά αγαθά – δικαιώματα και της παραγωγής και
διανομής του κοινωνικού πλούτου. Η χρήση του όρου «καθεστώς» συνδέεται
με την σταδιακή καθιέρωση μιας ιδιαίτερης συνθήκης κοινωνικής ένταξης
και ευημερίας που αφορά την Ελληνική κοινωνία.
Η
απαρχή της οικονομικής κρίσης (2009) στην Ελλάδα, σήμανε για πολλούς το
τέλος μιας εποχής που την γνωρίσαμε με τον όρο μεταπολίτευση και η
οποία είχε ως σημείο έναρξης την πτώση της δικτατορίας το 1974. Όλα τα
χαρακτηριστικά αυτής της εποχής μοιάζουν να παραμορφώνονται και να
αλλάζουν. Το «καθεστώς» ευημερίας τώρα, δείχνει να γκρεμίζεται και η
κατανάλωση αρχίζει να ξαναδίνει την σκυτάλη στην επιβίωση, η οποία
προηγείται κάθε μορφής εργασιακού, πολιτιστικού ή πολιτικού
αναπροσανατολισμού.
Όλα τα
δεδομένα πάνω στα οποία βασίστηκε η κοινωνία προκειμένου να δομήσει την
οργάνωσή της ώστε να μπορεί να λειτουργήσει, αμφισβητούνται. Το
πολιτικό σύστημα αποσυντίθεται και νέες πολιτικές δυνάμεις αναδύονται
για να το μετασχηματίσουν και να ικανοποιήσουν τις νέες έκτακτες
κοινωνικές και εθνικές ανάγκες. Το πελατειακό σύστημα στην προώθηση των
συμφερόντων υπολειτουργεί.
Ο κρατικός δανεισμός έπαυσε, ενώ οι τράπεζες
δεν δανείζουν πλέον τους ιδιώτες. Έκλεισαν λοιπόν οι παραδοσιακές ροές
του χρήματος και η αγορά βρίσκεται σε πανικό.
Είναι
μια εποχή αλλαγής σελίδας με την μεσοαστική τάξη , να μετατρέπεται
σταδιακά σε κατώτερη, με αρκετές περιπτώσεις ατόμων που πρώτα
ευημερούσαν, τώρα να βιώνουν την απόλυτη φτώχεια, ενώ έπεται και
συνέχεια.
Σημειώσεις
1) Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας, Π. Κονδύλης, εκδ.Θεμέλιο
2) Καθεστώτα αποκλεισμού Β. Αράπογλου, Ε.Κ.Ε., 118, 2005
3) Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, Ζ. Μπάουμαν, εκδ. Μεταίχμιο
4) Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, Μ. Φουκώ, εκδ. Ψυχογιός
4) Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, Μ. Φουκώ, εκδ. Ψυχογιός
* Μεταπτυχιακός φοιτητής κοινωνικής και πολιτικής Θεωρίας
πηγή: Aντίφωνο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου