Ο φανατικός της μοναξιάς
Τα θεατρικά έργα του, όταν δεν χαίρουν σκηνικής παρουσίασης, διαβάζονται σαν φιλοσοφικοί στοχασμοί και τα πεζογραφήματά του μοιάζουν με δραματικούς εσωτερικούς μονολόγους. Για τον Αυστριακό Τόμας Μπέρνχαρντ έχουν πει ότι «κανένας άλλος δεν έγραψε όπως αυτός το ίδιο βιβλίο με πάντα καινούργιο τρόπο». Το σύνολο του έργου του, μια τεράστια αυτοβιογραφία, συνιστά έναν μοναδικό στοχασμό πάνω στην αναζήτηση της συνάντησης του Εγώ με τον κόσμο. Συνάντηση που δεν επιτυγχάνεται ποτέ.
Οσο ζούσε ο Μπέρνχαρντ οι σκανδαλώδεις σχέσεις έλξης - απώθησης με την Αυστρία, τη χώρα που χρησιμοποίησε στα γραπτά του ως παράδειγμα παρακμής του δυτικού πολιτισμού, τον ενέταξαν στη μεγάλη λογοτεχνική παράδοση του Κάφκα, του Κράους και του Χόρβατ. Οταν το 1968 του απονεμήθηκε η υψηλότερη λογοτεχνική διάκριση του αυστριακού κράτους (Litteraturstaatspreis), διάλεξε να πει μπροστά στα μέλη της κυβερνήσεως:
«Είμαστε Αυστριακοί, είμαστε απαθείς. (...) Δεν έχουμε να πούμε τίποτα πέρα από αυτό: είμαστε άθλιοι και η ίδια μας η εικόνα μας κάνει βορά μιας φιλοσοφικής, οικονομικής, μηχανικής ομοιομορφίας. (...) Κατοικούμε τα τραύματά μας, φοβόμαστε, έχουμε κάθε δικαίωμα να φοβόμαστε, βλέπουμε ήδη, ακόμη και αν είναι από μακριά θολό, το τεράστιο περίγραμμα του φόβου. (...) Δεν αξίζει να ντρεπόμαστε, δεν είμαστε όμως τίποτα και δεν αξίζουμε τίποτα άλλο από το χάος». Ο κύκλος των σκανδάλων έκλεισε με την τελική διά της διαθήκης του απαγόρευση οποιασδήποτε χρήσης του έργου του από το αυστριακό κράτος.
Ο Μπέρνχαρντ θεωρούσε τη γερμανική γλώσσα «επιτηδευμένη, αδέξια, φριχτή· γλώσσα φοβερή που σκοτώνει ό,τι ελαφρύ και υπέροχο». Οντας ο ίδιος, καθώς έλεγε, «μουσικό ον», δημιούργησε έναν λεκτικό ρυθμό με τη χρήση λέξεων που επανέρχονται με τον τρόπο των λάιτ μοτίβ αποδίδοντάς της μια πλαστική μουσικότητα. Πίστευε ότι ο μόνος τρόπος επιβίωσης από λεπτό προς λεπτό είναι η οργάνωση του δικού μας χάους.
Ο Μπέρνχαρντ κατόρθωσε να οργανώσει και να περιγράψει με επιστημονική σχεδόν ακρίβεια αυτό το χάος με μια αενάως επαναληπτική γραφή, σπειροειδώς ελισσόμενη αποτύπωση μιας ασθμαίνουσας αναπνοής. Δεν είναι τυχαία η σύσταση του Βασίλη Τομανά, μεταφραστή αρκετών έργων του από τις εκδόσεις Εξάντας, στον πρόλογο της κωμωδίας «Παλιοί Δάσκαλοι»: «Στην προκειμένη περίπτωση το κείμενο είναι καταγραφή προφορικού λόγου. Γι' αυτό ίσως είναι καλό να διαβάσει ο αναγνώστης το βιβλίο φωναχτά».
Η ανάγνωση των κειμένων του Μπέρνχαρντ είναι υπόθεση ελκυστική αλλά και δύσκολη καθώς είναι σαν να προσεγγίζει κανείς μια φράση κλειστή στον εαυτό της. Ο ίδιος ο συγγραφέας ζούσε «εντοιχισμένος», «έγκλειστος» στο κτήμα του Ολσντορφ της Αυστρίας και αντλούσε από τη δημιουργικότητα της «προσωπικής» του μοναξιάς συνθέτοντας το πορτρέτο ενός σύγχρονου μισάνθρωπου που απέφευγε τις προκλήσεις του κόσμου χρησιμοποιώντας το σπίτι σαν φρούριο:
«Οταν γράφω προτιμώ να είμαι μονάχος. Πρόκειται ουσιαστικά για μια ιδανική κατάσταση. Το σπίτι μου είναι στην πραγματικότητα μια τεράστια φυλακή. Μου αρέσει πολύ αυτό. Οσο γίνεται γυμνοί τοίχοι. Κρύα και γυμνά. Αυτό επηρεάζει θετικότατα τη δουλειά μου.
Τα βιβλία ή ό,τι άλλο γράφω είναι παρόμοια με αυτό στο οποίο κατοικώ. Σκέφτομαι μερικές φορές ότι τα ξεχωριστά κεφάλαια ενός βιβλίου είναι όπως τα ξεχωριστά δωμάτια σε αυτό το σπίτι. Οι τοίχοι έχουν ζωή. Οι σελίδες είναι σαν τοίχοι. Και αυτό είναι αρκετό, φτάνει μόνο να τις κοιτάξεις με προσοχή. Οταν παρατηρείς έναν λευκό τοίχο, συνειδητοποιείς πως δεν είναι λευκός ούτε γυμνός. (...) Σε έναν τοίχο ανακαλύπτεις ρωγμές, μικρά σκασίματα, ανωμαλίες, ζωύφια. Πράγματι τοίχος και σελίδα βιβλίου είναι σχεδόν απολύτως όμοια. (...)» (μετάφραση Β. Τομανά, από τον πρόλογο στην Αυτοβιογραφία, Εξάντας, 1995).
Το κτήμα στο Ολσντορφ το αγόρασε ο μελλοντικός ερημίτης του με τα χρήματα του βραβείου Ιούλιους Κάμπε για το βιβλίο του «Παγωνιά». Διακατεχόμενος, όπως και ο φιλόσοφος Βιτγκενστάιν σημαντική επιρροή στο έργο του , από την ιδέα του ιδανικού σπιτιού, ο Μπέρνχαρντ συμμετείχε στην κατασκευή του σπιτιού επιβλέποντας και την τελευταία λεπτομέρεια. Το σπίτι, όπως ακριβώς και στον Βιτγκενστάιν, λειτουργεί ως αντικατοπτρισμός ενός νοητικού χώρου. Η παντελής έλλειψη διακοσμητικών αντικειμένων, με έντονη όμως την παρουσία εργαλείων απομακρυσμένων πια από τη χρήση τους, μετατρέπει τον χώρο σε ένα ιδιότυπο μαυσωλείο. Η αυστηρότητα του χώρου αγγίζει τα όρια της πνευματικότητας.
Στο σπίτι αυτό ο συγγραφέας άφησε την τελευταία του πνοή τον Φεβρουάριο του 1989. Σύμφωνα με τη θέληση του ίδιου του συγγραφέα, η ανακοίνωση του θανάτου του έγινε δύο ημέρες μετά την ταφή του, δύο ημέρες μετά τον αναπόδραστο πλέον εντοιχισμό του στο τελευταίο του φρούριο, στο νεκροταφείο της Βιέννης.
Οταν στη μεγάλη μεταφραστική κίνηση των τελευταίων χρόνων στη χώρα μας εντοπίζεται η συστηματική μετάφραση κειμένων του ίδιου συγγραφέα και μάλιστα από τον ίδιο μεταφραστή, τότε σημαίνει ότι κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί τόσο το έργο αυτό καθαυτό όσο και η αναμέτρηση με το γλωσσικό ύφος του συγκεκριμένου συγγραφέα. Η περίπτωση του Τόμας Μπέρνχαρντ είναι ακριβώς αυτή.
Οι πρώτες εμφανίσεις του έργου του Τόμας Μπέρνχαρντ στην Ελλάδα οφείλονται στον Αλέξανδρο Ισαρη, ο οποίος μετέφρασε το μυθιστόρημα «Μπετόν» το 1987 για τις εκδόσεις Αξιός/Β, και στον Δημήτρη Βάρσο, που απέδωσε στα ελληνικά τον «Ανιψιό του Βιτγκενστάιν» για τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας το 1989. Τέσσερα χρόνια μετά οι εκδόσεις Αγρωστις παρουσιάζουν «Το ασβεστοκάμινο» σε μετάφραση Ιακώβου Κοπερτί. Αμέσως μετά τη σκυτάλη παρέλαβε ο Βασίλης Τομανάς, ο οποίος έχει μεταφράσει ως σήμερα τρία σημαντικά έργα του Τόμας Μπέρνχαρντ για τις εκδόσεις Εξάντας.
Πρόκειται για την κωμωδία όπως ο ίδιος ο συγγραφέας τη χαρακτηρίζει «Παλιοί Δάσκαλοι», κωμωδία της τέχνης, των καλλιτεχνών, των συγγραφέων, των φιλοσόφων και των συνθετών, που λειτουργεί ως απομυθοποίηση του θαυμασμού απέναντι στους δημιουργούς.
Η μεταφορά στα ελληνικά της «Αυτοβιογραφίας» αποτελεί συνεισφορά στην προσέγγιση του βιεννέζου συγγραφέα, όπως και η πρόσφατη έκδοση του μυθιστορήματος
«Ξύλευση», βιβλίου που προκάλεσε ένα από τα σκάνδαλα της ζωής του Μπέρνχαρντ καθώς ένας παλιός του φίλος, ο συνθέτης Γκέρχαρντ Λάμπερσμπεργκ, αναγνωρίζει τον εαυτό του στο πρόσωπο του Αουερσμπεργκ, από τους κεντρικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Το βιβλίο αυτό, καυστική αναφορά στην κοσμική και καλλιτεχνική Βιέννη, αποτελεί μία από τις παρακαταθήκες της ιδιόρρυθμης και απελπισμένης σχέσης του συγγραφέα με την πραγματικότητα.
Η θεατρική τύχη του Τόμας Μπέρνχαρντ στην ελληνική σκηνή έχει γνωρίσει δύο σημαντικές σκηνικές αναγνώσεις. Η παράσταση του έργου «Ρίτερ, Ντένε, Φος», πολύτιμη στιγμή στη ζωή της Νέας Σκηνής του Λ. Βογιατζή το 1991, συνιστά έναν από τους βασικούς διαύλους επικοινωνίας του ελληνικού κοινού με τον συγγραφέα. Επίσης τον Δεκέμβριο του 1994 το Θέατρο Τέχνης παρουσίασε το έργο «Μινέτι», όπου ο Γ. Λαζάνης ερμήνευσε τον κεντρικό ρόλο με όλη την κούραση, την απελπισία και τον τρυφερό σαρκασμό που αρμόζει στο ύφος του Μπέρνχαρντ.
Ευτυχή επικοινωνία με τον ίδιο τον συγγραφέα και τη στάση του απέναντι στο θέατρο αποτελεί το γεγονός ότι η πληρέστερη παρουσίαση του έργου του αλλά και της ζωής του σε ό,τι αφορά την ελληνική γλώσσα βρίσκεται στο βιβλίο - πρόγραμμα της Νέας Σκηνής που συνόδευε την παράσταση. Παράξενη επιβεβαίωση εκείνου που έλεγε ο ίδιος: «Εκτός από τα χρήματα, το θέατρο μου εξασφαλίζει πολύ απλά τη συνέχεια στις φιλίες, στις γνωριμίες, δηλαδή στη σχέση μου με τους ανθρώπους. Γιατί στο θέατρο, είτε το θέλεις είτε όχι, είσαι αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να συναντάς άλλους ανθρώπους».
* Στην ίδια σειρά θα κυκλοφορήσει και το μυθιστόρημα «Ο αποτυχημένος».
Στο βιβλίο του που τιτλοφορείται Οι παλιοί δάσκαλοι ο Μπέρνχαρντ καταθέτει την ποιητική του:
«Μόνο λαμβάνοντας συνεχώς υπόψη μας ότι δεν υπάρχει το ακέραιο και το ολοκληρωμένο, έχουμε τη δυνατότητα να εξακολουθήσουμε να ζούμε. Δεν ανεχόμαστε το ακέραιο και το ολοκληρωμένο. Πρέπει να ταξιδέψουμε στη Ρώμη για να διαπιστώσουμε ότι ο ναός του Αγίου Πέτρου είναι ένα κακόγουστο κατασκεύασμα, η Αγία Τράπεζα του Μπερνίνι μια αρχιτεκτονική αμβλύνοια… Πρέπει να ακούμε Μπαχ και να ακούμε πώς αποτυγχάνει, πρέπει να ακούμε Μπετόβεν και να ακούμε πώς αποτυγχάνει… Δεν αγαπούμε, ναι, τον Πασκάλ επειδή είναι ανήμπορος, επειδή σε όλη του τη ζωή έψαχνε αλλά δεν βρήκε… Αγαπούμε αληθινά μόνο τα βιβλία που δεν είναι ακέραια, που είναι χαοτικά, που είναι ανήμπορα. Κρεμόμαστε από έναν ανθρωπάκο, ναι, μόνο επειδή είναι εντελώς ανήμπορος και όχι ακέραιος, επειδή είναι χαοτικός και όχι ολοκληρωμένος. Ναι, λέγω, ο Ελ Γκρέκο, έστω, μα ο ανθρωπάκος δεν ήξερε να ζωγραφίσει χέρια! Το μυαλό πρέπει να είναι ένα μυαλό που ψάχνει, ένα μυαλό που ψάχνει τα λάθη, τα λάθη της ανθρωπότητας, ένα μυαλό που ψάχνει την αποτυχία…».
Πηγή : http://www.tovima.gr/
Τα θεατρικά έργα του, όταν δεν χαίρουν σκηνικής παρουσίασης, διαβάζονται σαν φιλοσοφικοί στοχασμοί και τα πεζογραφήματά του μοιάζουν με δραματικούς εσωτερικούς μονολόγους. Για τον Αυστριακό Τόμας Μπέρνχαρντ έχουν πει ότι «κανένας άλλος δεν έγραψε όπως αυτός το ίδιο βιβλίο με πάντα καινούργιο τρόπο». Το σύνολο του έργου του, μια τεράστια αυτοβιογραφία, συνιστά έναν μοναδικό στοχασμό πάνω στην αναζήτηση της συνάντησης του Εγώ με τον κόσμο. Συνάντηση που δεν επιτυγχάνεται ποτέ.
Οσο ζούσε ο Μπέρνχαρντ οι σκανδαλώδεις σχέσεις έλξης - απώθησης με την Αυστρία, τη χώρα που χρησιμοποίησε στα γραπτά του ως παράδειγμα παρακμής του δυτικού πολιτισμού, τον ενέταξαν στη μεγάλη λογοτεχνική παράδοση του Κάφκα, του Κράους και του Χόρβατ. Οταν το 1968 του απονεμήθηκε η υψηλότερη λογοτεχνική διάκριση του αυστριακού κράτους (Litteraturstaatspreis), διάλεξε να πει μπροστά στα μέλη της κυβερνήσεως:
«Είμαστε Αυστριακοί, είμαστε απαθείς. (...) Δεν έχουμε να πούμε τίποτα πέρα από αυτό: είμαστε άθλιοι και η ίδια μας η εικόνα μας κάνει βορά μιας φιλοσοφικής, οικονομικής, μηχανικής ομοιομορφίας. (...) Κατοικούμε τα τραύματά μας, φοβόμαστε, έχουμε κάθε δικαίωμα να φοβόμαστε, βλέπουμε ήδη, ακόμη και αν είναι από μακριά θολό, το τεράστιο περίγραμμα του φόβου. (...) Δεν αξίζει να ντρεπόμαστε, δεν είμαστε όμως τίποτα και δεν αξίζουμε τίποτα άλλο από το χάος». Ο κύκλος των σκανδάλων έκλεισε με την τελική διά της διαθήκης του απαγόρευση οποιασδήποτε χρήσης του έργου του από το αυστριακό κράτος.
Ο Μπέρνχαρντ θεωρούσε τη γερμανική γλώσσα «επιτηδευμένη, αδέξια, φριχτή· γλώσσα φοβερή που σκοτώνει ό,τι ελαφρύ και υπέροχο». Οντας ο ίδιος, καθώς έλεγε, «μουσικό ον», δημιούργησε έναν λεκτικό ρυθμό με τη χρήση λέξεων που επανέρχονται με τον τρόπο των λάιτ μοτίβ αποδίδοντάς της μια πλαστική μουσικότητα. Πίστευε ότι ο μόνος τρόπος επιβίωσης από λεπτό προς λεπτό είναι η οργάνωση του δικού μας χάους.
Ο Μπέρνχαρντ κατόρθωσε να οργανώσει και να περιγράψει με επιστημονική σχεδόν ακρίβεια αυτό το χάος με μια αενάως επαναληπτική γραφή, σπειροειδώς ελισσόμενη αποτύπωση μιας ασθμαίνουσας αναπνοής. Δεν είναι τυχαία η σύσταση του Βασίλη Τομανά, μεταφραστή αρκετών έργων του από τις εκδόσεις Εξάντας, στον πρόλογο της κωμωδίας «Παλιοί Δάσκαλοι»: «Στην προκειμένη περίπτωση το κείμενο είναι καταγραφή προφορικού λόγου. Γι' αυτό ίσως είναι καλό να διαβάσει ο αναγνώστης το βιβλίο φωναχτά».
Η ανάγνωση των κειμένων του Μπέρνχαρντ είναι υπόθεση ελκυστική αλλά και δύσκολη καθώς είναι σαν να προσεγγίζει κανείς μια φράση κλειστή στον εαυτό της. Ο ίδιος ο συγγραφέας ζούσε «εντοιχισμένος», «έγκλειστος» στο κτήμα του Ολσντορφ της Αυστρίας και αντλούσε από τη δημιουργικότητα της «προσωπικής» του μοναξιάς συνθέτοντας το πορτρέτο ενός σύγχρονου μισάνθρωπου που απέφευγε τις προκλήσεις του κόσμου χρησιμοποιώντας το σπίτι σαν φρούριο:
«Οταν γράφω προτιμώ να είμαι μονάχος. Πρόκειται ουσιαστικά για μια ιδανική κατάσταση. Το σπίτι μου είναι στην πραγματικότητα μια τεράστια φυλακή. Μου αρέσει πολύ αυτό. Οσο γίνεται γυμνοί τοίχοι. Κρύα και γυμνά. Αυτό επηρεάζει θετικότατα τη δουλειά μου.
Τα βιβλία ή ό,τι άλλο γράφω είναι παρόμοια με αυτό στο οποίο κατοικώ. Σκέφτομαι μερικές φορές ότι τα ξεχωριστά κεφάλαια ενός βιβλίου είναι όπως τα ξεχωριστά δωμάτια σε αυτό το σπίτι. Οι τοίχοι έχουν ζωή. Οι σελίδες είναι σαν τοίχοι. Και αυτό είναι αρκετό, φτάνει μόνο να τις κοιτάξεις με προσοχή. Οταν παρατηρείς έναν λευκό τοίχο, συνειδητοποιείς πως δεν είναι λευκός ούτε γυμνός. (...) Σε έναν τοίχο ανακαλύπτεις ρωγμές, μικρά σκασίματα, ανωμαλίες, ζωύφια. Πράγματι τοίχος και σελίδα βιβλίου είναι σχεδόν απολύτως όμοια. (...)» (μετάφραση Β. Τομανά, από τον πρόλογο στην Αυτοβιογραφία, Εξάντας, 1995).
Το κτήμα στο Ολσντορφ το αγόρασε ο μελλοντικός ερημίτης του με τα χρήματα του βραβείου Ιούλιους Κάμπε για το βιβλίο του «Παγωνιά». Διακατεχόμενος, όπως και ο φιλόσοφος Βιτγκενστάιν σημαντική επιρροή στο έργο του , από την ιδέα του ιδανικού σπιτιού, ο Μπέρνχαρντ συμμετείχε στην κατασκευή του σπιτιού επιβλέποντας και την τελευταία λεπτομέρεια. Το σπίτι, όπως ακριβώς και στον Βιτγκενστάιν, λειτουργεί ως αντικατοπτρισμός ενός νοητικού χώρου. Η παντελής έλλειψη διακοσμητικών αντικειμένων, με έντονη όμως την παρουσία εργαλείων απομακρυσμένων πια από τη χρήση τους, μετατρέπει τον χώρο σε ένα ιδιότυπο μαυσωλείο. Η αυστηρότητα του χώρου αγγίζει τα όρια της πνευματικότητας.
Στο σπίτι αυτό ο συγγραφέας άφησε την τελευταία του πνοή τον Φεβρουάριο του 1989. Σύμφωνα με τη θέληση του ίδιου του συγγραφέα, η ανακοίνωση του θανάτου του έγινε δύο ημέρες μετά την ταφή του, δύο ημέρες μετά τον αναπόδραστο πλέον εντοιχισμό του στο τελευταίο του φρούριο, στο νεκροταφείο της Βιέννης.
Οταν στη μεγάλη μεταφραστική κίνηση των τελευταίων χρόνων στη χώρα μας εντοπίζεται η συστηματική μετάφραση κειμένων του ίδιου συγγραφέα και μάλιστα από τον ίδιο μεταφραστή, τότε σημαίνει ότι κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί τόσο το έργο αυτό καθαυτό όσο και η αναμέτρηση με το γλωσσικό ύφος του συγκεκριμένου συγγραφέα. Η περίπτωση του Τόμας Μπέρνχαρντ είναι ακριβώς αυτή.
Οι πρώτες εμφανίσεις του έργου του Τόμας Μπέρνχαρντ στην Ελλάδα οφείλονται στον Αλέξανδρο Ισαρη, ο οποίος μετέφρασε το μυθιστόρημα «Μπετόν» το 1987 για τις εκδόσεις Αξιός/Β, και στον Δημήτρη Βάρσο, που απέδωσε στα ελληνικά τον «Ανιψιό του Βιτγκενστάιν» για τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας το 1989. Τέσσερα χρόνια μετά οι εκδόσεις Αγρωστις παρουσιάζουν «Το ασβεστοκάμινο» σε μετάφραση Ιακώβου Κοπερτί. Αμέσως μετά τη σκυτάλη παρέλαβε ο Βασίλης Τομανάς, ο οποίος έχει μεταφράσει ως σήμερα τρία σημαντικά έργα του Τόμας Μπέρνχαρντ για τις εκδόσεις Εξάντας.
Πρόκειται για την κωμωδία όπως ο ίδιος ο συγγραφέας τη χαρακτηρίζει «Παλιοί Δάσκαλοι», κωμωδία της τέχνης, των καλλιτεχνών, των συγγραφέων, των φιλοσόφων και των συνθετών, που λειτουργεί ως απομυθοποίηση του θαυμασμού απέναντι στους δημιουργούς.
Η μεταφορά στα ελληνικά της «Αυτοβιογραφίας» αποτελεί συνεισφορά στην προσέγγιση του βιεννέζου συγγραφέα, όπως και η πρόσφατη έκδοση του μυθιστορήματος
«Ξύλευση», βιβλίου που προκάλεσε ένα από τα σκάνδαλα της ζωής του Μπέρνχαρντ καθώς ένας παλιός του φίλος, ο συνθέτης Γκέρχαρντ Λάμπερσμπεργκ, αναγνωρίζει τον εαυτό του στο πρόσωπο του Αουερσμπεργκ, από τους κεντρικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Το βιβλίο αυτό, καυστική αναφορά στην κοσμική και καλλιτεχνική Βιέννη, αποτελεί μία από τις παρακαταθήκες της ιδιόρρυθμης και απελπισμένης σχέσης του συγγραφέα με την πραγματικότητα.
Η θεατρική τύχη του Τόμας Μπέρνχαρντ στην ελληνική σκηνή έχει γνωρίσει δύο σημαντικές σκηνικές αναγνώσεις. Η παράσταση του έργου «Ρίτερ, Ντένε, Φος», πολύτιμη στιγμή στη ζωή της Νέας Σκηνής του Λ. Βογιατζή το 1991, συνιστά έναν από τους βασικούς διαύλους επικοινωνίας του ελληνικού κοινού με τον συγγραφέα. Επίσης τον Δεκέμβριο του 1994 το Θέατρο Τέχνης παρουσίασε το έργο «Μινέτι», όπου ο Γ. Λαζάνης ερμήνευσε τον κεντρικό ρόλο με όλη την κούραση, την απελπισία και τον τρυφερό σαρκασμό που αρμόζει στο ύφος του Μπέρνχαρντ.
Ευτυχή επικοινωνία με τον ίδιο τον συγγραφέα και τη στάση του απέναντι στο θέατρο αποτελεί το γεγονός ότι η πληρέστερη παρουσίαση του έργου του αλλά και της ζωής του σε ό,τι αφορά την ελληνική γλώσσα βρίσκεται στο βιβλίο - πρόγραμμα της Νέας Σκηνής που συνόδευε την παράσταση. Παράξενη επιβεβαίωση εκείνου που έλεγε ο ίδιος: «Εκτός από τα χρήματα, το θέατρο μου εξασφαλίζει πολύ απλά τη συνέχεια στις φιλίες, στις γνωριμίες, δηλαδή στη σχέση μου με τους ανθρώπους. Γιατί στο θέατρο, είτε το θέλεις είτε όχι, είσαι αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να συναντάς άλλους ανθρώπους».
* Στην ίδια σειρά θα κυκλοφορήσει και το μυθιστόρημα «Ο αποτυχημένος».
Στο βιβλίο του που τιτλοφορείται Οι παλιοί δάσκαλοι ο Μπέρνχαρντ καταθέτει την ποιητική του:
«Μόνο λαμβάνοντας συνεχώς υπόψη μας ότι δεν υπάρχει το ακέραιο και το ολοκληρωμένο, έχουμε τη δυνατότητα να εξακολουθήσουμε να ζούμε. Δεν ανεχόμαστε το ακέραιο και το ολοκληρωμένο. Πρέπει να ταξιδέψουμε στη Ρώμη για να διαπιστώσουμε ότι ο ναός του Αγίου Πέτρου είναι ένα κακόγουστο κατασκεύασμα, η Αγία Τράπεζα του Μπερνίνι μια αρχιτεκτονική αμβλύνοια… Πρέπει να ακούμε Μπαχ και να ακούμε πώς αποτυγχάνει, πρέπει να ακούμε Μπετόβεν και να ακούμε πώς αποτυγχάνει… Δεν αγαπούμε, ναι, τον Πασκάλ επειδή είναι ανήμπορος, επειδή σε όλη του τη ζωή έψαχνε αλλά δεν βρήκε… Αγαπούμε αληθινά μόνο τα βιβλία που δεν είναι ακέραια, που είναι χαοτικά, που είναι ανήμπορα. Κρεμόμαστε από έναν ανθρωπάκο, ναι, μόνο επειδή είναι εντελώς ανήμπορος και όχι ακέραιος, επειδή είναι χαοτικός και όχι ολοκληρωμένος. Ναι, λέγω, ο Ελ Γκρέκο, έστω, μα ο ανθρωπάκος δεν ήξερε να ζωγραφίσει χέρια! Το μυαλό πρέπει να είναι ένα μυαλό που ψάχνει, ένα μυαλό που ψάχνει τα λάθη, τα λάθη της ανθρωπότητας, ένα μυαλό που ψάχνει την αποτυχία…».
Πηγή : http://www.tovima.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου