Η μακρόσυρτη περίοδος της οικονομικής κρίσης που διανύουμε είναι ικανή να στερήσει από τους νέους τη δυνατότητα να ασκήσουν το επάγγελμα που επέλεξαν και να συρρικνώσει …
τα ελεύθερα κριτήρια επιλογής για την αναζήτηση εργασίας. Συχνά μάλιστα παρατείνει χρονικά ή και ακυρώνει την εύρεση δουλειάς ακόμη και με μηδαμινά κριτήρια. Ώριμοι άνθρωποι που έχουν μία σταθερή δουλειά, για την οποία εργάστηκαν επί χρόνια με συνέπεια μπορεί εύκολα να τη χάσουν. Τέλος, πολλοί εργαζόμενοι παραμένουν με χαμηλή αμοιβή, και μερικές φορές με κακές εργασιακές συνθήκες, σε μία «κατ’ ανάγκη εργασία», δηλαδή σε μια δουλειά ανεπιθύμητη, που τους ταλαιπωρεί, γιατί γνωρίζουν πως δεν υπάρχουν πρόσφορες εναλλακτικές λύσεις. Οι ατομικές και κοινωνικές βιοποριστικές συνέπειες των καταστάσεων αυτών έχουν απασχολήσει εκτενέστατα το δημόσιο λόγο. Δεν έχουν τύχει της ίδιας προσοχής όμως οι συνέπειες που δημιουργούν για το ίδιο το άτομο και την ψυχική του υγεία.
Η κατ’ ανάγκη εργασία και φυσικά η ίδια η ανεργία, πρωτίστως, υπονομεύουν την ψυχική ευεξία των ατόμων, το πόσο καλά νιώθουν γενικά, το πόσο ικανοποιημένα είναι από τον εαυτό τους, τα χαρίσματα και τις ικανότητες τους. Γλαφυρή και γι’ αυτό πιο κατανοητή εικόνα της υπονομευμένης ψυχικής ευεξίας μας δίνει η ακραία περίπτωσή της, κατά την οποία παρατηρείται μαρασμός ενεργητικότητας και κινήτρων για δημιουργία, αποδεκατισμός ενδιαφερόντων, στόμωση διάθεσής για σχεδιασμό της απλής καθημερινότητάς αλλά και του αύριο, έκπτωση στόχων και αφαίμαξη κάθε προσπάθειας για την πραγματοποίησή τους. Τα άτομα δεν μπορούν να νιώσουν υπερηφάνεια ούτε καν για τα πολύ-καλά αποτελέσματα των έργων τους. Δεν τα αποδέχονται ως τεκμήρια των ικανοτήτων τους. Οι επιπτώσεις αυτές μπορεί να εμφανιστούν με ήπιο, μέτριο ή έντονο βαθμό, μεμονωμένα, αλληλοδιαδόχως ή παράλληλα. Όταν, σπάνια, συνδράμουν όλες μαζί, τα άτομα μοιάζουν με παροπλισμένα πλοία, άδεια-χωρίς φορτίο, καύσιμα, ρότα και πυξίδα και χρειάζονται κλινική αντιμετώπιση.
Τα φαινόμενα της κατ’ ανάγκη εργασίας και της ανεργίας πλήττουν επίσης την ψυχολογική προσαρμογή του ατόμου στο κοινωνικό του περιβάλλον. Η προσαρμογή έχει να κάνει με τη δυνατότητά του να αλληλεπιδρά ακώλυτα και γόνιμα με τους γύρω του προκειμένου να φέρει κάποιο ωφέλιμο αποτέλεσμα, που μπορεί να είναι χρηματική αμοιβή, υλικό και πρακτικό αγαθό ή υπηρεσία αλλά και άυλο, ψυχολογικό αγαθό, όπως συναισθηματική ικανοποίηση, θαυμασμός, αγάπη και κοινωνικό γόητρο. Το αίσθημα κοινωνικού γοήτρου προκύπτει από την αναγνώριση που μας χαρίζουν οι συνάνθρωποί μας, επιβραβεύοντάς μας για «αυτό που είμαστε», για τα χαρίσματά, τις ικανότητες, και τα έργα που συνθέτουν την ταυτότητά μας. Ο φόβος της απώλειας της εργασίας που κατατρύχει τον κατ’ ανάγκη εργαζόμενο και φυσικά η ίδια η ανεργία, μπορεί να καταστήσει τα άτομα αυτά σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό δυσπροσαρμοστικά.
Στην περίπτωση μεγάλης
δυσπροσαρμοστικότητας, τα άτομα χάνουν την ικανότητά τους να
αντιλαμβάνονται τι πραγματικά οι άλλοι προσδοκούν από αυτά (έλλειμμα ευαισθησίας και διάκρισης),
ερμηνεύουν μονολιθικά ό,τι τους ζητείται ή τους λέγεται, π.χ. μόνο
προσωπικά ή συναισθηματικά ή μόνο πρακτικά ή με μεικτό τρόπο αλλά χωρίς
να μπορούν να διακρίνουν το προσωπικό από το πρακτικό. Ταυτόχρονα,
δυσκολεύονται να κρίνουν ποια είναι η κατάλληλη, η αναμενόμενη και
επιθυμητή για τον άλλο συμπεριφορά και να την εκτελέσουν. Εξ αιτίας
αυτού, η επικοινωνία π.χ. με τους συναδέλφους, γίνεται μετ’ εμποδίων,
είναι αναποτελεσματική και δυσάρεστη. Τα εργασιακά λάθη του ατόμου
πολλαπλασιάζονται, η δημιουργικότητά του μειώνεται και αρχίζει να
διεκπεραιώνει τυπικά, παρά να παράγει δημιουργικά.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κατ’ ανάγκη
εργαζόμενος δεν εισπράττει από τη δουλειά του τίποτε άλλο πέρα από την
πενιχρή του χρηματική αμοιβή. Δεν νιώθει δηλαδή, ευχαρίστηση από την
αλληλεπίδραση με τους συναδέλφους, δεν εκφράζεται μέσα από τη εργασία
του και κυρίως δεν εισπράττει αναγνώριση, άμεσα, γι’ ό,τι κάνει στη
δουλειά του και έμμεσα, για ό,τι είναι σαν άνθρωπος. Για τον άνεργο τα
πράγματα είναι δραματικότερα, γιατί χάνει το κοινωνικό πεδίο χάρη στο
οποίο μπορούσε να εκφραστεί μέσα από τη δουλειά του, να νιώσει
ικανοποίηση για ό,τι έκανε ως εργαζόμενος, αναγνώριση και αποδοχή. Η
ανεργία ουσιαστικά στερεί από τους ανθρώπους τη σκηνή στην οποία μπορούν
να επιδείξουν τις ικανότητες και τα έργα τους και να εισπράξουν το
χειροκρότημα της επιδοκιμασίας, να νιώσουν πόσο «καλοί και άξιοι»
είναι. Άνεργοι, σαν «ηθοποιοί» που έχασαν το ρόλο και τη σκηνή τους,
νιώθουν απαξιωμένοι.
Η αυτοεκτίμησή τους ταπεινώνεται και οι
διαπροσωπικές τους δεξιότητες, μέσα από τις οποίες έφερναν εργασιακά
αποτελέσματα, αμβλύνονται ή αντίθετα οξύνονται στρεβλά και υπερβολικά.
Επί παραδείγματι, ορισμένοι αποσύρονται, «κλείνονται στο εαυτό τους» και
χάνουν το ενδιαφέρον για κοινωνική συναναστροφή ή γίνονται ιδιαίτερα
επιλεκτικοί ως προς αυτήν, αποφεύγοντας την έκθεση σε πιθανές
επικριτικές παρέες. Άλλοι γίνονται υπερβολικά ομιλητικοί και αφύσικα
εξωστρεφείς σαν να διεκδικούν δια της βίας την επιδοκιμασία του κοινού
που έχασαν με την απόλυση τους.
Εμμέσως, μέσω των επιπτώσεων στην
ψυχική ευεξία και την προσαρμοστικότητα, είναι δυνατόν να ανακύψουν με
επαναληπτική περιοδικότητα σωματικές παθήσεις, άλλες ήπιες και σχετικά
ανεκτές και άλλες απειλητικότερες κι επικίνδυνες. Σε κάθε περίπτωση,
πρέπει πρώτα να διερευνάται η οργανική βάση της κάθε εκδήλωσης και να
θεραπεύεται ανάλογα. Κατόπιν, πρέπει να επιχειρείται η πιθανότητα
ψυχικής αιτιολόγησης που συνήθως έχει να κάνει με τις συνειδητές
δυσλειτουργίες της ψυχικής ευεξίας και προσαρμοστικότητας. Άλλες φορές
πάλι δεν είναι παρά η ασυνείδητη προσπάθεια του ατόμου να εκμαιεύσει
την έγνοια του ίδιου-του του εαυτού, μα και του περίγυρού του. Επίσης,
ρίχνει το απατηλό (ή και πραγματικό) προπέτασμα της ασθένειας πάνω από
το προσωπικό αίσθημα αποτυχίας που φέρνει η ανεργία, έτσι ώστε ο μεν
περίγυρος να δείχνει συμπάθεια, ο δεν εαυτός να μην πληγώνεται.
Οι επιπτώσεις της ανεργίας και της κατ’
ανάγκην εργασίας παρουσιάζονται αργά ή γρήγορα και με διαφορετική
ένταση είτε σε έναν είτε και στους τρεις τομείς που προαναφέρθηκαν
(ψυχική ευεξία, προσαρμοστικότητα και σωματικά συμπτώματα) είτε σε
συνδυασμό τους. Εύλογα, γεννάται το ερώτημα κατά πόσον μπορούν τα άτομα
να προσαρμοστούν με επιτυχία σε αυτά τα ανατρεπτικά και συχνά
απρόβλεπτης διάρκειας γεγονότα ζωής. Πρώτη και κύρια αντικειμενική
προϋπόθεση, στην οιαδήποτε δυνατότητα επιτυχημένης ψυχολογικής
αντίδρασης και προσαρμογής, αποτελεί η ύπαρξη ενός ελάχιστου
υποστηρικτικού για το άτομο κοινωνικού περιβάλλοντος για την περίοδο της
ανεργίας ή της κατ’ ανάγκη εργασίας. Η προϋπόθεση αυτή είναι
απαραίτητη, γιατί ο φόβος απώλειας της εργασίας ή η ίδια η απώλεια της,
όχι μόνο δημιουργούν βιοποριστικό αδιέξοδο αλλά κατακλύζουν τη σκέψη και
τα συναισθήματα του ατόμου, μη αφήνοντάς του κανένα περιθώριο να
αντιδράσει με νηφαλιότητα και να συναγείρει τις δυνάμεις του για να
αντιδράσει προσαρμοστικά. Ο ρόλος του ελάχιστου αυτού υποστηρικτικού
κοινωνικού περιβάλλοντος είναι να δημιουργήσει χρόνο ασφάλειας ώστε το
άτομο να μπορέσει να ορθοποδήσει. Επειδή μάλιστα, η κοινωνία αποδέχεται
πως το φαινόμενο της ανεργίας είναι κατά μέγα μέρος δική της ευθύνη,
επιχειρεί να διασφαλίσει ότι ο πολίτης της δεν θα περιθωριοποιηθεί
κοινωνικά ούτε θα αλλοτριωθεί ψυχολογικά όσο είναι άνεργος λαμβάνοντας
μέτρα όπως τα επιδόματα ανεργίας, η υγειονομική περίθαλψη, η βοήθεια και
συμβουλευτική στην εύρεση εργασίας, η ψυχολογική στήριξη, η
επανεκπαίδευση και οι ποικίλες δομές υποστήριξης των ανέργων. Φυσικά, η
πολύτιμή, αν και ψυχρή αυτή υποστήριξη, δεν έχει τη βαρύτητα της θερμής
υποστήριξης που ταυτόχρονα μπορεί να προσφέρει, η οικογένεια και το
φιλικό περιβάλλον.
Οι στρατηγικές επιτυχούς προσαρμογής προς τις ψυχικές συνέπειες της ανεργίας.
Εφόσον λοιπόν υφίσταται γύρω από το άνεργο άτομο ή το άτομο που
εργάζεται υπό δυσμενείς συνθήκες, το ελάχιστο δίχτυ ασφαλείας που
προσφέρει η κοινωνία, μπορούμε να μιλήσουμε για τρεις τουλάχιστον
βασικές αρχές των στρατηγικών επιτυχημένης αντίδρασης έναντι των ψυχικών
επιπτώσεων των φαινομένων της ανεργίας. Οι αρχές αυτές αφορούν το ίδιο
το άτομο ή και τον κλινικό ψυχολόγο, ψυχοθεραπευτή ή ψυχίατρο που το
συνδράμει στην προσπάθεια του να ανανήψει.
Η πρώτη αρχή επιβάλει την
συνειδητοποίηση από τον κατ’ ανάγκη εργαζόμενο ή τον τωρινό άνεργο ότι
και «κάτι άλλο μου έχει συμβεί» πέρα από τα προβλήματα βιοπορισμού που
φέρνει η ανεργία ή η πίεση που δημιουργεί ή κατ’ ανάγκη εργασία. Το
άτομο δηλαδή, πρέπει να ψηλαφίσει τις σκέψεις του, τα συναισθήματά του,
τις αντιδράσεις του αλλά και τα σωματικά του συμπτώματα και να
αποδεχθεί, ότι ενδεχομένως έχει πληγεί η ψυχική του ευεξία και η
προσαρμοστικότητά του. Οι παραπάνω μικρές περιγραφές των δύο αυτών
λειτουργιών κάπως συνδράμουν, χωρίς φυσικά να επαρκούν προς την
κατεύθυνση αυτή. Μέσα από τη συνειδητοποίηση, αυξάνεται η πιθανότητα το
άτομο να αποκτήσει κίνητρο να βοηθήσει τον εαυτό του ενεργητικά. Για το
λόγο αυτό θεωρείται ότι η εκπλήρωση της πρώτης αρχής αποτελεί το ήμισυ
σχεδόν της προσπάθειας υγιούς προσαρμογής έναντι των επιπτώσεων των
φαινομένων της ανεργίας.
Η δεύτερη αρχή επιβάλει στο άτομο να
ανασύρει από το παρελθόν του ή να υιοθετήσει επιθυμητές δραστηριότητες,
ως υποκατάστατα της εργασίας του, μέσα από τις οποίες θα μπορέσει να
συνεχίσει να εκφράζεται δημιουργικά και να εισπράττει αναγνώριση και
επιβραβεύσεις, τόσο για ό,τι κάνει (μέσα από την έκφραση χαρισμάτων,
δεξιοτήτων και ικανοτήτων), όσο και για ό,τι είναι σαν άνθρωπος. Δεν
είναι αναγκαίο οι δραστηριότητες αυτές να είναι ανάλογες της πρώην
εργασίας του ατόμου. Καλό είναι όμως να είναι «προνομιούχες» γι’ αυτό,
ώστε να είναι λίγο πολύ βέβαιο ότι παίζει σε «φιλικό γήπεδο», ότι το
έργο που παράγει εξασφαλίζει τις επιβραβεύσεις και την αναγνώριση των
άλλων.
Επίσης, τα μέλη των δικτύων στα οποία
αναπτύσσονται οι δραστηριότητες καλό είναι να αποτελούν νέες γνωριμίες
και να βρίσκονται λίγο πολύ στο ίδιο ή λίγο κατώτερο επίπεδο από το
άτομο, ως προς τη δραστηριότητα. Η τρίτη αρχή προτρέπει το άτομο να
κάνει σχέδια βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα για τις δραστηριότητές του,
περιλαμβάνοντας σε αυτά και άλλους ανθρώπους με τους οποίους θα πρέπει
να έρχεται σε συνεννόηση για να εκτελεί τις δραστηριότητες. Σε δεύτερη
φάση, το άτομο θα πρέπει ακόμη να ενθαρρύνεται να σκέφτεται το μέλλον
του με πρακτικό και συγκεκριμένο τρόπο χρησιμοποιώντας μάλιστα κάθε
είδους πόρους που του είναι διαθέσιμοι.
Είναι θεμελιώδες να
τονίσουμε ότι καμία από τις παραπάνω τρεις αρχές (και άλλες που δεν
αναφέραμε) δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά εάν το άτομο δεν
χαίρεται την πλήρη και άνευ όρων αποδοχή του οικογενειακού του
περιβάλλοντος ή των ανθρώπων εκείνων που εκείνο θεωρεί σημαντικά για τη
ζωή του. Τούτο σημαίνει ότι οι σημαντικοί για το δοκιμαζόμενο άτομο
άνθρωποι δεν θα πρέπει να πολλαπλασιάζουν το άγχος, την αγωνία και τους
φόβους του μηρυκάζοντας τες μέσα από συναισθηματικά φορτισμένες
συζητήσεις. Όσο κι αν αυτό είναι κατανοητό – η ανεργία έχει συνέπειες
για όλη την οικογένεια – θα πρέπει να συνειδητοποιηθεί, ότι με αυτόν τον
τρόπο, άθελά τους, επαναλαμβάνουν την αποδοκιμασία που το άτομο
εισέπραξε χάνοντας τη δουλειά του! Αντίθετα, θα πρέπει με τη στάση τους
να του υπενθυμίζουν πόσο πολύτιμος είναι γι’ αυτούς και πόσο τα
χαρίσματά του και η δουλειά του έχουν συμβάλει στη ζωή τους. Πράγματι,
και το συλλογικό άγχος πρέπει κάπως να εκτονωθεί. Καλό είναι όμως αυτό
να γίνεται με νηφάλιο, μη συναισθηματικά φορτισμένο σχεδιασμό και
εστίαση στο μέλλον.
Καθηγητή Ψυχολογίας των Διαπροσωπικών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Πηγή : boro.gr – enikos.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου