Ημιμάθεια που όμως περιβάλλεται από
έναν αδιευκρίνιστο μανδύα εξειδίκευσης, αδιαφανής χρήση της οπτικής
γωνίας και μεταμόρφωσή της σε «κοινή λογική», που είτε τη δέχεσαι ως
οπαδός της, είτε ονομάζεσαι αρνητής της, ευχέρεια στο χειρισμό των νέων
μέσων, εμπάθεια που μεταμφιέζεται σε πάθος. Αυτές είναι οι βασικές
οδηγίες χρήσης του δημοσιολόγου, οι βασικές του λειτουργίες.
Στις
αρχές Δεκεμβρίου 2013 η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου κλήθηκε να
μιλήσει στο 25ο Πανελλήνιο Συνέδριο για το AIDS. Αν κανέναν τον ξενίζει
το γεγονός της πρόσκλησης αυτής –η Τριανταφύλλου δεν είναι και ο πρώτος
άνθρωπος που σου έρχεται στο νου ως ιδανική ομιλήτρια σε ένα συνέδριο
για το AIDS–, την ίδια δεν φαίνεται να την πτόησε. Γιατί η Τριανταφύλλου
είχε μόλις διαβάσει ένα δημοφιλές και εκλαϊκευτικό βιβλίο για τους
αρνητές του AIDS, την περίληψη του οποίου ήταν πολύ πρόθυμη να δώσει στο
κοινό της. Ήταν, ως εκ τούτου, πλέον, εκτός των άλλων, μια ειδικός και
για την ασθένεια του αιώνα.
Το κείμενο της, που δημοσιεύθηκε αμέσως
μετά σε ηλεκτρονικό περιοδικό του βιβλίου, αξίζει να προσεχτεί όχι τόσο
για όσα γράφει περί αρνητών του AIDS.[1] Στην καλύτερη περίπτωση είναι πασίγνωστα, ενώ στη χειρότερη είναι μάλλον απλοϊκά και λιγάκι άψαχτα.[2] Το κείμενο αξίζει, όπως μερικοί ήδη θα το φαντάστηκαν, για τη γυριστή που επιφυλάσσει στο τέλος.
Διότι, αν η Τριανταφύλλου ξεκινά
αναπαράγοντας τα πανθομολογούμενα, οικτίροντας ως θεωρία συνωμοσίας το
επιχείρημα ότι το AIDS δεν υφίσταται (ιδέα όντως αστήριχτη εντελώς, αλλά
και εγκληματικά ανεύθυνη), και γενικά καταγγέλει, με το καπέλο της
οπαδού του Διαφωτισμού, όλες αυτές τις θεωρίες ως συλλήβδην
οπισθοδρομικές και αδιαφώτιστες, κάπου στη μέση του κειμένου της ο
στόχος μετασχηματίζεται. Για την άρνηση του AIDS και για την εξάπλωση
του ιού στην υποσαχάρια Αφρική ευθύνονται, μας λέει, τα παγκόσμια
«“παλαβά” πολιτικά άκρα». Λίγες γραμμές αργότερα, το «φταίνε τα άκρα»
μετονομάζεται. Οι απόψεις των αρνητών γνώρισαν, λέει η Σώτη, «επιτυχία
στους κύκλους των συνωμοσιολόγων της άκρας Αριστεράς».
Όπως καταλάβατε, και σε αυτή την υπόθεση,
επιστρατεύεται το γνωστό σχήμα με το οποίο περιοδεύει τον τελευταίο
καιρό η συγγραφέας: για οποιοδήποτε κακό φταίει η πολιτική ανωριμότητα
κάποιων → φταίνε τα πολιτικά άκρα → φταίει η άκρα Αριστερά → [φταίει ο
ΣΥΡΙΖΑ]. Το τελευταίο, για να είμαστε και δίκαιοι, δεν εκστομίστηκε από
το βάθρο του πανελλήνιου συνεδρίου για το AIDS – έχει και η
αναξιοπρέπεια τα όριά της. Η ρητορική θέση και το πλαίσιο εκφοράς όμως
είχαν στόχο ακριβώς αυτό να υπονοήσουν.
Όταν πρωτοδιάβασα τη συγκεκριμένη
παρέμβαση της Τριανταφύλλου οργίστηκα. Όχι για την άγνοια, το θράσος και
την κακοήθεια κάποιου που ήθελε να κάνει μικροπολιτική με ένα θέμα τόσο
σοβαρό. Ούτε για το πόσο το κείμενο ήταν παράδειγμα αυτού που
υποτίθεται ότι κατέκρινε, δηλαδή παράδειγμα ημιμάθειας και ξερολισμού με
εσάνς πολιτικής απρέπειας. Αυτό που με ενόχλησε περισσότερο από όλα
ήταν η θέση που παίρνει αυτού του τύπου η στήριξη συγκεκριμένων θέσεων
στον ελληνικό δημόσιο διάλογο τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα στην
τελευταία εποχή της Κρίσης.
Διότι αυτό που εντυπωσιάζει σήμερα είναι η
ανάδυση ενός νέου τύπου σχολιαστή, που υπερβαίνει την οποιαδήποτε
προηγούμενή του εξειδίκευση και αρχίζει να γίνεται ειδικός για τα πάντα,
συνήθως με το επιχείρημα ότι εκφράζει την «κοινή λογική». Γράφει στα
μπλογκ, αρθρογραφεί, καλείται στα πάνελ ως εκπρόσωπος του εαυτού του,
συμμετέχει σε δημόσια στρογγυλά τραπέζια – όσο κι αν κάποτε, όπως, για
παράδειγμα, στην περίπτωση Τατσόπουλου, Χειμωνά, Δοξιάδη ή Κιντή,
συνεργάζεται με πολιτικές κινήσεις. Κι αυτό που προσφέρει δεν είναι
εξειδίκευση, και στη βάση αυτής ανάλυση μιας γενικότερης συνθήκης.
Τουναντίον, αυτό που ο συγκεκριμένος τύπος σχολιαστή πουλάει δεν είναι
ούτε η βαθιά γνώση, ούτε η ευρυμάθεια. Αλλά το ότι στη βάση μιας
βολικής, εύγλωττης και εύχρηστης ημιμάθειας, είναι διατεθειμένος να
συμμετάσχει στη δημόσια συζήτηση ώστε να καταλήξει εντέλει, όποιο κι αν
είναι το θέμα, να προσφέρει μια πολύ στενή πολιτική ατάκα εκφρασμένη με
εμμονή. Η ανάλυση των επιχειρημάτων λίγο μετράει. Αντίθετα, αυτό που
μετράει είναι η έμμονη επίκληση μιας υπερέννοιας (εκσυγχρονισμός,
ευρωπαϊκότητα, κεντροαριστερά, κακή Αριστερά, Έλληνες=μπαχαλάκηδες, δύο
άκρα, βία, ανώριμη ελληνική κοινωνία) πάνω στην οποία ο συγκεκριμένος
σχολιαστής έχει τσιμεντάρει προσωπικό στύλ. Ό,τι και να συζητιέται,
ξέρουμε όλοι πώς θα το πιάσει ο Ηλίας Κανέλλης, η Λένα Διβάνη, ο Πάσχος
Μανδραβέλης, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, ο Χρήστος Χωμενίδης. Αυτό που ο
συγκεκριμένος τύπος σχολιαστή πουλά δεν είναι έρευνα και γνώση, είναι
οπτική γωνία.
Αυτός ο νέος τύπος ειδικού αναλυτή
λειτουργεί ως συνέχεια του νέου τύπου δημοσιογράφου, αυτού που θα
ονόμαζα «δημοσιογράφος του ρόλου» και τον γνωρίζουμε από τις τηλεοπτικές
ειδήσεις. Ο δημοσιογράφος του ρόλου είναι αυτός που αναλαμβάνει να
τοποθετηθεί με συγκεκριμένη οπτική γωνία (την ίδια πάντα κάθε φορά),
ώστε να δοθεί μια επίφαση πολυφωνίας στο όλο τηλεοπτικό προϊόν. Αν όμως η
δουλειά του δημοσιογράφου του ρόλου είναι πια εντελώς ευδιάκριτη στο
κοινό του (που πλέον παρακολουθεί τις Ειδήσεις ως μικρά θεατρικά έργα), η
πιο εξευγενισμένη και λιγότερο διαυγής του εκδοχή είναι ο «ειδικός του
ρόλου», αυτός δηλαδή ο σχολιαστής που καλείται ως εξειδικευμένος για να
πουλήσει κι αυτός οπτική γωνία αλλά με καλύτερες περγαμηνές. Δεν μιλάμε
πια για δημοσιογράφο, αλλά για ό,τι θα ονόμαζα δημοσιολόγο. Στα αγγλικά
αναφέρεται ως pundit, μια λέξη που μπορεί να προέρχεται από τη
σανσκριτική λέξη για τον σοφό, καταλήγει όμως πλέον να έχει αρνητική
έννοια, δηλώνοντας τον φανατικό σχολιαστή. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο οι
pundits, οι δημοσιολόγοι, όσο και οι δημοσιογράφοι του ρόλου, ευδοκιμούν
σήμερα στο μιντιακό σύστημα της Αμερικής, όπου η θέση τους εξελίχθηκε
και διαμορφώθηκε σε συνδυασμό με τη γιγάντωση της ιδιωτικής καλωδιακής
τηλεόρασης και των νέων τεχνολογιών. Εδώ και μια εντυπωσιακή ειρωνεία:
μολονότι οι περισσότεροι Έλληνες δημοσιολόγοι διεκδικούν για τον εαυτό
τους το ρόλο «οργανικού διανοούμενου», και υπονοούν ότι μάχονται για μια
δυτικοευρωπαϊκού τύπου κουλτούρα δημοσίου διαλόγου, που δεν υπάρχει
στην υπανάπτυκτη Ελλάδα, ουσιαστικά κρύβουν ότι βοηθούν να δημιουργηθεί
κάτι πολύ διαφορετικό. Μια μιντιακή ζούγκλα της οπτικής γωνίας, ανάλογη
αυτής που καθορίζει το οικοσύστημα των ΜΜΕ, τη δημόσια σφαίρα και την
πολιτική σε χώρες όπως οι ΗΠΑ.
Τη θέση του στη δημόσια σφαίρα ο
δημοσιολόγος, βέβαια, την έχει κατακτήσει λόγω της προηγούμενής του
σχέσης με μια εξειδίκευση. Πανεπιστημιακοί, συγγραφείς, πρώην
οικονομολόγοι της ελεύθερης αγοράς, περίεργοι διαφημιστές, ένας δυο
μεταφραστές, ακόμα κι ένας σκηνοθέτης. Στη βάση των πρώην ρόλων τους,
όχι μόνο τώρα όλοι αυτοί δημοσιολογούν ως ειδικοί, αλλά και λαμβάνουν
θέσεις σε διοικητικά συμβούλια (οργανισμών με τους οποίους συχνά δεν
έχουν καμία σχέση) και διαβουλεύονται για την έξοδο της Ελλάδας από την
κρίση. Όμως, αν προσέξει κανείς το λόγο τους, σχεδόν ποτέ δεν
αναφέρονται σε εκείνη την προηγούμενή τους εξειδίκευση και δεν αντλούν
τα γενικότερα επιχειρήματά τους από την πιο ειδική τους σχέση με το
σύστημα γνώσης ή με την πολιτικοκοινωνική τους εμπειρία σε
συγκεκριμένους ρόλους. Αντίθετα, όταν έρθουν αντιμετωποι με ανθρώπους
που όντως το κάνουν αυτό, ο ρόλος των δημοσιολόγων φαίνεται ακόμα πιο
γυμνός. Γιατί έκανε τέτοια εντύπωση η πρόσφατη τηλεοπτική παρουσία
ανθρώπων όπως ο Γ. Κατρούγκαλος, η Δ. Κουτσούμπα και ο Δ. Πουλικάκος, σε
μια εκπομπή που εξειδικεύεται στη διαμόρφωση και χρήση των
δημοσιολόγων, την Ανατροπή του Πρετεντέρη; Η απάντηση δεν είναι
ότι αυτοί δεν είχαν πολιτική θέση ή/και κομματική ένταξη – είχαν.
Εντυπωσίασε όμως ότι ο λόγος τους βρέθηκε σε απόλυτη αντίστιξη με αυτόν
των δημοσιολόγων, ακριβώς επειδή ξεκινούσε από την εξειδίκευσή τους και
την κοινωνική τους εμπειρία στη βάση αυτής της εξειδίκευσης. Άκουγες
έναν συνταγματολόγο, μια συνδικαλίστρια αρχαιολόγο, έναν sui generis
ηθοποιό· και όχι μια πιωμένη αριστερομάχο, γνωστή και ως συγγραφέα.
Είναι σημαντικό ότι, αν δει κανείς ποιοι
ακριβώς είναι οι δημοσιολόγοι, καταλήγει ότι οι περισσότεροι από αυτούς
είναι άνθρωποι που πραγματικά απέτυχαν, στον τομέα τους, να φέρουν τον
καινούριο αέρα που υποτίθεται τώρα ευαγγελίζονται ότι με την κοινή τους
λογική φέρνουν στον δημόσιο λόγο. Στα γράμματα, στη δημοσιογραφία, στις
τέχνες, στην επιστήμη τους, οι περισσότεροι από αυτούς τους
δημοσιολόγους απέτυχαν, όταν έπρεπε, να φέρουν ανανέωση, ριζική
αναδιαμόρφωση και ουσιαστικά μαχητική σχέση με την κοινωνική
πραγματικότητα. Αυτό ακριβώς είναι που τώρα αποκρύπτουν. Αντιστέκεται
κανείς στον περίεργο ρόλο τους, όταν απλώς θυμίζει αυτή την
πραγματικότητα.
Τους αντιστέκεται, επίσης, όταν δεν
πέφτει στην πιο εξεζητημένη παγίδα που στήνεται με τη συνδρομή τους.
Γιατί η επέλαση των δημοσιολόγων έχει στόχο, εκτός των άλλων, να
μεταμορφώσει ολόκληρη τη δημόσια σφαίρα σιγά σιγά σε δημοσιολογική
αρένα. Το αποτέλεσμα είναι η υπονόμευση, εκ των έσω, και της
εξειδίκευσης και του ρόλου του οργανικού διανοούμενου, που (θέλουν πλέον
να) θεωρείται απλώς εκφραστής στενής μονομέρειας. Όλοι σήμερα
δημοσιολογούν στοχευμένα, σου λένε, δεν είμαστε μόνο εμείς που πουλάμε
οπτική γωνία και φανατισμό. Κι εσύ –ακόμα και με ένα κείμενο που μας
στοχεύει– το ίδιο δεν κάνεις;
Αξίζει κανείς να μην υποκύψει σε αυτό τον
εκβιασμό, κι αυτό ακριβώς προσπαθώ να δείξω εδώ. Υπενθυμίζοντας το
προφανές: αντιστέκεσαι σε όσους ομιλούν περί παντός και κάνουν ημιμαθές
κήρυγμα λες και μοιράζουν χάντρες σε ιθαγενείς, όχι με το να σταματάς να
μιλάς αλλά με το να δείχνεις τι αυτοί δεν κάνουν. Με το να
δείχνεις τι σημαίνει να οργίζεσαι για όσα σε αφορούν, να μιλάς γι’ αυτά
τα οποία γνωρίζεις, να αγωνίζεσαι γι’ αυτά τα οποία έχεις κατακτήσει,
και να κάνεις φορέα του λόγου σου όχι το κωλοπετσωμένο μικρόφωνο που
κάποτε καβάντζωσες, αλλά την ηθική ευθύνη που είσαι διατεθειμένος να
πάρεις όταν πραγματικά έχεις άποψη και πιστεύεις ότι πρέπει να τη
μοιραστείς.
[2] Η Τριανταφύλλου, για παράδειγμα, φαίνεται να συνδέει την εξάπλωση του AIDS στην υποσαχάρια Αφρική κατά κύριο λόγο με τους αρνητές της ασθένειας – αγνοώντας τη βασική βιβλιογραφία, που δίνει σαφώς μεγαλύτερο βάρος στους κοινωνιοοικονομικούς παράγοντες, στην ανακόλουθη πολιτική των δυτικών χωρών αλλά και των φαρμακευτικών εταιρειών, στην απροθυμία να στηριχθούν προγράμματα ενημέρωσης που να λαμβάνουν υπόψιν τους τις διαφορετικές πολιτισμικές συνήθειες στις χώρες της Αφρικής, και στο πλέγμα ντροπής και στίγματος γύρω από την ασθένεια. Δες Helen Epstein, The Invisible Cure: How We Are Losing the Fight Against AIDS in Africa, Νέα Υόρκη, 2007. Η Τριανταφύλλου αναφέρει την γνωστή περίπτωση της απολύτως λανθασμένης πολιτικής για το HIV του Τάμπο Μπέκι στην Νότιο Αφρική. Φαίνεται όμως να αγνοεί και την πολυπλοκότητα αυτής της περίπτωσης, και τα όρια της επιρροής της, και το ότι ο Μπέκι δεν ήταν ούτε «παλαβό πολιτικό άκρο» ούτε «άκρα αριστερά», και το ότι ενάντια στην πολιτική του για την επιδημία HIV/AIDS υπήρξε εξαρχής τεράστια αντίδραση ακόμα και εντός του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσσου.
___
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 25 (Ιανουάριος 2014)
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου