Υπό τον διαρκή χρηματοδοτικό εκβιασμό των δανειστών, η
κυβέρνηση υποβάλλει τη λίστα μέτρων- Σε διπλή δοκιμασία, εντός και
εκτός, οι κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις
Γιάννης Κιμπουρόπουλος
Στο τεστ κοπώσεως ενίοτε συμβαίνει και το «ατύχημα». Γι’ αυτό κι οι γιατροί είναι διαρκώς παρόντες και κατεβάζουν τον ασθενή από το διάδρομο, όταν η πίεσή του ανεβαίνει σε επικίνδυνα επίπεδα. Ειδάλλως, μετατρέπουν ένα σωτήριο διαγνωστικό μέσο σε φονικό όπλο. Οι δανειστές εξακολουθούν και αντιμετωπίζουν τη χώρα ως πολλαπλό εμφραγματία τον οποίο υποβάλλουν σε παρατεταμένο τεστ κοπώσεως, χωρίς φρένο και σημείο συναγερμού. Η μόνη σωτηρία για τον ασθενή είναι να πετάξει τα βύσματα από το σώμα του και να κατέβει μόνος του από τον διάδρομο.
Παρά τη βελτίωση του πολιτικού σαβουάρ βιβρ μετά την οκταμερή των Βρυξελλών και τη συνάντηση Μέρκελ-Τσίπρα στο Βερολίνο, οι «θεσμοί» πίσω από τους οποίους κρύβονται οι δανειστές συνέχισαν την ακραία δοκιμασία αντοχής προς την κυβέρνηση, με κύριο μοχλό τη χρηματοδοτική ασφυξία. Η ΕΚΤ εξακολουθεί να παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτό το παιχνίδι, υπενθυμίζοντας «ποιος κυβερνά αυτή την Ένωση». Η διπλή της απόφαση να διευρύνει την πρόσβαση των τραπεζών στον ELA κατά 1,3 δισ. ευρώ (στα 71,1 δισ.), αλλά ταυτόχρονα να τους «απαγορεύσει» τη συμμετοχή στις επόμενες εκδόσεις εντόκων γραμματίων περιέχει το σαφές μήνυμα: «στηρίζω τη ρευστότητα των τραπεζών ΜΟΥ και σφίγγω τη θηλιά στη ρευστότητα του δημοσίου ΣΑΣ».
Ο ρόλος του ΔΝΤ
Τον δεύτερο ρόλο στο βασανιστήριο του χρηματοδοτικού στραγγαλισμού τον παίζει το ΔΝΤ. Από το 2012, οπότε ενέκρινε το δεύτερο δάνειο περίπου 28 δισ. ευρώ, έχει διαθέσει στην Ελλάδα μέσω των εξευτελιστικών μνημονιακών αξιολογήσεων μόλις 8,2 δισ. ευρώ. Την τελευταία δόση την εκταμίευσε το καλοκαίρι του 2013. Έκτοτε, δεν έχει δώσει ούτε ευρώ, κι ας εξοφλείται κανονικότατα, έχοντας εισπράξει μέχρι σήμερα πάνω από 10 δισ. Μέχρι και το τέλος του 2018 έχει λαμβάνειν περίπου 16 δισ., έναντι 17 δισ. που είναι να δώσει ως υπόλοιπο δανείου.
Εν ολίγοις, όπως τα παίρνουμε τα δίνουμε, οπότε προκύπτει το ερώτημα αν όντως η Ελλάδα κερδίζει το παραμικρό από τον δανεισμό, εκτός από μια πρόσκαιρη ρευστότητα. Μόνο για φέτος το ΔΝΤ έχει λαμβάνειν 8,6 δισ. στην ώρα τους, χωρίς το ίδιο να δεσμεύεται να κάνει το ίδιο για το υπόλοιπο του δανείου. Επομένως, ο «εκβιασμός» που διατυπώθηκε από τον εκπρόσωπό του Ουίλιαμ Μάρεϊ ότι «μη εξόφληση οφειλής προς το ΔΝΤ σημαίνει διακοπή της χρηματοδότησης», οικονομικά τουλάχιστον, είναι άσφαιρος.
Εξού και η κυβέρνηση λογικά προειδοποίησε διά «κύκλων» της με το αυτονόητο: Αν οι δανειστές δεν αρχίσουν να εκταμιεύουν δόσεις του δανείου που εκκρεμούν από το 2014, σταματάμε την πληρωμή του χρέους». Εκ των υστέρων, η προειδοποίηση ανακλήθηκε με «διορθωτικό» non paper (σ.σ. η διά των non paper επικοινωνία, εκτός από αδιαφανής, καθίσταται και προβληματική και… γραφική). Ωστόσο, στον βαθμό που η προειδοποίηση έχει και επίσημα διατυπωθεί στην επιστολή Τσίπρα προς Μέρκελ, είναι σαφές ότι αφορά πρωτίστως το ΔΝΤ, στο οποίο αντιστοιχεί το μεγαλύτερο υπόλοιπο δανεισμού (17 δισ.). Από τους ευρωπαίους εταίρους τα «διεκδικούμενα» δεν είναι πάνω από 5 δισ., από τα οποία μάλιστα τα 3 δισ. δεν είναι καν δανεικά, αλλά οφειλόμενα και παρανόμως παρακρατούμενα από τους δανειστές (1,2 δισ. από το «λάθος» του ΤΧΣ που επέστρεψε στο EFSF και δικά του χρήματα συν 1,9 δισ. από τα κέρδη της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα). Κι όμως, ακόμη κι αυτά, οι «θεσμοί» τα εξαρτούν από την αξιολόγηση της λίστας μεταρρυθμίσεων, όπως κατέδειξε η απόφαση του Euro Working Group να παραπέμψει το κυβερνητικό αίτημα στο EFSF.
Η λίστα των μέτρων
Η κυβέρνηση επιχειρεί να «κόψει δρόμο» στο ναρκοθετημένο μαραθώνιο που της έχουν στρώσει οι δανειστές. Ενώ τα τεχνικά κλιμάκια «ανακρίνουν» εδώ και μέρες υπηρεσιακούς παράγοντες των υπουργείων στο Χίλτον, προκειμένου να κτίσουν μια εικόνα για το δημοσιονομικό κενό και το μακροοικονομικό σενάριο του έτους, το λεγόμενο Brussels Group εξετάζει από σήμερα, Σάββατο, τη λίστα των μεταρρυθμίσεων που κατάρτισε η κυβέρνηση. Αυτή θα αξιολογηθεί πιθανότατα μέχρι την Πέμπτη διαδοχικά από το Euro Working Group και το Eurogroup.
Από την αντίδραση των δανειστών θα εξαρτηθεί αν υπάρχει πραγματικά διάθεση για συμβιβασμό ή θα οδηγηθεί στα άκρα του το «πείραμα» με τη νέα κυβέρνηση. Οι ενδείξεις από τις συναντήσεις Τσίπρα στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο κλίνουν υπέρ ενός συμβιβασμού, η ποιότητα και η κατεύθυνση του οποίου θα κριθεί όχι μόνο από τυχόν εκταμιεύσεις δόσεων και από κάποια χρηματοδοτική χαλάρωση, αλλά και από την κατεύθυνση της λίστας μέτρων που υπέβαλε η κυβέρνηση.
Η λίστα αυτή τελεί υπό διπλή δοκιμασία, εξωτερική και εσωτερική. Η εξωτερική δοκιμασία, αυτή των δανειστών, αφορά κυρίως το δημοσιονομικό αποτύπωμα των μέτρων που προωθεί η κυβέρνηση. Ακόμη και με την αποδοχή ενός πρωτογενούς πλεονάσματος 1,5%, το δημοσιονομικό κενό του 2015 υπερβαίνει τα 3 δισ. ευρώ. Κι αν υποθέσουμε ότι αυτό, κουτσά στραβά, μπορεί καλυφθεί από πρόσθετα φορολογικά, αλλά «μη υφεσιακά» μέτρα (φοροδιαφυγή και ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων) τι θα γίνει με το αβυσσαλέο χρηματοδοτικό κενό περίπου 8 δισ. ευρώ; Αυτό θα μπορούσε να καλυφθεί μόνο αν, ως εκ θαύματος, το ΔΝΤ και οι λοιποί δανειστές κατέβαλλαν εντός του έτους το σύνολο των δανειακών υπολοίπων και αν η ΕΚΤ ανταποκρινόταν στην πίεση της κυβέρνησης για αύξηση -σχεδόν διπλασιασμό- της δυνατότητας έκδοσης εντόκων γραμματίων. Αλλά, ακόμη κι αυτές οι λύσεις έχουν ποικίλες παρενέργειες: στεγνώνουν το τραπεζικό σύστημα και αυξάνουν το αβίωτο χρέος.
Η πολιτική δοκιμασία
Η εσωτερική δοκιμασία για την κυβερνητική μεταρρυθμιστική λίστα είναι κυρίως πολιτική, αλλά δεν στερείται κι αυτή λογιστικού ενδιαφέροντος. Θα πρέπει να είναι διπλά πειστική έναντι της κοινωνίας και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ότι δεν περιέχει υποψία νέας λιτότητας, είτε διά περικοπών είτε μέσω φορολογίας, άμεσης ή έμμεσης. Θα πρέπει να μην απομακρύνεται έτι περισσότερο από τις προεκλογικές και προγραμματικές εξαγγελίες. Θα πρέπει να μην περιλαμβάνει δραματικές υποχωρήσεις από εμβληματικές δεσμεύσεις, όπως στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων. Και θα πρέπει να προβλέπει ένα minimum αναδιανομής του πλούτου, ώστε να χρηματοδοτηθούν κάποια στοιχειώδη μέτρα ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων.
Εκ πρώτης όψεως, το να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα και οι «έξω» και οι «μέσα» φαίνεται από δύσκολο έως αδύνατο. Οι μεταρρυθμιστικές «ανάγκες» των δανειστών και της κοινωνικής πλειοψηφίας στην Ελλάδα είναι εξ ορισμού ασύμβατες. Το μόνο που θα μπορούσε, κάπως, να τις γεφυρώσει είναι μια συμφωνία για ελάφρυνση του χρέους, με ισχύ από φέτος. Αλλά αυτό το κεφάλαιο δεν πρόκειται να ανοίξει πριν από το καλοκαίρι.
Στο μεταξύ, οι δανειστές οδηγούν στα άκρα του το τεστ κοπώσεως προς την κυβέρνηση. Την ώρα που εξορκίζεται η στάση πληρωμών και η κυβέρνηση αναγκάζεται να στραγγίξει κάθε διαθέσιμο ευρώ από το ευρύτερο Δημόσιο, ο επικεφαλής της Bundesbank και μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ Γενς Βάιντμαν προειδοποιεί την Αθήνα για «άτακτη χρεοκοπία». Και το ίδιο περίπου κάνουν αξιωματούχοι πολλών κυβερνήσεων, σταθερά ο Β. Σόιμπλε, το Bloomberg, η Wall Street Journal, η Bank of America και κάθε πικραμένος που διατυπώνει σενάρια κατάρρευσης ή ταπεινωτικής υποταγής.
Έτσι, το ενδεχόμενο «ατύχημα» πάνω στον διάδρομο του τεστ κοπώσεως εξελίσσεται σε προμελετημένη εξόντωση του ασθενούς. Ο οποίος έχει πάντα την επιλογή που περιγράψαμε στην αρχή. Να πετάξει τα βύσματα και να κατέβει από τον διάδρομο, για ν’ αποφύγει το έμφραγμα. Ας υποθέσουμε ότι αυτή την εναλλακτική υπαινίσσονται οι αναφορές υπουργών της κυβέρνησης στο ενδεχόμενο «ρήξης, εάν…».
Πηγή :
Γιάννης Κιμπουρόπουλος
Στο τεστ κοπώσεως ενίοτε συμβαίνει και το «ατύχημα». Γι’ αυτό κι οι γιατροί είναι διαρκώς παρόντες και κατεβάζουν τον ασθενή από το διάδρομο, όταν η πίεσή του ανεβαίνει σε επικίνδυνα επίπεδα. Ειδάλλως, μετατρέπουν ένα σωτήριο διαγνωστικό μέσο σε φονικό όπλο. Οι δανειστές εξακολουθούν και αντιμετωπίζουν τη χώρα ως πολλαπλό εμφραγματία τον οποίο υποβάλλουν σε παρατεταμένο τεστ κοπώσεως, χωρίς φρένο και σημείο συναγερμού. Η μόνη σωτηρία για τον ασθενή είναι να πετάξει τα βύσματα από το σώμα του και να κατέβει μόνος του από τον διάδρομο.
Παρά τη βελτίωση του πολιτικού σαβουάρ βιβρ μετά την οκταμερή των Βρυξελλών και τη συνάντηση Μέρκελ-Τσίπρα στο Βερολίνο, οι «θεσμοί» πίσω από τους οποίους κρύβονται οι δανειστές συνέχισαν την ακραία δοκιμασία αντοχής προς την κυβέρνηση, με κύριο μοχλό τη χρηματοδοτική ασφυξία. Η ΕΚΤ εξακολουθεί να παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτό το παιχνίδι, υπενθυμίζοντας «ποιος κυβερνά αυτή την Ένωση». Η διπλή της απόφαση να διευρύνει την πρόσβαση των τραπεζών στον ELA κατά 1,3 δισ. ευρώ (στα 71,1 δισ.), αλλά ταυτόχρονα να τους «απαγορεύσει» τη συμμετοχή στις επόμενες εκδόσεις εντόκων γραμματίων περιέχει το σαφές μήνυμα: «στηρίζω τη ρευστότητα των τραπεζών ΜΟΥ και σφίγγω τη θηλιά στη ρευστότητα του δημοσίου ΣΑΣ».
Ο ρόλος του ΔΝΤ
Τον δεύτερο ρόλο στο βασανιστήριο του χρηματοδοτικού στραγγαλισμού τον παίζει το ΔΝΤ. Από το 2012, οπότε ενέκρινε το δεύτερο δάνειο περίπου 28 δισ. ευρώ, έχει διαθέσει στην Ελλάδα μέσω των εξευτελιστικών μνημονιακών αξιολογήσεων μόλις 8,2 δισ. ευρώ. Την τελευταία δόση την εκταμίευσε το καλοκαίρι του 2013. Έκτοτε, δεν έχει δώσει ούτε ευρώ, κι ας εξοφλείται κανονικότατα, έχοντας εισπράξει μέχρι σήμερα πάνω από 10 δισ. Μέχρι και το τέλος του 2018 έχει λαμβάνειν περίπου 16 δισ., έναντι 17 δισ. που είναι να δώσει ως υπόλοιπο δανείου.
Εν ολίγοις, όπως τα παίρνουμε τα δίνουμε, οπότε προκύπτει το ερώτημα αν όντως η Ελλάδα κερδίζει το παραμικρό από τον δανεισμό, εκτός από μια πρόσκαιρη ρευστότητα. Μόνο για φέτος το ΔΝΤ έχει λαμβάνειν 8,6 δισ. στην ώρα τους, χωρίς το ίδιο να δεσμεύεται να κάνει το ίδιο για το υπόλοιπο του δανείου. Επομένως, ο «εκβιασμός» που διατυπώθηκε από τον εκπρόσωπό του Ουίλιαμ Μάρεϊ ότι «μη εξόφληση οφειλής προς το ΔΝΤ σημαίνει διακοπή της χρηματοδότησης», οικονομικά τουλάχιστον, είναι άσφαιρος.
Εξού και η κυβέρνηση λογικά προειδοποίησε διά «κύκλων» της με το αυτονόητο: Αν οι δανειστές δεν αρχίσουν να εκταμιεύουν δόσεις του δανείου που εκκρεμούν από το 2014, σταματάμε την πληρωμή του χρέους». Εκ των υστέρων, η προειδοποίηση ανακλήθηκε με «διορθωτικό» non paper (σ.σ. η διά των non paper επικοινωνία, εκτός από αδιαφανής, καθίσταται και προβληματική και… γραφική). Ωστόσο, στον βαθμό που η προειδοποίηση έχει και επίσημα διατυπωθεί στην επιστολή Τσίπρα προς Μέρκελ, είναι σαφές ότι αφορά πρωτίστως το ΔΝΤ, στο οποίο αντιστοιχεί το μεγαλύτερο υπόλοιπο δανεισμού (17 δισ.). Από τους ευρωπαίους εταίρους τα «διεκδικούμενα» δεν είναι πάνω από 5 δισ., από τα οποία μάλιστα τα 3 δισ. δεν είναι καν δανεικά, αλλά οφειλόμενα και παρανόμως παρακρατούμενα από τους δανειστές (1,2 δισ. από το «λάθος» του ΤΧΣ που επέστρεψε στο EFSF και δικά του χρήματα συν 1,9 δισ. από τα κέρδη της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα). Κι όμως, ακόμη κι αυτά, οι «θεσμοί» τα εξαρτούν από την αξιολόγηση της λίστας μεταρρυθμίσεων, όπως κατέδειξε η απόφαση του Euro Working Group να παραπέμψει το κυβερνητικό αίτημα στο EFSF.
Η λίστα των μέτρων
Η κυβέρνηση επιχειρεί να «κόψει δρόμο» στο ναρκοθετημένο μαραθώνιο που της έχουν στρώσει οι δανειστές. Ενώ τα τεχνικά κλιμάκια «ανακρίνουν» εδώ και μέρες υπηρεσιακούς παράγοντες των υπουργείων στο Χίλτον, προκειμένου να κτίσουν μια εικόνα για το δημοσιονομικό κενό και το μακροοικονομικό σενάριο του έτους, το λεγόμενο Brussels Group εξετάζει από σήμερα, Σάββατο, τη λίστα των μεταρρυθμίσεων που κατάρτισε η κυβέρνηση. Αυτή θα αξιολογηθεί πιθανότατα μέχρι την Πέμπτη διαδοχικά από το Euro Working Group και το Eurogroup.
Από την αντίδραση των δανειστών θα εξαρτηθεί αν υπάρχει πραγματικά διάθεση για συμβιβασμό ή θα οδηγηθεί στα άκρα του το «πείραμα» με τη νέα κυβέρνηση. Οι ενδείξεις από τις συναντήσεις Τσίπρα στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο κλίνουν υπέρ ενός συμβιβασμού, η ποιότητα και η κατεύθυνση του οποίου θα κριθεί όχι μόνο από τυχόν εκταμιεύσεις δόσεων και από κάποια χρηματοδοτική χαλάρωση, αλλά και από την κατεύθυνση της λίστας μέτρων που υπέβαλε η κυβέρνηση.
Η λίστα αυτή τελεί υπό διπλή δοκιμασία, εξωτερική και εσωτερική. Η εξωτερική δοκιμασία, αυτή των δανειστών, αφορά κυρίως το δημοσιονομικό αποτύπωμα των μέτρων που προωθεί η κυβέρνηση. Ακόμη και με την αποδοχή ενός πρωτογενούς πλεονάσματος 1,5%, το δημοσιονομικό κενό του 2015 υπερβαίνει τα 3 δισ. ευρώ. Κι αν υποθέσουμε ότι αυτό, κουτσά στραβά, μπορεί καλυφθεί από πρόσθετα φορολογικά, αλλά «μη υφεσιακά» μέτρα (φοροδιαφυγή και ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων) τι θα γίνει με το αβυσσαλέο χρηματοδοτικό κενό περίπου 8 δισ. ευρώ; Αυτό θα μπορούσε να καλυφθεί μόνο αν, ως εκ θαύματος, το ΔΝΤ και οι λοιποί δανειστές κατέβαλλαν εντός του έτους το σύνολο των δανειακών υπολοίπων και αν η ΕΚΤ ανταποκρινόταν στην πίεση της κυβέρνησης για αύξηση -σχεδόν διπλασιασμό- της δυνατότητας έκδοσης εντόκων γραμματίων. Αλλά, ακόμη κι αυτές οι λύσεις έχουν ποικίλες παρενέργειες: στεγνώνουν το τραπεζικό σύστημα και αυξάνουν το αβίωτο χρέος.
Η πολιτική δοκιμασία
Η εσωτερική δοκιμασία για την κυβερνητική μεταρρυθμιστική λίστα είναι κυρίως πολιτική, αλλά δεν στερείται κι αυτή λογιστικού ενδιαφέροντος. Θα πρέπει να είναι διπλά πειστική έναντι της κοινωνίας και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ότι δεν περιέχει υποψία νέας λιτότητας, είτε διά περικοπών είτε μέσω φορολογίας, άμεσης ή έμμεσης. Θα πρέπει να μην απομακρύνεται έτι περισσότερο από τις προεκλογικές και προγραμματικές εξαγγελίες. Θα πρέπει να μην περιλαμβάνει δραματικές υποχωρήσεις από εμβληματικές δεσμεύσεις, όπως στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων. Και θα πρέπει να προβλέπει ένα minimum αναδιανομής του πλούτου, ώστε να χρηματοδοτηθούν κάποια στοιχειώδη μέτρα ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων.
Εκ πρώτης όψεως, το να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα και οι «έξω» και οι «μέσα» φαίνεται από δύσκολο έως αδύνατο. Οι μεταρρυθμιστικές «ανάγκες» των δανειστών και της κοινωνικής πλειοψηφίας στην Ελλάδα είναι εξ ορισμού ασύμβατες. Το μόνο που θα μπορούσε, κάπως, να τις γεφυρώσει είναι μια συμφωνία για ελάφρυνση του χρέους, με ισχύ από φέτος. Αλλά αυτό το κεφάλαιο δεν πρόκειται να ανοίξει πριν από το καλοκαίρι.
Στο μεταξύ, οι δανειστές οδηγούν στα άκρα του το τεστ κοπώσεως προς την κυβέρνηση. Την ώρα που εξορκίζεται η στάση πληρωμών και η κυβέρνηση αναγκάζεται να στραγγίξει κάθε διαθέσιμο ευρώ από το ευρύτερο Δημόσιο, ο επικεφαλής της Bundesbank και μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ Γενς Βάιντμαν προειδοποιεί την Αθήνα για «άτακτη χρεοκοπία». Και το ίδιο περίπου κάνουν αξιωματούχοι πολλών κυβερνήσεων, σταθερά ο Β. Σόιμπλε, το Bloomberg, η Wall Street Journal, η Bank of America και κάθε πικραμένος που διατυπώνει σενάρια κατάρρευσης ή ταπεινωτικής υποταγής.
Έτσι, το ενδεχόμενο «ατύχημα» πάνω στον διάδρομο του τεστ κοπώσεως εξελίσσεται σε προμελετημένη εξόντωση του ασθενούς. Ο οποίος έχει πάντα την επιλογή που περιγράψαμε στην αρχή. Να πετάξει τα βύσματα και να κατέβει από τον διάδρομο, για ν’ αποφύγει το έμφραγμα. Ας υποθέσουμε ότι αυτή την εναλλακτική υπαινίσσονται οι αναφορές υπουργών της κυβέρνησης στο ενδεχόμενο «ρήξης, εάν…».
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου