Ύστερα, και του βίου μου την προσπάθειααμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνειωραία – ωραία με χώμα και με αγκάθια.
Κ.Γ. Καρυωτάκης, “Δικαίωσις”.
Ο θάνατος και η αναγέννηση της ζωής
Τελικά,
θα πεθάνουμε μόνοι μας; θα υπάρχει κάποιος Άλλος, δίπλα μας; ή μήπως ο
θάνατος είναι η μόνη στιγμή που βιώνουμε με τον εαυτό μας; Οξύμωρες
σκέψεις, ετερογενείς εμπειρίες. Πεθαίνουμε μόνοι την ίδια στιγμή που η
σχέση με τον τον Άλλον είναι αδύνατη. Ίσως, πάλι, η στιγμή του θανάτου μας να είναι και η μόνη αυθεντική στιγμή με τον εαυτό μας.
Πώς πρέπει όμως να πεθάνουμε; Μήπως, το συγκεκριμένο
ερώτημα να πρέπει να απαντηθεί με ερώτηση, για το πώς πρέπει να ζούμε;
Γιατί αν η ζωή κατανοεί τη ζωή, τότε η ζωή καλείται να κατανοήσει και τον θάνατο.
Οι φυσικοί συζητάνε τους τελευταίους δύο αιώνες ότι ο κόσμος πορεύεται στην αταξία, αυξάνοντας την εντροπία
του, την ίδια στιγμή όμως, ο κύκλος της ζωής ανοίγει με την γέννηση και
κλείνει με τον θάνατο. Άρα, ακόμα κι αν ο κόσμος οδηγείται στην αταξία
σύμφωνα με την επιστήμη, η τροχιά της ζωής ξαναγεννιέται μέσα από τον
θάνατο ακολουθώντας μια καταπληκτική τάξη, καθώς ο χρόνος, το τέλος και η
διάρκεια αποτελούν τη γνώση της ύπαρξης για την συνέχεια και την
επανάληψη.
Ότι και να σκεφτόμαστε όμως, ότι και να γράφουμε, ο
θάνατος είναι η μόνη και μόνιμη βιολογική απειλή που δεν μπορεί να
ανατρέψει ο άνθρωπος. Το τελευταίο στάδιο, ο αποχαιρετισμός από την ζωή,
η τελευταία πράξη της δραματουργίας, η τελική διάβαση, το πέρασμα από
την ύπαρξη στην ανυπαρξία, από το “μέσα” προς τα “έξω”, από τον κόσμο
των ζωντανών, στον κόσμο των νεκρών.
Η μόνη συνθήκη για να ξεπεράσει ο άνθρωπος τον φόβο του θανάτου είναι η ίδια η εμπειρία του θανάτου. Άλλωστε, ο θάνατος δεν πλήττει εκείνους που πεθαίνουν αλλά εκείνους που μένουν. Ο Carlos Castaneda, στον Δον Χουάν γράφει ότι ο
λόγος που κλαίμε στις κηδείες είναι γιατί φοβόμαστε για τον δικό μας
θάνατο. Εγωκεντρικό αλλά κάπως έτσι συντηρούμε τους εαυτούς μας.
Μαθαίνουμε να ζούμε και εξοικειωνόμαστε με τον θάνατο μέσα από σύμβολα,
έθιμα, τελετουργίες και εν τέλει με την ταφή του θανόντα. Και αυτό
συμβαίνει σε όλους τους πολιτισμούς όσο διαφορετικοί κι αν είναι, γιατί ο
θάνατος είναι κοινός και παγκόσμιος. Ακόμα δηλαδή κι αν η φύση του
θανάτου είναι ακαθόριστη και αδιαπέραστη, ακόμα κι αν κρύβει μια αλήθεια
προς συνεχή εξερεύνηση, οι άνθρωποι μέσα από σύμβολα, έθιμα και τελετουργίες προσπαθούν να τον ερμηνεύσουν και να τον κατανοήσουν.
Η επιτέλεση του θανάτου, οι σχετιζόμενες με αυτόν τελετουργίες
αποκωδικοποιούν την αντίθεση μεταξύ ζωής και θανάτου μεταφράζοντας τον
θάνατο ως αναπόσπαστο μέρος της ζωής, γιατί μέσα από το θάνατο
κατανοούμε τη συνέχεια και το νόημα της ζωής μας.
Κάθε πολιτισμός λοιπόν, κάθε κοινότητα μέσα από τα
δικά της έθιμα προσπαθεί να ερμηνεύσει αυτή τη ρωγμή, την αλλαγή στην
καθημερινότητα που προκαλεί ο θάνατος στις δομές της. Η κηδεία
έχει μια λειτουργία μετάβασης και ρύθμισης τόσο για αυτούς που ζουν όσο
και γι αυτούς που πεθαίνουν, συνοδεύοντας τον νεκρό σε τόπους όπου η
μνήμη συνδέει το παρελθόν με το παρόν, όσο και το μέλλον.
Ανάλογα με τις εποχές και τους πολιτισμούς, οι τελετουργίες αυτές έχουν πρoσλάβει
ποικίλες μορφές. Οι πλέον διάσημες αφορούν τη λατρεία των νεκρών στην
Αρχαία Αίγυπτο. Οι σύγχρονες τελετές στην Ινδία και την Αφρική είναι
ακόμα εντυπωσιακές, ενώ στην Δύση, μερικές αγροτικές, όπως για
παράδειγμα στην Κορσική ή την Βόρεια Ελλάδα διατηρούν γνωστές επικήδειες
παραδόσεις. Στην Ιαπωνία πάλι, κάνουν πρόβα τη κηδεία τους δοκιμάζοντας
φέρετρα, ρούχα, μακιγιάζ και χτενίσματα για την τελευταία τους
κατοικία.
Σε κάποιους πολιτισμούς οι επικήδειες τελετουργίες
διαρκούν μήνες σφάζοντας ζώα, σε άλλους βάζουν τους νεκρούς σε
νεκροκρέβατα και γυναίκες φορώντας μαύρα ψέλνουν μοιρολόγια. Σε
παραδοσιακές κοινωνίες τρώνε τους νεκρούς για να συνεχιστεί η ψυχή τους,
ενταφιάζουν τα βρέφη σε κουφάλες δέντρων, σηκώνουν τους νεκρούς από τον
τάφο και τους περιφέρουν μέσα στο χωριό. Σε όλες ωστόσο τις κοινωνίες,
μονοθεϊστικές ή πολυθεϊστικές θρησκείες, η επιθανάτια
τελετουργική διαδικασία δομείται μέσα από μια θρησκευτική αντίληψη
βασισμένη σε ένα μυθικό περιεχόμενο και σε ένα συμβολικό και ένα
λατρευτικό σύστημα, κάπου ανάμεσα στο φαντασιακό και στις κοινωνικές και
θρησκευτικές πρακτικές ως αδιάσπαστο σύνολο.
[Η καταγραφή πληροφοριών για το θάνατο, τους νεκρούς
και τα έθιμα είναι από τα πιο δύσκολα πεδία ερευνών, γιατί τείνουν να
εξαφανιστούν ενώ παρουσιάζουν μόνο μερικές θρησκευτικές ή κοσμικές
εκδηλώσεις]
Ινδονησία: Φυλή Toraja
Για μερικούς πολιτισμούς η επικήδεια τελετουργία αποτελεί το σημαντικότερο αξίωμα.
Για την φυλή Toraja που σημαίνει “άνθρωποι των υψιπέδων”, στην ορεινή
περιοχή στο Νότιο Sulawesi, στην Ινδονησία η κηδεία είναι το πιο
σημαντικό μέρος της κουλτούρας τους, το πιο εντυπωσιακό καθώς και το πιο
πολυδάπανο γεγονός στη κοινωνία τους. Η τελετή κρατά πολλές ημέρες, η
συμμετοχή είναι μαζική -μπορεί να είναι χιλιάδες οι συμμετέχοντες- και η
προετοιμασία πολύμηνη. Οι Τοραγιανοί πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι το κατώφλι, το πέρασμα για τη γη των πνευμάτων (Puya) και το ταξίδι του νεκρού πρέπει να είναι μεγαλειώδες.
Εκτός αν είναι κάποιος πτωχός ή βρέφος, τότε οι διαδικασίες είναι
συνοπτικές. Όσο γηραιότερος, τόσο μεγαλύτερη είναι η τελετή.1
Αρχικά, επιλέγεται μια περιοχή
(rante) για τη νεκρική τελετή όπου στήνονται εξέδρες από μπαμπού όπου
τοποθετείται το φέρετρο και εκεί φιλοξενούνται οι καλεσμένοι. Όταν ένα
μέλος της οικογένειας πεθάνει, το βαλσαμώνουν και μένει μέσα στο σπίτι
μέχρι να αρχίσει η ιερή τελετή, όπου θεωρείται ότι
“κοιμάται” και το πνεύμα του τριγυρνά ανάμεσα στους ζωντανούς μέχρι να
ταφεί και να αρχίσει το ταξίδι του για τη γη των πνευμάτων.
Το τελετουργικό ξεκινάει με τη μονομαχία των
κοκοριών, εκεί οι άνθρωποι τζογάρουν για να σωθεί η ψυχή του μακαρίτη.
Στη συνέχεια και πριν ξεκινήσει η σφαγή νεροβούβαλων και γουρουνιών, τα ζώα παίρνουν μέρος σε δοκιμές αντοχής γνωστές ως tedong silaga, κι αφού θυσιαστούν η τελετή καταλήγει σε ένα είδος πανηγυριού. Στην φυλή των Toraja όσο πιο πλούσιος είσαι, τόσο περισσότεροι νεροβούβαλοι θα σφαχτούν. Το όριο πλούτου ορίζεται στους 24 νεροβούβαλους και άνω. Οι
μεγάλες θυσίες των ζώων γίνονται “δώρο” των καλεσμένων προς την
οικογένεια του εκλιπόντος για να περάσει ο νεκρός στη γη των πνευμάτων
παρέχοντας του όσα έχει ανάγκη για να είναι ευτυχισμένος στον άλλο
κόσμο.
Νέα Γουινέα: Φυλή Fore
Για κάποιους άλλους πολιτισμούς ο καλύτερος τρόπος για να τιμήσουν τους νεκρούς είναι με την κατανάλωση τους, δηλαδή να τους φάνε.
Το συγκεκριμένο επικήδειο έθιμο, σύμφωνα με εθνογραφικές επιτόπιες
έρευνες, πραγματοποιούνταν στις φυλές: Fore της Νέας Γουινέας, Wari της
Βραζιλίας ενώ παρατηρούνται παρόμοιες πρακτικές στην Ινδία και σε
κάποιους ιθαγενείς της Αμερικής μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του
1980.2
“Η ανθρωποφαγία είναι μια
τελετουργία διαδεδομένη στις παραδοσιακές κοινωνίες, με σκοπό να
αποκτηθούν οι ιδιότητες του νεκρού, να αποκτηθούν μαγικές δυνάμεις και
να διατηρηθεί η ενότητα, όταν ο νεκρός ανήκε στην ίδια φυλή, αλλά και να
υπάρξει εκδίκηση και οικειοποίηση ξένων ιδιοτήτων, όταν ο νεκρός ανήκε
σε ξένη φυλή”.3
Σύμφωνα με τους ανθρωπολόγους Maurice Bloch και Jonathan Perry (1989), η συγκεκριμένη επικήδεια τελετουργία, δηλαδή ο “κανιβαλισμός” ή αλλιώς η ανθρωποφαγία των νεκρών
είναι ένα από τα πλέον ισχυρά ταμπού της σύγχρονης κοινωνίας ενώ ιδέα
της πράξης του προκαλεί ένα ισχυρό συναίσθημα γοητείας μα συγχρόνως και
αποστροφής. Όπως αναφέρουν, “ο κανιβαλισμός”, δηλαδή “η γιορτή
των νεκρών” είναι ένας τρόπος, μια ένδειξη για να σφυρηλατηθεί μια
μόνιμη σύνδεση μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών.4 Αποτελεί μια πρακτική κάθαρσης από την μιαρότητα που διαχέει ο θάνατος.
Ο “κανιβαλισμός” είναι ένα αρχαίο τελετουργικό στο οποίο ένα μέλος της
οικογένειας ή φίλος καλείται να φάει τη σάρκα του εκλιπόντος, έτσι ώστε
να επισφραγιστεί η επιβίωση της μνήμης του πεθαμένου. Πολλές φορές
αναφέρουν ότι μέλη της φυλής τρώνε τη σάρκα του νεκρού πιστεύοντας ότι
μπορούν να απορροφήσουν τη σοφία του.
Στην Παπούα της Νέα Γουινέα, στη φυλή Fore, η
κανιβαλική επικήδεια τελετουργία πραγματοποιούνταν για πολλές γενιές.
Κατά τη διάρκεια του εν λόγω τελετουργικού οι γυναίκες ή τα παιδιά της
φυλής καλούνταν να φάνε μέλη του συγγενή που πέθανε. Για παράδειγμα, μια
γυναίκα έπρεπε να φάει τον εγκέφαλο ή τα χέρια του αδερφού της. Η κατανάλωση κάθε μέλους του σώματος συμβόλιζε και μια διαφορετική ιδιότητα.
Ο συγγραφέας, φωτογράφος και κινηματογραφιστής Chris Marker, στο
εθνογραφικό του ντοκιμαντέρ με τίτλο “Χωρίς ήλιο” αναφέρει ότι “ο
θάνατος στην Νέα Γουινέα δεν είναι ένας τείχος που περνάει κανείς αλλά
ένας δρόμος που παίρνει”.
Όπως αναφέρει η ανθρωπολόγος Beth Conklin (2001), η
κατανάλωση των μελών της οικογένειας που πεθαίνουν βοηθούσε στο να
ξεπεραστεί η θλίψη για τον θανόντα ενώ παράλληλα μέσω της ανθρωποφαγίας
προσέγγιζαν και κατανοούσαν το αίσθημα του φόβου του θανάτου. Σύμφωνα με
την εθνογραφία της, η κατανάλωση της σάρκας των αγαπημένων προσώπων
συνέβαινε για να απαλλαγούν οι ζωντανοί από τις οδυνηρές σκέψεις και
αναμνήσεις των πεθαμένων.
Ακολουθώντας την παραπάνω ράγα
λογικής, η πρακτική του κανιβαλισμού διαφαίνεται ως μια πράξη λιγότερο
επιθετική και βίαιη από ό,τι χαρακτηρίζεται στις δυτικές κοινωνίες.
Ελλάδα: Κάστρο -Κυλλήνης Ηλείας
“Ούρλιαζε το σκυλί, κάποιος θα πεθάνει. Όταν δεις όνειρο και βγαίνει δόντι και πονάει, τότε πεθαίνει άνθρωπος καρδιακός”. 5
Στο Κάστρο Κυλλήνης αν ο μελλοθάνατος νιώσει πως πεθαίνει, φωνάζει τα παιδιά του για να τους ευχηθεί, “Την ευχή μου να “χεις, “χίλια καλά στα χέρια σας”. Στη συνέχεια και αφού πεθάνει παίρνουνε ελιά και νερό και τον ραντίζουν.
Όταν λοιπόν πεθαίνει κάποιος στο Κάστρο, τα παιδιά
του- αν έχει παιδιά- του κλείνουν τα μάτια, ακόμα κι αν τα μάτια του
είναι ήδη κλειστά. Πρέπει να του βάλουν τον δείκτη και τον αντίχειρα στα
μάτια και με το μικρό δαχτυλάκι να κρατάει το σαγόνι. Ύστερα, τον
πλένουν με κρασί και λάδι. Πρώτα το πρόσωπο και μετά του κάνουν ένα
σταυρό στην πλάτη και ένα στο στήθος και μετά τον πλένουν. Το επόμενο
στάδιο είναι να του φορέσουν ένα άσπρο σάβανο ενώ στη συνέχεια τον
σηκώνουν, τον καθίζουν στο καθιστικό και του παίρνουν το χέρι και του
κάνουν το σταυρό του. Σε κάθε πεθαμένο πρέπει να φοράνε καινούργια
εσώρουχα, ρούχα και παπούτσια. Το σαγόνι του, τα πόδια και τα χέρια του
τα δένουν με κορδέλες. Αφού τον έχουν προετοιμάσει τον τοποθετούν σε
σανίδες στο σαλόνι του σπιτιού. Όσο βρίσκεται ο πεθαμένος στο σαλόνι,
γυναίκες ντυμένες στα μαύρα τραγουδάνε μοιρολόγια ενώ τίποτα δεν πρέπει
να περάσει πάνω από τον νεκρό.
Τα τραγούδια λόγια είναι, τα λεν” οι πικραμένοι.Τα λέν να βγάλουν το πικρό, μα το πικρό δε βγαίνει.
Τρεις ημέρες μετά τον θάνατο του, πλένουν στη θάλασσα
τα ρούχα του και εκεί που πέθανε βάζουν ένα καντηλάκι και καίει, ένα
κερί, ένα ποτήρι κρασί και τρεις μπουκιές ψωμί. Κάθε βράδυ λείπει μια
μπουκιά καθώς έρχεται η ψυχή του νεκρού και την παίρνει.
Για να μάθει ο κόσμος ότι πέθανε κάποιος στο χωριό
χτυπάει η καμπάνα τρεις φορές λυπητερά. Τότε μαζεύεται ο κόσμος και
μοιρολογάει. Μόλις όμως βραδιάσει τα μοιρολόγια σταματάνε. Τη
νύχτα δε μοιρολογούν λένε ιστορίες και καλαμπούρια για τον πεθαμένο.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας δεν πρέπει να περάσει γάτα το φέρετρο ή την
κάσα, όπως την αποκαλούν για να μην βρικολακιάσει ο νεκρός.
Την επόμενη ημέρα, σηκώνουν την κάσα (εάν ο νεκρός
έχει παιδιά, την σηκώνουν αυτά). Κατά την διάρκεια της κηδείας όλα τα
μαγαζιά του χωριού είναι κλειστά. Οι τάφοι είναι σχεδόν πάντα
οικογενειακοί ενώ όταν είναι η ώρα να τον θάψουν του λύνουν τα χέρια και
τα πόδια. Τότε ο παπάς παίρνει λίγο χώμα από τρεις γωνιές του τάφου και
νερό και ραίνει τον τάφο και τον νεκρό στη συνέχεια τον σκεπάζουν. Όταν
σκεπαστεί οι νεκροθάφτες σχηματίζουν ένα σταυρό με τα φτυάρια τους. Στο
νεκροταφείο οι νέοι κερνάνε κονιάκ και κουφέτα.
Όταν οι συγγενείς γυρίσουν σπίτι του πεθαμένου
πλένουν τα χέρια τους και το πρόσωπο τους χωρίς όμως να σκουπιστούν. Ο
στενός κύκλος της οικογένειας πηγαίνει φαΐ, πιάτα, μαχαιροπίρουνα σχεδόν
ότι θα τους χρειαστεί γιατί δεν πρέπει να χρησιμοποιήσουν τίποτα από το
σπίτι του πεθαμένου. Αυτό λέγεται παρηγοριά καθώς κάθονται όλοι οι συγγενείς μαζί να παρηγορήσουν τους λυπημένους.
Αντί επιλόγου
Μια λαϊκή παροιμία λέει ότι όσοι
σκέφτονται αν θα πεθάνουν μόνοι, σέρνονται σε όλη τους τη ζωή. Δεν
νομίζω ωστόσο ότι υπάρχει κάποιος άνθρωπος που δεν έχει σκεφτεί έστω και
μια στιγμή το θάνατο. Ταξιδεύοντας ζωντανοί σε όλο τον κόσμο, το ποιο
είναι τελικά το χρώμα του θανάτου το επιλέγουμε εμείς. Πεθαίνουμε
μπροστά στις αγνωρισιές, κάνοντας τον θάνατο αυτό που είναι. Άλλη μια
μάχη με ότι πιο ζωτικό κυκλοφορεί στα κύτταρα μας, το συναίσθημα.
Με θάνατο στοχάσου με στην ερημοσύνηΟυρανισκόφωνη χαρά και πίκρα χειλεόφωνηΆμα πεθάνεις έως πού πεθαίνεις;Κεντρομόλος φεύγεις φυγόκεντρος έρχεσαι.
Καρούζος Ν., 25 Αυγούστου 1990
-
Beth A. Conklin (2001). “Consuming Grief. Compassionate Cannibalism in an Amazonian Society. University of Texas Press.
-
Bloch, M& Parry, J. (1989). “Death & the regeneration of life”. Cambridge University Press
-
Danforth, L. ( 1982) “The Death Rituals of Rural Greece”. Princeton University Press.
-
Fabian, J (1973). “How others die- Reflections on the Anthropology of Death. In Death in American Experience, ed. A. Mack, pp. 177-21-. New York: Schocken Books.
-
Ρήγου, Μ. (1993). “Ο θάνατος στη Νεωτερικότητα. Μια επικοινωνιακή και ηθική προβληματική”. Πλέθρον, θεωρία και Κοινωνία.
-
Ψυχογιου, Ε. (2008). “Μαύρηγη” και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης”. Ακαδημία Αθηνών, κέντρο έρευνας και Λαογραφίας.
1]Life and Death in Tana Toraja, Indonesia http://www.transitionsabroad.com/listings/travel/narrative_travel_writing/life_and_death_in_tana_toraja_indonesia.shtml
2]Beth A. Conklin (2001). “Consuming Grief. Compassionate Cannibalism in an Amazonian Society. University of Texas Press.
4]Bloch, M& Parry, J. (1989). “ Death & the regeneration of life”. Cambridge University Press
5]Ψυχογιου, Ε. (2008). “Μαύρηγη”και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης”. Ακαδημία Αθηνών, κέντρο έρευνας και Λαογραφίας.
Πηγή : http://thecricket.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου