.
Το πασχαλινό αρνάκι
Ο σταθμάρχης με την ατσαλάκωτη στολή και τα κίτρινα σιρίτια στο πηλήκιο έφερε τη σφυρίχτρα στο στόμα. Στα βαγόνια της οτομοτρίς, που ήταν ασφυκτικά γεμάτα με ανθρώπους απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις ηλικίες, επικρατούσε ένας πυρετός χαράς κι ανυπομονησίας. Άλλος έπιανε κουβέντα με το διπλανό του, άλλος προσπαθούσε να βολέψει τα μπογαλάκια του, κι άλλοι είχαν αρχίσει κιόλας να ξεδιπλώνουν τη λαδόκολλα με τις ελιές, τις ντομάτες και το ζυμωτό ψωμί.
Μεγάλη Πέμπτη πρωί. Όλοι έφευγαν για τα χωριά τους. «Πάσχα στην Αθήνα; Δεν τρελαθήκαμε! Να κάνουμε τι μεσ’ στην τσιμεντούπολη; χωρίς αρνί στη σούβλα, χωρίς τη μοσκοβολιά του θυμαριού και του χαμόμηλου, χωρίς χορούς και τραγούδια;»Τι ήταν πέντε, έξι ή επτά ώρες μεσ’ στο τρένο, αφού σε λίγο θα απολάμβαναν τον πολυπόθητο παράδεισο της εξοχής!
Μόνο οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι ήταν σοβαροί, μέσα στις ομοιόμορφες στολές τους με τα σταυρωτά σακάκια και τα χρυσά κουμπιά και πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα στην αποβάθρα του σταθμού για να ελέγξουν τις τελευταίες λεπτομέρειες.
Το πρώτο σφύριγμα ήταν για να απομακρυνθούν οι συγγενείς και φίλοι από την αμαξοστοιχία. Το θέαμα ήταν γλαφυρό: Σκυμμένοι, με το μισό σώμα και τα χέρια να κρέμονται έξω από τα παράθυρα, κάμποσοι ταξιδιώτες αποχαιρετούσαν τους δικούς τους δίνοντας τις τελευταίες συμβουλές: «Μάνα, μην ξεχάσεις τα φάρμακά για την καρδιά σου, μισό κάθε πρωί με μπόλικο νερό». «Κατίνα, να ‘χεις έννοια τη γιαγιά». «Γιάννη, να ποτίζεις τα λουλούδια…»
Μέσα στο απερίγραπτο αυτό ανθρωπομελίσσι που βόμβιζε ακατάπαυστα, οι φωνές των λαχειοπωλών δεν έπαυαν να διαλαλούν με αξιοζήλευτη δριμύτητα τα τυχερά δελτία τους: «Αύριο κληρώνει το λαϊκό, προλάβετε, μεγάλα κέρδη… λαχείο συντακτών, εδώ η τύχη σας, τρέξτε!»
Η σφυρίχτρα της αναχώρησης ακούστηκε στριγκή και διαπεραστική στο σιδηροδρομικό σταθμό Πελοποννήσου και τα αποχαιρετιστήρια μαντίλια άρχισαν να ανεμίζουν στον αέρα ενώ η οτομοτρίς κυλούσε μεγαλόπρεπα στις ράγες κατευθυνόμενη προς τον περιπόθητο προορισμό του καθενός.
Οι γλυκές ευωδιές της άνοιξης δεν άργησαν να μας επισκεφτούν μπαίνοντας απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα και διαβεβαιώνοντάς μας πως ο παράδεισος, επί τέλους, ξημέρωνε πάνω στη γη.
Κατά τις τρεις το απόγευμα φτάσαμε στην Τρίπολη. Ένα σωρό αμαξάκια με στολισμένα άλογα περίμεναν παρατεταγμένα έξω απ’ τον σταθμό. «Μαμά, με αμαξάκι να πάμε στο χωριό» αρχίσαμε να φωνάζουμε ανυπόμονα. Μα πριν προλάβει να μας απαντήσει, «καλώς μου τους, καλώς μας ήρθατε», ακούσαμε τη χαρούμενη φωνή της γιαγιάς μας που είχε έρθει να μας υποδεχτεί.
Δύο λευκά, γεροδεμένα άλογα, ζεμένα σε μια τετράτροχη σούστα πολυτελείας, στέκονταν μπροστά μας, στολισμένα με πολύχρωμα χαντρολαίμια, χαϊμαλιά και φυλαχτά. Ανεβήκαμε με ξεφωνητά χαράς. Οι πτυσσόμενες, δερμάτινες κουκούλες ήταν μαζεμένες προς τα πίσω και οι τέσσερις ρόδες με τις κόκκινες ακτίνες έλαμπαν καθαριότητα. Τα καθίσματα, καλύτερα κι από σαλόνι, δερμάτινα κι αναπαυτικά. Ο κυρ-Χαράλαμπος, ντυμένος με κουστούμι και γραβάτα και με το απαραίτητο γαρίφαλο στο πέτο, πήρε θέση στο κάθισμα του οδηγού.
«Καθίστε όλοι κάτω, ξεκινάμε» φώναξε, κι έδωσε μια με το καμουτσίκι του στα καπούλια των αλόγων. Κλακ-κλακ, κλακ-κλακ, ακούστηκε ο ρυθμικός, μεταλλικός κρότος των πετάλων στο οδόστρωμα. Κάπου-κάπου ο αμαξάς χτυπούσε το καμπανάκι του, ντράγκα – ντρούγκ, για να κάνουν στην άκρη οι διαβάτες. Η διαδρομή ήταν σύντομη και με τα τραγούδια και τις κουβέντες βρεθήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε στο Ματζαγρά.
«Άγιος Κωνσταντίνος λέγεται πιά το χωριό» μας είπε η γιαγιά, «αλλά ο κόσμος βλέπεις το είχε συνηθίσει Ματζαγρά κι έτσι το λέει ακόμα».
Η αδερφή της γιαγιάς, η θεία Σοφία, μας περίμενε με χαμόγελα και μια απέραντη αγκαλιά. Όλοι μιλούσαν για τις πασχαλινές ετοιμασίες, τις πίτες, τη μαγειρίτσα, μα προπαντός για το πασχαλινό αρνάκι στη σούβλα, που η σκέψη του και μόνο μας έδινε κουράγιο να καταπιούμε τις άνοστες φακές και τις νερόβραστες πατάτες. «Άντε, λίγη υπομονή ακόμα» μας έλεγαν οι μεγάλοι, «έφτασαν οι μέρες!»
Μα μπροστά στις ομορφιές της φύσης τι ήταν η νηστεία; Οι παπαρούνες είχαν στρώσει μεγαλόπρεπα το κατακόκκινο χαλί τους στους αγρούς και οι μυρωδιές της άνοιξης έμπαιναν στα ρουθούνια μας σαν παραδεισένια αύρα. Τα περιβόλια, τα μποστάνια και οι πελώριες κουκουναριές στον κήπο της θείας μάς είχαν συνεπάρει. Η πιο αγαπημένη μας απασχόληση όμως ήταν το παιχνίδι με τα χαριτωμένα μηρυκαστικά τετράποδα που έβοσκαν όλη μέρα στο λιβάδι. Η προβατίνα είχε γεννήσει εκείνη τη χρονιά δυο χαριτωμένα, σγουρομάλλικα αρνάκια. Εγώ έδειξα ξεκάθαρα την προτίμησή μου στον Ασπρούλη – έτσι τον ονόμασα επειδή ήταν κάτασπρος και παιχνιδιάρικος – ενώ τα αγόρια έπαιζαν με τη Λιάρα που είχε μαύρα στίγματα στα αυτάκια και στα πόδια.
Όλη μέρα γύριζα με τον Ασπρούλη αγκαλιά, τον φιλούσα, τον χάιδευα και του τραγουδούσα. «Θα το κατσιάσεις» μου φώναζε η θειά μου, «μόνο στο κρεβάτι σου που δεν το πήρες…»
Ξημέρωσε Μεγάλο Σάββατο. Με την πρώτη χλωμάδα της αυγής πετάχτηκα απ’ το κρεββάτι, άνοιξα το παράθυρο κι ανάσανα βαθιά τη νοτισμένη πρωινή δροσιά. Μια οσμή υγρή που μύριζε βρεμένο χώμα και κοπριά ερχόταν από τα μποστάνια και τους μπαξέδες. Ο Ουρανός απλωνόταν μουντός, μελαγχολικός και βουρκωμένος, σα να ήταν έτοιμος να δακρύσει. Οι τρίλιες και τα τερετίσματα των πουλιών ακούγονταν ήδη μέσα στην περικοκλάδα και τα ζώα στο μαντρί υποδέχονταν κι αυτά την καινούργια μέρα με τα βελάσματά τους. Έξω, κολλημένες στον τοίχο, οι σαλιγκαρομάνες με τα μικρά τους πάνω στο ελικοειδές όστρακό τους γλιστρούσαν απαλά, αφήνοντας μια σαλιωμένη, ασημένια γραμμή από πίσω τους.
Οι πρώτες ορθρινές καμπάνες του Αγίου Κωνσταντίνου δόνησαν χαρούμενα τον αέρα. Θα άρχιζε ο Μέγας Εσπερινός του Σαββάτου, η Πρώτη Ανάσταση. Έριξα μια ζακέτα πάνω μου και πετάχτηκα έξω κατευθυνόμενη βιαστικά προς στο μαντρί. Η θεία Σοφία, έκπληκτη που με είδε μπροστά της τόσο πρωί με καλημέρισε:
«Πρωινή, πρωινή, κοκόνα μου, αλλά μπράβο σου γιατί σε χρειάζομαι, σήμερα έχουμε άπειρες δουλειές…» «Πάω να παίξω με τους φίλους μου,» της είπα και έκανα ν’ ανοίξω την ξύλινη πορτούλα του μαντριού.
«Καλά, παίξε καμιά ωρίτσα, γιατί σε λίγο ο αγαπημένος σου θ’ ακολουθήσει το δρόμο του μαρτυρίου,» μου είπε χαριτολογώντας. Μαρμάρωσα! Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά… μήπως δεν είχα ακούσει καλά;
«Μην τολμήσεις ν’ αγγίξεις τον Ασπρούλη μου θεία, είναι τόσο όμορφος, είναι ένας άγγελος, είναι… Δεν μπόρεσα να συνεχίσω, τα δάκρυα μού έπνιξαν τη φωνή.
«Τι λες κοκόνα μου; Γιατί νόμισες πως το μοσχοανάθρεψα τούτο το ζωντανό; Για τούτη τη μέρα! Η Λιάρα μάς είναι χρήσιμη γιατί είναι θηλυκό και σε δυο χρόνια θα γεννήσει δικά της αρνάκια, αλλά τον Ασπρούλη δεν έχω λόγο να τον κρατήσω…»
Ούτε τα δάκρυα, ούτε τα παρακάλια μου έφεραν αποτέλεσμα. Έφυγα περίλυπη, δυστυχισμένη. Οι χαρμόσυνοι, αναστάσιμοι ύμνοι, από τα μεγάφωνα της εκκλησίας, έφταναν ως τ’ αυτιά μας. Η προσδοκία της Ανάστασης είχε ήδη γεμίσει τις καρδιές των ανθρώπων, όχι όμως της δικής μου. Στη δική μου καρδούλα των δέκα ετών είχε θρονιαστεί η θλίψη της Μεγάλης Πέμπτης, ο αφόρητος πόνος της Σταύρωσης. Είχα ακούσει ότι «σεισμός μέγας εγένετο» τη στιγμή που ξεψύχησε ο Χριστός επάνω στο σταυρό. Και στη δική μου την ψυχή σεισμός μέγας γινόταν, αλλά ποιος με ένιωθε;
Έτρεξα στο μαντρί. Ήθελα να τον αγκαλιάσω για τελευταία φορά, ν’ ακούσω την καρδούλα του να χτυπάει και το ζεστό του χνώτο να χαïδεύει το πρόσωπό μου! Το χαρούμενο βέλασμά του ενώθηκε με το λυγμό μου και τα δάκρυά μου μούσκεψαν το λευκό του λαιμό, αυτόν που σε λίγο θα κοκκίνιζε από το ίδιο του το αίμα…
Η ακολουθία έφτανε στο πέρας της και το χαρμόσυνο «Ανάστα ο Θεός» αντήχησε σ’ όλο το χωριό. Αποτραβηγμένη, στην άλλη άκρη του περιβολιού, διπλωμένη στα δυο, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα, και τα μάτια μου πρησμένα από το κλάμα, άκουσα το σπαραχτικό βέλασμα του Ασπρούλη να σχίζει τον αέρα… Οι γόοι μου διαπέρασαν τα βουνά και ράγισαν την πέτρα. Κανένας δεν μπορούσε να με παρηγορήσει. «Ο Χριστός αναστήθηκε» έλεγα μεσ’ στο αναφιλητό μου, «τούτο το άμοιρο όμως θ’ αναστηθεί ποτέ;»
Εξυπακούεται ότι δεν άγγιξα το πασχαλινό αρνάκι, όσο κι αν μοσκοβολούσε, ούτε εκείνη τη χρονιά, ούτε τις επόμενες, μέχρις ότου ενηλικιώθηκα και τα όνειρα ξεγυμνώθηκαν από τη χρυσόσκονη που τα περιτύλιγε.
Όσο για το αγαπημένο μου αρνάκι, το ζωντάνεψα πολλές φορές στη φαντασία μου, ιδιαίτερα όποτε, αργότερα, διηγούμουν παραμύθια στα παιδιά μου, με τη μόνη διαφορά πως εκεί o Ασπρούλης μεγάλωνε και γινόταν ένα δυνατό και περήφανο κριάρι με γυριστά και κατάχρυσα κέρατα. Ο Χρυσοκέρατος – έτσι τον φώναζαν οι φίλοι του – δεν έμοιαζε καθόλου με τ’ άλλα κριάρια, ήταν καλόψυχος και έξυπνος, μα πάνω απ’ όλα, είχε αστείρευτη όρεξη για ζωή. «Και δεν πέθανε ποτέ μαμά;» με ρωτούσαν τα παιδιά όλο αγωνία. «Μα δεν ξέρετε» τους απαντούσα, «πως όταν η φαντασία συναντάει το παραμύθι γίνονται τα μεγαλύτερα θαύματα;»
* Η Γρηγορία Γρηγορίου Αντωναράκη γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στην Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Μετά το πέρας των σπουδών της εργάστηκε ως δασκάλα σε δημοτικά σχολεία της Αττικής. Έζησε επί δωδεκαετία με το σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά της στη Βαλτιμόρη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής όπου συνέχισε τις σπουδές της στο «Towson University», φοιτώντας στο Παιδαγωγικό τμήμα της Δημοτικής Εκπαίδευσης και στην Αμερικάνικη Λογοτεχνία. Παράλληλα, δίδαξε ελληνικά στα Κοινωτικά Σχολεία του Μέρυλαντ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου