Χρήστος Ωραιόπουλος.
Σκέφτομαι αυτό που έγραφε ο Μπένγιαμιν ότι «συνήθως πλάθουμε μια εικόνα της προσωπικότητας κάποιου από το διαμέρισμα που κατοικεί και τη συνοικία στην οποία διαμένει» και μου έρχεται στο νου το ελληνικό καλοκαίρι, το οποίο πού αλλού θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε, να εντάξουμε και εν τέλει να κατοικεί αν όχι σε ένα ελληνικό νησί; Όμως, αλήθεια, ποια είναι η εικόνα που θα πλάθαμε και θα μας ερχόταν στο μυαλό σύμφωνα με τη νησιώτικη κατοικία του ελληνικού καλοκαιριού.
Σκέφτομαι αυτό που έγραφε ο Μπένγιαμιν ότι «συνήθως πλάθουμε μια εικόνα της προσωπικότητας κάποιου από το διαμέρισμα που κατοικεί και τη συνοικία στην οποία διαμένει» και μου έρχεται στο νου το ελληνικό καλοκαίρι, το οποίο πού αλλού θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε, να εντάξουμε και εν τέλει να κατοικεί αν όχι σε ένα ελληνικό νησί; Όμως, αλήθεια, ποια είναι η εικόνα που θα πλάθαμε και θα μας ερχόταν στο μυαλό σύμφωνα με τη νησιώτικη κατοικία του ελληνικού καλοκαιριού.
Πώς θα φανταζόμασταν το πρόσωπό του φέτος; Πιο ρυτιδιασμένο σε σχέση με πέρυσι; Πιο ξένο πάνω στο σώμα του και τα χαρακτηριστικά του από εκείνη τη φρεσκάδα και καθαρότητα του ’80 ή ’90; Άραγε ποιο είναι το ‘’ερωτικό’’ του κοινό; Σε ποιους αισθητικούς κάλυκες βρίσκει ανταπόκριση και σε ποιους απευθύνεται;
Γιατί με βεβαιότητα έχει πάψει πια να απευθύνεται σε όλους, σταμάτησε να αποτελεί τον προορισμό των πολλών, της ψάθας και των απλών δωματίων που και οι χαμηλόμισθοι μπορούσαν να ιδρώνουν ανέμελοι και εκστατικοί τα σεντόνια τους και να χαζεύουν την περαντζάδα στο λιμάνι το δροσερό σούρουπο από το μπαλκονάκι τους. Ούτε απλά δωμάτια υπάρχουν πια, υπάρχουν όμως (περισσότεροι) χαμηλόμισθοι αλλά και τα οικονομικά δεδομένα έχουν τη μορφή κακού πορτιέρη που ρίχνει άκυρο σε όποιον εντοπίζει πως δεν πληροί τα κριτήρια αυτής της πλούσιας ελίτ, στην οποία έχει επιλέξει πια να απευθύνεται και το ελληνικό νησί και το ελληνικό καλοκαίρι.
Κι όμως δεν είναι αποκλειστική αιτία αυτής της μεταστροφής -σε σημείο που μοιάζει αγνώριστο- του προσώπου των νησιών και καλοκαιριού το θεόστενο οικονομικό κόσκινο που χρεώνει ακριβά τους κόκκους που το περνάνε. Η σύσταση των υλικών αυτού του κόσκινου εντοπίζεται στις αισθητικές επιλογές που κάνει ο ελληνικός τουρισμός και οι οποίες παίρνουν από το χέρι τις τιμές και τις ανεβάζουν προς τα επάνω, καθιστώντας απροσπέλαστους τους θερινούς προορισμούς. Συμβαίνει όμως και το αντίστροφο κι αυτό είναι το κύριο πρόβλημα.
Οι πολιτικές επιλογές και το μεγαλοπρεπές σιγοντάρισμα της κυβερνητικής γραμμής, που βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με την τυφλή και αδιάβαστη καπιταλιστική συλλογιστική, στη λογική του να βγάλουμε από τη μύγα ξίγκι, δηλαδή όσο περισσότερα μπορούμε να αντλήσουμε, τόσα θα αντλήσουμε με οποιοδήποτε κόστος έχουν επιφέρει μια αισθητική διολίσθηση, αλλοίωση του νησιώτικου τοπίου, παραστρατημένη νοοτροπία του επισκέπτη, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι γίνεται απόπειρα ανατροπής της ίδιας της αύρας που έπνεε και πνέει στα νησιά..
Δυστυχώς όσοι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι στη μονόχνοτη και μονόπλευρη λογική του κέρδους έχουν αφήσει ένα τεράστιο κενό στη γενικότερη αντίληψη περί τα πράγματα, περί του κόσμου κι εν προκειμένω περί του νησιού. Έχοντας στο μυαλό τους πάντα ότι είναι πετυχημένοι επιχειρηματίες έχουν ταυτίσει το ωραίο με το μεγαλεπήβολο, το εκθαμβωτικό, το αστραφτερό, δοξάζουν τα λούσα, τη χλιδή, την πισινάρα που κρέμεται στο γκρεμό πριν τη θάλασσα, διότι ακριβώς αυτά είναι που παράγουν το έξτρα χρήμα. Η κερδοφόρος λογική έχει διαμορφώσει και την αντιληπτική αισθητική.
Δυστυχώς, πολλοί άνθρωποι είτε εξ αυτών που σηκώνουν τα πολυτελή ξενοδοχεία πάνω στη φυσική αγριάδα της πλαγιάς με την κυκλαδίτικη ξεραΐλα, αλλά και οι επισκέπτες τους είναι καταδικασμένοι να είναι δυστυχισμένοι πάνω από ένα πιάτο με χειροποίητα σιουφιχτά και τοπικά τυριά, μπροστά στην απέραντη γαλάζια θέα ενός μικρού μπαλκονιού, επειδή το κατάστημα δεν διαθέτει black angus, αλλά κρέας βουνίσιου αμνοεριφίου.
Είχε πει κάποτε σε ένα συνέδριο ένας γνωστός συγγραφέας, Έλληνας, πως η Ελλάδα και ιδιαίτερα τα νησιά της θα πρέπει να γίνουν ένας προορισμός αποκλειστικά Άγγλων συνταξιούχων, το αποκλειστικά για το συνταξιούχων, οι οποίοι θα μας επισκέπτονται για να δοκιμάζουν ολημερίς και ολονυχτίς τυριά και κρασιά. Να γίνουμε δηλαδή ένα αποθετήριο στο οποίο θα εργαζόμαστε ως παρέχοντες οιαδήποτε υπηρεσία ζητηθεί, σερβιτόροι δια παν γούστο και πάσα περιέργεια, έτοιμοι να υποταχθούμε σε θελήματα και προτιμήσεις μιας εντελώς αλλιώτικης λογικής και κυρίως αισθητικής.
Ούτε η ομορφιά, ούτε η εξέλιξη συμπλέουν με την οικονομική υπερβολή. Το νησί δεν ψάχνει τη βίλα και την ταλιάτα του, γιατί επιλέξει συνειδητά το μπακάλικο και τη χειροποίητη πίτα του. Δεν έχει πρίζες στα μπαλκόνια, αλλά καρέκλες και ποτήρια. Αν δεν έχει γάλα αμυγδάλου, θα τη βγάλει και με ένα ποτήρι δροσερό νερό.
Δεν μπορεί να αντικατασταθούν τα πλακόστρωτα σοκάκια και στενάκια με τη στρωμένη άσφαλτο για να διαβαίνουν αθόρυβα τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα..Τα ελληνικά νησιά έγιναν προορισμός για αυτή την απλότητα, την οικειότητα που ναι μεν μπορεί ο κόσμος του να εμπνέει και να εξασφαλίζει, αλλά κατορθώνουν να εντάξουν τον οιοδήποτε μέσα σε αυτό το περιβάλλον των υδάτινων χωριών με τους γλυκούς ιδιωματισμούς της φιλοξενίας σε συνταίριασμα με την καλοκαιρινή ταλάντευση ραστώνης και ορέξεως, της σιέστας και του ξεφαντώματος. Κάποτε γοήτευε η μαντίλα της ντόπιας γιαγιάς, η πλαστική καρέκλα και το υποβρύχιο στο πλατύσκαλο, το δύσβατο μονοπάτι για την παραλία και η μικρή καντινούλα με το μέτριο καφέ. Κι αυτό το κάλλος που μόνο με πλοίο του πάει να προσεγγίζεται είναι αμεταγλώττιστο.
Αυτά και άλλα πολλά, που μπορούμε με όρεξη, με νοσταλγία και ονειρική υφή να καταγράφουμε, ήταν που κέρδισαν τον κόσμο, έθεσαν σε θέση εξέχουσα τα ελληνικά νησιά και για να μην κρυβόμαστε τα έζησαν και τα εξασφάλισαν.. Φταίμε κι εμείς. Πολύ. Δεν μπορεί τώρα αυτά να αντιμετωπίζονται ως μη επικερδή πεδία και η μαντίλα της γιαγιάς να μας γοητεύει μόνο ως μουσειακό έκθεμα της διαδικτυακής μας γκαλερί. Το πανηγύρι να συνιστά ευχάριστο και must πέρασμα πριν το δυσανάλογα ακριβό κοκτέιλ σε μαγαζί που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από αυτά του Παγκρατίου. Δεν είναι το καφενείο της Χώρας για να μπαίνουμε με την αλαζονεία επισκέπτη αρχαιολογικού χώρου που μετά θα βαθμολογήσει το αν άξιζε και το πώς λειτουργούσε.
Όλα, όμως, φαίνονται παραταγμένα για την εκτέλεση μιας διαταγής, που δεν κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Η θέληση της Κυβέρνησης που ήταν και θα είναι από Δευτέρα για ίδρυση σχολών σερβιτόρων υψηλής κλάσης, οι όροι εργασίας σε μαγαζιά που έχουν μπαζώσει και χτίσει παράνομα για να τοποθετήσουν τις ξύλινες επιβλητικές τους ξαπλώστρες και τις παχιές μαξιλάρες, το απότομο και δίχως αύριο ξεπήδημα θεόρατων και πολυτελών συγκροτημάτων με αμφισβητούμενες πολεοδομικές άδειες σε οικόπεδα φιλέτα, το ξεσάλωμα πανάκριβης βραχυχρόνιας μίσθωσης. Καλοκαίρι με το καλοκαίρι όλα τα παραπάνω είναι πιο ορατά, πιο βαθιά εισχωρήσαντα στην γενικότερη ζωή των νησιών, τα οποία στη χειρότερη κινδυνεύουν να αλλάξουν ριζικά και στην καλύτερη δεν μπορούν πια να αντεπεξέλθουν στους ρυθμούς που επιβάλλει η ‘’κερδολογική’’ της αλλοίωσης.
Έπρεπε να μειωθεί η πληρότητα της Μυκόνου για να τολμήσουν οι εργαζόμενοι να εκστομίσουν πως είναι πιο ανθρώπινες οι συνθήκες εργασίας τους. Κι όμως, το μείζον και το καθημερινά προβαλλόμενο παραμένει το ότι ο τουρισμός δεν πάει καλά. Μερικοί λένε πως έχει πέσει η ποιότητά του και πράγματι έχει συμβεί, αλλά η βαθύτερη αιτία που συμβαίνει αυτό –και δυστυχώς λίγοι μιλούν γι αυτό- είναι ότι άλλαξε ο χαρακτήρας του και η ρότα που τραβάει. Ας υποθέσουμε ότι περνάνε κάποια χρόνια και περπατάμε σε ένα από τα νησιά.
Διαλέξτε όποιο θέλετε και κάποτε ή σήμερα ακόμα σας αρέσει. Περπατάμε και θέλουμε να βγάλουμε μια φωτογραφία. Φοβάμαι τότε να μην ισχύσει κάτι που διάβασα όχι με αυτές της λέξης σε ένα κείμενο του Ρόλαν Μπαρτ.
Να μην μπορούμε σε μια φωτογραφία που τραβάμε να διακρίνουμε και να μας παρακινήσει το στοιχείο του «ανεπίκαιρου» μέσα στην εικόνα, δηλαδή το αίσθημα της ανάμνησης, της θύμησης μέσα στην εικόνα που τώρα βλέπουμε και μας τραβά. Υπάρχει ο φόβος σε τίποτα πια να μη θυμίζει η εικόνα ορισμένων σημείων στο σημερινούς προορισμούς, αλλά να συνιστά μια τυποποιημένη σούπα ακριβής βραδιάς, που ούτε καν τη φωτογραφία μας θα αξίζει.
Κι όσο για τους νησιώτες και τους πιστούς σε αυτήν την παιδική γλυκύτητα που έχουν τα καλοκαίρια από τα καταστρώματα των πλοίων ως τα δωμάτια που κάθε πρωί η κυρία φτιάχνει τηγανίτες για τους ενοίκους της, μάλλον ισχύει αυτό που γράφει ο Μπόρχες: […] «οι ψαράδες που τους προστάτεψε η φτώχεια τους» […]..
Πηγή : https://parallaximag.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου