Ο Τσέχος αστέρας της λογοτεχνίας και απόκληρος του Κομμουνιστικού Κόμματος, Μίλαν Κούντερα, άφησε την τελευταία του πνοή στα 94 του. O συγγραφέας της Αβάσταχτης Ελαφρότητας του Είναι ήταν γνωστός για τα σεξουαλικά φορτισμένα μυθιστορήματα που απαθανάτιζαν τον ασφυκτικό παραλογισμό της ζωής στην πατρίδα του, την Τσεχοσλοβακία.
Το μυθιστόρημα Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, αν και κυκλοφόρησε το 1984, τράβηξε ακόμη περισσότερο την προσοχή του κοινού όταν διασκευάστηκε σε ταινία το 1988 με πρωταγωνιστή τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, ως έναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες του, τον Τόμας, έναν Τσέχο φιλάνθρωπο χειρουργό που επικρίνει την κομμουνιστική ηγεσία και ως εκ τούτου αναγκάζεται να πλένει τα παράθυρα για να ζήσει, ενόσω ο ίδιος φλερτάρει διάφορες γυναίκες : λες και η πραγματική δουλειά του συγγραφέα εκείνη την εποχή, ήταν να βρει εικόνες για την καταστροφική ιστορία της χώρας του όσο ζούσε, περιγράφοντας συνάμα
έναν κόσμο στον οποίο οι επιλογές έχουν εξαντληθεί και οι άνθρωποι απλά δεν μπορούν να βρουν τρόπο να εκφράσουν την ανθρωπιά τους.
Μπορεί οι φεμινίστριες να ισχυρίζονται πως η εχθρότητα προς τις γυναίκες είναι κοινός παράγοντας σε όλα τα γραπτά του Κούντερα, πολλοί κριτικοί όμως λένε ότι το να αποκαλύψει τη φρικτή συμπεριφορά των ανδρών ήταν τουλάχιστον μέρος της πρόθεσής του. Ενδεικτικά βλέπουμε στο πρώτο του μυθιστόρημα, Το αστείο, τον αφηγητή να αποπλανεί εκδικητικά τη γυναίκα ενός παλιού εχθρού, ενώ η ταραγμένη γυναίκα στη συνέχεια προσπαθεί να αυτοκτονήσει με χάπια, τα οποία αποδεικνύονται καθαρτικά! Ο φόβος του Κούντερα ότι η τσεχική κουλτούρα θα μπορούσε να διαγραφεί από τον σταλινισμό -όπως ακριβώς οι ατιμωμένοι ηγέτες απομακρύνθηκαν από τις επίσημες φωτογραφίες- ήταν στο επίκεντρο του Βιβλίου του Γέλιου και της Λήθης: δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα περίμεναν οι περισσότεροι δυτικοί αναγνώστες από ένα «μυθιστόρημα»: μια ακολουθία επτά ιστοριών, που ειπώθηκαν ως μυθοπλασία, αυτοβιογραφία, φιλοσοφικές εικασίες και πολλά άλλα, όπου ο Κούντερα το ονόμασε μυθιστόρημα και το παρομοίασε με ένα σύνολο παραλλαγών του Μπετόβεν! Πράγματι, πρόκειται για πρωτότυπο βιβλίο, γραμμένο με αγνότητα και πνεύμα που σε προκαλεί απευθείας, με μια παραξενιά που σε κλειδώνει.
Ο Τσέχος συγγραφέας, διατηρώντας εν γένει βαθιά συγγένεια με τους Νίτσε, Κάφκα, Μούζιλ, Μπροχ, προσπαθούσε να ανακαλύψει αυτό που μόνο το μυθιστόρημα μπορεί να ανακαλύψει, συμπεριλαμβανομένου αυτού που ονόμασε ως «αλήθεια της αβεβαιότητας». Η φιλοδοξία της ζωής του, άλλωστε, ήταν να ενώσει τη μέγιστη σοβαρότητα της ερώτησης με τη μέγιστη ελαφρότητα της φόρμας ˙ συνδυάζοντας ένα σοβαρό θέμα με μια επιπόλαιη μορφή, επιχειρούσε να ξεσκεπάσει τα δράματα με την απαίσια ασημαντότητά τους, εκείνα που συμβαίνουν στα κρεβάτια αλλά και αυτά που παίζονται στη μεγάλη σκηνή της Ιστορίας, βιώνοντας όλοι τελικά την αφόρητη ελαφρότητα της ύπαρξης.
Η απόφασή του να μεταναστεύσει κάποτε στην Γαλλία, υπογράμμισε τις επιλογές που είχε στη διάθεσή της η τσέχικη διανόηση εκείνη την εποχή. Μεταξύ αυτών που έμειναν και αντιστάθηκαν ήταν ο θεατρικός συγγραφέας Βάτσλαβ Χάβελ, ο οποίος μετά από φυλάκιση 3 ετών, έφτασε να υπηρετήσει κι ως πρόεδρος της Τσεχικής Δημοκρατίας: ήταν η στιγμή όπου τα βιβλία του Κούντερα κυκλοφόρησαν νόμιμα στην πατρίδα του για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια. Αλλά υπήρχε ελάχιστη ζήτηση ή συμπάθεια γι ‘αυτόν, με αποτέλεσμα να πουληθούν μόνο 10.000 αντίτυπα της Αβάσταχτης Ελαφρότητας του Είναι, κι αυτό διότι πολλοί Τσέχοι τον έβλεπαν ως κάποιον που είχε εγκαταλείψει τους συμπατριώτες του και είχε πάρει τον εύκολο δρόμο. Ο Κούντερα εκδιώχθηκε δύο φορές από το κόμμα που υποστήριζε από την ηλικία των 18 ετών, όταν οι κομμουνιστές κατέλαβαν την εξουσία το 1948. Η πρώτη του αποπομπή, το 1950 ενέπνευσε την κεντρική πλοκή στο βιβλίο του Το αστείο. Αποφοίτησε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πράγας το 1952 και στη συνέχεια διορίστηκε στη σχολή εκεί ως εκπαιδευτής παγκόσμιας λογοτεχνίας, συγκαταλέγοντας μεταξύ των μαθητών του τον σκηνοθέτη Milos Forman. Ο Κούντερα επανήλθε στο κόμμα το 1956, αλλά εκδιώχθηκε ξανά, το 1970, επειδή υποστήριξε τη μεταρρύθμιση. Αυτή τη φορά ήταν για πάντα.
Τα επόμενα χρόνια μάζεψε χρήματα ως μουσικός της τζαζ, παίζοντας πιάνο˙ μερικοί φίλοι κανόνιζαν να γράφει πράγματα με τα ονόματα ή τα ψευδώνυμά τους, ώσπου κατέληξε να γίνει αρθρογράφος αστρολογίας!
Τότε, ένας αμερικανός αρθρογράφος θα πει ότι ο αγώνας του Κούντερα κάνει τις ιστορίες της ζωής των περισσότερων Αμερικανών συγγραφέων να φαίνονται τόσο άθλιες όσο η πρόοδος ενός φυτού ντομάτας και δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Κούντερα είναι σε θέση να συγχωνεύει προσωπικές και πολιτικές σημασίες με την ευκολία ενός Καμύ.
Ο Κούντερα γεννήθηκε το 1929, από μικρός διάβαζε Μπωντλέρ, Ρεμπώ, Απολλινέρ, Μπρετόν, Κοκτώ, Ιονέσκο και θαύμαζε τον γαλλικό σουρεαλισμό. Έχοντας μεγαλώσει σε μια χώρα που κατείχαν οι γερμανικές δυνάμεις από το 1939 έως το 1945, ο νεαρός Κούντερα ήταν ένα από τα πολλά εκατομμύρια που αγκάλιασαν τον κομμουνισμό μετά τον πόλεμο. Ήταν μια μεθυστική εποχή, με νέες λίστες νικητών και ηττημένων. Οι παλιές αδικίες αποκαταστάθηκαν, νέες αδικίες διαπράχθηκαν, έγραψε στο Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης.
Πολύ αργά, όπως ομολόγησε, κατάλαβε ότι το κακό που έγινε στο όνομα του σοσιαλισμού δεν ήταν προδοσία της επανάστασης, αλλά μάλλον ένα δηλητήριο που ήταν εγγενές σε αυτήν από την αρχή.
Το τελευταίο βιβλίο που έγραψε στα τσέχικα πριν μεταβεί στα γαλλικά ήταν το Αθανασία (1990). Μετέπειτα, τα μυθιστορήματα ήταν λιγότερο πολιτικά και πιο απροκάλυπτα φιλοσοφικά: Βραδύτητα (1995), Ταυτότητα (1998) και Άγνοια. (2000). Ομολογουμένως η Αθανασία έτυχε της πιο θερμής υποδοχής, μια και στο βιβλίο βάζει τον Χέμινγουεϊ να αναπτύσσει φιλία με τον Γκαίτε όταν συναντιούνται στον παράδεισο.
Εκτός από μεγάλα έργα μυθοπλασίας, είχε γράψει διηγήματα και δοκίμια που φώτισαν όχι μόνο το έργο του μα και άλλων συγγραφέων, τα οποία συγκεντρώθηκαν υπό τον τίτλο Η τέχνη του μυθιστορήματος. Συχνά ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, δίχως ποτέ να το λάβει.
Σύμφωνα με τον Τσέχο συγγραφέα, δεν είναι πια δυνατό να ανατρέψουμε αυτόν τον κόσμο, ούτε να τον αναδιαμορφώσουμε, ούτε να αποτρέψουμε την επικίνδυνη ακαταμάχητη βιασύνη του ˙ υπάρχει μόνο μία πιθανή αντίσταση: να μην τον πάρουμε στα σοβαρά. Σε μια βράβευση του, το 1985, είπε: “Υπάρχει μια ωραία εβραϊκή παροιμία που λέει πως ‘όταν ο άνθρωπος σκέφτεται, ο Θεός γελάει’. Μα γιατί γελάει ο Θεός; Διότι ο άνθρωπος σκέφτεται, και η αλήθεια τού διαφεύγει. Διότι όσο περισσότερο σκέφτονται οι άνθρωποι, τόσο περισσότερο η σκέψη του ενός ανθρώπου αποκλίνει από τη σκέψη του άλλου. Και τέλος διότι ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ αυτό που νομίζει ότι είναι”.
– Αντίο , Μίλαν!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου