3 Μαρ 2022

Παλαιοί αποκριάτικοι χοροί στη Σίφνο ,Από το Κουτρούφι…


Οι φετινές απόκριες σημαδεύτηκαν ανεπανόρθωτα από την εισβολή και το θανατικό στην Ουκρανία, αλλά για να ξεφύγει λίγο η προσοχή μας από τον ζόφο σκέφτηκα να τηρήσω το έθιμο, δηλαδή να βάλω τούτη την Κυριακή, την προτελευταία, κάτι αποκριάτικο.

Ο φίλος μας το Κουτρούφι, που όπως ξέρετε είναι Σιφνιός, μου έστειλε μια συνεργασία για τους αποκριάτικους χορούς, τις βεγγέρες, που έκαναν παλιά στη Σίφνο, στους οποίους συνηθιζόταν να απαγγέλλουν αυτοσχέδια δίστιχα και να αλληλοπειράζονται οι καλεσμένοι, ή τουλάχιστον εκείνοι που διακρίνονταν στη στιχουργική.Το έθιμο αυτό κράτησε ως τη δεκαετία του 1960.

Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτές τις αυτοσχέδιες στιχουργικές αψιμαχίες τις κατέγραφαν και τις τύπωναν για να τις στείλουν στους ξενιτεμένους Σιφνιούς. Έτσι, έχει σωθεί εκτενής στιχουργική αψιμαχία από το μακρινό 1888. Αφήνω όμως το Κουτρούφι να μας τα πει.


ΠΑΛΑΙΟΙ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ ΣΤΗ ΣΙΦΝΟ




Οι στιχουργοί ήταν από κάθε τάξη της τοπικής κοινωνίας, ηλικία, μορφωτικό επίπεδο και φύλο. Με την πάροδο των χρόνων διαμορφώθηκε ένας πυρήνας ποιητών και ποιητριών που πρωταγωνίστησαν σε αποκριάτικους χορούς για αρκετές δεκαετίες και μνημονεύονται από τις επόμενες γενιές μέχρι και σήμερα. Στη συγκεκριμένη βραδιά συμμετείχαν μερικοί μόνο από τους ξακουστούς ποιητές οι οποίοι διέπρεψαν μέχρι τις προπολεμικές δεκαετίες. Μερικά στοιχεία για αυτούς:

Αλέξανδρος Μαγκανιέρης [1865-1938]. Εργάτης στα μεταλλεία που λειτουργούσαν τότε στη Σίφνο, σε αγγειοπλαστεία και μυλωνάς.

Άγγελος Βασάλος, Αγγελάκι [-]. Αγροτοκτηνοτρόφος.

Ελένη [της Πετρούς] Τρούλλου το γένος Καμπάνη [1855-1945]. Νοικοκυρά.

Μαρία [Πετρωμένη] Νερούτσου το γένος Βασάλου [1869-1946]. Νοικοκυρά.

Αντώνης Δεκαβάλλας [1851-1923]. Νομικός, εγγονός του Νικ. Χρυσόγελου, πρώτου Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων επί Καποδίστρια, πατέρας του Νικ. Δεκαβάλλα που εργάστηκε για το λεξικό της Ακαδημίας.

Το απόσπασμα που καταγράφηκε και διασώθηκε και ίσως δεν είναι πλήρες, μπορεί να χωριστεί σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος ασχολείται με τους μασκαρεμένους («καμήλες») που εμφανίστηκαν στο χορό. Στο δεύτερο γίνεται γενική συζήτηση περί έρωτος και στο τρίτο κυριαρχεί έντονος διάλογος μεταξύ δύο τραγουδιστών με την παρεμβολή και τρίτων. Η διαμάχη αυτή έχει ομοιότητες με τα πεισματικά της Καλύμνου ή τα τσιαττιστά της Κύπρου και προκαλεί ίσως εντύπωση το ύφος των κατηγοριών που αλληλοεκτοξεύονται.

Μαγκανιέρης:

Καλώς τους, που μας ήρθανε, στα κόκκινα ντυμένοι [1],
νομίζω ότι βρίσκεται μαζί τους κι η Ελένη.

Δημοσθένης:

Εκείνη η χανούμισσα, η ντροπαλή που τρέμει,
είν’ η Ελένη πράγματι κι έρχετ’ απ’ το χαρέμι.

Ελένη της Πετρούς (μασκαρεμένη):

Το χρόνο μια φορά κι εμάς, άδεια μας εδίνουν,
να βγαίνουμε περίπατο συχνά δε μας αφήνουν.

Ευτυχία:

Λοιπόν, καλώς μας ήρθανε, ετούτα τα διατσέντα [2],
πρέπει να τις τρατάρουμε ένα ποτήρι μέντα.

Ελένη:

Εμείς πιοτό δεν πίνουμε και σας ευχαριστούμε,
τη συντροφιά σας θέλαμε κι ήρθαμε να σας βρούμε.

Αγγελάκι (Αγγελος Βασάλος):

Κατέβασε το φερετζέ, να μη σε σεκλετίζει
και μη φοβάσαι τον πασά που σε περιορίζει.

Ελένη:

Δεν πήρα από τον πασά, την άδεια ακόμα,
γι’ αυτό βλέπεις και τυραννώ το εδικό μου σώμα.

Αγγελάκι:

Απ’ τον πασά την άδεια, την έχουμε παρμένη,
να τραγουδάς ελεύτερα, ως είσαι μαθημένη.

Ελένη:

Απ’ το Σουλτάνο στα κρυφά έφυγα, Αγγελή μου,
παίζω κορώνα γράμματα απόψε τη ζωή μου.

Δημοσθένης:

Δεν ξέρομε τι έγινε, μην είν’ καμιά απάτη,
πως άνευ της αδείας του, απόψε είσαι φευγάτη;

Αγγελάκι:

Τραγούδησε Ελένη μου και μη φοβάσαι χάρο,
την άδεια απ’ τον πασά, εγώ θα σου την πάρω.
Κορίτσια συνεχίσετε και πάλι το χορό σας,
ήρθ’ η πρωτοδασκάλισσα και θα ‘ναι στο πλευρό σας.

Ελένη:

Πού είσαι συ Αλέξανδρε, παιδί του Μαγκανιέρη,
που όλη η ομήγυρις για σένα πάντα χαίρει;

Μαγκανιέρης:

Άη με [3] δω που κάθομαι, τα λόγια σου αφκρούμαι,
και μοναχά που σε θωρώ, κυρά μου, σε φοβούμαι.

Ελένη:

Χαίρομαι που σε γνώρισα, έτη πολλά να ζήσεις,
μπορείς με το τραγούδι σου νεκρούς να αναστήσεις.

Μαγκανιέρης:

Μες στην καρδιά μου μπαίνουνε τα λόγια τα δικά σου,
να χαίρεσαι τον άντρα σου, μαζί και τα παιδιά σου.

Αγγελάκι:

Ανεξαιρέτως όλοι τους, έχουνε νοστιμάδες,
τέτοιο ωραίο ένδυμα, ποτέ δεν θα ξανάδες.

Μαρία Πετρωμένη:

Εμέ με καταμάγεψε του καϊξή το φέσι,
μα και του άλλου, το σκληρό, πάρα πολύ μ’ αρέσει.

Ελένη:

Και του Σουλτάνου καϊξής, ήλθε να σεργιανίσει,
ποιήτριες και ποιητές να επιθεωρήσει.

Δεκαβάλλας:

Μην είν’ κανείς Αμουργιανός πλοίαρχος από κείνους,
που κυνηγούν τα πρόβατα, στα κρίφια [4] και στους σκίνους;

Ελένη:

Ας πούμε για του έρωτα τα πάθη, εδώ πέρα,
για να διασκεδάσουμε σε τούτη τη βεγγέρα

Δεκαβάλλας:

Σας είναι ατελείωτα, του έρωτος τα πάθη,
μέσα στα ρόδα πάντοτε βρίσκεται και τ’ αγκάθι.

Πετρωμένη:

Ο έρωτας τού τρύπησε, Ελένη, την καρδιά του,
κι ακόμη αθεράπευτη πομέν’ η μαχαιριά του.

Δεκαβάλλας:

Αιώνια του έρωτος τη δόξα θε να ψάλλω,
γιατί Ελένη σιωπάς, γιατί δεν είπες άλλο;

Στρατής Μυτιληναίος:

Άκουσα για τον έρωτα και ράγισ’ η καρδιά μου,
γιατί και μένα μου ‘καψε, βαθιά τα σωθικά μου.

Δεκαβάλλας:

Είναι εδώ του έρωτος πολλοί αρχαίοι σκλάβοι
και όποιος θέλει συμβουλή, νομίζω θα τη λάβει.

Αγγελάκι

Ρεζίλι τον εκάματε, τον έρωτα εδώ κάτου,
δεν είπατε τις χάρες του, μα μόνο τα τρωτά του.

Ελένη:

Δε θα σε πλήγωσαν ποτέ, τα φοβερά του βέλη,
γι’ αυτό τον ‘περασπίζεσαι και το καλό του θέλεις.

Δεκαβάλλας:

Ο κόσμος το ‘χει τούμπανο, κρυφομιλούνε όλοι,
πως τριγυρνά με τα βιολιά καθημερνή και σχόλη.

Αγγελάκι:

Δε συλλογάσαι τη Λαμπρή, πώς θε-να κοινωνήσεις
πού ήλθες μέσα στο χορό να με συκοφαντήσεις;

Πετρωμένη:

Αυτός δεν έχει βάπτισμα, δεν ξέρει κοινωνία,
διότι είν’ εξόριστος από την εκκλησία.

Αγγελάκι:

Ε, δικηγόρε, πειρασμός ώσπου να ζεις θα είσαι,
μήτε Χριστό πιστεύεις πια, μήτε Θεό φοβείσαι.

Δεκαβάλλας:

Εμένα εκκλησία μου, είν’ η καλή καρδιά μου,
μα δεν αφήνω, σαν εσέ, γυναίκα και παιδιά μου.

Αγyελάκι:

Καλά με συκοφάντησες, πως πάω στο νιχύτη [5],
η πλάκα σου να κάβγεται, αλλόπιστε πισσίτη [6].

Δεκαβάλλας:

Ακόμη δε σ’ επλάκωσε, η πιο μεγάλη μπόρα,
περίμενε και θα ιδείς, όλα θα βγούν στη φόρα.

Ελένη:

Μα βρε παιδιά, τι έχετε και τρώγεστε οι δύο;
λυπούμαι που σας αγροικώ, αναχωρώ, αντίο.

Αγγελάκι:

Αυτός γυρεύει ανδρόγυνο, Ελένη, να χωρίσει,
καλύτερα τη γλώσσα του να τήνε κοκχαλίσει.

Δεκαβάλλας:

Δεν πάει πια στο σπίτι του ένα ποτήρι γάλα,
εχθές το βράδυ γλίστρησε και το ‘χυσε στη σκάλα.

Αγγελάκι:

Τους άλλους να καταλαλείς, είναι το μάθημά σου,
φαίνεται, απ’ τη φούρια σου, ξέχασες τα δικά σου.

Δεκαβάλλας:

Ματαίως επροσπάθησα να πλύνω τον αράπη,
μα τι με μέλει αν εσύ πεθαίνεις στην αγάπη;

Αφήνω τον επάνω σου, κερά Μαρία, δος του,
πιστεύω με τα λόγια σου ν’ αλλάξει ο σκοπός του.

Γλωσσάρι:

[1]. Συνηθισμένο στη Σίφνο και αλλού, η αιτιατική πληθυντικού στα αρσενικά να έχει τον ίδιο τύπο με την ονομαστική.

[2]. Διατσέντα: μυρωδάτα λουλούδια, υάκινθοι. Υπάρχει και αλλού.

[3]. Αη με: Να με.

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας τού 1960 το συνηθισμένο έθιμο την περίοδο τής Αποκριάς στη Σίφνο ήταν οι λεγόμενοι Αποκριάτικοι χοροί. Περιληπτικά, οι παρέες συγκεντρώνονταν σε κάποια ευρύχωρη αίθουσα, χόρευαν σε ένα κυκλικό χορό πιασμένοι αλά μπρατσέτα και αντάλλασσαν αυτοσχέδια δίστιχα («ποιητικά») σε μορφή διαλόγου. Τα δίστιχα τα έλεγαν σε ένα συγκεκριμένο σκοπό, τον λεγόμενο «αποκριάτικο», χωρίς όργανα. Οι συμμετέχοντες σε ένα αποκριάτικο χορό πήγαιναν είτε να ακούσουν είτε να σκαρώσουν στιχάκια. Να «ποιήσουν» δηλαδή. Με την έννοια αυτή η διαδικασία του αποκριάτικου χορού διέφερε από τις άλλες περιπτώσεις διασκέδασης όπου τα αυτοσχέδια δίστιχα προκύπτουν μέσα στο γλέντι. Σημειωτέον ότι στους χορούς αυτούς δεν γινόταν ιδιαίτερη κατανάλωση φαγητού και ποτού.

Ενίοτε, τα δίστιχα αυτά καταγράφονταν σε χαρτί και μετά τυπώνονταν σε τυπογραφείο που λειτουργούσε στη Σίφνο. Κυκλοφορούσαν σε φυλλάδια με σκοπό να μοιραστούν στους Σιφνιούς της διασποράς και ιδιαίτερα της Πόλης (κυρίως στις αρχές του 20ου αιώνα). Μέσω αυτής της διαδικασίας διασώθηκαν τα ποιητικά από αρκετές τέτοιες βραδιές. Από τέτοια φυλλάδια εκδόθηκε το βιβλίο «Τα λαϊκά τραγούδια και κάλαντα της Σίφνου» από τον αείμνηστο Νίκο Σταφυλοπάτη [1920-2006], Εκδ. Ελληνικά γράμματα, 1997. Το εξώφυλλο του βιβλίου περιέχει σκίτσο του γνωστού Σιφνιού σκιτσογράφου Σταμάτη Πολενάκη [1908-1997]. Από τη συλλογή αυτή παραθέτουμε τα ποιητικά από μια τέτοια βραδιά του 1888. Χρονολογικά, είναι η πρώτη καταγραφή της συλλογής Σταφυλοπάτη. Στόχος είναι να δοθεί μια γεύση για τους χορούς αυτούς, τα θέματα γύρω από τα οποία κινούνταν στις βραδιές αυτές και τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν.


[4]. Κρίφια: γκρίφια. Προεξοχές βράχων.

[5]. Νιχύτης: Οχετός, αγωγός αποχέτευσης.

[6]. Πισσίτης: μαύρος σαν την πίσσα. Μεταφορικά, ο κολασμένος. Υπάρχει και αλλού.

Όπως είπαμε, το έθιμο χαρακτήριζε την Αποκριά στη Σίφνο μέχρι και τη δεκαετία τού 1960. Μετά ατόνησε και ο κόσμος άρχιζε να διασκεδάζει συμβατικά, με φαγοπότια και, είτε με ενόργανη διασκέδαση με τα παραδοσιακά όργανα (βιολί/λαούτο) είτε με τα συστήματα ήχου με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και δισκογραφίας. Ο παλιός αποκριάτικος σκοπός, δεν είχε ξεχαστεί μεν, αλλά μπήκε σε αχρηστία. Βέβαια, όσο περνούν οι δεκαετίες ο σκοπός θα ξεχαστεί και αυτός. Ευτυχώς, δείγμα του διασώθηκε σε ηχογράφηση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών και υπάρχει στο CD με τίτλο «Τραγούδια της Σίφνου» που κυκλοφόρησε πριν είκοσι χρόνια περίπου.

—————————————-

Καμήλες ωραιότατες ήρχανε στο χορό μας
πρέπει να τις τιμήσουμε ειν’ για καλό δικό μας

Αυτό μού τραγουδούσε η συχωρεμένη η λαλά μου την δεκαετία τού 70 και έτσι έμαθα και εγώ τον σκοπό.


Κλείνοντας, θεωρώ αξιοπρόσεκτο ότι τύπωναν τα δίστιχα αποδίδοντάς τα στον καθένα. Έτσι απαθανατιζόταν και γινόταν προσωπική -αλλά και διανεμόταν ευρύτερα- η εφήμερη και (ως τότε) ανώνυμη στιχουργική δημιουργία.


Πηγή : https://www.kaipoutheos.gr/https://sarantakos.wordpress.com



to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...