“Human kind cannot bear very much reality”
Four Quartets, T.S. Eliot
Η ελαττωματικότητα του ανθρώπινου είδους μπορεί να συνοψιστεί σε μια αμφιβόλου εγκυρότητας φράση: «Ο άνθρωπος απέκτησε πιο μεγάλη νοημοσύνη απ’ ό,τι χρειαζόταν, αλλά όχι αρκετά μεγάλη όσο χρειάζεται».
Και ένα παράδειγμα: Ο άνθρωπος έχει τόσο μεγάλη νοημοσύνη ώστε να μπορεί να φτιάξει πυρηνικά όπλα, αλλά όχι αρκετά μεγάλη για να μην τα φτιάξει.
Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα ο άνθρωπος μπορεί να κατανοεί πολύ περισσότερα απ’ τα τέσσερα Fs (feeding, fleeing, fighting, fucking).
Δυστυχώς όμως η γνώση του για τον εξωτερικό κόσμο και τα φαινόμενα του εξελίχτηκε πολύ πιο ραγδαία από τη γνώση του για τον εσωτερικό κόσμο και τα φαντάσματα του. Για να αντισταθμίσει την αβάσταχτη ελαφρότητα της πραγματικότητας –και τις φρικαλέες εκφάνσεις της- ο ανθρώπινος εγκέφαλος ανέπτυξε μια ιδιαίτερη ικανότητα, ένα πέμπτο f: Τη φαντασία (f, for fantasy) ή αλλιώς την απάτη (f, for fake).
Και ήταν η μέγιστη απάτη, η Απάτη της Τέχνης, που έσωσε τον Καμπανέλλη από την πραγματικότητα.
Ο Καμπανέλλης επέστρεψε από το Μαουτχάουζεν σε μια Αθήνα η οποία βρισκόταν πλέον υπό αγγλική/αμερικανική κατοχή. Η ελευθερία του ήταν πλασματική (όπως και της χώρας του), αφού η μνήμη του τον κρατούσε ακόμα, αποστεωμένο και μελλοθάνατο, πίσω στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Είχε δει πάρα πολλά για να συνεχίσει να πιστεύει στον άνθρωπο και τα έργα του. Κουβαλούσε στην πλάτη σαν ταφόπλακα την επίγνωση ότι ο άνθρωπος μπορεί να είναι το χείριστο των θηρίων. Η πραγματικότητά του και ο ύπνος του ήταν γεμάτα κρεματόρια και σβάστικες.
Η πρώτη απόπειρα για να λυτρωθεί ήταν ο έρωτας. Ερωτεύτηκε μια όμορφη κοπέλα, την Νίκη –και τότε δεν γνώριζε ότι θα έμενε μαζί της μέχρι το τέλος.
Όμως ο έρωτας δεν αρκούσε για να διώξει αυτά τα περιβόητα –και τόσο κοινότοπα στη λογοτεχνία-
«φαντάσματα του παρελθόντος».
Πως μπορούσε να αγαπήσει όταν ήξερε ότι κάποια μέρα μπορεί να έπαιρναν την αγάπη του, όσο όμορφη και να ήταν; Πως μπορούσε να κάνει παιδιά όταν είχε δει να τα χωρίζουν από τους γονείς τους για να τα αποτεφρώσουν;
Δεν μπορούσε καν να μείνει στο σπίτι. Μέσα εκεί αισθανόταν πάλι φυλακισμένος και έβγαινε για να περπατήσει με τις ώρες στους δρόμους της Αθήνας, χωρίς στόχο και προορισμό, σαν να προσπαθούσε να βεβαιωθεί για την ελευθερία του. Αυτοί οι ατέρμονοι περίπατοι τον οδήγησαν τελικά στη λύτρωση.
Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα είχε ραντεβού με την Νίκη. Όμως είχε φύγει από το σπίτι πολλές ώρες νωρίτερα. Μην μπορώντας να αντέξει το κρύο αποφάσισε να μπει κάπου για να ζεσταθεί. Όλως τυχαίως βρέθηκε μπροστά στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, στο οποίο παιζόταν ένα έργο του Τένεσι Ουίλιαμς.
Ο Καμπανέλλης δεν ήξερε τίποτα από θέατρο, πέρα από κάποιες ραδιοφωνικές προσαρμογές που ίσως να είχε ακούσει. Όμως αποφάσισε να κατέβει σε εκείνο το «πρώτο υπόγειο», για να ζεσταθεί και να περάσει η ώρα μέχρι το ραντεβού. Κι εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την Απάτη του Θεάτρου.
Σε ένα απολύτως λιτό σκηνικό -ένα τραπέζι, δυο καρέκλες και μια γυάλινη προθήκη στο βάθος- τρεις άνθρωποι χωρίς φανταχτερά κουστούμια, με ρούχα καθημερινά, έπαιζαν μια σκηνή που θα μπορούσε να διαδραματίζεται στο διπλανό σπίτι του θεατή.
Χωρίς θεούς και ήρωες, χωρίς οιμωγές και απαγγελίες, τόσο φυσιολογικά, τόσο ανθρώπινα, που θα μπορούσες να ανέβεις κι εσύ στη σκηνή για να πάρεις μέρος στην παράσταση ή για να πιεις ένα ποτήρι νερό.
Δεν υπήρχε το χάσμα ανάμεσα στον υποκριτή και το θεατή, ανάμεσα στον Άμλετ ή τον Οιδίποδα και τον κοινό θνητό που παρακολουθούσε.
Εκεί πάνω, εκεί μπροστά σου, μπορούσες να δεις έναν άνθρωπο σαν κι εσένα που προσπαθούσε να ξεφύγει από τη πραγματικότητα ή συντριβόταν από το βάρος της. Μιλούσε σαν κι εσένα, κινιόταν σαν κι εσένα, αισθανόταν όπως κι εσύ, ήταν… εσύ.
Και όλοι γνώριζαν ότι επρόκειτο για παράσταση, ότι αυτοί που έβλεπαν ήταν ηθοποιοί, ήξεραν ότι ήταν μια απάτη, αλλά όσοι αφήνονταν να πιστέψουν στην απάτη έβγαιναν κερδισμένοι.
Όταν τέλειωσε η παράσταση ο Καμπανέλλης είχε ήδη λυτρωθεί, γιατί είχε καταλάβει ότι ο μόνος τρόπος να αποτινάξει το βάρος της πραγματικότητας ήταν να γίνει μέρος αυτής της τόσο ρεαλιστικής Απάτης.
Την επομένη κιόλας πήγε στο Εθνικό για να κάνει αίτηση, ώστε να γίνει ηθοποιός. Αλλά δεν τον δεχτήκανε. Του έλειπε το απολυτήριο του γυμνασίου. Όμως ο Καμπανέλλης δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Αφού δεν μπορούσε να γίνει ηθοποιός… Θα γινόταν θεατρικός συγγραφέας!
Έγραψε το πρώτο του θεατρικό, το έστειλε στο Εθνικό Θέατρο και… Όχι, δεν είναι τόσο εύκολο να πάρεις μέρος στην Απάτη, κύριε Καμπανέλλη. Όσο και να το επιθυμείς, το άδειο και ψυχρό σύμπαν δεν συνωμοτεί υπέρ σου.
Όταν έλαβε την πρώτη απόρριψη αποθαρρύνθηκε. Για μια μέρα. Την επομένη ξεκίνησε να γράφει ένα καινούριο έργο, το οποίο είχε ακριβώς την ίδια τύχη. Αλλά συνέχισε…
«Ήμασταν τότε», μου είχε πει, «μια παρέα από νεαρούς, όλοι επίδοξοι θεατρικοί συγγραφείς, ποιητές και πεζογράφοι. Οι περισσότεροι είχαν πολύ μεγαλύτερο ταλέντο από εμένα. Όμως όλοι τους, μετά την πρώτη απόρριψη ή το πολύ τη δεύτερη, τα παρατούσαν.»
Ο Καμπανέλλης δεν τα παράτησε. Συνέχισε να γράφει –και να τον απορρίπτουν- για εφτά συνεχόμενα χρόνια.
«Και πως ζούσατε όλο αυτό τον καιρό;» τον είχα ρωτήσει.
«Έγραφα διαφημίσεις για οδοντόκρεμες», είχε απαντήσει ο Καμπανέλλης γελώντας. «Αλλά, ουσιαστικά, με ζούσε η Νίκη με το μικρό μισθό που έπαιρνε.»
Μετά τα εφτά χρόνια γρουσουζιάς κάποιο έργο του Καμπανέλλη έπεσε στα χέρια ενός θεατράνθρωπου που αναγνώρισε το ταλέντο του. Μετά ήταν η σειρά της «Στέλλας», της πιο τραγικής ηρωίδας του ελληνικού κινηματογράφου και του «Δράκου» του πιο τραγικού ανθρωπάκου. Αλλά ο θρίαμβος ήρθε όταν ο Κάρολος Κουν ανέβασε την «Αυλή των Θαυμάτων», με τη μουσική του Χατζιδάκι.
Τέλος οι διαφημίσεις οδοντόκρεμας, ξεκίνησε η πορεία που κάποτε θα οδηγούσε στο να τον αποκαλέσουν: «ο πατριάρχης του νεοελληνικού θεάτρου» (αν και ο ίδιος χαμογελούσε αμήχανα και προσπαθούσε να αλλάξει θέμα όταν άκουγε τέτοιους χαρακτηρισμούς).
Μια φίλη από την Νάξο μου είχε πει κάποτε ότι ο Καμπανέλλης είναι υπερεκτιμημένος, αφού δεν έκανε κάτι τόσο σπουδαίο όσο ο Τένεσι Ουίλιαμς ή ο Ιονέσκο. Αυτή, πιστεύω, είναι η απόρροια της νοοτροπίας: «Θέλω να γίνω σαν Αμερικάνος, θέλω να γίνω παγκόσμιος».
Ο Καμπανέλλης δεν ήταν ο Τένεσι Ουίλιαμς της Ελλάδας ούτε ο Λόρκα της Ελλάδας, ήταν –απλά- ο Καμπανέλλης της Ελλάδας, μικρός και μέγας, όσο μικρή και μεγάλη είναι η χώρα μας, χωρίς συγκρίσεις, χωρίς πλειστηριασμούς αξίας.
Θα τελειώσω αυτό το κείμενο με την απάντηση του Καμπανέλλη σε έναν νεαρό συγγραφίσκο (ο υποφαινόμενος) όταν εκείνος τον ρώτησε για ποιο λόγο γράφουμε και προσπαθούμε να κατανοήσουμε, να επικοινωνήσουμε, όταν οι άνθρωποι τριγύρω μας νοιάζονται μόνο για τα τζιπ και τις διακοπές τους (ήταν το 2005).
Είχε απαντήσει: «Γράφω, γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς» και «Απαισιοδοξία ούτε και στην κόλαση».
Και κάτι ήξερε εκείνος από κόλαση.
Πηγή : http://sanejoker.info
Four Quartets, T.S. Eliot
Η ελαττωματικότητα του ανθρώπινου είδους μπορεί να συνοψιστεί σε μια αμφιβόλου εγκυρότητας φράση: «Ο άνθρωπος απέκτησε πιο μεγάλη νοημοσύνη απ’ ό,τι χρειαζόταν, αλλά όχι αρκετά μεγάλη όσο χρειάζεται».
Και ένα παράδειγμα: Ο άνθρωπος έχει τόσο μεγάλη νοημοσύνη ώστε να μπορεί να φτιάξει πυρηνικά όπλα, αλλά όχι αρκετά μεγάλη για να μην τα φτιάξει.
Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα ο άνθρωπος μπορεί να κατανοεί πολύ περισσότερα απ’ τα τέσσερα Fs (feeding, fleeing, fighting, fucking).
Δυστυχώς όμως η γνώση του για τον εξωτερικό κόσμο και τα φαινόμενα του εξελίχτηκε πολύ πιο ραγδαία από τη γνώση του για τον εσωτερικό κόσμο και τα φαντάσματα του. Για να αντισταθμίσει την αβάσταχτη ελαφρότητα της πραγματικότητας –και τις φρικαλέες εκφάνσεις της- ο ανθρώπινος εγκέφαλος ανέπτυξε μια ιδιαίτερη ικανότητα, ένα πέμπτο f: Τη φαντασία (f, for fantasy) ή αλλιώς την απάτη (f, for fake).
Και ήταν η μέγιστη απάτη, η Απάτη της Τέχνης, που έσωσε τον Καμπανέλλη από την πραγματικότητα.
Ο Καμπανέλλης επέστρεψε από το Μαουτχάουζεν σε μια Αθήνα η οποία βρισκόταν πλέον υπό αγγλική/αμερικανική κατοχή. Η ελευθερία του ήταν πλασματική (όπως και της χώρας του), αφού η μνήμη του τον κρατούσε ακόμα, αποστεωμένο και μελλοθάνατο, πίσω στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Είχε δει πάρα πολλά για να συνεχίσει να πιστεύει στον άνθρωπο και τα έργα του. Κουβαλούσε στην πλάτη σαν ταφόπλακα την επίγνωση ότι ο άνθρωπος μπορεί να είναι το χείριστο των θηρίων. Η πραγματικότητά του και ο ύπνος του ήταν γεμάτα κρεματόρια και σβάστικες.
Η πρώτη απόπειρα για να λυτρωθεί ήταν ο έρωτας. Ερωτεύτηκε μια όμορφη κοπέλα, την Νίκη –και τότε δεν γνώριζε ότι θα έμενε μαζί της μέχρι το τέλος.
Όμως ο έρωτας δεν αρκούσε για να διώξει αυτά τα περιβόητα –και τόσο κοινότοπα στη λογοτεχνία-
«φαντάσματα του παρελθόντος».
Πως μπορούσε να αγαπήσει όταν ήξερε ότι κάποια μέρα μπορεί να έπαιρναν την αγάπη του, όσο όμορφη και να ήταν; Πως μπορούσε να κάνει παιδιά όταν είχε δει να τα χωρίζουν από τους γονείς τους για να τα αποτεφρώσουν;
Δεν μπορούσε καν να μείνει στο σπίτι. Μέσα εκεί αισθανόταν πάλι φυλακισμένος και έβγαινε για να περπατήσει με τις ώρες στους δρόμους της Αθήνας, χωρίς στόχο και προορισμό, σαν να προσπαθούσε να βεβαιωθεί για την ελευθερία του. Αυτοί οι ατέρμονοι περίπατοι τον οδήγησαν τελικά στη λύτρωση.
Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα είχε ραντεβού με την Νίκη. Όμως είχε φύγει από το σπίτι πολλές ώρες νωρίτερα. Μην μπορώντας να αντέξει το κρύο αποφάσισε να μπει κάπου για να ζεσταθεί. Όλως τυχαίως βρέθηκε μπροστά στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, στο οποίο παιζόταν ένα έργο του Τένεσι Ουίλιαμς.
Ο Καμπανέλλης δεν ήξερε τίποτα από θέατρο, πέρα από κάποιες ραδιοφωνικές προσαρμογές που ίσως να είχε ακούσει. Όμως αποφάσισε να κατέβει σε εκείνο το «πρώτο υπόγειο», για να ζεσταθεί και να περάσει η ώρα μέχρι το ραντεβού. Κι εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την Απάτη του Θεάτρου.
Σε ένα απολύτως λιτό σκηνικό -ένα τραπέζι, δυο καρέκλες και μια γυάλινη προθήκη στο βάθος- τρεις άνθρωποι χωρίς φανταχτερά κουστούμια, με ρούχα καθημερινά, έπαιζαν μια σκηνή που θα μπορούσε να διαδραματίζεται στο διπλανό σπίτι του θεατή.
Χωρίς θεούς και ήρωες, χωρίς οιμωγές και απαγγελίες, τόσο φυσιολογικά, τόσο ανθρώπινα, που θα μπορούσες να ανέβεις κι εσύ στη σκηνή για να πάρεις μέρος στην παράσταση ή για να πιεις ένα ποτήρι νερό.
Δεν υπήρχε το χάσμα ανάμεσα στον υποκριτή και το θεατή, ανάμεσα στον Άμλετ ή τον Οιδίποδα και τον κοινό θνητό που παρακολουθούσε.
Εκεί πάνω, εκεί μπροστά σου, μπορούσες να δεις έναν άνθρωπο σαν κι εσένα που προσπαθούσε να ξεφύγει από τη πραγματικότητα ή συντριβόταν από το βάρος της. Μιλούσε σαν κι εσένα, κινιόταν σαν κι εσένα, αισθανόταν όπως κι εσύ, ήταν… εσύ.
Και όλοι γνώριζαν ότι επρόκειτο για παράσταση, ότι αυτοί που έβλεπαν ήταν ηθοποιοί, ήξεραν ότι ήταν μια απάτη, αλλά όσοι αφήνονταν να πιστέψουν στην απάτη έβγαιναν κερδισμένοι.
Όταν τέλειωσε η παράσταση ο Καμπανέλλης είχε ήδη λυτρωθεί, γιατί είχε καταλάβει ότι ο μόνος τρόπος να αποτινάξει το βάρος της πραγματικότητας ήταν να γίνει μέρος αυτής της τόσο ρεαλιστικής Απάτης.
Την επομένη κιόλας πήγε στο Εθνικό για να κάνει αίτηση, ώστε να γίνει ηθοποιός. Αλλά δεν τον δεχτήκανε. Του έλειπε το απολυτήριο του γυμνασίου. Όμως ο Καμπανέλλης δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Αφού δεν μπορούσε να γίνει ηθοποιός… Θα γινόταν θεατρικός συγγραφέας!
Έγραψε το πρώτο του θεατρικό, το έστειλε στο Εθνικό Θέατρο και… Όχι, δεν είναι τόσο εύκολο να πάρεις μέρος στην Απάτη, κύριε Καμπανέλλη. Όσο και να το επιθυμείς, το άδειο και ψυχρό σύμπαν δεν συνωμοτεί υπέρ σου.
Όταν έλαβε την πρώτη απόρριψη αποθαρρύνθηκε. Για μια μέρα. Την επομένη ξεκίνησε να γράφει ένα καινούριο έργο, το οποίο είχε ακριβώς την ίδια τύχη. Αλλά συνέχισε…
«Ήμασταν τότε», μου είχε πει, «μια παρέα από νεαρούς, όλοι επίδοξοι θεατρικοί συγγραφείς, ποιητές και πεζογράφοι. Οι περισσότεροι είχαν πολύ μεγαλύτερο ταλέντο από εμένα. Όμως όλοι τους, μετά την πρώτη απόρριψη ή το πολύ τη δεύτερη, τα παρατούσαν.»
Ο Καμπανέλλης δεν τα παράτησε. Συνέχισε να γράφει –και να τον απορρίπτουν- για εφτά συνεχόμενα χρόνια.
«Και πως ζούσατε όλο αυτό τον καιρό;» τον είχα ρωτήσει.
«Έγραφα διαφημίσεις για οδοντόκρεμες», είχε απαντήσει ο Καμπανέλλης γελώντας. «Αλλά, ουσιαστικά, με ζούσε η Νίκη με το μικρό μισθό που έπαιρνε.»
Μετά τα εφτά χρόνια γρουσουζιάς κάποιο έργο του Καμπανέλλη έπεσε στα χέρια ενός θεατράνθρωπου που αναγνώρισε το ταλέντο του. Μετά ήταν η σειρά της «Στέλλας», της πιο τραγικής ηρωίδας του ελληνικού κινηματογράφου και του «Δράκου» του πιο τραγικού ανθρωπάκου. Αλλά ο θρίαμβος ήρθε όταν ο Κάρολος Κουν ανέβασε την «Αυλή των Θαυμάτων», με τη μουσική του Χατζιδάκι.
Τέλος οι διαφημίσεις οδοντόκρεμας, ξεκίνησε η πορεία που κάποτε θα οδηγούσε στο να τον αποκαλέσουν: «ο πατριάρχης του νεοελληνικού θεάτρου» (αν και ο ίδιος χαμογελούσε αμήχανα και προσπαθούσε να αλλάξει θέμα όταν άκουγε τέτοιους χαρακτηρισμούς).
Μια φίλη από την Νάξο μου είχε πει κάποτε ότι ο Καμπανέλλης είναι υπερεκτιμημένος, αφού δεν έκανε κάτι τόσο σπουδαίο όσο ο Τένεσι Ουίλιαμς ή ο Ιονέσκο. Αυτή, πιστεύω, είναι η απόρροια της νοοτροπίας: «Θέλω να γίνω σαν Αμερικάνος, θέλω να γίνω παγκόσμιος».
Ο Καμπανέλλης δεν ήταν ο Τένεσι Ουίλιαμς της Ελλάδας ούτε ο Λόρκα της Ελλάδας, ήταν –απλά- ο Καμπανέλλης της Ελλάδας, μικρός και μέγας, όσο μικρή και μεγάλη είναι η χώρα μας, χωρίς συγκρίσεις, χωρίς πλειστηριασμούς αξίας.
Θα τελειώσω αυτό το κείμενο με την απάντηση του Καμπανέλλη σε έναν νεαρό συγγραφίσκο (ο υποφαινόμενος) όταν εκείνος τον ρώτησε για ποιο λόγο γράφουμε και προσπαθούμε να κατανοήσουμε, να επικοινωνήσουμε, όταν οι άνθρωποι τριγύρω μας νοιάζονται μόνο για τα τζιπ και τις διακοπές τους (ήταν το 2005).
Είχε απαντήσει: «Γράφω, γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς» και «Απαισιοδοξία ούτε και στην κόλαση».
Και κάτι ήξερε εκείνος από κόλαση.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου